Μέσα σε βαθιά θλίψη έφυγε και του Τάκη η μάνα. Πόσες φορές στο σπίτι του, πόσα βράδια με ατέλειωτες παπαρολογίες, πόσα ανοίγματα στο ψυγείο, πόσα γεμιστά και al tende αμπελοφάσουλα…Μετά συνεχίζαμε πιο άνετα τις αμπελοφιλοσοφίες μας ακούγοντας το ροχαλητό απ’ το διπλανό δωμάτιο στην προσφυγική γειτονιά.La mama morta Τάκη. Το κοινόβιο τέλος. Η μπάρα σηκώθηκε και είναι ανοιχτή για μας. La mama morta, βγάλτα πέρα μόνος σου, όπως όλοι μας. Άλλωστε, ήταν μια πολύ αξιόλογη γυναίκα που έζησε τη ζωή της.
Τι να σου πρωτοθυμίσω;Πόσες φορές είχε δει πρόσωπο με πρόσωπο τις δικές μας αναπηρίες;Πόσες φορές μας είχε παροτρύνει να τακτοποιήσουμε τα κλοπιμαία της ψυχής μας;Πόσα βράδια λαχταρούσε να ακούσει τις ανησυχίες μας; Να απαλύνει τις εντάσεις μας;Θυμάμαι Τάκη τις πρώτες συζητήσεις για τον κυρ-Στέφανο τον Μπακάλη, που μας αποκάλυψε πως ήταν Τροτσκιστής. Αυτό ήταν. Μας έδωσε το διαβατήριο. Μετά τι Άρης, τι Βάρκιζα, τι εμφύλιος, τι εξορίες, τι δηλώσεις συμβιβασμού, τι ΕΔΑ, τι 114, τι χούντα…
Όλα στο τραπέζι.Ήλθαμε και εμείς με βάση και εποικοδόμημα, με Πολιτιστική Επανάσταση, με Μπετελέμ, με Γκράμσι, με σοσιαλιμπεριαλισμό…Αρρώστησε η καημένη.Δεν μπορούσε να εμπεδώσει γρήγορα τις αλλαγές και τους καινούργιους όρους. Παρόλα αυτά ήταν εκεί. Μας ενέπνεε, μας δυνάμωνε, μας καθοδηγούσε με τον σπάνιο τρόπο της.
Ήταν, όμως, εκεί βράχος: Όπως ο πνευματικός με το πετραχήλι του. Ο ερωτευμένος με το πάθος του.Ο ταξιδιώτης με την ανησυχία του.Ο εραστής με τη φλόγα του.Ο διανοούμενος με την αμφισβήτησή του.Ο φίλος με τη ζεστασιά του.Ο ηγέτης με το λόγο του.Ο πατέρας με τις υποσχέσεις του.Ο αναχωρητής με την καλύβα του.Ο λόγιος με την πέννα του.Ο καπετάνιος με την πυξίδα του.Το χαμίνι με το βλέμμα του.Ο γέροντας με τα δειλινά του.Η μαμά σου με το χαμόγελο! Βράχος!«Να κοιτάμε πάντα τον εαυτό μας από απόσταση», μου έλεγε, «και να μην επιδιώκουμε την αναγνώριση και την αποδοχή των άλλων».
Κολλητή του Νίτσε, μου φαινόταν Τάκη, η μητέρα σου και, όταν έφτιαχνε τα κολοκυθάκια με αυγολέμονο, δασκάλα του Λαζάρου. Τον τελευταίο καιρό, όμως, κάτι άλλαξε Τάκη. Τα δανεικά την κλόνισαν. Θυμάμαι που πήγε να βγάλει την παντιέρα από το μπαούλο. Μετά το ξανασκέφτηκε και άρχισε τους μονολόγους: Παπανδρέου -παπατζής!Δεν της άρεσε η νοθεία που έγινε στα όνειρά μας.Τα έβαλε με όλους.
Το ξανασκέφτηκε. Κανα-δυο απογεύματα την χάσαμε. Λες να έχει αγανακτήσει τόσο πολύ και να έχει πάρει τα βουνά; Όχι! Είχε κλειστεί στο δωμάτιο της, στην αγαπημένη της πολυθρόνα, στην πρωτεύουσα της ψυχής της. «Κοροϊδέψαμε τους τελωνοφύλακες», μας είπε, «και τώρα θα παραστήσουμε τους χρεοκοπημένους συνοδοιπόρους στους έξω!»Άκουγε στις ειδήσεις για τους αγανακτισμένους και κούναγε το κεφάλι της ειρωνικά: O μόνος τρόπος να απαλύνουμε τους φόβους μας, έλεγε. Να σκαντζάρουμε από το αναπόφευκτο θάνατο που έρχεται. Nα ξεφύγουμε από την έλλειψη νοήματος που μας κατατρέχει.
Να δούμε τους δαίμονές μας, να ζήσουμε τις καθημερινές μας απώλειες. Nα βρούμε την κανονική μας θέση και να ξεχάσουμε την business class. Nα μην κοροϊδέψουμε ξανά τους τελωνοφύλακες, να γλιτώσουμε από τους χρεοκοπημένους εαυτούς μας. Να ξαναγευθούμε το γλυκό της Κυριακής, να χαρούμε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο να… να… να…Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, είναι να κάνουμε μια μεγάλη νοθεία στα όνειρα μας και να ξαναδούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη χωρίς κανένα παραμορφωτικό φακό.
Y.Γ. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει και ένας ακόμη: Να ερωτευθούμε, μας είπε, και έφυγε.
La mama morta Τάκη.Βγάλτα πέρα μόνος σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου