Οπως και πολλές άλλες φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο και ειδικότερα στο είδος τιμωρίας που επιβαλόταν στους νάνους που είχαν όλοι οι αυτοκράτορες.
Τους νάνους τους είχαν για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Αυτοί ονομάζονταν «τζουτζέδες» και ασκούσαν μεγάλη επιροή στους αυτοκράτορες .Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι. Τους είχαν ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους.
Όμως όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος.
Έτσι από την περίεργη τιμωρία αυτή των νάνων στο Βυζάντιο μας έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι».
Από πού προήλθε η φράση ”Κροκοδείλια δάκρυα”
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού.
Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό.
Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το παρακάτω επίγραμμα: «Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα εγέννα κροκόδειλον».
Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
Από πού προήλθε η φράση ”δεν περνά η μπογιά της”
Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό.
Αυτές για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ’ ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα.
Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά δεν τ’ αγόραζαν μόνο παστρικιές, αλλά κι αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους.
Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες. οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
Σήμερα με την λέξη κομπογιανίτης χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κομπογιανίτης έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς.
Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και Ιωαννίτης (από τα Ιωάννινα)· ο Δ. Σάρρος ερμήνευε τους κόμπους ως ρίζες βοτάνων και συσχέτιζε το δεύτερο συνθετικό της λέξης με το ρήμα γιαίνω (θεραπεύω)· τέλος, ο Βιζουκίδης θεωρούσε ότι το πρώτο συνθετικό της λέξης κομπογιανίτης προήλθε από τους κόμβους της μαγγανείας με τους οποίους οι ψευτογιατροί υποτίθεται ότι θεράπευαν τους αρρώστους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, εξαιτίας της ανυπαρξίας μορφωμένων γιατρών, πολλοί αγύρτες, κυρίως από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, περιόδευαν την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, ακόμα και περιοχές της Μικράς Ασίας, παριστάνοντας τους γιατρούς.
Τα άτομα αυτά χρησιμοποιούσαν ως φάρμακα διάφορα βότανα, έμπλαστρα, μερικά χημικά παρασκευάσματα, όπως αμμωνιακό άλας και στυπτηρία (στύψη), ακόμα και μαγικά μέσα. Στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν τους αμαθείς πληθυσμούς, φορούσαν περίεργα ρούχα και, συνήθως, έδεναν τα μακριά μαλλιά τους με μια πράσινη ταινία.
Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των κομπογιανίτών ήταν απλώς απατεώνες και δεν είχαν καμία σχέση με την ιατρική, ορισμένοι, εξαιτίας της μακρόχρονης εμπειρικής άσκησης του επαγγέλματος, είχαν πολλές φορές επιτυχίες, γεγονός που τους καθιστούσε διάσημους και συμπαθείς. Μεταξύ των τελευταίων αυτών συγκαταλέγονται οι Π. Εξάρχου, I. Περτάλης, Δ. Πολύχρονος και X. Πασχάλογλους ή Πασχάλης.
Οι Ιταλοί και οι Επτανήσιοι κομπογιανίτες φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και επειδή συνήθως διαλαλούσαν «καλός γιατρός, καλά γιατρικά» ονομάστηκαν και καλογιατροί. Σήμερα, λόγω της προόδου της ιατρικής επιστήμης και της ανόδου του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου του λαού, ελάχιστα άτομα εμπιστεύονται πλέον την υγεία τους στα χέρια των κομπογιανίτών
Από πού προήλθε η φράση ”Κάποιος φούρνος γκρέμισε”
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους φούρνους τους.Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Aγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους.
Ο Aγγλος, που δεν ήξερε ότι το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!». – Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Έτσι λοιπόν βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε» που τη λέμε όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
Από πού προήλθε η φράση ”κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα”
Σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις το 1830, σ’ ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Στην χριστιανική θρησκεία ο Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς.
Ο άγνωστος του Άστρους όμως δεν έκανε το παραμικρό θαύμα.
Επειδή δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ’ αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά.
Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα».
Η ιστορία της έκφρασης ανάγεται στην αρχαιότητα και τη μεταχειρίζονταν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες κι αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, για να βρουν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια.
Αν το αδίκημα, του ενός ή του άλλου ήταν βαρύ ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί αυτός που αδίκησε με την ποινή της μαστίγωσης.Το μαστίγωμα, που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός, ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί».
Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια.Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους.
Σήμερα, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτούμε συνήθως: «τι καπνό φουμάρει;» Το μόνο σίγουρο είναι ότι η φράση αυτή δεν προέρχεται από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει κάποιος
Όπως και πολλές άλλες φράσεις της καθημερινότητας μας κρατάει από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη «καπνός» έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού.
Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου: «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τάς οικείας των εντοπίων και ερωτούν: τι καπνό φουμάρει εδώ: Κατά την απόκρισιν δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν «καπνό», εννοούσαν σπίτι.
Από πού προήλθε η φράση ”Αναγκαίον κακό”
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «…εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν».
Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν».
Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό. (Φιλήμονος αδήλων, απόσπ. 103 (Meineke).
Στην πανούκλα της Αθήνας (στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ού) κανένας δεν τολμούσε να θάψει τα πρώματα και να τα σκεπάει με ασβέστη. Τότε η πολιτεία επιστράτευσε όσους "μάγκες" είχαν ξεγραμμένη έτσι κι αλλιώς τη ζωή τους, και τους έκανε σκαφτιάδες-νεκροθάφτες γιά τους πανουκλιασμένους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τη συνάφειά τους λοιπόν με το θάνατο (morte), τους ονόμασαν "μόρτες".
Σ' ό,τι αφορά την εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στον μόρτη και τον μάγκα, ο μόρτης είναι ένας... θανατηφόρος (και γι αυτό πιό ερωτικός) μάγκας.
"Μόρτη θέλω κι ας πεθάνω
να φουμάρει και το μαύρο".
Όσο για τη λέξη μάγκας:
μάγκας,ετυμολογία: "όμαδα άτακτων πολεμιστών επί Τουρκοκρατίας", λατ. mango=μεταπράτης, σωματέμπορας