Ο οποίος εμφανιζόμενος ως πρίγκιπας, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων, ζητούσε να του επιστραφεί ούτε λίγο ούτε πολύ ολόκληρη η Θεσσαλία, η οποία είχε προσαρτηθεί στο τότε νεοσύστατο ελληνικό κράτος με την ελληνοτουρκική συνθήκη του 1881, και η Ηπειρος, η οποία είχε ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια μετά τη νικηφόρο προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Στην πραγματικότητα, ο χρόνος που για πρώτη φορά ενεργοποιήθηκε η μνήμη του συγκεκριμένου Ιταλού και θυμήθηκε πώς, ως κατιών του κλάδου «Νεμάνια- Παλαιολόγων- Ορσίνι- Αγγελων- Κομνηνών» , του ανήκε ολόκληρη η Θεσσαλία από τον Δομοκό και τα Φάρσαλα έως τα Τζουμέρκα της Ηπείρου δεν ήταν καθόλου άσχετος. Οπως προκύπτει από την ανάγνωση των δικογράφων αλλά και της ιστορικής μελέτης που εξέδωσε ο γνωστός στην εποχή του καθηγητής Βιτόριο Σιαλόγια, η πρώτη αίτηση προσφυγής του στα ιταλικά δικαστήρια ήταν η 10η Ιουνίου 1912, όταν με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων και τις νικηφόρες επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού στην Ηπειρο και στη Μακεδονία η κατάσταση στις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε γίνει χαώδης.
Οπως δε ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον της ελληνικής, αλλά και της ιταλικής κυβερνήσεως (δεδομένου ότι η Ιταλία ενεπλάκη επίσης στους Βαλκανικούς κηρύσσοντας και αυτή τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1911) ήταν στραμμένο σε πολύ σοβαρότερα ζητήματα που δημιουργούσε η ανατροπή του status quo στον χώρο των Βαλκανίων σε σχέση με την απαίτηση ενός ιδιόμορφου, όπως αρχικά εμφανιζόταν, ιδιώτη· που όμως έμελλε τελικώς να συμπαρασύρει τις δύο κυβερνήσεις σε έναν διάλογο άχαρο και παράλογο, ο οποίος άλλοτε άγγιζε τα όρια του κωμικού και άλλοτε εμφανιζόταν απειλητικός για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ακόμη πιο παράδοξο εμφανίζεται σε έγγραφο της δεκαετίας του 1930 με συντάκτη τον τότε έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη Νίκο Μαυρουδή, που τόσο θαύμαζε ο γνωστός μας Εμμανουέλε Γκράτσι όταν τον βρήκε στη θέση του προσωπάρχη στο ΥΠΕΞ το 1940, το γεγονός ότι ο ιταλός δικτάτωρ Μπενίτο Μουσολίνι έδινε οδηγίες στους υπουργούς του για την ευνοϊκή υπέρ της Ελλάδος έκβαση του ζητήματος! (Προφανώς για να μη χρειασθεί να αποζημιώσει και ο ίδιος για δεύτερη φορά τον Καπόνε, όταν θα επιχειρούσε την είσοδό του στη χώρα μας διά των αλβανικών συνόρων…)
Ας δούμε όμως τα πράγματα πώς εξελίχθηκαν μέσα σχεδόν σε μία εικοσαετία ώσπου να χρειασθεί μετά και η ανάμειξη του Τύπου της εποχής, για να λήξει το σκάνδαλο με κινητοποίηση της ιταλικής κυβερνήσεως και συγκεκριμένα δύο υπουργών, Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, οι οποίοι λάμβαναν σε απευθείας επικοινωνία τους οδηγίες από τον Μουσολίνι.
Μετά την απορριπτική θέση που πήρε το Πρωτοδικείο Νεαπόλεως τον Ιούνιο του 1912 με το δικαιολογητικό ότι αδυνατούσε να υπεισέλθει σε ζητήματα που αφορούσαν ξένη χώρα, ο Καπόνε προσέφυγε στο Ακυρωτικό της Ρώμης με σκοπό να εφεσιβάλει στη συνέχεια κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της Νεαπόλεως προσφεύγοντας στο Εφετείο της Ρώμης.
Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποιώντας με την πάροδο του χρόνου ότι το θέμα έπαιρνε διαστάσεις, με τον Καπόνε να επιμένει και τον ιταλικό Τύπο μάλλον να δημιουργεί ευνοϊκές υπέρ αυτού εντυπώσεις στην ιταλική κοινή γνώμη, υποχρεώθηκε να προσλάβει διά της πρεσβείας της Ρώμης δύο εγκρίτους νομικούς της εποχής: τον γερουσιαστή και πρώην πρόεδρο του Ακυρωτικού Ludovico Μortara και τον καθηγητή Gabriele Fraggella. Βρισκόμαστε αισίως εν έτει 1930 που απεδείχθη και το κρισιμότερο, ιδίως το διάστημα Φεβρουαρίου- Ιουλίου, όταν το Ακυρωτικό αντί να κλείσει την υπόθεση την παρέπεμψε στο πολιτικό της τμήμα.
Ετσι προκλήθηκε σάλος στον ελληνικό Τύπο και ανησυχίες στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία, αν και αντλούσε διαβεβαιώσεις του πρεσβευτή Μαυρουδή ότι βάσει του Νομοθετικού Διατάγματος αρ. 1621 της 30ής Αυγούστου 1925 που επεκυρώθη το 1926 η Ιταλία δεν είχε το δικαίωμα να προβεί σε κατασχέσεις περιουσίας τρίτης και δη φίλης χώρας στο έδαφός της, εξέδιδε διά του ΥΠΕΞ οδηγίες για αναστολή παραγγελιών και κάθε είδους οικονομική δοσοληψία μεταξύ Ελλάδας- Ιταλίας.
Μάλιστα, σε μια απέλπιδα συνομιλία του με τον ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα, ο τότε ΥΠΕΞ και αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Βενιζέλου Ανδρέας Μιχαλακόπουλος υπογράμμιζε ότι «είναι ζήτημα αξιοπρεπείας δι΄ Ελληνικόν Κράτος να μη φαίνεται καταδικαζόμενον δι΄ αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου φίλης χώρας εις πληρωμήν υπερόγκων ποσών δι΄ απαίτησιν, ης το γελοίον είναι ολοφάνερον» (ΑΠ 221, 8 Φεβρουαρίου 1930), ζητούσε δε από τον ιταλό διπλωμάτη να ειδοποιήσει εσπευσμένα τον Μουσολίνι ώστε να δώσει τέλος στην υπόθεση επιλαμβανόμενος προσωπικά της υποθέσεως.
Ωστόσο, όπως ενημέρωνε με πολυσέλιδο έγγραφό του ο Μαυρουδής στις 11 Απριλίου 1930: «Ο κ. Μουσολίνι προ της εκδόσεως νέας αποφάσεως του Ακυρωτικού διεμήνυσε προς ους έδει την επιθυμίαν του περί τροποποιήσεως ταύτης. Αλλ΄ ηναγκάσθη να μη επιμείνη μετά της υπό του κ. Υπουργού της Δικαιοσύνης δοθείσης αυτώ πληροφορίας καθ΄ ας η απόφασις καίτοι μη δημοσιευθείσα ήτο γνωστή όχι μόνον εις τους ενδιαφερομένους, αλλ΄ εις ευρύν κύκλον δικηγόρων και δικαστών και ότι το διατακτικόν ταύτης ουδεμίαν ζημίαν επέφερεν εις το Ελληνικόν Δημόσιον» (ΑΠ 576).
Προέβλεπε, με δύο λόγια, ο έμπειρος έλληνας διπλωμάτης ότι μάλλον θα ζημίωνε την υπόθεση αν έπαιρνε διάσταση η πληροφορία της προσωπικής παρεμβάσεως του ιταλού πρωθυπουργού στο έργο της Δικαιοσύνης, αφού ούτως ή άλλως η όποια μη ευνοϊκή υπέρ της Ελλάδος απόφαση προδιαγραφόταν εξαρχής μη εκτελεστέα με βάση το Διάταγμα του 1925 αρ. 1621. Το ζήτημα, πάντως, αναμφίβολα δεν μπορούσε παρά να πλήττει το γόητρο της Ελλάδας και σε αυτό, πλην άλλων, οφειλόταν η επιμονή του Μιχαλακόπουλου.
Ο κίνδυνος να κατασχεθούν τα ελληνικά πολεμικά
Το δημοσίευμα του «Ελευθέρου Βήματος» στις 4 Ιουλίου 1930
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ Τύπος συνηγορούσε υπέρ της πολιτικής Μιχαλακόπουλου. Εγραφε στις 4 Ιουλίου 1930 το «Ελεύθερον Βήμα»: «Η χονδροειδής αυτή φάρσα του εξοχωτάτου κυρίου Καπόνε αρχίζει να χάνη κάθε διασκεδαστικόν χαρακτήρα. Ο αμίμητος αυτός άνθρωπος, ως κατ΄ ευθείαν απόγονος των... Βυζαντινών αυτοκρατόρων, διεκδικεί ως ατομικήν ιδιοκτησίαν ολόκληρον σχεδόν την Πελοπόννησον και την Ηπειρον.
Και το καταπληκτικώτερον, αντί να τον παραπέμψουν εις φρενίατρον, τα ιταλικά δικαστήρια εδέχθησαν την απαίτησιν και του ανεγνώρισαν δικαίωμα κατασχέσεως επί πάσης περιουσίας του ελληνικού κράτους ευρισκομένης επί ιταλικού εδάφους. Μεθ΄ ο και τα πολεμικά μας ακόμη, προσορμιζόμενα εις ιταλικούς λιμένας, απειλούνται να κατασχεθούν από τον σινιόρ Καπόνε! Οσον και αν είνε οπερεττικόν, το πράγμα δεν είνε καθόλου προς γέλωτα. Ημείς δεν ημπορούμεν, δυστυχώς, ν΄ ανακαλύψωμεν κανένα αυθεντικόν απόγονον του Καίσαρος ζώντα μεταξύ μας διά να διεκδικήσωμεν, εις αντιστάθμισμα, μερικάς ιταλικάς επαρχίας.
Και αν μη τι άλλο, αν δεν διευθετηθή το ζήτημα το ταχύτερον, υπάρχει κίνδυνος προστριβών με τας ιταλικάς αρχάς. Αναμένομεν επομένως ότι θα επιζητηθή άνευ αναβολής μία καθαρά εξήγησις με την ιταλικήν κυβέρνησιν. Η τελευταία αυτή δεν δύναται να μη αναγνωρίση ότι πολύ μάκρος επέτρεψεν ήδη να λάβη η γελοία αυτή ιστορία, έστω και αν με το εξ αιτίας ακριβώς αυτής υφιστάμενον από τετραετίας νομοθετικόν διάταγμα ο Καπόνε δεν δύναται να πραγματοποιήση τας κωμικάς απειλάς του κατά της Ελλάδος». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύματα στις εφημερίδες «Le Μessager d΄Αthenes» (28 Ιουνίου 1930) και «Le Ρrogres» της Θεσσαλονίκης (29 Ιουνίου 1930).
Ωστόσο, την ίδια ημέρα που το «Ελεύθερον Βήμα» δημοσίευε το συγκεκριμένο, ιδιαίτερα σκληρό, άρθρο, η ιταλική πρεσβεία υποχρεωνόταν σε έκδοση ανακοινωθέντος προκειμένου να καθησυχάσει την ελληνική κοινή γνώμη και να αποκαταστήσει το καλό έως τότε κλίμα των ελληνοϊταλικών σχέσεων, το οποίο όμως επρόκειτο τελικά να αλλάξει με τον πιο δραματικό τρόπο, αφού η Ιταλία θα κήρυττε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940.
Φωτεινή Τομαή
Πηγή: http://www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου