Δεν σε συμπάθησα ποτέ και το ξέρεις. Κάθε χρόνο άλλωστε δε διστάζω, και κόντρα στο ρεύμα, να τάσσομαι αναφανδόν εναντίον σου, σε συζητήσεις και στιχομυθίες που εμπεριέχουν το όνομά σου και εξυμνούν τις χάρες σου. Τι κι αν γράφτηκαν μέχρι και τραγούδια για τα ωραία σου μάτια, έχω φυλαγμένους μέσα μου αναρίθμητους λόγους για να σε κακοχαρακτηρίζω και να σε “δικάζω”.
Τι κι αν το όνομά σου απονεμήθηκε πολλάκις στη Ρωμαιοβυζαντινή αυτοκρατορία, ως υπέρτατος τίτλος τιμής σε διάφορους αυτοκράτορες, καθιστώντας τους κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγαλοπρεπείς και επιφανείς (όπως μαρτυρά και η λατινική ετυμολογία του), και πάλι δεν “ψαρώνω”.Που ‘σαι Αύγουστε; Σε σένα μιλάω. Και μη στρουθοκαμηλίζεις κάνοντας πως δεν με ακούς. Κατανοώ το γεγονός ότι έχεις συνηθίσει αιώνες τώρα σε ύμνους και κομπλιμέντα, αλλά σήμερα θα με αφουγκραστείς.
Και ας ανήκω στην ισχνή μειοψηφία των πολέμιών σου, με κίνδυνο να χαρακτηριστώ αιρετικός, εκκεντρικός, δογματικός ή ακόμα και γραφικός κρίνοντάς σε. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι στο άκουσμα του ονόματος σου ο περισσότερος κόσμος πίνει νεράκι και χαμογελά, μιας και φέρεις, ατυχώς για μένα, τον τίτλο του ιερού Δισκοπότηρου των κόπων και του ιδρώτα μιας ολόκληρης χρονιάς, και έχεις αναγορευθεί σε επίτιμο πουλέν των απανταχού ταξιδιωτών (και ταξιδιωτικών πρακτόρων θα προσθέσω εγώ…).«Θα στο κάνω πενηνταράκια» που λέει και ο φίλος μου ο Πανούτσος, παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά.
Από μικρό παιδί ήσουν ο χειρότερος μου μήνας. Η πρώτη σοβαρή ενασχόλησή μου μαζί σου, απογοητευτική και άκρως εκνευριστική. Θυμάμαι τη μάνα μου, να προσπαθεί με τη γνωστή ιώβειό υπομονή της, να μου μάθει πόσες μέρες έχει κάθε μήνας, κι εμένα με το αντιδραστικό παιδικό μου μυαλουδάκι, να μη μπορώ να διανοηθώ, γιατί εσύ χαλάς την άρτια αλληλουχία 31-30-31-30 που είχαν οι υπόλοιποι μήνες μεταξύ τους. Το κόλπο με τη «γροθιά και το κοκαλάκι» της κυρίας Γεωργίας με καθησύχασε λίγο, αλλά η ζημιά είχε γίνει και το γυαλί μεταξύ μας είχε ραγίσει…Μιλώντας για τα μαθητικά χρόνια που ακολούθησαν μέχρι και την ενηλικίωση μου “αγαπητέ” Αύγουστε, ήσουν πάντα για μένα αυτό που η λαϊκή ρήση τόσο στωικά και εύστοχα περιγράφει: «η άκρια του χειμώνα».
Ο ερχομός σου σήμαινε και το γκρέμισμα των παιδικών μου ονείρων για ατελείωτο παιχνίδι και ταξίδια μαγικά. Σαν το σαδιστικό πρωινό ξυπνητήρι και συ, μου υπενθύμιζες ότι τα ψέματα οσονούπω θα τελειώσουν και ότι κάθε κατεργάρης θα επιστρέψει σύντομα στον –σχολικό – του πάγκο. Το επιχείρημα ότι κακώς δεν απολάμβανα τριανταμία ακόμη μέρες ξεκούρασης και ανεμελιάς απορρίπτεται εκ προοιμίου, διότι στη ζωή μου δεν είδα ποτέ άνθρωπο να μετρά αντίστροφα για κάτι, και ναείναι χαλαρός ή να το απολαμβάνει.
Το countdown για οτιδήποτε είναι από τη φύση του ιδιαίτερα στρεσογόνο και ισοπεδωτικά ψυχοφθόρο, φίλτατε, κι ας προηγείσαι 103-101 της Σοβιετικής Ένωσης και απέχεις κάποια λίγα δεύτερα από την κατάκτηση της κορυφής… Κι αν εσύ λες ότι βλέπω το ποτήρι μισοάδειο, εγώ σου απαντώ απλούστατα ότι είμαι ρεαλιστής.Δεν με συγκίνησαν και δεν με παραπλάνησαν ποτέ, ούτε τα ολόγιομα φεγγάρια σου, μήτε η πλασματική, σχεδόν κίβδηλη εικόνα που έδινες στην αγαπημένη μου Χίο, άμα της αφίξεως σου κάθε χρόνο. Ένα μέρος ήσυχο, ειρηνικό, όμορφο, ευλογημένο που βίαια μετέτρεπες σε American Βar (ας αρκεστώ στην εμπνευσμένη ατάκα του μακαρίτη του Παπαγιαννόπουλου για να μη γίνω χυδαίος…), χαρίζοντας μας για λίγο την ψευδαίσθηση ότι την περνάμε μπέικα στο επίπλαστα κοσμοπολίτικο, σαρδελοποιημένο και κατ’ επίφαση κέντρο της γης-νησί μας.
Κατόπιν βέβαια πήδαγες με συνέπεια από το καράβι πριν αυτό βρει σε ξέρα, βυθίζοντάς μας στην ακριτική μοναξιά, τα προβλήματα και τις φοβίες μας, δίχως να απολογηθείς ποτέ και σε κανέναν.Ντεκλαρέ και μπεσαλής δεν υπήρξες ποτέ. Φόραγες και φοράς μόνιμα το μανδύα της ξεγνοιασιάς, αποκρύπτοντάς μας τα χειρότερα που περιμένουν στη γωνία. Σχολεία, φροντιστήρια και εξεταστικές για την πιτσιρικάδα, συσσωρευμένη δουλειά, πακτωλός υποχρεώσεων και “μεσοπρόθεσμων” φοροεκκρεμοτήτων για τους πρεσβυτέρους.
Η αύρα σου είναι τόσο αποχαυνωτική για τον έρμο τον εγκέφαλό μας, που στις μέρες σου πληρώνουμε με περισσή προθυμία περί των δέκα ευρόπουλων για μια θέση στον ήλιο (λέγε με ξαπλώστρα) και επιτρέπουμε στον κάθε μπαταξή λοποδυτάκο έμπορο και ξενοδόχο να αγγίζει, στην καλύτερη περίπτωση, τον δύσμοιρο πισινό μας, προσπορίζοντας άφθονο χρήμα, πουλώντας μας πορδές για να βάψουμε τα αυγουστιάτικά μας διακοποαυγά. Και για να σε προλάβω πάλι, δεν παραγνωρίζω και δεν υποβαθμίζω τις ευεργετικές επιδράσεις των καλοκαιρινών αποδράσεων από την καθημερινότητα στην ψυχοσωματική μας ευεξία, ούτε αναθεματίζω σε καμία περίπτωση τις διακοπές συλλήβδην.
Χλευάζω όμως τις διακοπές μαζί σου και κατά τη διάρκειά σου.Θα αφήσω στην άκρη την κουραστική και ψυχοφθόρα προσμονή σου καθώς και το βάρβαρο πέρασμά σου από τη ζωή μου κάθε χρόνο και θα αλλάξω άρδην την ατμόσφαιρα, κάμπτοντας τα όποια επιχειρήματα σου έχουν απομείνει. Θα μιλήσω για το πιο σημαντικό γνώρισμά σου με ξεχωριστή σημειολογία για τον καθένα, αλλά με κοινή κατάληξη πάντοτε.
Είναι κάτι που δε σου συγχώρεσα ποτέ. Στο λεξικό του μυαλού μου, στο λήμμα «αποχωρισμός» ποζάρει ως συνώνυμο το όνομά σου. Σε έχω συνδυάσει με άσχημα, ενοχλητικά και επίπονα «αντίο», με πρόσωπα σκυθρωπά, μάτια κατακόκκινα, ποτισμένα με δάκρυα και φαρμάκι, και με αγκαλιές. Δύσκολες αγκαλιές. Αυγουστιάτικες αγκαλιές αποχωρισμού, ανατριχιάζω που το γράφω, που χάνεσαι μέσα τους στιγμιαία και εκλιπαρείς κάποια ανώτερη δύναμη να κάνει να παγώσει ο χρόνος, ώστε να μην ακολουθήσει το μοιραίο. Και το μοιραίο πάντα ερχόταν και στο ημερολόγιο μου πάντα ήταν Αύγουστος…
Υ.Γ.: Στο άτυπο αυτό «Κατηγορώ» εναντίον σου, οφείλω να σου αναγνωρίσω τρία ελαφρυντικά ρε μπαγάσα. Το μεθυστικό σταφύλι σου, το ομώνυμο τραγούδι του Παπάζογλου και τη δεύτερη μέρα σου, όταν η άφιξη της κορούλας μου, άλλαξε για πάντα τη ζωή μου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου