«Ρε μαλάκα, είδα τον Βαγγέλη προχτές…τι μαλάκας ρε μαλάκα κι αυτός! Ψήφισε ΠΑΣΟΚ ο μαλάκας γιατί ήτανε κοψοχέρης Νεοδημοκράτης και τώρα θέλει να ο μαλάκας να κόψει και το άλλο χέρι, ούτε μαλακία δεν θα τραβάει ο μαλάκας ρε μαλάκα».
Ο αγωνιζόμενος λαός με τις ευλογίες των κατ’ επανάληψη ψηφισμένων από τον ίδιο Κυβερνήσεών του, έκανε τα αμέτρητα εκατομμύρια των Κοινοτικών Επιδοτήσεων και των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης «εισόδημα» και όχι μεσομακροπρόθεσμες επενδύσεις εκσυγχρονισμού της παραγωγής.
Το διαβόητο πάρτι των τελευταίων 20-25 χρόνων δυστυχώς δεν αφορούσε ελάχιστους ή έστω λίγους. Αφορούσε σχεδόν τους πάντες. Αφορούσε χιλιάδες επί χιλιάδων ανθρώπων που καταχρεώθηκαν ασμένως με εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, καταφορτωμένες πιστωτικές κάρτες.
Με την πολιτική ηγεσία να βολεύεται αισχρά από αυτή την κατάσταση και να μην παρεμβαίνει, με τις τράπεζες να δανείζουν το ήδη δανεικό χρήμα, με ελάχιστους να ψελλίζουν κάποια λόγια αντίθεσης σε όλη αυτή την παρανοϊκή κατάσταση. Την επόμενη στιγμή, αυτοί οι ελάχιστοι ήσαν οι «γραφικοί».
«Άντε Γιάννη πάρε ρε μαλάκα την Παναγιώτα απόψε να βγούμε παρέα. Έχει ανοίξει μαλάκα ένα τσιπουράδικο στου Ψειρή άλλο πράγμα σου λέω όχι μαλακίες. Καλό κρασί , έχει μαλάκα κάτι ποικιλιακά σπέσιαλ μικρές παραγωγές. Νταξ’;»
Α! Τα λαμόγια φταίνε, το ξέχασα…! Τα άτιμα τα λαμόγια που μέχρι προχθές ήταν περίπου εθνικοί ήρωες, αφού κατάφερναν και «τους τα έπαιρναν»…Όποιος «τους τα πάρει» είναι μάγκας, είναι σούπερ, είναι «έτσι» και γιουβέτσι.
Στο μεταξύ, πριν η λέξη «λαμόγιο» μεταλλαχθεί και ταυτιστεί με το έγκλημα την αρπαγή και την κατάχρηση, είχε προλάβει να αποκτήσει σχεδόν μια κάποια αίγλη.
«Τον θυμάσαι ρε τον Κωστή;»
«Ποιόν ρε μαλάκα τον Κωστή που τα είχε με τη Σούλα; Ε τι έγινε;»
«Κονόμησε κανονικά-έκανε μια ιστορία ο μαλάκας με τον Περιφερειάρχη Τάδε, κάτι λεφτά ευρωπαϊκά για δρόμους γιοφύρια και τα λοιπά, φτιάξανε τα κόστη οι δικοί σου ρε μαλάκα μία, το ξανακάνανε δύο και τρεις και φτιαχτήκανε κανονικά ρε μαλάκα σου λέω. Πρώτο λαμόγιο ο Κωστάκης»
«Σωστόςςςςς ο νέοςςςς… Άμα μπορείς να τους τα πάρεις, μη λυπάσαι τίποτα. Όρμα στο μέλι και ρούφα, αλλιώς θα προλάβει άλλος…»
Ελλάδα, εποχή «άνθησης» του Χρηματιστηρίου.
Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένας Έλληνας που να μην έχει κάποιον φίλο που εκείνη την περίοδο να μην «έπαιξε».
Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένας Έλληνας, που να μην ήξερε κάποιον που ξαφνικά βρέθηκε να ασχολείται με «χρηματιστηριακές υποθέσεις» να ανοίγει σχετικό γραφείο ή να παλεύει να βρει τον τρόπο να χωθεί στη «μπίζνα».
Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 90, καλοκαίρι, βρίσκομαι για άλλη μια φορά στο Κουφονήσι, αναζητώντας την ηρεμία που είχα βρει εκεί κάποια χρόνια πριν. Στο μια σταλιά νησάκι μαζί με το χρηματιστήριο ανθεί και ένα νέο είδος μεταλλαγμένων νεοελλήνων. Πλαστικές σαγιονάρες με άσπρα σορτσάκια και κοιλίτσες που εξέχουν από το ριγέ ναυτικό μπλουζάκι, κυκλοφορούν στου «Φοίνικα» με το κινητό κολλημένο στο αυτί, το μάτι γουρλωμένο και το λεξιλόγιο εκτός από το μαλάκα έχει αποκτήσει άλλες τρεις σημαδιακές λέξεις : Πόσο, Πούλα, Αγόρασε.
Λησμόνησα και τα αλήστου μνήμης limit up & down. Τελικά, οι φίλοι μου και εγώ, αντί να χαζεύουμε τη θάλασσα μπροστά μας, κοιτάζαμε εμβρόντητοι αυτό το λεφούσι το άξεστο και το κτηνώδες. Όχι, δεν ήταν λαμόγια με BMWή Mercedes, οικογενειάρχες άνθρωποι ήταν με 1400 κυβικά νορμάλ αυτοκινήτου. Με βλέμμα αλλήθωρο, μόνιμα ιδρωμένοι από την αγωνία, που ήσαν περήφανοι γιατί επιτέλους η Ελλάδα μπορεί να τους κάνει όλους γιάπηδες. Θυμάμαι μία κυρία καμιά 40αριά χρονών κουλτουριάρα του τύπου «θεά η Μελίνα» που αφού κάποιο βράδυ έφερε δέκα στροφές σε ένα ζεϊμπέκικο (τρόπος του λέγειν) στη συνέχεια κάθισε στο τραπέζι και επαναλάμβανε διαρκώς, «πόσο καλά είμαστε». Ούζο, Μελίνα, χρηματιστήριο, μαύρο χρήμα, καλά είμαστε.
Στις οθόνες των τηλεοράσεων, ο εθνικός εκμαυλιστής της εποχής, ο κος Παπαντωνίου με χαμόγελο Colgate και ύφος χιλίων καρδιναλίων προέτρεπε ευθέως τους Έλληνες να παίξουν στο χρηματιστήριο. Προφανώς έτσι εννοούσε την επί το λαϊκότερο ανακατανομή του εισοδήματος. Αυτός, ο έχων έναν μόνιμο παρατρεχάμενο για να του ανοίγει τις πόρτες, να του κρατάει την τσάντα και να πατάει τα κουμπιά του ασανσέρ.
«Μαλάκα σου είπα ρε; Εισάγεται όπου να’ ναι η Altex ξέρεις, δουλεύει εκεί ο Μπάμπης και είναι καλό κονέ. Ναι ρε μαλάκα σου λέω, θα βγάλουμε λεφτά. Δεν έχεις;;; Πούλα ρε, πούλα το αμάξι, πούλα , δεν έχεις κάνα χωράφι; Σου μιλάω για πολλά λεφτά ρε μαλάκα…»
Και κάποιοι, βγάλανε απίστευτα λεφτά. Επειδή είχαν διάφορα κονέ, επειδή το σύστημα έκανε διάχυση πληροφοριών σε φίλους και γνωστούς. Και πάλι επαναλαμβάνω. Αυτοί οι κάποιοι, δεν ήταν ούτε μεγαλόσχημοι, ούτε τραπεζίτες, ούτε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν κανονικοί άνθρωποι, μικρομεσαίοι. Άλλοι καταστράφηκαν. Άλλοι άρπαξαν λεφτά και τα έκαψαν σε ελάχιστο χρόνο γιατί βέβαια δεν ήξεραν πώς να τα διαχειριστούν.
Και η Ελλάδα, συνέχιζε να ζει κανονικά στον μύθο της, στο αρρωστημένο σκηνικό μιας χώρας όπου χειμώνα καλοκαίρι, μετά τα μεσάνυχτα κυκλοφορούν χιλιάδες αυτοκίνητα, που τα στέκια είναι πατείς με πατώ σε στις 3 το ξημέρωμα, ενώ την επόμενη μέρα όλοι αυτοί «δουλεύουν».
Γιατί;
Γιατί δεν είμαστε εμείς ρε (μαλάκα) Γερμανοί και εγγλέζοι «ξενερουά» να κοιμόμαστε με τις κότες! Τι ξέρουν ρε αυτοί από ζωή; Έχεις δει ρε πως είναι, σαν αρνάκια γάλακτος, έρχονται στο παράδεισο να καταλάβουν λίγο τι σημαίνει να ζεις…’Έτσι δεν είναι ρε ; (μαλάκα!)
Και κάπου εκεί μαζί με το εθνικό μας σλόγκαν «Ζήσε το μύθο σου» -ειλικρινές βέβαια, δε λέω, τον μύθο μας ζήσαμε τόσα χρόνια, προέκυψε και εκείνο το σιχαμένο «αξιακό» κατεβατό με τους διαβόητους 100 λόγους για τους οποίους γουστάρουμε να είμαστε Έλληνες…
Όπου, στον εκατοστό λόγο διαβάζει κανείς:
«Γιατί το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος ήταν ελληνικό.»
Βέβαια, ήταν και γαλλικό, και σκωτσέζικο και ιρλανδικό και αμερικάνικο αλλά αυτό ασφαλώς δεν αφορά τον περιούσιο λαό μας.
Στον ογδοηκοστό ένατο λόγο, βλέπει κανείς την έπαρση και την απόλυτη παράνοια όλων όσων κατέγραφα παραπάνω:
«Γιατί η Ελλάδα είναι η πιο φτωχή χώρα με τους πιο πλούσιους κατοίκους»
Και ο εβδομηκοστός τρίτος, συνομιλεί ευθέως με τον προηγούμενο:
« Γιατί δεν πάμε για ύπνο με τις κότες αλλά το ξημερώνουμε διασκεδάζοντας»
Ακόμα λίγα δείγματα του «γιατί γουστάρουμε που είμαστε Έλληνες»
Γιατί στην Ελλάδα κάθε νύχτα τελειώνει το επόμενο πρωί.
Γιατί «λουλουδοπόλεμος» δεν υπάρχει σε καμιά άλλη χώρα.
Γιατί στην Ελλάδα όλοι βρίζουμε το Δημόσιο και ταυτόχρονα σκοτωνόμαστε για μια θέση εκεί.
Γιατί έχουμε δεν έχουμε λεφτά, ένα μπουζουκάκι θα το πάμε .
Γιατί ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Περικλής ήταν Έλληνες. (αυτοί, σίγουρα ήταν…Από όσο ξέρω πάντως στα μπουζουκάκια δεν τρέχανε…)
Γιατί αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, αυτοκίνητο κάθε τρία χρόνια και ερωτικό σύντροφο κάθε τρεις και λίγο
Γιατί είμαστε οι μόνοι που ξεκινάμε το μεσημέρι για καφεδάκι και καταλήγουμε να πίνουμε ούζο μέχρι πρωίας.
Η λίστα της «περηφάνιας» είναι τεράστια. 100 τόσοι λόγοι, απύθμενης και αβυσσαλέας άγνοιας, κομπορρημοσύνης, κουφιοκέφαλης έπαρσης και θεωρητικοποίησης όλων των ελαττωμάτων μας, όλως αυτών που έχουν προκύψει από τη μηδενική μας συστηματική και κοινωνική παιδεία.
Και αν αυτή η «περήφανη» λίστα αφορούσε κάποιους λίγους ή τίποτα μαύρα εθνίκια δεν θα με ενδιέφερε. Μερικές δεκάδες χιλιάδες είναι τα μέλη της στο Facebook. Κυκλοφορεί ασμένως με κάθε τρόπο στα email. Πάνω από όλα όμως, την είδαμε, τη ζήσαμε, τη νιώσαμε στο πετσί μας σαν σκεπτικό και αντίληψη σε ολόκληρη σχεδόν την κοινωνική διαστρωμάτωση του τόπου.
Ακριβώς αυτή ήταν η φαντασιακή Ελλάδα των προηγούμενων χρόνων. Στην οποία συμμετείχε με όποιο τρόπο μπορούσε η συντριπτική πλειοψηφία. Την οποία πλειοψηφία έσπρωξε εκεί η πολιτική ηγεσία γιατί τη βόλευε και την εξυπηρετούσε.
Υπάρχουν δύο δρόμοι εδώ.
Είτε αυτός που λέει –όπως διατείνονται ορισμένοι- πως υπάρχει και συλλογική ευθύνη, είτε ο άλλος που λέει πως για όλα φταίνε κάποιοι «λίγοι».
Μόνο που ο δεύτερος αφαιρεί μεν τη συλλογική ευθύνη αλλά αναδεικνύει τη συλλογική ηλιθιότητα. Και μιας που μιλάμε για την Ελλάδα, γράψτε αντί για ηλιθιότητα τη λέξη «μαλακία».
Η οποία Ελλάδα τώρα, στην εποχή του ΔΝΤ (Δημοκρατία Ντούβλη Τζούλιας) θα αναδείξει την πορνογραφία ως «εναλλακτική βιομηχανία».
Ή μήπως τα DVD των εν λόγω επίδοξων πορνοστάρ δεν έγιναν ανάρπαστα;
Η μαλακία, πάει σύννεφο. Αυτή βέβαια, συνήθως δεν είναι συλλογικής ευθύνης.
Το κακό, είναι πως όσο το έθνος μαλακίζεται, η υπαρκτή κρίση του Καπιταλισμού συνεχίζεται. Και θα βρει τον τρόπο να ορθοποδήσει ερήμην του κάθε μαλάκα.
Πηγή: tvxs.gr (Γ. Πήττας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου