Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πληθυσμιακή σύνθεση της Βαλκανικής δεν αλλοιώνεται φυλετικά. Ήδη απορρίπτονται οι πολυθρύλητες μαζικές εγκαταστάσεις Ρωμαίων. Ωστόσο στους προϋπάρχοντες λαούς ασκείται πολιτισμική και γλωσσική ρωμαϊκή επίδραση.
Λαμβάνει δηλαδή χώραν εκρωμαϊσμός, πού στην περίπτωση των Ελλήνων ή πρώτη μορφή μόνον επιφανειακά και απότομα σημειώνεται. Οι Ρωμαίοι άλλως τε έρχονται στη Βαλκανική εξελληνισμένοι.
Η δεύτερη περιορίζεται σε νησίδες και ζώνες, στις όποιες συντρέχουν οι παράγοντες έκλατινίσεως. Όμως, πλην σπανίων εξαιρέσεων, η λατινική είναι δευτερεύον καί βοηθητικό γλωσσικό όργανο γιά πρακτικούς σκοπούς, ενώ διαφυλάσσεται ή ελληνική γλώσσα, ή οποία παράλληλα χρησιμοποιείται και από Ρωμαίους. Επί αιώνες δε ή Ρώμη καλείται πόλη « Ελληνίς».
Χρήστες της λατινικής γίνονται κατ' εξοχήν οι Έλληνες έμποροι, επιστήμονες, εργολάβοι δημοσίων έργων, μεταφορών και παρόδιων επιχειρήσεων, παλαίμαχοι τού ρωμαϊκού στρατού. Ή στρατιωτική υπηρεσία θεωρείται επικερδής και δελεαστική χάρη και στα παρεπόμενα προνόμια. Εύλογα και η εθελουσία στράτευση είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη άλλων λαών. Συμβάλλει δε και η προφανής προτίμηση των Ρωμαίων προς τούς Έλληνες, ιδίως τούς Μακεδόνες, των οποίων θαυμάζουν το αξιόμαχο.
Εκπληρώνοντας την πολυετή θητεία, κατά την οποία αποκτούν.... σημαντικές οικονομίες και αναγορεύονται Ρωμαίοι πολίτες με αναγκαστική εκμάθηση και χρήση τής λατινικής, επιστρέφουν στις γενέτειρες τους, όπου δεν αδρανούν. Διότι προτιμώνται ώς φύλακες συγκοινωνιακών κόμβων και οδικών διαβάσεων διαδίδοντας αβίαστα στο οικογενειακό και κοινωνικό - επαγγελματικό περιβάλλον την επίκτητη, επίσημη γλώσσα.
Κατά τον ακαδημαϊκό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου G. Bratianu η λατινική και ομιλείται και γράφεται στον χώρο Μακεδονίας και νοτιώτερα, όπου παρατηρείται διγλωσσία. Η χρήση της λατινικής στη Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο διαπιστώνεται μεταπολεμικά και με τη μελέτη του επιγραφικού υλικού, όπως μάς διαβεβαιώνουν ό Γάλλος καθηγητής τού Πανεπιστημίου Λυών Bruno Helly, ο διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος τού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Ελλάδος Μιλτ. Χατζόπουλος κ.ά. Ο δε Poghirc επισημαίνει την έναρξη της εκλατινίσεως Ελλήνων στη Βόρειο Ήπειρο ήδη το 229 π.Χ., προ της ρωμαιοκρατίας, ως επακόλουθο στρατιωτικής συμπράξεως Ρωμαίων - Ελλήνων προς αποσόβηση ιλλυρικών επιδρομών.
Επίσης λατινοφωνία Ελλήνων μαρτυρούν και ιστορικοί συγγραφείς. Ο Βυζαντινός χρονογράφος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως και διοικητής τής Ευρώπης, ήτοι της Βαλκανικής, Ιωάννης Λυδός, αναφερόμενος στους κατοίκους τής διοικητικής περιφέρειας του, μεταξύ άλλων γράφει: «...και περ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή...».Την απόλυτη δε αξιοπιστία του αποδέχονται ό Ρουμάνος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης Ε. Lozovan, ό καθηγητής του Πανεπιστημίου Λιέγης Michel Dubuisson, ο Poghirc κ.ά.
Αυτοί οι δίγλωσσοι Έλληνες, όπως και οι λατινόφωνοι των λοιπών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποκαλούνται Βλάχοι. Την επιτυχή σκιαγράφηση εξαπλώσεως τής λατινικής καί τήν ορθή ερμηνεία τής ονομασίας Βλάχοι, καθώς και γενέσεως Βλάχων (=λατινοφώνων) ελληνικής καταγωγής, χρεωστούμε καί στον πρώτο Νεοέλληνα ιστορικό Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836), διδάκτορα δύο γερμανικών πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Μονάχου και Βερολίνου. Την δ' εγκυρότητα της απόψεως Κούμα ασπάζονται σύγχρονοι μας ομόλογοι του, οι ομότιμοι καθηγητές τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος και Κωνσταντίνος Βαβούσκος, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου κ.ά.
Οι Έλληνες Βλάχοι αρχικά ονομάζονται Ρωμαίοι, έπειτα δε Ρωμάνοι, που σώζεται με τη μορφή Αρμάνοι, όπως μέχρι σήμερα αυτοαποκαλούνται, και θυμίζει τον όρο 'Αρμανία, εύχρηστο από τούς Έλληνες των βυζαντινών χρόνων για την ονομασία τής χώρας τους, σύμφωνα με την αποκάλυψη τού Ρωσοαμερικανού βυζαντινολόγου Α. Vasiliev. Κατά δε τον Ούγγρο καθηγητή τού Πανεπιστημίου Βουδαπέστης Mathias Gyoni, «όλα συνηγορούν στο να πιστεύσουμε ότι οι Βλάχοι πρέπει να ήσαν δίγλωσσοι καθ' όλη τη διάρκεια τής ιστορίας τους».
Φέτος είναι η 106ή επέτειος ενός αυτοκρατορικού διατάγματος, που είχε εκδώσει ο Οθωμανός σουλτάνος Αμπντουλά Χαμίντ Β’, το οποίο παραχωρούσε στους Βλάχους τα πρώτα ομαδικά τους δικαιώματα. Τους επετράπη η δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα στις εκκλησίες και τα σχολεία καθώς και να επιλέγουν δικούς τους δημοτικούς συμβούλους. Μπόρεσαν έτσι να ιδρύσουν σχολεία, εκκλησίες και άλλα εθνικά ιδρύματα. Μεταξύ 1908 και 1913, είχαν και αντιπρόσωπο, συγκλητικό και υπουργό στο οθωμανικό κοινοβούλιο. Στις 2 Μαΐου, οι Βλάχοι σε ολόκληρη την νοτιοανατολική Ευρώπη, γιόρτασαν τη διεθνή τους ημέρα.
Άνθρωποι με κτηνοτροφική παράδοση, η αναζήτησή τους για καλύτερα βοσκοτόπια τους οδήγησε σε κάθε γωνιά των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης και μπορεί κανείς να συναντήσει Βλάχους και βόρεια έως την Πολωνία. Η αφοσίωσή τους στον ποιμενικό βίο, τους κράτησε συχνά μακριά από τις άσπονδες εθνοτικές διαμάχες που μάστιζαν τα Βαλκάνια ανά τους αιώνες και συνυπήρχαν ειρηνικά με την πλειονότητα όπου κι αν ζούσαν. Παράλληλα, όμως, αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της ταυτότητάς τους.
Η καταγωγή των Βλάχων, όπως κι αυτή των γλωσσολογικά συγγενών ρουμάνων, παραμένει ένας άλυτος γρίφος. Ορισμένοι θεωρούν και τους δύο λαούς ως επιγόνους ρωμαϊκών φυλών στα Βαλκάνια, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι κατάγονται από εκλατινισμένους εποίκους. Η ρουμανική κουλτούρα δέχθηκε τις επιδράσεις των Σλάβων, ενώ οι Βλάχοι που κατάγονται νότια του Δούναβη εμφανίζουν βυζαντινές και ελληνικές επιρροές.
Οι ιστορικοί τους αποκαλούν Μακεδο-ρουμάνους ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Αρομάνοι. Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι τα βλάχικα και τα ρουμάνικα αποτελούν παραλλαγές της αυτής λατινογενούς γλώσσας (μια άλλη παραλλαγή, η δαλματική, έπαψε να χρησιμοποιείται το 1898, ενώ τα ιστρο-ρουμανικά ομιλούνται από λίγες χιλιάδες ανθρώπων στην Κροατία). Τα τοπωνύμια, όπως λ.χ. το Όρος Ντούρμιτορ στο Μαυροβούνιο, μαρτυρούν τη συνεχή παρουσία λατινόφωνων ανθρώπων στις παραδουνάβιες και ορεινές περιοχές.
Η ονομασία «βλάχοι» προέρχεται από τα γοτθικά που αρχικά σήμαινε «ξένος» και μετέπειτα τον «ομιλητή λατινικών ιδιωμάτων». Οι γερμανικές φυλές χρησιμοποιούσαν την ονομασία «Ουαλλοί» για το ρωμαϊκό πληθυσμό που τελικά έμελλε να γίνει γνωστός ως Ουαλλοί, ενώ στους ρωμαίους του νότιου Βελγίου δόθηκε η ονομασία Βαλλώνοι.
Οι Ούγγροι μέχρι και σήμερα αναφέρονται στην Ιταλία ως «Olaszag», ή «γη των Ολάχων» -- η δική τους εκδοχή. Την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καταγράφηκαν αρκετές βλάχικα εδάφη, αλλά σπάνια εξελίχθηκαν σε ισχυρές πολιτείες. Η μεγαλύτερη επιτυχία των Βλάχων πραγματοποιήθηκε κατά τη δυναστεία των Ασσάν (1185-1258), όταν ίδρυσαν τη δεύτερη βουλγαρική αυτοκρατορία ή την Βουλγαρο-Βλαχική πολιτεία.
Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, στην Αλβανία, η βλάχικη πόλη Μοσκόπολη (Βοσκόπιε) καυχιόταν για 22 εκκλησίες, μια ακαδημία, τυπογραφείο και πληθυσμό έως και 60,000 ανθρώπων. Την περίοδο αυτή, εκδόθηκαν και τα πρώτα βλάχικα λεξικά, γραμματικές και αλφαβητάρια. Το 1788, όμως, ο Αλή Πασάς ο Τεπενενλής κατέστρεψε την ευημερούσα πόλη των Βλάχων.
Έως τα μέσα του 19ου αιώνα, οι βλάχικες κοινότητες είχαν ιδρύσει σχολεία και εκκλησίες και απολάμβαναν την υποστήριξη των αρχών. Η μετέπειτα κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας οδήγησε στο διαμελισμό των εδαφών της σε ανεξάρτητες πολιτείες, με διαφορετική μεταχείριση του βλάχικου πληθυσμού. Μεταξύ 1925 και 1932, έλαβε χώρα μια οργανωμένη μαζική μετανάστευση Βλάχων προς τη Ρουμανία, που αφορούσε σε 4,946 και 6,553 οικογένειες. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα που αργότερα ανέλαβαν την εξουσία σε ολόκληρη τη Βαλκανική έκλεισαν όλα τα βλάχικα σχολεία και ιδρύματα. Γενικά, οι Βλάχοι ήταν σε μειονεκτική θέση κατά την εποχή της ανόδου του εθνικισμού.
Τα νεοσύστατα κράτη προσπάθησαν συχνά να επιτύχουν πολιτιστική ομογένεια, ενώ οι διασκορπισμένες κοινότητες των Βλάχων κτηνοτρόφων και εμπόρων δεν παρουσίαζαν αρκετή συνοχή ως ομάδα για τη διατήρηση της ταυτότητάς τους. Επιπλέον, οι κόκκινες γραμμές των συνόρων διαχώρισαν και απομόνωσαν τις υπάρχουσες κοινωνίες. Αν και πολυάριθμοι κάποτε στα Βαλκάνια, οι απογραφές δείχνουν ότι σήμερα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1 τοις εκατό του πληθυσμού.
Παρόλα αυτά, οι Βλάχοι διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο σε ορισμένα γεγονότα-κλειδιά στα Βαλκάνια κατά τον 20ό αιώνα. Το 1903, κατά την εξέγερση του προφήτη Ηλία στην πΓΔΜ, στο Κρούσεβο (όπου οι 4,000 βλάχοι αποτελούσαν τα δύο τρίτα του πληθυσμού), εγκαθιδρύθηκε μια πολυεθνική κυβέρνηση. Τρεις από τους υπουργούς της ήταν Βλάχοι, όπως και ο τοπικός στρατιωτικός ηγέτης, ο Πίτου Γκούλι (1845-1903), ο οποίος εκτιμάται ευρέως ως εθνικός ήρωας των σκοπιανών. Μέχρι σήμερα, οι σκοπιανοί θεωρούν τη Δημοκρατία του Κρούσεβο ως πρότυπο εθνοτικής συνεργασίας.
Σήμερα, η θέση τους ως ξεχωριστή ομάδα εξασθενίζει σε πολλά σημεία των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα, θεωρούνται ως επί το πλείστον ως Έλληνες – που συμβαίνει να μιλούν μια λατινογενή γλώσσα. Η πΓΔΜ είναι το μόνο κράτος όπου οι Βλάχοι διαθέτουν τακτικές εκπομπές στην εθνική τηλεόραση. Οι προσπάθειες τόσο στην πΓΔΜ όσο και την Αλβανία να προάγουν τη Βλάχικη γλώσσα έγιναν αρχικά δεκτές με ενθουσιασμό, η ορμή όμως δεν διατηρήθηκε.
Η Ρουμανία ξεχώρισε αριθμό υποτροφιών για τους Βλάχους και μετά την πτώση του καθεστώτος του Τσαουσέσκου, οι Βλάχοι του τόπου μπόρεσαν να οργανώσουν και να προάγουν τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Ωστόσο, όλο και περισσότερο οι Βλάχοι δεν γνωρίζουν καλά τη διάλεκτό τους και δεν είναι σε θέση να ασκήσουν τα ομαδικά τους δικαιώματα.
Μολονότι η διεθνής ενημέρωση για τους Βλάχους ως εθνοτική ομάδα δεν είναι ευρέως διαδεδομένη, πολλά άτομα βλάχικης καταγωγής έγιναν παγκοσμίως γνωστά. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται η οικογένεια κοσμημάτων Bulgari, οι σταρ του ποδοσφαίρου Γκεόργκι Χάγκι και Ίλια Ναζντόφσκι, οι σκηνοθέτες Νταν Πίτα και Λούμπισα Γεοργιέφσκι, ο δραματικός Μπράνισλαβ Νούσικ, οι πρωτοπόροι του βαλκανικού κινηματογράφου Μίλτον και Λενάχι Μανάκια και Εβάγκελιε Ζάππα, που συνέβαλαν στην σύσταση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Καλό, αλλά αντιφατικό. Εθνογενετικά δέν έχουμε νέο λαό, παρά λατινόφωνους Ελληνε. Καί ο Λυδός δέν υπήρξε Διοικητής τής Βαλκανικής, ούτε καθηγητής!
ΑπάντησηΔιαγραφή