Και μετά «φτύνει» και βρίζει συλλήβδην τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς «που τα παίρνουν», ενώ αυτός δεν έχει πιάσει ακόμα την καλή. Και πάει να συναντήσει την τύχη του στο παραπλήσιο στοιχηματζίδικο…
Ο ανθρωπάκος ξυπνάει αγχωμένος από τα βάρη της ζωής. Τραβάει δύσθυμος για τη δουλειά του (που δεν του αρέσει και νιώθει ότι αμείβεται λιγότερο απ’ όσο πρέπει, τι κι αν δουλεύει λιγότερο από αντίδραση), πνίγεται στο κυκλοφοριακό κομφούζιο, κοιτάει με έκδηλη καχυποψία τους διπλανούς του, γυρίζει το ίδιο αγχωμένος στο σπίτι και κλειδαμπαρώνεται (γιατί έχει ανέβει τόσο η εγκληματικότητα… όπως κραυγάζουν τα μισητά κατά τα άλλα ΜΜΕ).
Η ανησυχία του είναι το δάνειο, η πιστωτική κάρτα, η εφορία (την οποία κλέβει ασύστολα- όσο μπορεί- αλλά διαμαρτύρεται για το έλλειμμα- φταίνε οι άλλοι. Πάντα). Έχει κατασταλαγμένη μέσα του την ιδέα ότι «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές», ενώ στήθηκε τόσες φορές στην ουρά έξω από πολιτικό γραφείο για προσωπική του υπόθεση (βύσμα πάσης φύσεως).
Γουστάρει να ακούει εφήμερα σουξέ και μετά από μέσα του χαίρεται που ο σουξεδιάρης/α αοιδός γκρεμίστηκε ως άλλος/η διάττων αστήρ… Ο ίδιος που στο τσακίρ κέφι του θα κάνει τη ζημιά στο «μαγαζί» (κι ας μην έχει σάλιο).
Αγοράζει εφημερίδα γιατί έχει μέσα dvd (και πετάει το έντυπο- άντε να δει το πρωτοσέλιδο και να τα χώσει στους αλήτες τους δημοσιογράφους- που τα παίρνουν βέβαια. Όλοι!).
Αυτός που κατά βάθος θα ήθελε κάτι το διαφορετικό: να συγκινηθεί με μια ωραία ταινία, να χαθεί στα αθάνατα λόγια ενός ποιητή, να χαρεί με μια επιτυχία της χώρας του (όχι στη Eurovision), να αποτινάξει από πάνω του την καθολική καχυποψία και να αναπνεύσει.
Μα του έχουν κλέψει το οξυγόνο και δεν τον αφήνουν να απαγκιστρωθεί από τη μοναχική και σκοτεινή σπηλιά του. Παντού «βλέπει» εχθρούς και συνομωσίες. Σκιές. Οι πολιτικοί του- ως επί το πλείστον- είναι κάτω του μετρίου. Η εκπαίδευση του ανεπαρκής- δεν μαθαίνει ν’ αγαπά το βιβλίο ή ό,τι τέλος πάντως έχει σχέση με την ποιότητα, την παιδεία.
Καλώς ήλθατε στη χώρα του παραλόγου, όπου λατρεύουμε να μισούμε όλα τα κακώς κείμενα, να κουβεντιάζουμε και να αναλύουμε μέχρι τελικής πτώσεως, μα μονίμως τα πάντα στριφογυρίζουν στη δίνη του αυτονόητου, του μαύρου, της (τόσο αθάνατης) βλακείας και της τελεσίδικης βεβαιότητας ότι «ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα». Στη χώρα της ασφυξίας για την (όποια τέλος πάντων) φαιά ουσία…
Υγ: Αφιερωμένο στη σιωπηρή πλειοψηφία που αντιτίθεται στο νομοσχέδιο που δίνει την ιθαγένεια στους μετανάστες 2ης γενιάς με το επιχείρημα ότι «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».
Λουκάς Βελιδάκης