Οι τσιγγάνοι αποτελούν ινδικό φύλο νομάδων, που είχε αποσπασθεί περί τον +3ον αιώνα από την Ινδία, παρέμειναν μεγάλο χρονικό διάστημα στην Περσία – από όπου πήραν διάφορες θρησκευτικές δοξασίες ηλιολατρίας – και κατά τον +8ον αιώνα άρχισαν να εισέρχονται κατά κύματα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Κατά μία εκδοχή, οι πρώτοι εισβάλοντες στο Βυζάντιο τσιγγάνοι ήλθαν από την Φρυγία, ήσαν οπαδοί μιας θρησκευτικής αιρέσεως των «Αθιγγάνων» (αιρέσεως χριστιανοεβραϊκής, με στοιχεία μαγείας) και έτσι πήραν το όνομα τούτο από τους Έλληνες όλοι αυτοί οι ινδικής καταγωγής νομάδες (α).
Οι Τσιγγάνοι φιλοξενήθηκαν επί αιώνες στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, αυτοαποκαλούμενοι Rom (για να δείξουν ότι είναι πολίτες της Ρωμαϊκής χώρας), όπου ανέμειξαν με την ινδογενή γλώσσα τους και πολλές ελληνικές λέξεις. Τέτοιες παρεφθαρμένες ελληνικές λέξεις συναντά κανείς μέχρι σήμερα στις τσιγγάνικες διαλέκτους σ’ όλη την Ευρώπη. Στην υπόλοιπη Ευρώπη διεσπάρησαν οι Τσιγγάνοι από τον 15ον αιώνα, όπου έλαβαν παρεμφερή ονόματα: Cygan σλαβικά, zingari ιταλικά, zingali ισπανικά, Zigeuner γερμανικά κ.λπ.
Δεύτερος κλάδος αυτών των ινδών νομάδων ήλθε εξ ανατολών στην Αίγυπτο, όπου έμενε εκεί επί μακρόν. Αργότερα επεξετάθησαν, άλλοι μεν προς Β. Αφρική, Ισπανία και Ευρώπη, άλλοι δε ήλθαν διαρκούσης της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα και στην βόρειο Βαλκανική. Αυτοί ονομάσθηκαν εδώ «Γύφτοι» (από το «Αιγύπτιοι»), gypsies στην Αγγλία, gitanes (από το egyptianes) στην Γαλλία, jiftu στην Ρουμανία κ.λπ.
Το γεγονός, ότι οι Τσιγγάνοι κατάγονται από την ινδική φυλή, είναι αναμφισβήτητο. Ο Suchy γράφει: «Επί τη βάσει ποικίλου αποδεικτικού υλικού, ιδίως γλωσσολογικού, πρέπει να τοποθετηθεί η αρχική πατρίδα των Τσιγγάνων στα μέσα πεδία των Πρόσω Ινδιών. Για την ινδική καταγωγή τους ομιλεί επίσης και μία σειρά ανθρωπολογικών ιδιοτήτων».
Παρά τις ισχυρές και ποικίλες κατά χώρες μείξεις τους, οι Τσιγγάνοι είναι συχνά μεσοκέφαλοι και μεσορρινικοί: Οι λιγότερο μεμειγμένες ομάδες τους έχουν ρινικό δείκτη 70-73 (Suchy). Και ο Bunak περιγράφει τους Τσιγγάνους με μύτη σχετικώς πλατειά. Το στοιχείο αυτό, ως γνωστόν, είναι από τις σοβαρότερες διαφοροποιήσεις μεταξύ ινδικής και ευρωπαϊκής φυλής. Επί πλέον, οι Τσιγγάνοι, αναλόγως πάλι του βαθμού της μείξεώς τους, διατηρούν το βαθύ καστανό χρώμα δέρματος των ινδών. Στην Ελλάδα, λόγω της μεγάλης παλαιότητας και μείξεώς τους, οι Τσιγγάνοι είναι σχεδόν λεπτορρινικοί και ελάχιστα μελαχροινοί.
Αλλά και από αιματικής πλευράς, όπως παρατηρεί ο Lundman, οι Τσιγγάνοι παρουσιάζουν ίδια χαρακτηριστικά με τους Ινδούς. Στο αιματικό σύστημα ΑΒΟ το γονίδιο q (της ομάδος Β) έχει συχνότητα 0,24, στα επίπεδα δηλαδή των βορείων Ινδιών – όταν σε καμία ευρωπαϊκή χώρα αυτό δεν ξεπερνάει το 0,10. Στο δε σύστημα Ρέζους, οι Τσιγγάνοι έχουν αρνητικό ποσοστό περίπου 13%, δηλαδή πολύ λιγώτερο από τις ευρωπαϊκές χώρες (14,5-18). Στην Ινδία αντίστοιχα, λόγω σχετικής σπανιότητας του γονιδίου cde, το αρνητικό Ρέζους μόλις φθάνει το 10%.
Οι Τσιγγάνοι, ως παλαιότεροι των Γύφτων στον ελληνικό χώρο, είναι πιο μεμειγμένοι, όπως ελέγχθη, με ελληνικό αίμα. Οι καθ’ αυτό Γύφτοι, αντιθέτως, εχρησίμευσαν στον Τούρκο κατακτητή για τις πιο απάνθρωπες δουλειές εις βάρος των Ελλήνων. Σχετικά, ο Δημήτριος Καμπούρογλου γράφει: «Οι Αθίγγανοι, ρυπαροί και φερέοικοι, όπως και νυν και πάντοτε, ήσαν σιδηρουργοί, χαλκείς, κοσκινοποιοί και μουσικοί, παίζοντες τα γνωστά βαρβαρόφωνα, συγχρόνως δ’ εχρησίμευον ως εκτελεσταί σκληρών και απανθρώπων θανατικών αποφάσεων κατά των Χριστιανών, ποιούμενοι χρήσιν φοβερών και ανεπίδεκτων περιγραφής βασανιστηρίων. Την προαιώνιαν περιφρόνησιν πάντων των Εθνών προς αυτούς και τας διηνεκείς των καταδιώξεις και ταλαιπωρίας εξεδικούντο οι άνθρωποι κατά των Ελλήνων, οσάκις ηυτύχουν να τοις παραδοθώσι δέσμιοι εις τας χείρας των». Γι’ αυτό οι Έλληνες τους λεγομένους «Τουρκόγυφτους» έχουν συνδέσει με τις χειρότερες ιστορικές τους αναμνήσεις.
Σήμερα βεβαίως, Γύφτοι και Τσιγγάνοι έχουν μειχθεί αρκετά μεταξύ τους και οι ονομασίες χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα αδιακρίτως. Στις αρχές του αιώνος ο συνολικός αριθμός τους στην χώρα μας ανερχόταν σε 50.000 περίπου, σήμερα όμως ξεπερνάει τις 100.000. Το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιούν λέγεται ντόρτικα. Οι πιο μεμειγμένοι από αυτούς με ελληνικό αίμα, με την θλιβερή προτροπή του Ελληνικού Κράτους, τείνουν τελευταίως να αστικοποιηθούν, δημιουργώντας δικές τους συνοικίες.
Οι Τσιγγάνοι έχουν αναμφισβήτητα κλήση στην μουσική, απ’ αυτούς δε προήλθε η λέξι «μποέμ» (β). Ως νομάδες όμως, που ζουν ανάμεσα σε πολιτισμένες ευρωπαϊκές πολιτείες, ρέπουν, όχι μόνον σε δουλειές «του ποδαριού», αλλά και σε αντικοινωνικές και ποινικά κολάσιμες ασχολίες (μαγείες, απάτες, κλοπές κ.λπ.) (γ).
Το φυλετικό πρόβλημα της παρουσίας των Τσιγγάνων στην Ευρώπη είναι σοβαρό. Η προοδευτική ιδίως αφομοίωση τους θέτει σε κίνδυνο την εθνολογική καθαρότητα των ευρωπαϊκών λαών (δ). Η εκδίωξη τους αφ’ ετέρου από οποιασδήποτε χώρα προσκρούει στην άρνηση των γειτονικών να τους επιτρέψουν την είσοδο. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει, ότι μόνη λύση θα ήταν η αφομοίωση – αυτή θα ήταν η χειρότερη λύση. Εκείνο, που τουλάχιστον θα έπρεπε εδώ να εφαρμοστή, θα ήταν να αρθεί η ελληνική ιθαγένεια από τους τσιγγάνους και να μην επιτρέπονται μεικτοί γάμοι τους με τους Έλληνες. Τους κινδύνους από τις φυλετικές επιμειξίες γενικά (και ειδικότερα με τους Τσιγγάνους) έχουμε ήδη αναπτύξει (ε).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(α)
Κατά τον Αδαμ. Κοραή, το όνομα «Τσιγγάνοι» έφεραν μαζί τους οι νομάδες αυτοί από άλλη χώρα διελεύσεώς τους, το δε «ατσίγγανοι» (ή «αθίγγανοι») απεδόθη σ’ αυτούς εκ συγχύσεως – οπότε το α πλεονάζει.
(β)
Οι Γάλλοι είχαν ονομάσει Bohemiens ένα κύμα τσιγγάνων, που τους είχε έλθει από την Βοημία.
(γ)
Τα ελληνικά δικαστήρια είναι υπερφορτωμένα καθημερινώς από ποινικές υποθέσεις Γύφτων.
(δ)
Οι Γύφτοι, εκμεταλλευόμενοι τον πόθο των ατέκνων ζευγαριών για ένα παιδί, προβαίνουν σε συστηματική, όσο και αθόρυβη, εμπορία δικών τους βρεφών. Εκατοντάδες παιδιών Γύφτων εισέρχονται έτσι κάθε χρόνο στην ελληνική κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου