Ο μαγικός κόσμος του διαδικτύου

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Η καθημερινή ομιλία των αγωνιστών του 1821

Η καθημερινή ομιλία των αγωνιστών του 1821, αλλά και γενικότερα της κλεφτουριάς, δεν είχε βέβαια τίποτα από εξιδανικευμένο των επισήμων εγγράφων που έφτασαν μέχρι σε εμάς, αυτά ήταν γραμμένα από μορφωμένους Φαναριώτες ή λογιότατους , ακόμα και αυθεντικές διηγήσεις των αγωνιστών έχουν τύχει της ωραιοποίησεως των γραμματέων οι οποίοι μετέφεραν στο χαρτί τις διηγήσεις των αγραμμάτων πολεμιστών.

Έτσι τα κείμενα του Ν. Κασομούλης και του Μακρυγιάννη αλλά και οι σκόρπιες περιγραφές από περιστατικά μας δίνουν μια εικόνα για ποια γλώσσα μιλούσαν οι Έλληνες κατά την επανάσταση.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι αγωνιστές πολλές φορές ήταν δίγλωσσοι ή και τρίγλωσσοι, Μίλαγαν δηλαδή Ελληνικά, Αρβανίτικα, Τούρκικα, Βλάχικα και Σλάβικα.

Ένα μέσον για να "ανάψουν τα αίματα" πριν την μάχη ήταν η βωμολοχία, αυτή περιλάμβανε βρισιές που είχαν να κάνουν με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, την ιδιαιτερότητα (κουσούρια), την οικογενειακή κατάσταση, υπενθύμηση παλαιοτέρων συμβάντων κλπ

Ας δούμε όμως μερικά παραδείγματα από τις εν λόγω λογομαχίες των αγωνιστών με Τουρκαλβανούς αντίπαλους ή και Έλληνες συμπολεμιστές.

ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ

Θ Κολοκοτρώνη :
«σκατόβλαχο» τον αποκαλεί ο προύχοντας της Πελοποννήσου Κανέλλος Δεληγιάννης.

«Γέρο του Μωριά» είναι το πιο σύνηθες.

Παπαφλέσσα :
«Αλιτήριο» και «εξωλέστατο» τον ονομάζει ιερωμένος Π. Π. Γερμανός.

Γεώργιος Καραϊσκάκης :
Το σύνηθες παρατσούκλι ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς»

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΓΚΛΗΣΕΙΣ

Στο Μεσολόγγι ένας Τούρκος από τον Μωρία που ήξερε καλά Ελληνικά άρχισε τις βλαστήμιες είπε για την Παναγία , τον Σταυρό, την κολυμπήθρα. Ένας Κραβαρίτης πολεμιστής από του Μακρή την ντάπια του λέει:

- Ωρέ Τούρκε έσωσες βλαστημώντας ή ακόμα;
- Έσωσα!
- Άκουσε λοιπόν Να χέσω τον Μωχαμέτη σας, να χέσω τον Αλή , να χέσω τη Σερίφ, να σας χέσω το χατζηλίκι σας , να σας χέσω τον τάφο του Μωχαμέτη σας, να χέσω τον Σουλτάνο σας και όλα τα ρετζιάλια του, να χέσω τα τζαμιά σας και τους τεκέδες σας, να χέσω το κοράνι σας, να χέσω τον βεζίρη σας Κουταγιά και όλους τους πασάδες σαςτους μπουλουκμπασιάδες σαςκαι το ασκέρι σας, να χέσω και τα δικά σου μούτρα, το κεφάλι σου, τα φρύδια σου, το στόμα σου, τα χέρια σου, τα νύχια σου, να χέσω τα άρματά σου, τα πιστόλια σου, το τουφέκι σου, το γιαταγάνι σου να χέσω το τσιμπούκι σου, να χέσω την σακούλα του καπνού σου, τις φούντες της σακούλας

(όλα τα είπε με μια πνοή, μόλις άκουσε και το τελευταίο και ενώ ήταν έτοιμος να συνεχίσει πετάχτηκε ο Τούρκος)
- Ουχ ο κερατάς, τίποτις δεν άφησε άχεστο Νισάφι βρε δεν ξαναβλαστημώ.
Έβαλαν τα γέλια τα δύο ασκέρια και οι Τούρκοι βρίζανε τον δικό τους που έδωσε αφορμή για τέτοιες βρισιές.
                                                                                                                     
ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΝΤΕΓΚΛΗΣΕΙΣ

Ι
Το 1823 ο Καραϊσκάκης λέει στον απεσταλμένο του αρχηγού του στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε... έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους έλα ν' ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες... Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε "από ημάς" συνθήκην με "έναν" κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!».

ΙΙ
Σε Τούρκο συνομιλητή του λέει «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».

ΑΝΤΕΓΚΛΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΗΝΩΝ


Ι
Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης του γράφει: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, ...είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ...». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει...».

ΙΙ
Όταν τον δίκαζαν τον Καραϊσκάκη είπε για να δικαιολογήσει την βωμολοχούσα γλώσσα του «Κυρ - Πάνο είσαι περίπου 70 χρονών. Σου έχω πεί πολλές φορές να κόψεις το χούϊ που έχεις να γκαστρώνεις τις τσούπρες. Εσύ όμως δεν τόκοψες;»

ΙΙΙ
Διήγηση του Μακρυγιάννη :
Πήρα κ' εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη.
Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι' άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο.
Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι' ό,τι έδωσα.
Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο' 'κανε όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη.
Του παράγγειλα κ' εγώ «να του γαμήσω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ' άρματά μου, οπού τα 'χω από δεκοχτώ χρονών παιδί». Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι' ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ' είχε ξύλινες 'σ το ζουνάρι του τον ρώτησα και μου το είπε. «Ορίστε κι' Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι' Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων»!

IV
Στα χρόνια του Καποδίστρια έγινε το πιο κάτω περιστατικό :
Στη Σαλαμίνα βρισκόντουσαν, ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης περπατούσαν στην αγορά διασκεδάζοντας. Λέει ο Πανουργιάς στον Δυοβουνιώτη :
«Αι συμπέθερε! Όλοι οι στρατιωτικοί ευρίσκονται εις δουλειά . Εμείς τι θα κάμωμε;»
«Εμείς Να μπερμπερίσουμε τα αρχείδια μας».
«Το κάμνεις ;»
«Πληρώνεις ;»
«Ναι»
«Πηγαίνουμε να βρούμε μπαρμπέρη».
Άκουσαν οι άλλοι και γέλασαν, έφτασαν στο εργαστήριο του μπαρμπέρη συμφώνησαν για την τιμή (ένα ρουμπιγέν) . Ο Δυοβουνιώτης χωρίς ντροπή λύνει τα βρακιά του και κάθεται στο κάθισμα με τεντωμένα τα σκέλη. Ο μπαρμπέρης αρχίζει να τον μπαρμπερίζει. Βλέποντας ο κόσμος έτρεξαν και φώναζαν και άλλους να δουν, έτσι μαζεύτηκε πλήθος κόσμου που γελούσε, ο δε Δυοβουνιώτης, ο συμπέθερός Πανουργιάς και ο μπαρμπερης ήταν αδιάφοροι λέει δε κάποιος:
«Να οι αρχηγοί που μας διοικούσαν και θέλαμε και λευτεριά…»
«Άιδε συ σώπα , και μη σε μέλλει τι γίνεται» λέει γελώντας ο Δυοβουνιώτης
Αφού δε τελείωσε η εργασία ο Δυοβουνιώτης έδεσε τα βρακιά του και αναχώρησε αδιάφορα, όταν δε τον ρωτούσαν γιατί το έκανε, έλεγε:
«Γιατί και ο Κυβερνήτης μπαρμπερίζει τα μουστάκια του».

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ

Ι
Η Ελένη Σταθή στο Μεσολόγγι πήγε στο πηγάδι, γέμισε με νερό την νεροβαρέλα και τότε μια μπάλα κανονιού έπεσε εκεί και της την έσπασε χωρίς η ίδια να πάθει τίποτα και τότε μονολόγησε:
«Μπα ! κακό καιρό νάχεις για μπάλα και εκείνος που σ έριχνε .... Και δεν έχω άλλην βαρέλα και τι θα γένω!».

II
ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σ' ένα περιστατικό που αφορά τον -ως Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι».

ΙΙΙ
Στο νεκροκρέβατο ο Καραϊσκάκης είπε:
« Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω του παίρνω το χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσουνε τον πούτζο κι αυτός! Τι κέρδισε;»

IV
Ήταν γιορτή του Αγιαννιού δεκατεσσάρων χρονών ο Μακρυγιάννης πήγε στο πανηγύρι στην Δεσφίνα. Εκεί ένας πατριώτης του έδωσε να βαστά το τουφέκι του, αυτός θέλησε να ρίξει και αυτό «ετζακίστη». Τότε τον έπιασε στο ξύλο μπρος σ όλο τον κόσμο. Δεν άντεξε την ντροπή και πήγε στον Άγιο τον οποίο έβαλε κριτή. (Μπαίνω την νύχτα μέσα στην εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες «τ είναι αυτό οπούγινε σ εμένα, γομάρι είμαι να με δέρνουν» Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια)

V
Έσκασε μια μπόμπα στο καράβι του Μιαούλη, αργότερα ανέβηκε στην καπιτάνα του ο Σαχτούρης τον βρήκε με κατεβασμένη τη φεσάρα ως τα φρύδια. Ο Μιαούλης κοίταζε στραβά τα τούρκικα δίκροτα και είπε «Τους κερατάδες ! Μου χύσανε την φασουλάδα μου».

VI
Ένας Φρατζέζος συνταγματάρχης ο Βουτέ , που ήταν και ερασιτέχνης ζωγράφος , παρακάλεσε τον Κανάρη να ποζάρει για να του κάνει το σκίτσο, όταν το τελείωσε του τόδωσε να το δει , και ο Κανάρης γελώντας είπε σε κάποιο που είχε γύρει να το δει και αυτός « Για κοίτα κει, μηρέ Γιώργο! Κάποτες που πήγα στην Μαρσίλια στοχάστηκα να φτιάξω τη ζωγραφιά μου, μα μου γυρέψανε πολλά γρόσια. Τώρα μου την κάνουν τζάμπα»!

ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Ι
Ο Καραϊσκάκης είχε ένα πολίοβρακο που το φόραγε σε όποιον δείλιαζε το «το βρακί της Κατερίνας». Όταν λοιπόν έβλεπε τέτοια συμπτώματα φώναζε « το βρακί της Κατερίνας φέρτε μου» και όλοι κέρωναν.

ΙΙ
Ο Μιαούλης στεκόταν σιμά στα ξάρτια και ατάραχος αγνάντευε την θάλασσα να λυσσομανά. Δίπλα του στεκόταν ο λοστρόμος. Το τσούρμο πιο πέρα γονατιστό παρακάλαγε την Παναγιά να τους γλυτώσει. Το κακό μεγάλωνε πήρανε σκοινί και δέσανε την εικόνα και την ρίξανε στη θάλασσα να την μερώσει η χάρη της.

Σαν είδε τα καμώματά τους ο Μιαούλης γυρίζει και λέει στο λοστρόμο : « Αν ήμουνα εγώ Παναγιά θα τους έπνιγα όλους αυτούς τους μασκαράδες , που έχουνε χέρια και άρμενα και καρτεράνε να τους γλυτώσει το εικόνισμα! Σύρε πες τους να το βάλουν στον τόπο του και νάναι έτοιμοι να μανουβράρουνε καθώς θα τους παραγγείλω, εγώ παίρνω επάνω μου να τους γλυτώσω».
                                                                                                     
ΠΑΡΑΚΑΛΙΑ

Στο Μεσολόγγι οι Έλληνες εργάτες (σκλάβοι ) των Τούρκων φώναζαν στους πολιορκούμενους «Είμαστε χριστιανοί, πατριώτες ! Σκοτώστε μας για να πάρουν τέλος τα βάσανά μας».

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΑΝΤΕΓΚΛΗΣΕΙΣ


Ι
Λίγο πριν μια επίθεση των Τούρκων στο Μεσολόγγι γίνηκε ο ποιο κάτω διάλογος :
- Έχει ωρέ ο κοτζαμπάσης κόρη;
- Έχει
- Έχει και ο παπάς κόρη;
- Και ποια είναι η ομορφότερη;
- Κ οι δύο όμορφες είναι.
- Αμέ τότες να τους πεις να πλυθούν.
- Γιατί ωρέ Τούρκε;
- Γιατί αύριο ισαλά θα μπω και δεν θέλω να τις βρω άπλυτες.
Και φυσικά μετά από αυτό άρχισε το τουφεκίδι .

ΙΙ
Διάλογος στο Μεσολόγγι :
- Αχ ντουφέκι να τόχα εγώ καημένε
- Τι το θες ωρέ
- Γιατί εμένα μου πρέπει να τόχω. Ξέρεις Αγά;
- Τι
- Να μου το φυλάξεις και σου χαρίζω τη ζωή άμα σε πιάσω.
- Τι λες μωρέ καημένε ; είσαι παλαβός ;
- Κλανε λίγο έτσι να δω τι σημάδια έχεις ;
- Το κεφάλι θα σου πάρω.
- Καλά αγά εγώ έχω τα χέρια μου και δε σ αφήνω .
- Πρώτα θα σου πάρω το τουφέκι κ ύστερα το κεφάλι.
- Αμ έχω και μπιστόλες αγά.
- Και αυτές θα στις πάρω.
- Αμ έχω το γιαταγάνι αγά.
- Με το φτυάρι και το χώμα θα σε κυνηγώ ως τους Κορφούς και τότε στα παίρνω όλα.
- Φύλαξέ μου το τουφέκι, είδα όνειρο πως θα σου το πάρω.
- Να μου φας το σκατό κερατά!
Και άρχισε το τουφεκίδι.

ΙΙΙ
Στο Μεσολόγγι ένας Τουρκοκρητικός πλησίαζε με την βάρκα και φώναζε «Μωρέ θέλω την νύφη του Παπά».

ΙV
Ο Καραϊσκάκης όταν ήταν άρρωστος προκειμένου να διαπιστώσει τις ιατρικές ικανότητες ενός Ευρωπαίου ιατρού, μέσα στο κρεβάτι του έβαλε ένα από τα παλικαριά του , αυτό λοιπόν έδωσε το χέρι του για να πάρει τον σφυγμό ο ιατρός, ο οποίος μετά από πολύ περίσκεψη έβγαλε την διάγνωση
- Οι δυνάμεις σου στρατηγέ πέσανε πολύ.
Τότε τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός έμεινε ξερός βλέποντας το χέρι του παλικαριού
- Ο πούτζος μου έπεσε ωρέ κι όχι οι δυνάμεις μου.

ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Ι
Ο Κιουταχής έστειλε τον Καραταίτη για να μιλήσουν για ειρήνη με τον Καραϊσκάκη
- Έλα δω Σκατότουρκε , έλα δω Εβραίε, σταλμένε από τους Γύφτους, έλα να ακούσεις τα κέρατα σας! Τι θαρέψατε κι είναι ο πόλεμος και τον εκάνατε ; Και τώρα δε ντρέπεστε να ζητάτε ειρήνη με κοτζάμ σκατοσουλτάνο Μαχμούτη που έχετε ; Να χέσω κι αυτόν και τον βεζίρη σας και τον Σαλιχτέρ Μποδά την πουτάνα!
- Θα σηκωθώ φωνάζει στον Καραταίτη να φάγω κρέας από σένα, βρωμιάρη, να πάρω το δίκιο μου ! Ή ρθες εδώ ίσια στο ορδί μου, τάχατες για φίλος, άπιστε άνθρωπε όμοιε με τους αφεντάδες σου!
- Ε ωρέ Καραϊσκάκη φτάνει ! Μ έβρισες κι εμένα και την Τουρκιά. Άφησε τα λόγια να δούμε τι θα κάμουμε.
_Να, του αποκρίνεται δείχνοντας τους καπεταναίους , μ αυτούς τους πουτζαράδες κάνε συμφωνίες. Εγώ είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να ακούω τις φαφλαταριές σου.

ΙΙ
Επιστολή Καραϊσκάκη προς τους οπλαρχηγούς
Εις όλους εσάς όπου ρίχνετε την παταργιά εις την ράχη. Τι σας χρειάζεται παταργιά, κερατάδες ή θέλετε να γυρίσω οπίσω να κάψω εσάς και τα παιδιά σας ; Να γκρεμιστήτε από αυτού να μη σας πάρει ο διάολος . Όχι άλλο .

Να και η απάντηση:

Κερατά Όλοι να σου γαμήσουμε το κέρατο. Τι παντυχαίνεις , με καυσίματα πολεμάς να φοβερίζεις; Αυτό όπου εβρήκες δε μας γλυτώνεις
Στορνάρης Ράγκος

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ

Μια Τουρκοπούλα από την Τρίπολη μετά την κατάληψη της πόλης έμεινε μόνη την πήρε λοιπόν ο Καραϊσκάκης την βάφτισε Μαρία και την είχε στο στρατόπεδο του ψυχοκόρη. Η Μαρία ντύθηκε αγόρι με φουστανέλα και την φώναζαν Ζαφείρη, έτσι για να μη σκανταλίζει, ήταν το αίσθημα του χωρίς έρωτα, η ορτινάτζα του, που του στάθηκε μέχρι τον θάνατό του.
Όταν λοιπόν όταν επισκέφτηκε την γυναίκα του στον Κάλαμο το νησάκι που είχε ασφαλίσει την φαμελιά του είχε μαζί του και τον Ζαφείρη. Η καπετάνισσα την τσίλιαρε και κατάλαβε ότι ήταν γυναίκα, το είδε αυτό ο Καραϊσκάκης και της λέει «Έγνοια σου μωρή , μη μου χολιάζεις έχω και για σένα...» Μετά από επτά μήνες γεννήθηκε ο γιος του ο Σταύρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει