Στις 11 Ιανουαρίου 1928, ο Λέων Τρότσκι, ένας από τους ηγέτες της επανάστασης των Μπολσεβίκων, εξορίζεται από τον Ιωσήφ Στάλιν στην Άλμα-Άτα στο Καζακστάν. Ο Τρότσκι έζησε εκεί επί ένα χρόνο, πριν εκδιωχθεί δια παντός από τη Σοβιετική Ένωση.
Γεννημένος στην Ουκρανία από ρωσοεβραίους γονείς το 1879, ο Τρότσι ήδη από την εφηβική ηλικία ασπάζεται τον Μαρξισμό. Αργότερα, εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο της Οδησσού προκειμένου να βοηθήσει στην οργάνωση και ίδρυση της Εργατικής Ένωσης Νότιων Ρώσσων. Το 1898, συλλαμβάνεται για τις επαναστατικές του δραστηριότητες και οδηγείται στη φυλακή. Δύο χρόνια μετά, εξορίζεται στη Σιβηρία.
Το 1902, δραπετεύει στην Αγγλία, με τη βοήθεια ενός πλαστογραφημένου διαβατηρίου υπό το όνομα Λέων Τρότσκι (το πραγματικό του όνομα ήταν Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν). Στο Λονδίνο, συναντά τον Βλαντιμίρ Λένιν, με τον οποίο έρχεται αργότερα σε ρήξη και συντάσσεται με τη φράξια των Μενσεβίκων που υποστηρίζουν μια περισσότερο δημοκρατική προσέγγιση του σοσιαλισμού. Με το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης το 1905, ο Τρότσκι επιστρέφει στη Ρωσία και εξορίζεται εκ νέου στη Σιβηρία. Το 1907, μεταναστεύει ξανά.
Στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, διώκεται από αρκετές χώρες εξαιτίας του «ριζοσπαστισμού» του, όπως η Ελβετία, η Γαλλία, η Ισπανία και οι ΗΠΑ, πριν από την επιστροφή του στη Ρωσία στην αυγή της επανάστασης του 1917. Ο Τρότσκι έπαιξε ηγετικό ρόλο, πριν την επιστροφή του Λένιν το Νοέμβριο.
Ως υπουργός Ξένων Υποθέσεων του Λένιν, διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς τον τερματισμό της ρωσικής εμπλοκής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1918, αναλαμβάνει Γραμματέας Πολέμου και ξεκινά τη συγκρότηση του Κόκκινου Στρατού, που πέτυχε να νικήσει την αντικομουνιστική αντιπολίτευση στη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου. Στις αρχές του 1920, ο Τρότσκι αναδεικνυόταν σε διάδοχο του Λένιν.
Ο θάνατος του Λένιν το 1924 φέρνει το Ιωσήφ Στάλιν στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιδρώντας στις πολιτικές του Στάλιν, ο Τρότσκι καλεί σε μια συνεχιζόμενη παγκόσμια επανάσταση. Ασκεί, επίσης, κριτική στο νέο καθεστώς, κατηγορώντας το για καταπίεση της δημοκρατίας στο Κομουνιστικό Κόμμα και για αποτυχία ανάπτυξης ενός αποτελεσματικού οικονομικού προγράμματος.
Σε απάντηση, ο Στάλιν και οι υποστηρικτές του εγκαινιάζουν μια προπαγάνδα σε βάρος του Τρότσκι. Το 1925, απομακρύνεται από τη θέση του ως Γραμματέας Πολέμου. Δύο χρόνια αργότερα, απομακρύνεται και από το Κομουνιστικό Κόμμα. Τον Ιανουάριο του 1928, αρχίζει η εξορία του στην Άλμα-Άτα και ένα χρόνο μετά εκδιώκεται από τη Σοβιετική Ένωση.
Γίνεται δεκτός από την τουρκική κυβέρνηση και εγκαθίσταται στο νησί της Πριγκήπου, όπου εργάζεται προκειμένου να ολοκληρώσει την αυτοβιογραφία του και την ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Έπειτα από 4 χρόνια παραμονής στην Τουρκία, ο Τρότσκι μετακομίζει στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Νορβηγία και το 1936 λαμβάνει άσυλο από το Μεξικό. Εγκαθίσταται με την οικογένειά τους σε ένα προάστιο της πόλης του Μεξικού.
Την ίδια περίοδο, στις μεγάλες δίκες της Μόσχας το 1936-1938, όπου δικάστηκαν για προδοσία σημαντικά στελέχη της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι καταδικάζεται ερήμην ως ο κύριος συνωμότης. Επιβίωσε μιας πρώτης απόπειρας δολοφονίας, αλλά στις 20 Αυγούστου 1940 ο Ισπανός κομουνιστής Ραμόν Μερκάντερ του επιτέθηκε με τσεκούρι, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα.
Γεννημένος στην Ουκρανία από ρωσοεβραίους γονείς το 1879, ο Τρότσι ήδη από την εφηβική ηλικία ασπάζεται τον Μαρξισμό. Αργότερα, εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο της Οδησσού προκειμένου να βοηθήσει στην οργάνωση και ίδρυση της Εργατικής Ένωσης Νότιων Ρώσσων. Το 1898, συλλαμβάνεται για τις επαναστατικές του δραστηριότητες και οδηγείται στη φυλακή. Δύο χρόνια μετά, εξορίζεται στη Σιβηρία.
Το 1902, δραπετεύει στην Αγγλία, με τη βοήθεια ενός πλαστογραφημένου διαβατηρίου υπό το όνομα Λέων Τρότσκι (το πραγματικό του όνομα ήταν Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν). Στο Λονδίνο, συναντά τον Βλαντιμίρ Λένιν, με τον οποίο έρχεται αργότερα σε ρήξη και συντάσσεται με τη φράξια των Μενσεβίκων που υποστηρίζουν μια περισσότερο δημοκρατική προσέγγιση του σοσιαλισμού. Με το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης το 1905, ο Τρότσκι επιστρέφει στη Ρωσία και εξορίζεται εκ νέου στη Σιβηρία. Το 1907, μεταναστεύει ξανά.
Στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, διώκεται από αρκετές χώρες εξαιτίας του «ριζοσπαστισμού» του, όπως η Ελβετία, η Γαλλία, η Ισπανία και οι ΗΠΑ, πριν από την επιστροφή του στη Ρωσία στην αυγή της επανάστασης του 1917. Ο Τρότσκι έπαιξε ηγετικό ρόλο, πριν την επιστροφή του Λένιν το Νοέμβριο.
Ως υπουργός Ξένων Υποθέσεων του Λένιν, διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς τον τερματισμό της ρωσικής εμπλοκής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1918, αναλαμβάνει Γραμματέας Πολέμου και ξεκινά τη συγκρότηση του Κόκκινου Στρατού, που πέτυχε να νικήσει την αντικομουνιστική αντιπολίτευση στη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου. Στις αρχές του 1920, ο Τρότσκι αναδεικνυόταν σε διάδοχο του Λένιν.
Ο θάνατος του Λένιν το 1924 φέρνει το Ιωσήφ Στάλιν στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιδρώντας στις πολιτικές του Στάλιν, ο Τρότσκι καλεί σε μια συνεχιζόμενη παγκόσμια επανάσταση. Ασκεί, επίσης, κριτική στο νέο καθεστώς, κατηγορώντας το για καταπίεση της δημοκρατίας στο Κομουνιστικό Κόμμα και για αποτυχία ανάπτυξης ενός αποτελεσματικού οικονομικού προγράμματος.
Σε απάντηση, ο Στάλιν και οι υποστηρικτές του εγκαινιάζουν μια προπαγάνδα σε βάρος του Τρότσκι. Το 1925, απομακρύνεται από τη θέση του ως Γραμματέας Πολέμου. Δύο χρόνια αργότερα, απομακρύνεται και από το Κομουνιστικό Κόμμα. Τον Ιανουάριο του 1928, αρχίζει η εξορία του στην Άλμα-Άτα και ένα χρόνο μετά εκδιώκεται από τη Σοβιετική Ένωση.
Γίνεται δεκτός από την τουρκική κυβέρνηση και εγκαθίσταται στο νησί της Πριγκήπου, όπου εργάζεται προκειμένου να ολοκληρώσει την αυτοβιογραφία του και την ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Έπειτα από 4 χρόνια παραμονής στην Τουρκία, ο Τρότσκι μετακομίζει στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Νορβηγία και το 1936 λαμβάνει άσυλο από το Μεξικό. Εγκαθίσταται με την οικογένειά τους σε ένα προάστιο της πόλης του Μεξικού.
Την ίδια περίοδο, στις μεγάλες δίκες της Μόσχας το 1936-1938, όπου δικάστηκαν για προδοσία σημαντικά στελέχη της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι καταδικάζεται ερήμην ως ο κύριος συνωμότης. Επιβίωσε μιας πρώτης απόπειρας δολοφονίας, αλλά στις 20 Αυγούστου 1940 ο Ισπανός κομουνιστής Ραμόν Μερκάντερ του επιτέθηκε με τσεκούρι, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου