Η Υπόθεση Μέρτεν που εξελίχθηκε στη συνέχεια σε σκάνδαλο Μέρτεν αφορούσε ένα Γερμανό εγκληματία πολέμου, τον Μαξ Μέρτεν, που η παρουσία του στην Ελλάδα και ειδικότερα στην ελληνική πολιτική σκηνή δημιούργησε αναστάτωση τον Μάιο του 1957.
Ο Μαξ Μέρτεν (1911-1976) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων, (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού της δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράυσλερ. Στην Ελλάδα ήλθε τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές των περιπτώσεων και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου. Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αυτών και αποκαλούνταν «Δήμιος της Θεσσαλονίκης», ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή η υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957, όταν ο Γερμανός εγκληματίας έφθασε στη Θεσσαλονίκη για διακοπές και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947. Όταν μετά την αναγνώρισή του από κάποια από τα θύματά του ακολούθησε σχετικός σάλος από κάποιο δημοσίευμα, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διαπρεπής νομικός, Ανδρέας Τούσης εξέδωσε ένταλμα σύλληψής του τον Μάρτιο του 1958.
Την εντολή εκτέλεσε ο Εισαγγελέας Θεσσαλονίκης Ταρασουλέας, ο οποίος τον συνέλαβε και τον έστειλε δέσμιο στην Αθήνα, όπου και ο πρώτος του απάγγειλε κατηγορίες για εγκλήματα Πολέμου διατάσσοντας την προφυλάκισή του, στις φυλακές Αβέρωφ στις οποίες και οδηγήθηκε.Σχεδόν αμέσως όμως, με την προφυλάκισή του, ξεκίνησε μια σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκισή του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή. Παράλληλα ο τότε σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα Λόφλιν Κάμπελ, από το πρώτο βράδυ της σύλληψης του Μέρτεν φέρεται να ενημέρωσε τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι «απαίτηση της Ουάσιγκτον» είναι (αντίθετα) να δικαστεί ο Μέρτεν ως εγκληματίας πολέμου
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια να υποχωρεί στις πιέσεις, μέσω πρέσβη, του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς σε λίγο χρόνο (Φθινόπωρο 1958) αναμένονταν και η σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομ. μάρκων. Έτσι σε σύντομο σχετικά διάστημα τον Ιανουάριο του 1959 η ελληνική κυβέρνηση ευρισκόμενη σε πανικό προωθεί και ψηφίζει το Νομοθετικό Διάταγμα, «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης», που χαρακτηρίστηκε από τους νομικούς κύκλους έκτρωμα. Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωνε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν».
Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Τάιμς στο Λονδίνο λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφε «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κ. Μητσοτάκη (από το κόμμα των Φιλελευθέρων), του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου (αμφότεροι εκ μέρους ΕΔΑ) που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα, παρά τη τότε διάψευση του Ε. Αβέρωφ παρότι ο υπουργός της δικαιοσύνης το είχε χαρακτηρίσει εμπόδιο.
Στο δε ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών σχετικά με τον νόμο ο τότε καθηγητής Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, θείος εξ αγχιστείας του πρωθυπουργού, δήλωσε από το επίσημο βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν δυσφορία και οργή. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.
Έτσι η ελληνική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε να εκδώσει νέο Νομοθετικό Διάταγμα στο οποίο εξαιρούσε τον Μέρτεν από τη εφαρμογή του προηγουμένου.
Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας, με κατηγορητήριο που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και 650 δολοφονίες. Τη δίκη εκείνη, που είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον, παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοινώνει την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του επιβλήθηκε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου