Οταν ο Μέγας Κωνσταντίνος ανήλθε στον θρόνο της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας το 324 μ.χ. κάνει μια αναθεώρηση αυτής και βλέπει πως ο Χριστιανισμός, η ανατολική Θρησκεία, έμελε να γίνει η Θρησκεία η οποία θα αποτελέση τον δεσμό της πολυφυλετικής Αυτοκρατορίας του. Επιπλέον είδε πως η Ρώμη βρισκόταν μακρυά από τις κυριότερες επαρχίες της ανατολής απομονωμένη σε μία χερσόνησο η οποία μετά την εισβολή του Αννίβα αδυνατούσε να ανακά-μψη.
Οι πολυπληθέστερες, πλουσιότερες και οι πλέον πολιτισμένες περιοχές της Αυτοκρατο- ρίας του ήσαν όλες στην Ανατολή, στον Ελληνικό και Ελληνιστικό κόσμο. Εκεί ήσαν όλες οι μεγάλες πόλεις, πλην της Ρώμης, όλα τα μεγάλα κέντρα του πολιτισμού, Αλεξάνδρεια, Αντιό- χεια, Δαμασκός, Πέργαμος, Εφεσος, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Αθήναι, Κόρινθος, όλες Ελληνίδες πόλεις. Εκεί ήσαν τα Πανεπιστήμια, τα επιστημονικά εργαστήρια οι Φιλοσοφικές και καλλιτε-χνικές σχολές, τα έργα τέχνης και υπεράνω όλων, ο πλούτος της γνώσεως, οι μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του γνωστού τότε κόσμου. Η καρδιά της Αυτοκρατορίας του χτυπούσε στην ανατολή.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του όλους αυτούς τους παράγοντες και με οξεία διορατικότητα διαλέγει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του εις την Ανατολή. Αλλά και με σπάνια επιδεξιότητα επισημαίνει την άγνωστη έως τότε μικρή Ελληνική αποικία, γνωστή ως Βυζάντιον να γίνει η πρωτεύουσα αλλά και ταυτοχρόνως σε μια πολύ στρατηγική τοποθεσία επάνω στο σταυροδρόμι δύο ηπείρων, Ευρώπης και Ασίας, και δύο θαλασσών, της Μαύρης Θαλάσσης της οποίας, σημειωτέον, οι ακτές της ήσαν διάσπαρτες από δεκάδες Ελληνικές πόλεις - αποικίες ήδη από χιλιετία, καθώς και της Μεσογείου, επίσης, από χιλιετίες.
Ο Αυτοκράτορας πλήρης αυτοπεποίθησης και περίφανος πλέον διά την νέαν του πρωτεύουσα, αφιαιρωμένη στο όνομά του και στην κατάλληλη τοποθεσία ήτο αισιόδοξος ότι θα διαρκούσε χίλια χρόνια. Δεν έκανε λάθος.
Οι Λατίνοι Αυτοκράτορες και η διοίκησις ακολούθησαν. Η περίοδος των δύο πρώτων αιώνων 400 έως 600 μ.χ. ήτο μεταβατική περίοδος. H βάσις του Ελληνικού τμήματος της Αυτοκρατο-ρίας, ελληνική ήδη από πλευράς παιδείας, τέχνης, πολιτισμού, και επιστήμης αποτελούσε τον συμπαγή, σταθερό και σκληρό πυρίνα της. Από το 650 μ.χ. εξελληνίσθη καθολικώς, «...έχασε τον χαρακτήρα της παγκόσμιας Αυτοκρατορίας και πήρε την μορφή Ελληνικού κράτους, η λατινική γλώσσα παραμερίζεται οριστικώς και παντού από την Ελληνική» (Μ. Λεφτσένκο, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» εκδ. Πολιτικός 1955 σ. 165).
Εκτοτε και διά τα προσεχή 800 χρόνια το τμήμα αυτό στην ουσία του είναι Ελληνικό μετά την απώλεια των μη Ελληνικών επαρχιών, όπως η Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτος τον Ζ΄ αιώνα εις τους Αραβες συνετέλεσε στον περιορισμό της Αυτοκρατορίας εις των κυρίως Ελληνικών κατοικιμένων επαρχιών, όπως η Μικρά Ασία, η Κριμέα, η Νότιος Ιταλία και Σικελία, Νότια Βαλκάνια, η Ελλάδα, τα νησιά, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης και Κύπρου. Τώρα μπορούμε να πούμε ότι ήτο πραγματικά μία Ελληνική Αυτοκρατορία.
Τη θέσι της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας παίρνει η Ελληνική Αυτοκρατορία των Μέσων χρόνων.
Παρ’ όλα ταύτα οι Αυτοκράτορες, έξυπνα και σκόπιμα συνέχιζαν να αυτοαποκαλούνται «Ανατολική Ρωμαїκή Αυτοκρατορία» ή κοινώς «Ρωμανία» καθώς με τον τίτλο δικαίως διεκδικούσαν την κληρονομιάν της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας.εις την Δύσην. Παρ’ όλο που σ’ αυτήν εδώ την «Ρωμαїκήν Αυτοκρατορίαν» δεν υπήρχαν Ρωμαίοι και τίποτε το Ρωμαїκόν. Η Ανατολική Αυτοκρατορία δεν ήτο συνέχεια του Ρωμαїκού κράτους, αλλά των Ελληνιστικών κρατών, κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. “ Αυτό το κράτος ήτο Ελληνικό και όχι Λατινικό. Οι Ρωμαίοι είχαν έλθει και έχουν φύγε. H. G. Wells, (The Outline of History, Garden City Books, New York, 1961).
Οσο περισσότερο μελετάς περί Βυζαντίου, τόσο διαυγέστερη εικόνα παίρνεις ως μία Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία για πολλούς αιώνες ήτο το πλουσιότερο, ισχυρότερο, και σημαντικότερο πολιτισμένο κράτος στο κόσμο.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω διαπιστώνουμε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε Αυτο-κρατορία Ελλήνων που βεβαίως δεν ήσαν ακριβώς οι ίδιοι με εκείνους της Ελληνιστικής Περιό-δου, όπως εκείνοι διέφεραν από τους Ελληνες των Κλασσικών χρόνων και αυτοί, από τους των Ηρωικών και εμείς από όλους αυτούς χωρίς να είμεθα «άλλοι». Οι μορφές και οι εξωτερικεύσεις αλλάζουν. Η ουσία παραμένει, γι’ αυτό ήτανε και ελληνικό. Ελληνες ήσαν οι Αυτοκράτορες με ολίγες εξαιρέσεις, αλλά και αυτοί έντονα εξελληνισμένοι.
Ελληνες ήσαν οι Πατριάρχες και το πλείστον του κλήρου.
Ελληνες ήσαν οι νομοθέται.
Ελληνες ήσαν οι πλήστοι των στρατηγών, ναυάρχων και αυτοκρατορικών συμβούλων.
Ελληνες ήσαν οι Ιεραπόστολοι προς εξάπλωσην της Χριστιανοσύνης και εκμάθησην της γραφής στους Σλάυους (Μεθόδιος και Κύρριλος).
Ελληνική ήτο η γλώσσα και Θρησκεία (όρθοδοξία), η Ελληνική τάσης του Χριστιανισμού.
Ελληνες αποτελούσαν το κυβερνητικόν οικοδόμημα, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στο στρατό, ναυτικό κλπ.
Ελληνες ήσαν οι διανοούμενοι, λόγιοι, ιστορικοί, χρονικογράφοι, θεολόγοι, μουσικοσυνθέτες, τεχνίτες ψηφιδωτών, καλλιτέχνες και γλύπτες.
Οι Ελληνες συνέχισαν όμως να θεωρούν τον εαυτόν τους ως πολίτες της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας, εν τούτοις ποτέ δεν ομίλησαν Λατινικά, γλώσσαν την οποίαν περιφρονούσαν ως Σκυθική (βαρβαρική). Πολίτες της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας ναι, αλλά ποτέ δεν εμελέτησαν Βιργίλιο, Τάκιτο, Σουετόνιο και αργότερα ...Αυγουστίνο ή τους Λατίνους Πατέρες της εκκλησίας.
Οι άλλοι λαοί της, (Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Σύριοι, Βούλγαροι, Ιταλοί, Αλβανοί, Ρώσοι κλπ.) ανήκαν σ’ αυτήν μερικώς και ασταθώς. Δεν εταυτίζοντο με το Κράτος το οποίον δεν θεωρούσαν δικό τους. Γι’ αυτό πότε ήσαν υπέρ και πότε εναντίον του και αρκετές φορές συνεργάζονταν με τους εχθρούς του. Η Αυτοκρατορία δεν ήταν δική τους. Ηταν των Ελλήνων που της έδιναν γλώσσα, παιδεία, πολιτισμό, θρησκεία.
Η γλώσσα που ομιλούσαν και η παιδεία που διαμόρφωνε το ήθος των, οι σπουδαιότεροι παράγοντες που διαπλάθουν την εθνική συνείδηση ήτο η Ελληνική. Το Βυζαντινόν κράτος ουδέποτε διέκοψε τους δεσμούς του με τον Ελληνιστικόν και Αρχαίον Ελληνικόν κόσμον Οι Ιστορικοί είδαν την Ιστορία τους ως μίαν αδιάσπαστη αλυσίδα. Μερικοί νεώτεροι ιστορικοί επιχείρησαν νέες ονομασίες όπως: «Ανατολική Αυτοκρατορία», «Ρωμαїκή Αυτοκρατορία των τελευταίων χρόνων», Νέα Ρωμαїκή Αυτοκρατορία», «Νέα Αυτοκρατορία», «Κράτος της Κωνσταντινουπόλεως» κλπ..
Τελικά επεκράτησε το όνομα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ή απλώς «Βυζάντιον». H. G. Wells, την ονομάζει: «Ανατολικόν νέον Ελληνικόν κράτος» και συνεχίζει: «....Ομιλούν περί του ανατολικού κράτους ως να ήτο συνέχεια της Ρωμαїκής παραδόσεως, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία ανανέωσις Αλεξανδρινής παραδόσεως, ομιλόν Ελληνικά και συνεχίζει την Ελληνική κληρονομιά. ….Η Λατινική γλώσσα δεν έκρυβε την πνευματική δύναμη, δεν είχε την λογοτεχνία και την επιστήμη να την κάνει απαραίτητη στους ευφυείς ανθρώπους και έτσι να διατηρήσει μια υπεροχή στους Ελληνες.
Γιατί καμιά γλώσσα, όποιοι και να είναι οι λειτουργοί, δεν μπορεί να επιβληθεί σε ανταγωνισμό με μιαν άλλη που μπορεί να προσφέρει τα πλεονεκτήματα μιας μεγάλης λογοτε-χνίας και εγκυκλοπεδικού καταρτισμού. Οι δυναμικές γλώσσες πρέπει να φέρνουν δώρα, και τα δώρα της Ελληνικής ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερα από τα δώρα της Λατινικής. Η Ανατολική Αυτοκρατορία από την αρχή του διαχωρισμού μιλούσε την Ελληνική και υπήρξε συνέχεια και ήταν μια συνέχεια της Ελληνικής παράδοσης”.
Geronymo Wolf (1516 – 1580) Ητο ο πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζάντιον» να βεβαιώσει ότι το Βυζάντιον ήτο Ελληνική Αυτοκρατορία.
Montagne (1533 – 1592) ονομάζει το Βυζάντιον «Ελληνική Αυτοκρατορία» (Empire Grec). Τελικά το όνομα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» καθιερώθη με το έργο του, Du Cange, “Historia Byzantίna” (1648). Μετά την καθιέρωση της Κωνσταντινούπολις ο Al. Vasilief γράφει: όλοι οι Ιστορικοί ήσαν Ελληνες.
Οι Πατέρες της εκκλησίας οι οποίοι έλαμψαν κατά τη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνος όλοι έγραψαν στην Ελληνική. Αθανάσιος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Νύσσης, είχαν βαθειά γνώση της Ελληνικής Φιλοσοφίας, σπουδάσαντες εις Αθήνας και Αλεξάνδρεια. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαθητής του Φιλοσόφου Λιβάνιου είχε κλασσική μόρφωση και τα έργα του όλα εις την Ελληνικήν είναι από τους μεγαλύτερους θησαυρούς φιλοσοφίας στον κόσμο.
Τα θεμέλεια του Εθνους των Ελλήνων
Τα θεμέλεια επί των οποίων στηρίζεται η ύπαρξις και διαπλάθεται η συνείδησις ενός έθνους είναι:
Το όμαιμον, το κοινόν αίμα, η κοινή καταγωγή, το φυλετικώς ενιαίον.
Το ομόγλωσσον=το οποίον διαθέτουν οι έχοντες την ίδια μητρική γλώσσα.
Το ομόθρησκον=κοινή θρησκεία.
Το ομότροπον=κοινός τρόπος ζωής απορρέων από κοινές αξίες, παραδόσεις, μνήμες, κοινά ήθη και έθιμα.
Τα στοιχεία αυτά δεν μένουν αμετάβλητα διά μέσου των αιώνων.Εξελίσσονται και αναπλάθονται.
Το «όμαιμόν μας» δεν παρέμεινε αναλλοίωτον. Υπήρξαν προσμείξεις οι οποίες κατά καιρούς υπήρξαν εκτεταμένες. Το σημαντικόν όμως είναι ότι το Ελληνικό στοιχείο δεν χάθηκε, δεν αφομειώθηκε – αφομείωσε. Σλάυοι, Αλβανοί έγιναν Ελληνες.
Η γλώσσα μας δεν είναι ακριβώς η ίδια με κάποιας συγκεκριμένης χρονικής φάσεως της μακροτάτης ιστορίας μας. Δεν ομιλούμε ούτε γράφουμε όπως οι πρόγονοί μας της Τουρκο-κρατίας, του Βυζαντίου, της Ελληνιστικής, της κλασσικής ή της ομηρικής εποχής. Το σημαν- τικό όμως είναι ότι η γλώσσα μας είναι στην ουσία η ίδια . Απλώς εξελίχθηκε.
Το ομότροπόν μας υπέστη και αυτό μεταβολές. Κάποια ήθη και έθημα χάθηκαν, άλλα μεταμορφώθηκαν, άλλα παρέμειναν. Το σημαντικό όμως είναι ότι η βασική κοσμοβιο-αντί- ληψίς μας παραμένει. Ο Ελλην είναι όπως ήταν: φιλότιμος, ευφυής, υπερήφανος, ατομιστής, ανύσηχος, φιλόξενος, δραστήριος, δημιουργηκός, αντιοργανοτικός, απείθαρ-χος, κριτικός, ελευθερόφιλος, ερευνητικός, φιλόπατρις, δύσκολος σε συνεργασία, μη-συλλογικός.
Το ομόθρησκο στοιχείο ασφαλώς δεν μπορούσε αυτό και μόνον να μείνη αναλλοίωτο. Η αρχαία θρησκεία που και αυτή είχε υποστεί πολλές εξελίξεις και μεταμορφώσεις και είχε πολλές μορφές, αντικαταστάθηκε από τον Χριστιανισμό, ο οποίος δεν είναι παραφυάς του Ιουδαїσμού αλλά δημιούργημα της Ελληνιστικής Εποχής, θρησκεία Ελληνιστική.
Το σημαν- τικό είναι ότι ο Ελληνισ-μός έδωσε σ’ αυτήν τη θρησκεία την γλώσσα, την ορολογία, τις βασι- κές έννοιες μιάς θρησκείας, καθώς και την θεολογία, την ηθική και την μεταφυσική του. Ετσι την διεμόρφωσε τελικώς στα μέτρα του ως Ορθοδοξία. Αυτή είναι εδώ και πολλούς αιώνες πλέον το «ομόθρησκο» στοιχείο του.
Επίλογος του Βυζαντίου
Σώπασε κυρά Δέσποινα
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.
Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.
Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι»
Οι πολυπληθέστερες, πλουσιότερες και οι πλέον πολιτισμένες περιοχές της Αυτοκρατο- ρίας του ήσαν όλες στην Ανατολή, στον Ελληνικό και Ελληνιστικό κόσμο. Εκεί ήσαν όλες οι μεγάλες πόλεις, πλην της Ρώμης, όλα τα μεγάλα κέντρα του πολιτισμού, Αλεξάνδρεια, Αντιό- χεια, Δαμασκός, Πέργαμος, Εφεσος, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Αθήναι, Κόρινθος, όλες Ελληνίδες πόλεις. Εκεί ήσαν τα Πανεπιστήμια, τα επιστημονικά εργαστήρια οι Φιλοσοφικές και καλλιτε-χνικές σχολές, τα έργα τέχνης και υπεράνω όλων, ο πλούτος της γνώσεως, οι μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του γνωστού τότε κόσμου. Η καρδιά της Αυτοκρατορίας του χτυπούσε στην ανατολή.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του όλους αυτούς τους παράγοντες και με οξεία διορατικότητα διαλέγει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του εις την Ανατολή. Αλλά και με σπάνια επιδεξιότητα επισημαίνει την άγνωστη έως τότε μικρή Ελληνική αποικία, γνωστή ως Βυζάντιον να γίνει η πρωτεύουσα αλλά και ταυτοχρόνως σε μια πολύ στρατηγική τοποθεσία επάνω στο σταυροδρόμι δύο ηπείρων, Ευρώπης και Ασίας, και δύο θαλασσών, της Μαύρης Θαλάσσης της οποίας, σημειωτέον, οι ακτές της ήσαν διάσπαρτες από δεκάδες Ελληνικές πόλεις - αποικίες ήδη από χιλιετία, καθώς και της Μεσογείου, επίσης, από χιλιετίες.
Ο Αυτοκράτορας πλήρης αυτοπεποίθησης και περίφανος πλέον διά την νέαν του πρωτεύουσα, αφιαιρωμένη στο όνομά του και στην κατάλληλη τοποθεσία ήτο αισιόδοξος ότι θα διαρκούσε χίλια χρόνια. Δεν έκανε λάθος.
Οι Λατίνοι Αυτοκράτορες και η διοίκησις ακολούθησαν. Η περίοδος των δύο πρώτων αιώνων 400 έως 600 μ.χ. ήτο μεταβατική περίοδος. H βάσις του Ελληνικού τμήματος της Αυτοκρατο-ρίας, ελληνική ήδη από πλευράς παιδείας, τέχνης, πολιτισμού, και επιστήμης αποτελούσε τον συμπαγή, σταθερό και σκληρό πυρίνα της. Από το 650 μ.χ. εξελληνίσθη καθολικώς, «...έχασε τον χαρακτήρα της παγκόσμιας Αυτοκρατορίας και πήρε την μορφή Ελληνικού κράτους, η λατινική γλώσσα παραμερίζεται οριστικώς και παντού από την Ελληνική» (Μ. Λεφτσένκο, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» εκδ. Πολιτικός 1955 σ. 165).
Εκτοτε και διά τα προσεχή 800 χρόνια το τμήμα αυτό στην ουσία του είναι Ελληνικό μετά την απώλεια των μη Ελληνικών επαρχιών, όπως η Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτος τον Ζ΄ αιώνα εις τους Αραβες συνετέλεσε στον περιορισμό της Αυτοκρατορίας εις των κυρίως Ελληνικών κατοικιμένων επαρχιών, όπως η Μικρά Ασία, η Κριμέα, η Νότιος Ιταλία και Σικελία, Νότια Βαλκάνια, η Ελλάδα, τα νησιά, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης και Κύπρου. Τώρα μπορούμε να πούμε ότι ήτο πραγματικά μία Ελληνική Αυτοκρατορία.
Τη θέσι της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας παίρνει η Ελληνική Αυτοκρατορία των Μέσων χρόνων.
Παρ’ όλα ταύτα οι Αυτοκράτορες, έξυπνα και σκόπιμα συνέχιζαν να αυτοαποκαλούνται «Ανατολική Ρωμαїκή Αυτοκρατορία» ή κοινώς «Ρωμανία» καθώς με τον τίτλο δικαίως διεκδικούσαν την κληρονομιάν της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας.εις την Δύσην. Παρ’ όλο που σ’ αυτήν εδώ την «Ρωμαїκήν Αυτοκρατορίαν» δεν υπήρχαν Ρωμαίοι και τίποτε το Ρωμαїκόν. Η Ανατολική Αυτοκρατορία δεν ήτο συνέχεια του Ρωμαїκού κράτους, αλλά των Ελληνιστικών κρατών, κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. “ Αυτό το κράτος ήτο Ελληνικό και όχι Λατινικό. Οι Ρωμαίοι είχαν έλθει και έχουν φύγε. H. G. Wells, (The Outline of History, Garden City Books, New York, 1961).
Οσο περισσότερο μελετάς περί Βυζαντίου, τόσο διαυγέστερη εικόνα παίρνεις ως μία Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία για πολλούς αιώνες ήτο το πλουσιότερο, ισχυρότερο, και σημαντικότερο πολιτισμένο κράτος στο κόσμο.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω διαπιστώνουμε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε Αυτο-κρατορία Ελλήνων που βεβαίως δεν ήσαν ακριβώς οι ίδιοι με εκείνους της Ελληνιστικής Περιό-δου, όπως εκείνοι διέφεραν από τους Ελληνες των Κλασσικών χρόνων και αυτοί, από τους των Ηρωικών και εμείς από όλους αυτούς χωρίς να είμεθα «άλλοι». Οι μορφές και οι εξωτερικεύσεις αλλάζουν. Η ουσία παραμένει, γι’ αυτό ήτανε και ελληνικό. Ελληνες ήσαν οι Αυτοκράτορες με ολίγες εξαιρέσεις, αλλά και αυτοί έντονα εξελληνισμένοι.
Ελληνες ήσαν οι Πατριάρχες και το πλείστον του κλήρου.
Ελληνες ήσαν οι νομοθέται.
Ελληνες ήσαν οι πλήστοι των στρατηγών, ναυάρχων και αυτοκρατορικών συμβούλων.
Ελληνες ήσαν οι Ιεραπόστολοι προς εξάπλωσην της Χριστιανοσύνης και εκμάθησην της γραφής στους Σλάυους (Μεθόδιος και Κύρριλος).
Ελληνική ήτο η γλώσσα και Θρησκεία (όρθοδοξία), η Ελληνική τάσης του Χριστιανισμού.
Ελληνες αποτελούσαν το κυβερνητικόν οικοδόμημα, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στο στρατό, ναυτικό κλπ.
Ελληνες ήσαν οι διανοούμενοι, λόγιοι, ιστορικοί, χρονικογράφοι, θεολόγοι, μουσικοσυνθέτες, τεχνίτες ψηφιδωτών, καλλιτέχνες και γλύπτες.
Οι Ελληνες συνέχισαν όμως να θεωρούν τον εαυτόν τους ως πολίτες της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας, εν τούτοις ποτέ δεν ομίλησαν Λατινικά, γλώσσαν την οποίαν περιφρονούσαν ως Σκυθική (βαρβαρική). Πολίτες της Ρωμαїκής Αυτοκρατορίας ναι, αλλά ποτέ δεν εμελέτησαν Βιργίλιο, Τάκιτο, Σουετόνιο και αργότερα ...Αυγουστίνο ή τους Λατίνους Πατέρες της εκκλησίας.
Οι άλλοι λαοί της, (Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Σύριοι, Βούλγαροι, Ιταλοί, Αλβανοί, Ρώσοι κλπ.) ανήκαν σ’ αυτήν μερικώς και ασταθώς. Δεν εταυτίζοντο με το Κράτος το οποίον δεν θεωρούσαν δικό τους. Γι’ αυτό πότε ήσαν υπέρ και πότε εναντίον του και αρκετές φορές συνεργάζονταν με τους εχθρούς του. Η Αυτοκρατορία δεν ήταν δική τους. Ηταν των Ελλήνων που της έδιναν γλώσσα, παιδεία, πολιτισμό, θρησκεία.
Η γλώσσα που ομιλούσαν και η παιδεία που διαμόρφωνε το ήθος των, οι σπουδαιότεροι παράγοντες που διαπλάθουν την εθνική συνείδηση ήτο η Ελληνική. Το Βυζαντινόν κράτος ουδέποτε διέκοψε τους δεσμούς του με τον Ελληνιστικόν και Αρχαίον Ελληνικόν κόσμον Οι Ιστορικοί είδαν την Ιστορία τους ως μίαν αδιάσπαστη αλυσίδα. Μερικοί νεώτεροι ιστορικοί επιχείρησαν νέες ονομασίες όπως: «Ανατολική Αυτοκρατορία», «Ρωμαїκή Αυτοκρατορία των τελευταίων χρόνων», Νέα Ρωμαїκή Αυτοκρατορία», «Νέα Αυτοκρατορία», «Κράτος της Κωνσταντινουπόλεως» κλπ..
Τελικά επεκράτησε το όνομα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ή απλώς «Βυζάντιον». H. G. Wells, την ονομάζει: «Ανατολικόν νέον Ελληνικόν κράτος» και συνεχίζει: «....Ομιλούν περί του ανατολικού κράτους ως να ήτο συνέχεια της Ρωμαїκής παραδόσεως, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία ανανέωσις Αλεξανδρινής παραδόσεως, ομιλόν Ελληνικά και συνεχίζει την Ελληνική κληρονομιά. ….Η Λατινική γλώσσα δεν έκρυβε την πνευματική δύναμη, δεν είχε την λογοτεχνία και την επιστήμη να την κάνει απαραίτητη στους ευφυείς ανθρώπους και έτσι να διατηρήσει μια υπεροχή στους Ελληνες.
Γιατί καμιά γλώσσα, όποιοι και να είναι οι λειτουργοί, δεν μπορεί να επιβληθεί σε ανταγωνισμό με μιαν άλλη που μπορεί να προσφέρει τα πλεονεκτήματα μιας μεγάλης λογοτε-χνίας και εγκυκλοπεδικού καταρτισμού. Οι δυναμικές γλώσσες πρέπει να φέρνουν δώρα, και τα δώρα της Ελληνικής ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερα από τα δώρα της Λατινικής. Η Ανατολική Αυτοκρατορία από την αρχή του διαχωρισμού μιλούσε την Ελληνική και υπήρξε συνέχεια και ήταν μια συνέχεια της Ελληνικής παράδοσης”.
Geronymo Wolf (1516 – 1580) Ητο ο πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζάντιον» να βεβαιώσει ότι το Βυζάντιον ήτο Ελληνική Αυτοκρατορία.
Montagne (1533 – 1592) ονομάζει το Βυζάντιον «Ελληνική Αυτοκρατορία» (Empire Grec). Τελικά το όνομα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» καθιερώθη με το έργο του, Du Cange, “Historia Byzantίna” (1648). Μετά την καθιέρωση της Κωνσταντινούπολις ο Al. Vasilief γράφει: όλοι οι Ιστορικοί ήσαν Ελληνες.
Οι Πατέρες της εκκλησίας οι οποίοι έλαμψαν κατά τη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνος όλοι έγραψαν στην Ελληνική. Αθανάσιος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Νύσσης, είχαν βαθειά γνώση της Ελληνικής Φιλοσοφίας, σπουδάσαντες εις Αθήνας και Αλεξάνδρεια. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαθητής του Φιλοσόφου Λιβάνιου είχε κλασσική μόρφωση και τα έργα του όλα εις την Ελληνικήν είναι από τους μεγαλύτερους θησαυρούς φιλοσοφίας στον κόσμο.
Τα θεμέλεια του Εθνους των Ελλήνων
Τα θεμέλεια επί των οποίων στηρίζεται η ύπαρξις και διαπλάθεται η συνείδησις ενός έθνους είναι:
Το όμαιμον, το κοινόν αίμα, η κοινή καταγωγή, το φυλετικώς ενιαίον.
Το ομόγλωσσον=το οποίον διαθέτουν οι έχοντες την ίδια μητρική γλώσσα.
Το ομόθρησκον=κοινή θρησκεία.
Το ομότροπον=κοινός τρόπος ζωής απορρέων από κοινές αξίες, παραδόσεις, μνήμες, κοινά ήθη και έθιμα.
Τα στοιχεία αυτά δεν μένουν αμετάβλητα διά μέσου των αιώνων.Εξελίσσονται και αναπλάθονται.
Το «όμαιμόν μας» δεν παρέμεινε αναλλοίωτον. Υπήρξαν προσμείξεις οι οποίες κατά καιρούς υπήρξαν εκτεταμένες. Το σημαντικόν όμως είναι ότι το Ελληνικό στοιχείο δεν χάθηκε, δεν αφομειώθηκε – αφομείωσε. Σλάυοι, Αλβανοί έγιναν Ελληνες.
Η γλώσσα μας δεν είναι ακριβώς η ίδια με κάποιας συγκεκριμένης χρονικής φάσεως της μακροτάτης ιστορίας μας. Δεν ομιλούμε ούτε γράφουμε όπως οι πρόγονοί μας της Τουρκο-κρατίας, του Βυζαντίου, της Ελληνιστικής, της κλασσικής ή της ομηρικής εποχής. Το σημαν- τικό όμως είναι ότι η γλώσσα μας είναι στην ουσία η ίδια . Απλώς εξελίχθηκε.
Το ομότροπόν μας υπέστη και αυτό μεταβολές. Κάποια ήθη και έθημα χάθηκαν, άλλα μεταμορφώθηκαν, άλλα παρέμειναν. Το σημαντικό όμως είναι ότι η βασική κοσμοβιο-αντί- ληψίς μας παραμένει. Ο Ελλην είναι όπως ήταν: φιλότιμος, ευφυής, υπερήφανος, ατομιστής, ανύσηχος, φιλόξενος, δραστήριος, δημιουργηκός, αντιοργανοτικός, απείθαρ-χος, κριτικός, ελευθερόφιλος, ερευνητικός, φιλόπατρις, δύσκολος σε συνεργασία, μη-συλλογικός.
Το ομόθρησκο στοιχείο ασφαλώς δεν μπορούσε αυτό και μόνον να μείνη αναλλοίωτο. Η αρχαία θρησκεία που και αυτή είχε υποστεί πολλές εξελίξεις και μεταμορφώσεις και είχε πολλές μορφές, αντικαταστάθηκε από τον Χριστιανισμό, ο οποίος δεν είναι παραφυάς του Ιουδαїσμού αλλά δημιούργημα της Ελληνιστικής Εποχής, θρησκεία Ελληνιστική.
Το σημαν- τικό είναι ότι ο Ελληνισ-μός έδωσε σ’ αυτήν τη θρησκεία την γλώσσα, την ορολογία, τις βασι- κές έννοιες μιάς θρησκείας, καθώς και την θεολογία, την ηθική και την μεταφυσική του. Ετσι την διεμόρφωσε τελικώς στα μέτρα του ως Ορθοδοξία. Αυτή είναι εδώ και πολλούς αιώνες πλέον το «ομόθρησκο» στοιχείο του.
Επίλογος του Βυζαντίου
Σώπασε κυρά Δέσποινα
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.
Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.
Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου