Ο μαγικός κόσμος του διαδικτύου

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Magna Grecia: ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 23, 2022 0 σχόλια

Ενα τραγούδι της Mimma Nucera, στη γλώσσα των Ελλήνων της Καλαβρίας

I glossama en ecchi na petheni.
[H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.]
O pappumma viata mu leghi
[Ο παππούς μου πάντα μου λέγει ]
ti sta keru dicatu
[ότι στους καιρούς τούς δικούς του]
ti glossa ti eplatega
[η γλώσσα που μιλούσαν]
ito viata to grecu.
[ήτο πάντα ελληνική.]
Ce arte, lego ego:
[και άρτι (αμέσως), λέγω εγώ:]
iati' i guvernaturi
[γιατί οι κυβερνώντες]
thelusi na chathi
[θέλουσι να χαθεί]
i glossa tu grecani?
[η γλώσσα του Ελληνα;]
Ecini fenonde manacho' ste votazioni
[Εκείνοι, φαίνονται (=αρχ. παρουσιάζονται) μονάχοι στις εκλογές]
ce ulli crazzondo fili ce cumparidi,
[και όλοι κράζωνται φίλοι και γνωστοί (κουμπάροι<κόμβος= δεσμός/δέσιμο)]
podo' ti tteglionni to bdomadi
[κι όταν τελειώνει η εβδομάδα]
en agronizzu pleo canena.
[δεν γνωρίζουν πλέον κανέναν.]
Afudatema esi cali' christianima
[Βοηθείστε μας (οφελήστε μας),εσείς καλοί μου χριστιανοί]
pu iste ode delemmeni
[που είστε όλοι δουλεμμένοι (εξαπατημένοι/εκμεταλλευμένοι) ]
na some stili stin addi ghenia
[να παραδώσουμε στύλη (πινάκιο γραφής) στην άλλη γενιά]
ti glossama ce ta pramata to pappumma.
[τη γλώσσα μας και τα πράγματα του παππού μας.]

«Είσαι Γκρίκο; Εμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος». Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι των ελληνοφώνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, υποδέχονται σήμερα τους Έλληνες. Ταυτόχρονα απευθύνουν μια δραματική έκκληση προς κάθε αρμόδια Αρχή της μητέρας Ελλάδας, η οποία φαίνεται συχνά να αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή τους. Όμως, οι Γκρεκάνοι φωνάζουν γεμάτοι υπερηφάνεια με όλη τους την ψυχή: «Είμαστε Γκρέτσοι, γιατί έχομε το ίντιο αίμα τσε την ίδια γκλώσσα». Ποιος έχει δικαίωμα να μείνει αδιάφορος αντιμετωπίζοντας αυτό το αγωνιώδες μήνυμα;

Λίγα ταξίδια μπορούν πραγματικά να παρουσιάσουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες ταξιδιώτες, όσο μια περιήγηση στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, περιοχές οι οποίες αποτέλεσαν, ως γνωστόν, πεδίο εκπληκτικής αποικιακής δραστηριότητας του αρχαίου ελληνισμού, κυρίως τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με τους Τούρκους (οι οποίοι με επιμέλεια αποκρύπτουν το ελληνικό παρελθόν των τουριστικών περιοχών, όπως των παραλίων της Μ. Ασίας) οι Ιταλοί ευτυχώς αποκαλούν ακόμη και διαφημίζουν την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία ως «Μεγάλη Ελλάδα» (Magna Grecia).

Το όνομα αυτό εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. Η μεγάλη άνεση του χώρου της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας σε σχέση με τη στενότητα του κυρίως ελλαδικού, πιθανώς ήταν η αιτία για το όνομα. Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το όνομα «Graeci» για τους Έλληνες και έχει οπωσδήποτε σχέση με τους Βοιωτούς Γραίους.

Οι απομονωμένοι Έλληνες της Καλαβρίας και της Απουλίας διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους.

Η ονομασία αυτή οφείλεται όχι μόνο στον πλούτο, την πυκνότητα και την ομορφιά των μνημείων που δημιούργησαν εκεί οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, αλλά και στην πολιτιστική και οικονομική επικράτηση των Ελλήνων έναντι άλλων πολιτισμών, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στην περιοχή.

Με εξαίρεση τη Συρία, όπου υπάρχουν αρχαιότητες οκτώ διαφορετικών πολιτισμών, δεν υπάρχει άλλος τόπος στον κόσμο, ο οποίος να στολίζεται με μνημεία τόσων πολλών και ποικίλων πολιτισμών, οι οποίοι μάλιστα αλληλοεπηρεάσθηκαν και συγχωνεύθηκαν κατά τον πιο παράδοξο και ταιριαστό τρόπο. Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Νορμανδοί, Γάλλοι, Ισπανοί κ.ά. άφησαν στα μέρη αυτά σπουδαία δείγματα των πολιτισμών τους και μνημεία που δείχνουν αυτή την αλληλεπίδραση. Κανείς, όμως, από τους πολιτισμούς αυτούς δεν άφησε ζωντανή μέχρι σήμερα την παράδοση του, εκτός από τον ελληνικό.

Αυτό ισχύει για τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας (Σαλέντο) στην Κάτω Ιταλία, όπου ακόμη και σήμερα διατηρείται άσβεστο το ελληνικό πνεύμα, μαζί με την ελληνική γλώσσα, η οποία εξελισσόμενη διαφορετικά μέσα στις συνθήκες της Ιταλίας έδωσε μια άλλη διάλεκτο, τα λεγόμενα «Γκρεκάνικα» (στην Καλαβρία) ή «Γκρίκο» (στην Απουλία).

Οι απομονωμένοι - για διαφόρους λόγους, οι οποίοι αναλύονται στη συνέχεια - Έλληνες των δύο αυτών περιοχών διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους, η οποία μέχρι σήμερα διέσωσε πολλές αρχαίες λέξεις και εκφράσεις. Πρόκειται για μια μοναδική στον κόσμο όαση αρχαιοελληνικής πολιτισμικής επιβίωσης, μαζί με εκείνη των φυλών Καφίρ στο Αφγανιστάν και Καλάς στο βόρειο Πακιστάν (στις δύο τελευταίες, όμως, δεν διατηρήθηκε η αρχαιοελληνική γλώσσα).

Τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας είναι εννέα (Γκαλλιτσανό, Αμεντολέα ή Αμυγδαλέα, Κοντοφούρι, Ροχούδι, Χωρίο Ροχούδι, Βουνί ή Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο, Χωρίο Βουνίου, Βούα ή Βονά (Μπόβα) και Γυαλός του Βούα - Bova Marina ή Φούντακας), αλλά στην ευρύτερη ορεινή περιοχή του βουνού Ασπρομόντε υπάρχουν αρκετά ακόμη με ελληνικά ονόματα (Βασιλικό, Στύλος, Πενταδάκτυλο, Καταφόριο, Ιέραξ (Τζεράτσε), Πολύστενα κ.α.)

Σε απόσταση 600 χλμ, στην περιοχή της Απουλίας, (Σαλέντο), νοτίως του Λέτσε (Lecce, το οποίο ήταν γνωστό ως «Φλωρεντία του Νότου» ή «Αθήνα της Απουλίας») υπάρχουν άλλα εννέα ελληνόφωνα χωριά (Καλημέρα, Ματάνο, Μαρτινιάνο, Κοριλιάνο ντ’ Ότραντο, Καστρινιάνο ντεϊ Γκρέτσι, Τζολίνο, Σολέτο, Στερνατία και Μελπινιάνο) με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από γεωφυσική και οικονομική άποψη και με ελάχιστες επαφές και ανταλλαγές με τα χωριά της Καλαβρίας. Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο περιοχών είναι αυτή η μοναδική και ιδιόρρυθμη γλώσσα, η οποία επέζησε 27 ολόκληρους αιώνες μέσα από τα τοπωνύμια, τα τραγούδια, τις παραδόσεις και τα έθιμα των κατοίκων τους.

ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ο σύγχρονος γλωσσολόγος ερευνητής Αναστάσιος Καραναστάσης, ο οποίος με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών μελετά επί πολλά χρόνια την γκρεκάνικη διάλεκτο, στηρίζει και ισχυροποιεί τη Θεωρία του Γ. Χατζιδάκι περί αδιάλειπτης συνέχειας της γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα με μια σειρά παρατηρήσεων:

1. Η ύπαρξη πολλών σπάνιων αρχαίων λέξεων, κυρίως δωρικών, ανύπαρκτων όμως στη βυζαντινή και στη νεοελληνική γλώσσα, π.χ. νασίδα = νησίδα, τράφο= τάφρος, αγιολούπο = αιγίλωψ (άγρια βρώμη) κ.ά.

2. Η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική, π.χ. ξίφος > σκίφος, ψαλίς > σπαλίς.

3. Η γλώσσα των ελληνοφώνων διατηρεί σπάνια αρχαία σημασιολογικά στοιχεία, διαφορετικά στη νεοελληνική, π.χ. το ρήμα σηκώνω δεν έχει τη σημασία του υψώνω (νεοελλ.) αλλά την αρχαία, δηλ. φυλάσσω σε κλειστό χώρο.

Η γλώσσα, βέβαια, εμπλουτίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους με λέξεις του λεξιλογίου της Εκκλησίας, π.χ. Πασκαλία = Πάσχα, Πιφανεία = Επιφάνεια.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ιδιόρρυθμων μοναδικών λέξεων, π.χ. αγαπησίν = αγάπη, όστρια = έχθρα κ.ά. Το στοιχείο αυτό προέκυψε από την ανάγκη του εμπλουτισμού της γλώσσας κατά τη μακροχρόνια απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Τα γκρεκάνικα, όμως, εκτός από τις αρχαιοελληνικές ρίζες τους και τον βυζαντινό εμπλουτισμό παρουσιάζουν μια εντελώς ιδιαίτερη μορφή εξαιτίας και των λεξιλογικών δανείων τους από την ιταλική γλώσσα, τα οποία ενσωματώθηκαν αφού ακολούθησαν τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής, π.χ. η ιταλική λέξη bicchiere (ποτήρι) έγινε το μπικέρι, του μπικεριού κλπ.

Έτσι, το ιδίωμα των ελληνοφώνων έχει προσλάβει έναν μελωδικό τόνο, και θυμίζει αμυδρά την κυπριακή ή την κρητική διάλεκτο.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Μια ιστορική αναδρομή στις ρίζες των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας βοηθά και στη διερεύνηση του προβλήματος της καταγωγής τους, καθώς και της εξέλιξης της γλώσσας τους. Κατά τον Ηρόδοτο (7, 170) οι πρώτοι Ελληνες έφθασαν στην Ιταλία από την Κρήτη, ενώ κατά τον Στράβωνα οι πρώτες εγκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Ο πραγματικός ελληνικός αποικισμός, ωστόσο, άρχισε τον 8ο και κορυφώθηκε τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ.

Οι αποικίες που ιδρύθηκαν στην Κάτω Ιταλία (ο Τάρας, το Ρήγιο, η Κύμη, 1 Ελέα, η Ηράκλεια, η Ποσειδώνια, η Σύβαρις, ο Κρότων, το Μεταπόντιο κ.ά.) από αποίκους διαφόρων περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας ήκμασαν επί αιώνες σε όλους τους τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.

Το αρχαίο ελληνικό όνομα της σημερινής Καλαβρίας ήταν Ιταλία ή Οινωτρία, ενώ Καλαβρία οι Έλληνες ονόμαζαν τότε τη σημερινή Απουλία. Στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, όπως τεκμηριώνεται από αρχαιολογικές ανασκαφές, έγιναν μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών από τα παράλια προς την ενδοχώρα και την οροσειρά του Ασπρομόντε της Καλαβρίας, ενώ η ελληνική γλώσσα κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο έγινε επίσημη γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, χωρίς να υποβαθμίζεται από τη λατινική.

Αργότερα οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους σε ορισμένα τμήματα της Κάτω Ιταλίας (Καλαβρία, Οτράντο), ακόμη κι όταν έχασαν τη Σικελία από τους Άραβες (823 μ.Χ.). Πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το γεγονός ότι σε αυτά τα μέρη οι Βυζαντινοί βρήκαν πολλά και σημαντικά κατάλοιπα ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι αποδέχθηκαν τη βυζαντινή κυριαρχία. Σ’ αυτούς προστέθηκαν επίσης Βυζαντινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι με τις οικογένειες τους, αλλά και οι Έλληνες πρόσφυγες από το εξαρχάτο της Καρχηδόνας (Β. Αφρική) και από τη Σικελία, μετά την κατάληψη τους από τους Άραβες. Εξάλλου, οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους συνέβαλαν στις μετακινήσεις πληθυσμών, όπως αποδεικνύουν και οι λαϊκές παραδόσεις των ελληνοφώνων.

Από τον 5ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ. ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά κατά καιρούς να γνωρίσει μεγάλη ακμή λόγω των αλλεπάλληλων νέων εποικισμών από ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν από τον ελλαδικό χώρο, την Κωνσταντινούπολη, τη Μ. Ασία και τις βυζαντινές ανατολικές επαρχίες. Αιτίες υπήρξαν η δράση των μονοφυσιτών, επιδρομές αραβικών και σλαβικών φύλων και θρησκευτικές έριδες με αποκορύφωμα τους διωγμούς της Εικονομαχίας (726 - 843 μ.Χ.), περίοδο κατά την οποία ένα πλήθος εικονόφιλων μοναχών, κληρικών αλλά και λαϊκών κατέφυγε στις ελληνόφωνες περιοχές.

Η απώλεια των βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας από τους Νορμανδούς στο τέλος του, 11ου αιώνα και άλλες επιδρομές από τους Γάλλους, τους Ισπανούς κ.ά. προκάλεσαν την παρακμή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, με μόνη εξαίρεση τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου οι κατακτητές παραχώρησαν προνόμια στους Έλληνες, σχετικά με τις παραδόσεις και τη γλώσσα, για να τους κρατούν σε ισορροπία μαζί με τους Λατίνους και τους Άραβες. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε τον 12ο αιώνα με 15.000 Έλληνες τους οποίους μετέφερε ο Νορμανδός ηγεμόνας Ρογήρος Β’ για την ανάπτυξη της σηροτρο φίας στην Καλαβρία και τη Σικελία. Η ελληνική γλώσσα, βέβαια, υπέστη μεγάλες προσμείξεις, αλλά επιβίωσε βοηθούμενη από τον κλήρο και το ελληνικό θρησκευτικό τελετουργικό.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει επί δύο ακόμη αιώνες.

Δυστυχώς οι συνεχείς πιέσεις και παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και η σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της ιταλικής επέφεραν την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών και την τελική παρακμή τους στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών έχασαν τη θρησκευτική τους αυτονομία και την Ορθοδοξία τους βίαια: στη μεν Καλαβρία με προδοσία (1574), στη δε Απουλία μετά από δολοφονία (1621).

Ειδικότερα, στην Καλημέρα ο τελευταίος Έλληνας επίσκοπος δολοφονήθηκε από τους Λατίνους και κατά συνέπεια η Εκκλησία περιήλθε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του Οτράντο. Αντίστοιχα, στην Μπόβα (Καλαβρία) ο πρώτος ιερέας που δέχθηκε να λειτουργήσει στα λατινικά, ο Salvatore Seviglia, αποκλήθηκε Giuda (προδότης). Οι Έλληνες όμως της Καλαβρίας δεν έπαψαν να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μέχρι τον 19ο αιώνα.


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥΣ


Το ορθόδοξο τυπικό στη θρησκεία των ελληνοφώνων μπορεί να ξεριζώθηκε μετά από διωγμούς πάσης φύσεως, η γλώσσα τους όμως διατηρήθηκε πεισματικά μέσα από την προφορική παράδοση. Το 1802 ο Άγγλος περιηγητής John Chetwode Eustace «ανακάλυψε» τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Αργότερα δημοσίευσε τις εντυπώσεις του, με στοιχεία της «περίεργης» διαλέκτου, ανακινώντας το ζήτημα του ιδιώματος τους. Οι ίδιο οι ελληνόφωνοι, λόγω της απομόνωσης τους, δεν γνώριζαν την ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της καταγωγής τους, την οποία αντιλήφθηκαν μόνο μετά τις πρώτες επισκέψεις επιστημόνων ερευνητών. Όταν το θέμα εξαπλώθηκε διεθνώς, άρχισε και η διατύπωση ποικίλων θεωριών σχετικά με την καταγωγή τους, η βάση των οποίων είναι κυρίως γλωσσολογική, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά δεδομένα.

Το 1870 και το 1878 ο Ιταλός γλωσσολόγος Giuseppe Morosi δημοσίευσε δύο πολύ επιμελημένες μελέτες σχετικά με την «γκρεκάνικη» διάλεκτο, όπου υποστηρίζει ότι το ιδίωμα είναι νεοελληνικό και ότι οι ελληνόφωνοι της Απουλίας προέρχονται από Βυζαντινούς εποίκους του 9ου - 11ου αιώνα, ενώ της Καλαβρίας από εποίκους του 11ου - 12ου αιώνα, στηριζόμενος στην παρατήρηση ότι από τον 4ο έως τον 9ο αιώνα υπάρχει ένα χάσμα της γραπτής παράδοσης στις περιοχές αυτές. Πρώτος ο Έλληνας γλωσσολόγος Γ Χατζιδάκις, στις 11 Μαρτίου 1899, αντέκρουσε τη θεωρία αυτή υποστηρίζοντας τη συνέχεια της γλώσσας στην Κάτω Ιταλία από την εποχή της Μεγάλης Ελλάδας μέχρι σήμερα.

Τη θεωρία του G. Morosi υποστηρίζουν οι γλωσσολόγοι Battisti, Alessio, Or. Parlangeli, H. Pernot, Ιακ. Διζικιρλικης κ.ά., ενώ αυτή του Γ. Χατζιδάκι οι Gerhard Rohlfs (Γερμανός καθηγητής και ένθερμος φιλέλληνας, ο οποίος έκανε την Κ. Ιταλία δεύτερη πατρίδα του πραγματοποιώντας επί 60 χρόνια γλωσσολογικές έρευνες), Σταμ. Καρατζάς, Σ. Καψωμένος, Αγγ. Τσοπανάκης, Αναστ. Καραναστάσης κ.ά.

Οι ίδιοι οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών πιστεύουν ότι παρά τις προσμείξεις και τα νεώτερα γλωσσικά δάνεια, ο βασικός πυρήνας τους αποτελείται από απογόνους των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας του β’ αρχαιοελληνικού αποικισμού και ότι δεν έχουν σχέση με τους νεώτερους Έλληνες πρόσφυγες «που τους χάλασαν τη γλώσσα», όπως υποστηρίζουν οι εντόπιοι «λόγιοι». Χρησιμοποιούν τη λέξη Griko (γρήκος, λατιν. Graecus), η οποία δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα και γράφουν τις ελληνικές λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες.

Πρέπει οπωσδήποτε να τονισθεί ότι αυτή η διάλεκτος αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μόνο με τον προφορικό λόγο και επιβίωσε τόσους αιώνες εξαιτίας τις απομόνωσης των πληθυσμών αυτών. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε ελάχιστη επαφή και επικοινωνία με τα γειτονικά αστικά κέντρα, ενώ επικρατούσε η ενδογαμία. Επί εποχής Μουσολίνι, ο οποίος ήθελε να εξαλείψει τις εθνικές μειονότητες του ιταλικού κράτους, η φασιστική προπαγάνδα έπαιξε αρνητικό ρόλο.

Οι συνθήκες, όμως, άλλαξαν. Η φοίτηση στα ιταλικά σχολεία και η στρατιωτική θητεία είναι πλέον υποχρεωτική, εφόσον παρά το παρελθόν τους οι κάτοικοι των περιοχών αυτών είναι Ιταλοί πολίτες. Οι μετακινήσεις και οι επαφές με τον ιταλικό πληθυσμό - μέσα από την καθημερινή ζωή και την επιρροή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας - είναι πλέον εύκολες και απαραίτητες, καθώς κοινωνική και η οικονομική οργάνωση είναι τελείως διαφορετικές.

Έτσι, σήμερα ο κίνδυνος εξαφάνισης του γκρεκάνικου ιδιώματος είναι πια ολοφάνερος. Στα εννέα χωριά της Καλαβρίας ζουν περίπου 20.000 κάτοικοι, από τους οποίους μόνο οι 4.000 - 4.500 καταλαβαίνουν και πολύ λιγότεροι μιλούν τη γλώσσα, οι γεροντότεροι. Μόνο στο Γκαλλιτσανό των 200 περίπου κατοίκων η γκρεκάνικη διάλεκτος ομιλείται ακόμη και από τα παιδιά. Στην Απουλία, όπου οι ελληνόφωνοι είναι καλύτερα οργανωμένοι, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη, αλλά παραμένει προβληματική (από τους 45.000 κατοίκους, 20.000 ομιλούν γκρεκάνικα).

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΧΩΡΙΑ

Στην Καλαβρία τα χωριά είναι «σκαρφαλωμένα» στις άγριες πλαγιές του Ασπρομόντε, 70 χλμ. νοτιοανατολικά του Ρηγίου, πρωτεύουσας του νομού. Παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά των κλειστών, απομονωμένων κοινωνιών: προβληματικό βιοτικό επίπεδο και, ως αναπόφευκτη συνέπεια, μετανάστευση και εγκατάλειψη του τόπου, η οποία είναι εμφανέστατη σε κάθε βήμα του επισκέπτη. Εκεί οι άνθρωποι ζουν στο πτωχότερο, ίσως, μέρος της Ευρώπης, με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και ασχολούνται με την καλλιέργεια σιτηρών, αμπελιών και ελαιών. Ορισμένοι εξελίχθηκαν σε δημόσιους υπαλλήλους (κυρίως στη δασική υπηρεσία), δασκάλους, ιατρούς και εμπόρους. Η κυριότερη όμως ελπίδα για την παραμονή των νέων στην περιοχή είναι η ανάπτυξη του τουρισμού.

Στην Απουλία οι συνθήκες είναι σαφώς καλύτερες. Τα ελληνόφωνα χωριά βρίσκονται σε μια εύφορη πεδιάδα γεμάτη από αμπέλια, οπωροφόρα, ελιές και φυτείες καπνού, με μικρές βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου, κάρβουνου και οικοδομικών υλικών, μικρά εργοστάσια χειροτεχνίας και κεραμοποιίας, καθώς και ένα καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Έτσι έχουν δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης και ένα βιοτικό επίπεδο αρκετά υψηλό.

Κατά τις επαφές με τους ελληνόφωνους και των δύο περιοχών, είτε πρόκειται για απλούς βοσκούς και αγρότες, είτε για δασκάλους και καθηγητές, όπως ο πρώην υπεύθυνος του Κέντρου Ελληνόφωνων Σπουδών στη Bova Marina, Elio Cotronei, και ο σημερινός διάδοχος του Filippo Vidi, μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά την αγωνία και τον προβληματισμό τους για τη συνεχή συρρίκνωση της γλώσσας τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες και την πορεία της στις αρχές του 21ου αιώνα.

Οι ενέργειες των Γκρεκάνων περιλαμβάνουν διαβήματα στις Αρχές, αδελφοποιήσεις με διάφορους δήμους της Ελλάδας, εκτύπωση της πρώτης Γκρεκάνικης Γραμματικής, έκδοση μικρών εφημερίδων και περιοδικών, εκκλήσεις σε ξένους οργανισμούς, δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων με ελληνικό όνομα, οργάνωση διεθνών συνεδρίων (ώστε να ανταλλαγούν απόψεις από τους ειδικούς επιστήμονες, όπως γλωσσολόγους, λαογράφους, εθνολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους κ.ά.), ακόμη και την έκδοση μιας πλούσιας ποιητικής συλλογής Με περισσότερα από 100 ποιήματα 30 σύγχρονων ποιητών από τις περιοχές αυτές, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η σύγχρονη ελληνόφωνη ποίηση της Κάτω Ιταλίας συνεχίζει τη μεγάλη λυρική παράδοση της αρχαιότητας.

Ευτυχώς οι νεώτεροι ελληνόφωνοι μετά από μια περίοδο κατά την οποία αισθάνονταν κάπως μειονεκτικά (π.χ. κατά τη δεκαετία του 1970 όλοι ήθελαν να ξεχάσουν όχι μόνο τη συγκεκριμένη αλλά όλες τις διαλέκτους, καθώς η τάση που κυριαρχούσε ήταν ότι η γλώσσα που έπρεπε να μάθουν ήταν η αγγλική), τελικά συνειδητοποιώντας τον γλωσσικό τους πλούτο, άρχισαν να αισθάνονται ξανά υπερήφανοι για την καταγωγή, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Πάντως το ιταλικό κράτος, σκόπιμα ή όχι, αδρανεί. Τουλάχιστον η απόφαση του ιταλικού κοινοβουλίου τον Απρίλιο του 1998 να αναγνωρίσει τα γκρεκάνικα ως προστατευόμενη γλώσσα ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη διάσωση της.

Το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια δείχνει ευτυχώς μια ευαισθησία για τη διατήρηση αυτού του ιδιαίτερου ιδιώματος και έχουν εκπονηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα κυρίως για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι οι δάσκαλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Ελλάδα (σήμερα έξι στην Απουλία και τέσσερις στην Καλαβρία), διδάσκουν τα παιδιά κυρίως νέο ελληνικά, ενώ το μάθημα πρέπει να γίνεται και στο ελληνόφωνο ιδίωμα, ώστε να διασωθεί. Στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε υπάρχει εκτός από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας και Τμήμα για τα γκρίκο, ώστε οι διδάσκοντες να γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες.

Εκτός από τη γλώσσα, ένα άλλο στοιχείο, το οποίο αξίζει μελέτης, είναι η νοσταλγική μουσική τους. Ο ρυθμός των τραγουδιών τους είναι είτε γρήγορος και εορταστικός είτε αργός και κατανυκτικός. Οι ελληνόφωνοι έχουν παραμύθια, μύθους, ιστορίες, μοιρολόγια, αφηγήματα σαν γνήσιοι Έλληνες, αλλά διακρίνονται ιδιαίτερα στο τραγούδι. Είναι φιλόξενοι, υπερήφανοι, ευγενικοί και η καλλιτεχνία τους είναι έμφυτη. Το κυρίαρχο στοιχείο, το οποίο τους συνδέει όλους, είναι ο δεσμός με την οικογένεια, ο σεβασμός στα μέλη της και ειδικά στους γεροντότερους. Ο έρωτας και η κτητικότητα, η οποία τον συνοδεύει, συνδέει τους ανθρώπους για όλη τη ζωή τους. Και, βέβαια, ενώ τη γυναίκα την χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον για την οικογένεια και η καλοσύνη, τον άντρα τον χαρακτηρίζει περισσότερο από όλα η τιμή.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι γλωσσικές μειονότητες στην Ευρώπη έχουν καταμετρηθεί και είναι περίπου 60. Συνήθως βρίσκονται κοντά στα σύνορα κρατών. Οι γκρεκάνοι της Κάτω Ιταλίας αποτελούν ένα σπάνιο παράδειγμα επιβίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Είναι Ιταλοί πολίτες, οι οποίοι αγωνίζονται να διατηρήσουν τις ρίζες τους με την αρχαία Ελλάδα και τον ελληνισμό, συνδέοντας πολιτισμικά τις δύο χώρες.

Από μια ιδιοτροπία της Ιστορίας και της γεωγραφίας στην καρδιά της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας απέμειναν δύο ελληνόφωνες νησίδες. Μοναδικός θησαυρός τους είναι η γλώσσα τους. Αν χάσουν την ιδιαίτερη αυτή διάλεκτο και αρχίσουν να ομιλούν τη νεοελληνική θα αποτελέσουν ένα τουριστικό αξιοθέατο στην Κάτω Ιταλία, χωρίς ρίζες, ιστορία, παρελθόν και μέλλον. Η ύπαρξη, όμως, των ελληνόφωνων χωριών δεν είναι ένας μύθος για τουριστική εκμετάλλευση.

Αλλά οι τοπικοί παράγοντες και οι ελληνόφωνοι δεν είναι απαισιόδοξοι. Η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών δεν σημαίνει για τους ίδιους ότι η γλώσσα και η συνείδηση τους πεθαίνουν, εφόσον όλο και περισσότεροι νέοι δείχνουν ενδιαφέρον για τη γλώσσα των προγόνων τους.

Για μας οι περιοχές αυτές δεν αποτελούν απλώς μια ανάμνηση, ένα απέραντο μουσείο, γιατί μουσείο είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου ενός πολιτισμού. Ας ελπίσουμε ότι η κατάσταση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας θα καταστεί αναστρέψιμη, ότι θα καταφέρουν για μια ακόμη φορά να διασώσουν την παραδοσιακή τους διάλεκτο και την Ορθόδοξη παρουσία εκεί και ότι θα παραμείνουν κατά τον 21ο αιώνα ζωντανά μνημεία του σπουδαίου ιστορικού τους παρελθόντος και μοναδικές στον κόσμο οάσεις αρχαιοελληνικών γλωσσικών επιβιώσεων.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Συμφωνία της Βάρκιζας

Σάββατο, Φεβρουαρίου 12, 2022 0 σχόλια

Σε μια πολυτελή οικία έξω από την Αθήνα συνομολογήθηκε η παράδοση χιλιάδων πυροβόλων στο ελληνικό κράτος

Νύχτα Τρίτης 12 Φεβρουαρίου 1945, μόλις δύο χιλιόμετρα μακριά από την παραλία της Βάρκιζας. Μια σειρά από σκουρόχρωμα αυτοκίνητα φθάνει με διαφορά λίγων λεπτών σε μια ολόλευκη γραφική έπαυλη που διακρίνεται καθαρά στο βάθος μιας μακριάς αλέας από πεύκα. 

Παρά το γεγονός ότι η ώρα κοντεύει μεσάνυχτα και η τοποθεσία είναι ερημική, οι οδηγοί εντοπίζουν εύκολα το σημείο της συνάντησης, αφού τα εξωτερικά φώτα της πολυτελούς οικίας είναι αναμμένα από νωρίς. Ιδιοκτήτης της είναι ο Πέτρος Κανελλόπουλος, γιος του ιδρυτή της τσιμεντοβιομηχανίας «Τιτάν», αλλά αυτό λίγη σημασία έχει εν προκειμένω.

Για τις επόμενες δέκα ημέρες το ευρύχωρο σαλόνι της βίλας θα γινόταν το δεύτερο σπίτι των συγκεντρωμένων, που διαβουλεύονταν τους όρους της ανακωχής, μετά τον τερματισμό των πολύνεκρων συγκρούσεων που είχαν αιματοκυλήσει από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1944 και για πάνω από έναν μήνα τους δρόμους της πρωτεύουσας και των γύρω περιοχών.

Είναι η στιγμή που η νεότερη πολιτική ιστορία περνάει από τα «Δεκεμβριανά» στη «Συμφωνία της Βάρκιζας», έναν συμβιβασμό που εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις. Ήταν όντως επώδυνος (όπως πιστεύει η Αριστερά μέχρι και σήμερα) ή τίμιος (όπως υποστήριζαν οι κυβερνητικές δυνάμεις της εποχής);

Για να αντιληφθούμε το κλίμα που επικράτησε στη βίλα της Βάρκιζας, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε, έστω και ακροθιγώς, τα όσα προηγήθηκαν. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944 ξεσπά στην Αθήνα πολυήμερη σφοδρή μάχη.

Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι αριστερές αντάρτικες δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΛΑΣ) που αποτελούν το στρατιωτικό σκέλος του ελεγχόμενου από το ΚΚΕ, Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).

Από την άλλη, αντιπαρατάσσονται οι πολυπληθείς κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκουν σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα (από τη σοσιαλδημοκρατία έως τη φιλομοναρχική δεξιά και τους δωσίλογους) και βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τα σταλθέντα στην Ελλάδα βρετανικά σώματα στρατού.

17.000 νεκροί μέσα στην Αθήνα


Αντικείμενο της διαμάχης είναι ο τρόπος με τον οποίον θα πρέπει να διοικηθεί η χώρα μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μόλις τον περασμένο Οκτώβριο. Η ανταλλαγή πυρών είναι σφοδρή. Τα πτώματα των ένστολων, των ανταρτών και των αθώων πολιτών ξεπερνούν τον ιλιγγιώδη αριθμό των 17.000.


Οι Άγγλοι υπολόγιζαν ότι οι συγκρούσεις θα διαρκούσαν μόλις και μετά βίας δύο εικοσιτετράωρα, αλλά τελικά κρατούν 33 ολόκληρες ημέρες. Ο εμπειροπόλεμος ΕΛΑΣ όχι απλά άντεξε, αλλά επέφερε και καίρια πλήγματα. Με την άφιξη όμως εκ νέου βρετανικών ενισχύσεων από την άλλη πλευρά, η πλάστιγγα έγειρε γρήγορα υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων.

Η ανακωχή ήταν θέμα χρόνου. Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 αποφασίζεται κατάπαυση πυρός. Λήγει επισήμως η μάχη της Αθήνας, η μοναδική περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ συμμαχικών δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι νικητές έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ να επιβάλλουν τους όρους.

Κάπως έτσι, φθάνουμε στο βράδυ της 2ας Φεβρουαρίου 1945 όπου ξεκινούν στην πολυτελή βίλα της Βάρκιζας οι σχετικές συζητήσεις για τη σύνταξη συμφωνίας ανάμεσα στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τη νεοπαγή κυβέρνηση του στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα που έχει διαδεχθεί εδώ και περίπου έναν μήνα τον κεντρώο Γεώργιο Παπανδρέου.

Στο μεγάλο τραπέζι, ως κύριοι εκπρόσωποι της Αριστεράς βρίσκονται ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος, ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ Δημήτρης Παρτσαλίδης και ο γενικός γραμματέας του σοσιαλιστικών τάσεων κόμματος της Ενώσεως Λαϊκής Δημοκρατίας, Ηλίας Τσιριμώκος, του οποίου ο ρόλος κρίνεται τουλάχιστον ύποπτος όπως θα δούμε παρακάτω. Την κυβερνητική σύνθεση απαρτίζουν οι υπουργοί Εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και Γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος.

Ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου


Μετά τις τυπικές προσφωνήσεις και τα ευχολόγια για ειρήνευση στον τόπο, ξεκινά η κουβέντα για το εύρος χορήγησης αμνηστίας των εμπλεκόμενων στα Δεκεμβριανά και για το εάν θα μετέχουν στην κυβέρνηση στελέχη της Αριστεράς. Από νωρίς προκύπτει χάσμα απόψεων. Η σύσκεψη διακόπτεται.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, το ΕΑΜ εμφανίζεται διαλλακτικότερο, αποσύροντας την αρχική αξίωση για κάλυψη υπουργικών θώκων. Ζητά όμως άμεση άρση του στρατιωτικού νόμου που έχει κηρυχθεί εδώ και περίπου δύο μήνες.

Οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης απαντούν ότι αυτό θα γίνει αφού πρώτα ολοκληρωθεί ο πλήρης αφοπλισμός των ανταρτών. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο Τσιριμώκος φαίνεται πως ενημέρωνε κρυφά τον τότε Αντιβασιλέα Δαμασκηνό και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες για τους όρους που θα έθετε κάθε φορά η ΕΑΜική αντιπροσωπεία.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» πριν από περίπου δέκα χρόνια, φέρεται να είχε δεσμευτεί πως θα τασσόταν εναντίον των επιδιώξεων του Κομμουνιστικού Κόμματος εάν αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Οι πολυήμερες συναντήσεις κατέληξαν σε ένα κείμενο εννέα άρθρων που επιχειρούσε να ρυθμίσει μεταξύ άλλων, τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, τη συγκρότηση νέου εθνικού στρατού και την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από τους συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών.

Σε πολιτικό επίπεδο, προσδιοριζόταν η διαδικασία νομιμοποίησης του μετακατοχικού καθεστώτος διακυβέρνησης μέσω της διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών και της διενέργειας δημοψηφίσματος για το πολιτειακό.

Η «άρρωστη» μητέρα


Τέλος, προβλεπόταν η χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα που τελέστηκαν από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 και ένθεν, εξαιρώντας όμως «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία για την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».


Τουτέστιν, γενική αμνηστία όπως προσδοκούσε αρχικά η Αριστερά δεν χορηγήθηκε. Ακόμη και σήμερα προκαλεί σε πολλούς εντύπωση το γεγονός ότι το ΕΑΜ δεν έδωσε σημασία σε μια τόσο μείζονα παράλειψη.

Ίσως να συνέβαλε σε αυτό ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου. Όταν μεταγενέστερα ερωτήθηκε ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης, διευθυντής του πολιτικού Οίκου του Αντιβασιλέως και Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, που μετείχε στις συζητήσεις της Βάρκιζας ως παρατηρητής από την κυβερνητική πλευρά, «πώς ξεπεράστηκε τελικά η κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της αμνηστίας;», απάντησε ότι «οι κομμουνιστές υποχώρησαν όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από ‘μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα να έρθει με εμάς. 

Δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση της κυβέρνησης επί τούτου. Και τον πήρα και πήγαμε στην Αθήνα στις 2 το πρωί. Τον πήγα στην Αγγλική Πρεσβεία» όπου τον έπεισαν για την ορθότητα του υπό σύνταξη επίμαχου άρθρου περί αμνηστίας. Ακολούθως οι δύο άνδρες επέστρεψαν και πάλι στη βίλα, με τον Τσιριμώκο να δικαιολογείται ότι απουσίασε επειδή πήγε να δει τη δήθεν άρρωστη μητέρα του. Στις 5 τα χαράματα οι εκπρόσωποι της Αριστεράς υπέγραψαν τη Συμφωνία.

«Πολεμήσαμε από... παρεξήγηση»

Το σχετικό πρωτόκολλο που έμελλε να στοιχειώσει την Αριστερά, υπογράφηκε από τα μέλη των αντιπροσωπειών το απόγευμα της 12ης Φεβρουαρίου 1945 στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών, με τον 55χρονο γραμματέα του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντο να δηλώνει ότι «η σύγκρουση μεταξύ ΕΛΑΣ και Βρετανών πιστεύουμε ήταν αποτέλεσμα μιας παρεξήγησης».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί την απόφασή του να υπογράψει τη Συνθήκη, προέβαλε ως κύριο επιχείρημα ότι η Βάρκιζα ήταν ένας συμβιβασμός που έδινε στον λαό τη δυνατότητα να παλέψει για τα συμφέροντά του με νόμιμο πλέον τρόπο. 

Από κυβερνητικής πλευράς, η βαρύτητα που προσδόθηκε στη Συμφωνία, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γεγονός που την καθιστά εφάμιλλη οποιουδήποτε άλλου νόμου.

Ο κατάλογος με τα όπλα

Ο ΕΛΑΣ διαλύθηκε επισήμως τέσσερις ημέρες αργότερα και ο αντάρτικος στρατός άρχισε να παραδίδει άμεσα στο συντεταγμένο κράτος τον οπλισμό του. Μην ξεχνάμε ότι ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου ήταν μια από τις κύριες αφορμές για να ξεσπάσει η Δεκεμβριανή σύγκρουση στην Αθήνα και τις γύρω περιοχές.

Συνολικά περιήλθαν στο κράτος 100 πυροβόλα διαφόρων τύπων, 81 ομαδικοί όλμοι και 138 ατομικοί, 419 πολυβόλα, 1.412 οπλοπολυβόλα, 713 αυτόματα, 48.953 τυφέκια και πιστόλια, 57 αντιαρματικά και 45 συσκευές ασυρμάτου. Οι συγκινητικές σκηνές της παράδοσης έχουν καταγραφεί από το Τμήμα Κινηματο
ΑΡΗΣ γράφησης του ΕΛΑΣ.


Ο φακός αποτυπώνει γεροδεμένους γενειοφόρους να κλαίνε σπαρακτικά την ώρα που εναποθέτουν τα ντουφέκια τους πάνω σε μια ελληνική σημαία. Η αλήθεια πάντως είναι ότι δεν παραδόθηκε όλος ο οπλισμός, παρά τα όσα είχαν συνομολογηθεί.

Ένα σημαντικό κομμάτι, ιδίως τα πιο σύγχρονα όπλα που ήταν ικανά να καλύψουν τις ανάγκες σχεδόν 30.000 ανδρών, καταχωνιάστηκαν σε ειδικές κρύπτες, με σκοπό να τα φανερώσουν μονάχα εάν και όποτε το απαιτούσαν οι εξελίξεις. 

Αυτό δυστυχώς, δεν άργησε να συμβεί. Ο εμφύλιος πόλεμος με την πλέον επίσημη μορφή του, βρισκόταν προ των πυλών.

To παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αll About History», που κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με το «Εθνος της Κυριακής»
Read more... 👆
Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει