Από τον «Περίεργο» και τον «Κοκαλιάρη» έως τον «Μούση» και τον «Προμπέο» μεσολάβησαν μερικά χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα ήταν «σα να μην πέρασε μια μέρα», που λέει και το γνωστό λαϊκό άσμα. Οι παλιοί μπελάδες, που στην πραγματικότητα δεν εγκατέλειψαν ποτέ το χώρο, επέστρεψαν με άλλα ονόματα. Και πέρα από το άφθονο υλικό για συζητήσεις καφενειακού τύπου και τις εφημερίδες (αθλητικές και όχι μόνο) που σε τόσο χαλεπούς καιρούς είδαν χαρά στα κυκλοφοριακά ραβασάκια τους (αφού μετεγγραφικά δεν κινείται τίποτα), δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι στο πηλίκον δεν θα ξαναγράψει μηδέν.Άλλωστε, τι εμπόδιζε τους εμπνευστές, ιδρυτές και πρωταγωνιστές της πρώτης «παράγκας» να κινούνται για χρόνια ολόκληρα ελεύθεροι κι ωραίοι στο προσκήνιο και παρασκήνιο του ελληνικού ποδοσφαίρου; Ξέρω, ξέρω.
Τι ψάχνω τώρα, θα μου πείτε. Να ασχοληθώ καλύτερα με τα φρέσκα κουλούρια. Μέχρι και αυτά με τη σειρά τους να μπαγιατέψουν και πάλι απ’ την αρχή. Συγνώμη για την απαισιοδοξία, αλλά επειδή ακριβώς είμαστε ιθαγενείς και δεν ήρθαμε ως επισκέπτες από άλλο πλανήτη κι επειδή την ίδια γλώσσα μιλάμε και καταλαβαίνουμε (εντάξει, εξαιρώ σ’ αυτό την στοιχηματική αργκό) θα μου επιτρέψετε να μην συμμετάσχω στο πανηγύρι της κάθαρσης.Θα περιμένω πρώτα να καθαρίσει, εν τοις πράγμασι, ο κόπρος του Αυγείου κι έπειτα υπάρχει πάντοτε καιρός για πανηγύρια.
Προς το παρόν, πέρα απ’ τους αναρίθμητους (και πολλές φορές δύσκολο έως αδύνατο να στοιχειοθετήσουν ακατάρριπτες κατηγορίες για πρόσωπα και ομάδες) διαλόγους, δεν κατανοώ την τόση αισιοδοξία. Μπορεί προς το παρόν να ικανοποιείται μέσω της εικόνας (χειροπέδες στα χέρια των ισχυρών και κινητήριων μοχλών του «παρα-ποδοσφαίρου») το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά στην πράξη ο βούρκος θα καθαρίσει μόνο αν το θέμα λάβει άλλες διαστάσεις. Και για μένα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με πρόσωπα, αλλά και με ομάδες. Εκεί είναι που θα χρειαστούν κότσια, ώστε να ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις για υποβιβασμό ομάδων με τεράστια λαϊκή βάση (και, άρα, δεξαμενές ψήφων).Απλώς να θυμίσω ότι τα στημένα δεν είναι ανακάλυψη του 21ου αιώνα. Υπήρχαν όσο υπάρχει το ποδόσφαιρο.
Και για να μην ταξιδεύουμε σε βάθος χρόνου, στην Ιταλία το 1980 υποβιβάστηκαν Μίλαν και Λάτσιο με το σκάνδαλο Totonero. Το ’93 η φιναλίστ του Τσάμπιονς Λιγκ, Μαρσέιγ, είχε ανάλογη τύχη στη Γαλλία και λόγω εμπλοκής σε δωροδοκία του προέδρου της, Μπερνάρ Ταπί, έμεινε ταπί και ψύχραιμη. Πριν από μία πενταετία η Ιταλία συγκλονίστηκε με το calciopolis και τον υποβιβασμό -σοκ γεύθηκαν Γιούβε και Φιορεντίνα.
Τεράστια οικονομικά μεγέθη και σύλλογοι με κοινό σε πέντε ηπείρους γνώρισαν τη χλεύη, απώλεσαν τεράστια κέρδη κι έκαναν πολλά χρόνια να συνέλθουν. Προφανώς, όλ’ αυτά δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με το άσπιλο και αμόλυντο ελληνικό ποδόσφαιρο, το οποίο στα τόσα χρόνια ύπαρξής του δικαιούται κι αυτό να εμφανίσει μια φορά αδυναμίες. Το θέμα είναι, όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, να υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση (κλισέ του αισχίστου είδους αλλά αληθινό) και να πέσουν κεφάλια!
Τότε και μόνο τότε θα έχει κάτι αλλάξει στ’ αλήθεια στο ρημάδι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλά όταν για πλάκα παραγράφουμε Βατοπέδια και Siemens, καλύτερα να αφήσουμε το χρόνο να δείξει αν πρόκειται για ξεκαθάρισμα ή για φθηνό κυβερνητικό αντιπερισπασμό.