Ο μαγικός κόσμος του διαδικτύου

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Παπαφλέσσας - Ο αρχιμανδρίτης που αγάπησε τις γυναίκες, το ποτό και την επανάσταση.

Τρίτη, Ιουλίου 29, 2014 0 σχόλια
Τα «ράσα δεν κάνουν τον παπά» λέει ο λαός και η ρήση ταίριαζε απόλυτα στην περίπτωση του ήρωα του ’21, Παπαφλέσσα.

Αγάπησε τις γυναίκες, τον αγάπησαν κι αυτές και μαζί επιδόθηκαν σε μια σειρά διασκεδάσεων που δεν ταίριαζε σε κληρικό. Πολλοί τον μίσησαν και δικαιολογημένα, γιατί ήταν ένας ακραίος άνθρωπος που προκαλούσε αντιπαλότητες, αλλά ο ηρωικός θάνατός του στο Μανιάκι έσωσε την υστεροφημία του.


 
«Θα γυρίσω ή δεσπότης ή πασάς»

Γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1788. Ήταν ένα από τα 28 παιδιά του πατέρα του, που μάλλον κληροδότησε στο γιο την αδυναμία του στο γυναικείο φύλο. Ο Παναγιώτης Σέκερης τον περιέγραψε ως «ορμητικό» και ο Παπαφλέσσας τον δικαίωνε με κάθε ευκαιρία. Επέλεξε να γίνει μοναχός, αλλά συγκρούστηκε τόσο έντονα με ένα Τούρκο αξιωματούχο, που αναγκάστηκε να φύγει απ’ την περιοχή.

Επέλεξε να αυτό-εξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και πριν φύγει, πρόλαβε να υποσχεθεί ότι θα γυρίσει «ή Δεσπότης ή Πασάς». Κατάφερε να γίνει Αρχιμανδρίτης και όσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία. Όταν απαίτησε να μάθει ποιος ήταν ο αρχηγός της Εταιρείας και άλλοι αρνήθηκαν να του αποκαλύψουν τα μυστικά, η ορμητικότητα του Παπαφλέσσα εμφανίστηκε ξανά. Τράβηξε το μαχαίρι του και απείλησε να σφάξει τον Αναγνωστόπουλο, που στεκόταν μπροστά του, εκτός αν άκουγε το όνομα του Αρχηγού! Τα πνεύματα ηρέμησαν και δεν χύθηκε αίμα.

Ο «γυναικάς» παπάς

Ο Παπαφλέσσας δεν ήταν ο διακριτικός και αθόρυβος συνωμότης. Κυνηγούσε τις γυναίκες μανιωδώς, έπινε, μεθούσε και γλεντούσε αδιάκοπα. Κέντρο των ακόλαστων διασκεδάσεων ήταν το πολυτελές σπίτι που νοίκιαζε με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας. Η τούρκικη αστυνομία τον συνέλαβε πολλάκις για «την άτοπον και ανοίκειον διαγωγή του, δίδοντος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού».

Τα ψέματα της επανάστασης


Ο Παπαφλέσσας όμως ήταν φλογερός πατριώτης. Επιθυμούσε διακαώς την έναρξη της επανάστασης και χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το επιτύχει. Στην Κωνσταντινούπολη υποστήριξε ότι η Πελοπόννησος ήταν έτοιμη για δράση και για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, παρουσίασε πλαστά έγγραφα. Τον διέψευσε ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος Κορφινός, λέγοντας ότι είχε βρεθεί στην Πελοπόννησο πριν από 7 μήνες και η κατάσταση που επικρατούσε δεν είχε καμία σχέση με την περιγραφή του Παπαφλέσσα.

Ο Αρχιμανδρίτης δεν συμμορφώθηκε. Τον Ιανουάριο του 1821, συναντήθηκε με την ηγεσία του Μοριά στη Βοστίτσα και ακολούθησε ακριβώς την ίδια στρατηγική για να τους πείσει να συμμετέχουν στην επανάσταση. Υποστήριξε ότι ο Υψηλάντης ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης με το ρωσικό στόλο και την «ευλογία» του Τσάρου. Κανείς δεν πίστεψε τους υπερβολικούς ισχυρισμούς του, τους οποίους ο Ανδρέα Ζαΐμης χαρακτήρισε «άστατους, απελπισμένους, στασιαστικούς, ιδιοτελείς και σχεδόν μπερμπάντικους». 

Η μάχη στο Μανιάκι

Το τέλος του εμφυλίου πολέμου τον βρήκε στην πλευρά των νικητών, σε συνασπισμό με την κυβέρνηση Κουντουριώτη, ενώ οι οπλαρχηγοί ήταν στη φυλακή και κυρίως ο Κολοκοτρώνης, που ήταν το μυαλό και το σπαθί της εξέγερσης. Το Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ και στρατός του αποβιβάστηκαν στον Μοριά, αποφασισμένοι να δώσουν τέλος στην επανάσταση. Ο Παπαφλέσσας αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε να αποφυλακιστούν οι οπλαρχηγοί για να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί την επερχόμενη απειλή.

Η απαίτησή του προξένησε αντιδράσεις, μιας και είχε συμμετάσχει ενεργά στην σύλληψή τους. Οι οπλαρχηγοί δεν αποφυλακίστηκαν και ο Παπαφλέσσας πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποσχέθηκε πως όταν γυρίσει θα τους απελευθερώσει και ξεκίνησε για το Μανιάκι με 1.000 άντρες, ενώ το στράτευμα του Ιμπραήμ έφτανε τις 6.000.

Ο Παπαφλέσσας ευελπιστούσε ότι θα κατέφθαναν ενισχύσεις που θα εξισορροπούσαν την κατάσταση, αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του.

Όταν οι άντρες του είδαν τους χιλιάδες εχθρούς να παρατάσσονται, δείλιασαν και πολλοί υποχώρησαν. Ο Παπαφλέσσας έμεινε με 600 άντρες, ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν μόλις 300. Ο παπάς έμεινε ακλόνητος στη θέση του, αν και δεν ήταν καπετάνιος, ούτε εκπαιδευμένος αρματολός.

Η μάχη ξεκίνησε στις 20 Μαΐου του 1825 και μέσα σε λίγες ώρες, οι δυνάμεις των Ελλήνων είχαν αποδεκατιστεί. Ο Παπαφλέσσας έπεσε μαζί με τους άντρες του.

Σύμφωνα με τη λαϊκή διήγηση που κατέγραψε η ιστορία, ο Ιμπραήμ τον αναζήτησε μετά το τέλος της μάχης και βρήκε πρώτα το αποκεφαλισμένο πτώμα του. Ζήτησε να του φέρουν το κεφάλι και στερέωσε το άψυχο κορμί του Παπαφλέσσα στον κορμό ενός δέντρου. Συγκινημένος, ο Ιμπραήμ τον πλησίασε και τον φίλησε, αναγνωρίζοντας την αξία του εχθρού του.

Ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα διέγραψε τις ατασθαλίες του παρελθόντος. Η ακόλαστη ζωή του και η διπρόσωπη πολιτική που ακολουθούσε είχαν δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό προφίλ, που ξεχάστηκε μετά το Μανιάκι. Η αυτοθυσία του έσωσε την υστεροφημία του. Άλλωστε φορούσε ράσα και ιστορικά δικαίωνε και το ρόλο της εκκλησίας όχι μόνο στην πνευματική στήριξη, αλλά και στη μάχη. Όπως και να ΄χει ήταν ένας ξεχωριστός επαναστάτης που κέρδισε τη θέση του στην ιστορία, με το παράδειγμα και τη θυσία του.

Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο «Τα ψιλά γράμματα της επανάστασης» του Θόδωρου Δ Παναγόπουλου.

Read more... 👆

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Ο Πάπας διέταξε να αφανιστούν οι γάτες,γιατί πίστευε ότι ήταν ο σατανάς... Και μετά ήρθε η πανούκλα…

Κυριακή, Ιουλίου 20, 2014 0 σχόλια
Όταν ο Πάπας Γρηγόριος ο ένατος, ενοχοποίησε τις γάτες για τη λατρεία του Διαβόλου, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να τις εξοντώνουν μαζικά, καθώς κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την αυθεντία του κορυφαίου ιεράρχη.

Ο ποντίφικας ανακοίνωσε ότι οι μαύρες γάτες είναι διαβολικές, σε διάγγελμά του το 1233. Η ατυχία ήταν διπλή για τις γατούλες, καθώς υπήρχε και το κυνήγι μαγισσών.

Πολλές γυναίκες που τις κατηγορούσαν ως μάγισσες υποβάλλονταν σε φριχτά βασανιστήρια. Για να γλυτώσουν αναγκάζονταν να κατηγορήσουν τα συμπαθή κατοικίδια. Έλεγαν ότι μεταμορφώνονταν σε γάτες, ότι σκότωναν σαν γάτες ή ότι ο Σατανάς μπήκε μέσα στη γάτα και τις πλάνεψε! Στην Αγγλία καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν η Agnes Waterhouse και η κόρη της Joan μαζί με τον γάτο τους, τον Σατανά....

Τότε οι γάτες εξοντώθηκαν μαζικά στην Ευρώπη με κάθε τρόπο και όχι μόνο οι μαύρες. Πολλές φορές δεν σκότωναν τις γάτες ακαριαία, αλλά για να φύγει ο διάβολος από μέσα τους -όπως έλεγαν- χάραζαν το δέρμα τους σε σχήμα Σταυρού και στη συνέχεια τις άφηναν να πεθάνουν από αιμορραγία. Εκτός από το τυχαίο κυνήγι της γάτας υπήρχε και το εορταστικό. Το Πάσχα και την καθαρά Δευτέρα υπήρχε έθιμο να καίνε τις μαύρες γάτες. Πολλές φορές ενώ τις έκαιγαν έψελναν ύμνους. Στις δίκες των Ναϊτών Ιπποτών (1307-1314), ανάμεσα στις εξωφρενικές κατηγορίες ήταν και ότι τιμούσαν τις γάτες. Το 1484, άλλος πάπας αποκήρυξε όλες τις γάτες και τους ιδιοκτήτες τους....

Και μετά ήρθε η πανούκλα… 

Επειδή όμως οι γάτες εξαφανίστηκαν, «χόρευαν» τα ποντίκια και οι αρουραίοι, που είναι και οι βασικοί υπαίτιοι για τη μετάδοση της πανούκλας. Αποτέλεσμα η βουβωνική πανώλη να αφανίσει 100 εκατομμύρια ανθρώπους. Ιστορικά η βουβωνική πανώλη είναι γνωστή ως ο «μαύρος θάνατος» που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεσαιωνικής περιόδου και πήρε τη μορφή επιδημίας. Ονομάστηκε έτσι, γιατί τα πρόσωπα των θυμάτων έπαιρναν ένα βαθύ κόκκινο, σχεδόν μαύρο χρώμα. Η φτώχεια και ο υποσιτισμός έκαναν την Ευρώπη του 14ου αιώνα ιδανικό πεδίο για την επιδημία.

Ο Πάπας όμως είχε το αλάθητο…




Read more... 👆

Το 1944 η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ

Κυριακή, Ιουλίου 20, 2014 0 σχόλια
Βερολίνο, 20 Ιουλίου του 1944: Ο συνταγματάρχης φον Στάουφενμπεργκ ετοιμάζεται να πετάξει με ένα JU 52 στο αρχηγείο του Φύρερ με την κωδική ονομασία Wolfsschanze, 600 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα.Στόχος του Στάουφενμπεργκ να σκοτώσει τον Χίτλερ με βόμβα. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή.

Ως επικεφαλής του γενικού στρατηγείου των δυνάμεων εσωτερικού της Βέρμαχτ έπρεπε εκείνη την ημέρα να ενημερώσει τον Χίτλερ προσωπικά. Ο Κουρτ Ζάλτενμπεργκ, 91ενός σήμερα, είχε βάρδια στο φυλάκιο του αρχηγείου.

«Δυο βόμβες σε ένα χαρτοφύλακα»

Γύρω στις 11 το πρωί ο φον Στάουφενμπεργκ με τους δύο συνεργάτες του φτάνουν στο αρχηγείο. Ο στρατιώτης Κουρτ Ζάλτεμπεργκ θυμάται και την παραμικρή λεπτομέρεια. «Είχαμε αποκλείσει τα πάντα, όλοι όσοι ήθελαν να δουν τον Χίτλερ, έπρεπε να περάσουν από έλεγχο». Ανάμεσά τους ήταν και μια ομάδα του στρατάρχη Κάιτελ, αρχηγού της Βέρμαχτ, τον οποίο ο Ζάλτεμπεργκ αφήνει να περάσει χωρίς έλεγχο. Στην ομάδα Κάιτελ ανήκε και ο φον Στάουφενμπεργκ.

«Τον πρόσεξα αμέσως, γιατί είχε καλυμμένο το μάτι λόγω τραύματος. Κρατούσε και ένα χαρτοφύλακα στο χέρι, τίποτα το ασυνήθιστο». Στις 11.30, ο φον Στάουφενμπεργκ πηγαίνει σε ένα παράπηγμα για να προετοιμαστεί για τυχόν ερωτήσεις του Χίτλερ. Μαζί του έχει και δύο βόμβες. Στις 11.37 ο Κάιτελ παρουσιάζει τον φον Στάουφενμπεργκ στον Χίτλερ και του ανακοινώνει ότι θα τον ενημερώσει για θέματα του αρχηγείου του. Χωρίς να τον πάρουν είδηση ο φον Στάουφενμπεργκ αφήνει τον χαρτοφύλακα με την εκρηκτική ύλη δίπλα στον Φύρερ. Πριν να εκραγεί, εγκαταλείπει τον χώρο με το πρόσχημα ότι θέλει να τηλεφωνήσει. Είναι 12.40. Απομένουν δύο λεπτά μέχρι την έκρηξη. Σε αυτά τα δύο λεπτά ο συνταγματάρχης Μπραντ αγνοώντας το περιεχόμενό του, βάζει το τσαντάκι στην άλλη πλευρά του ποδιού του τραπεζιού. Η κίνηση έσωσε τον Χίτλερ από βέβαιο θάνατο.

Και η βόμβα εκρήγνυται. «Από την έκρηξη προκλήθηκε ένας ανεμοστρόβιλος από χαρτιά και ξύλα μέσα σε ένα σύννεφο από καπνό», λέει ο Ζάλτεμπεργκ. «Ένας από τους παριστάμενους φεύγει από το παράθυρο, άλλος από την πόρτα, επικρατεί πανικός και χάος». Στην αρχή ήταν άγνωστο αν ο Χίτλερ επέζησε. «Όλοι ούρλιαζαν, πού είναι Φύρερ, πού είναι ο Φύρερ; Και μετά βγήκε ο Φύρερ από την παράγκα υποβασταζόμενος από δύο άνδρες». Στις 13.00 ο φον Στάουφενμπεργκ είναι πεπεισμένος ότι ο Χίτλερ ήταν νεκρός. Μαζί με τον υπασπιστή του, υπολοχαγό φον Χέφτεν, εγκαταλείπει το αρχηγείο για να πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται στο Βερολίνο και να κατευθύνει από εκεί την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος.

Το αεροπλάνο τους περίμενε. Όμως η δολοφονία του Χίτλερ απέτυχε. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Ένας από αυτούς ήταν ότι η συνάντηση δεν έγινε σε καταφύγιο, αλλά σε μια ξύλινη παράγκα. Εάν είχε γίνει στο καταφύγιο, τότε με βεβαιότητα ο Χίτλερ θα ήταν νεκρός», λέει ο ιστορικός Γιοχάνες Τούχελ. Μετά την αποτυχημένη δολοφονία αρχίζει εκστρατεία εκδίκησης εναντίον των συνωμοτών και των οικογενειών τους. Τα παιδιά τους μεταφέρονται από τη Γκεστάπο στην περιοχή Χαρτς, σε μια ειδικά διαμορφωμένη εστία. Ανάμεσά τους βρίσκονται και τα παιδιά του φον Στάουφενμπεργκ, ο δεκάχρονος Μπέρτχολντ με τις τρεις αδελφές του.

«Το έκανε για τη Γερμανία»

«Ήταν φοβερό, μας απομάκρυναν από τις οικογένειές μας χωρίς να ξέρουμε τίποτα, ήμασταν μόνοι» θυμάται από εκείνα τα χρόνια. «Μεγαλώσαμε όπως όλα τα άλλα παιδιά της κοινωνικής μας τάξης, που σημαίνει ότι ήμασταν και εμείς μικροί ναζιστές. Η μητέρα μας δεν μας πίεσε, αλλά για ευνόητους λόγους δεν τάχθηκε εναντίον, ειδάλλως θα είχαν υποψιαστεί τον πατέρα μας», διηγείται σήμερα. Στις 20 Απριλίου του 1944 ο κόσμος γι αυτόν γύρισε ανάποδα. «Μας ενημέρωσαν για την απόπειρα δολοφονίας αλλά χωρίς ονόματα. Το όνομα του πατέρα μας το είπε η μητέρα μου την επόμενη. Έπαθα σοκ. Μπερδεύτηκα. Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Φύρερ; Αλλά ένα πράγμα θυμάμαι έντονα. Ποτέ δεν θεώρησα τον πατέρα μου εγκληματία».

Ακολούθησαν οι περίφημες στημένες δίκες ενώπιον των λεγόμενων λαϊκών δικαστηρίων που μέχρι τον Απρίλιο του 45 καταδίκασαν σε θάνατο 89 προσκείμενους στους συνωμότες. Ο φον Στάουφενμπεργκ και οι άλλοι συλληφθέντες είχαν εκτελεσθεί ήδη την νύχτα προς την 21η Ιουλίου 1944. Οι γυναίκες των καταδικαζόμενων μαθαίνουν για τις εκτελέσεις από επίσημες ανακοινώσεις, καλούνται μάλιστα να αναλάβουν και το κόστος της δίκης. Ο μικρός Μπέρτχολντ δεν ήξερε τίποτα για τη διπλή ζωή του πατέρα του. Σήμερα όμως δεν του προξενεί εντύπωση. «Το κάνει κάθε συνωμότης, τότε ακούγαμε ακόμα και για παιδιά που είχαν καταδώσει τους γονείς τους. Ένας δεκάχρονος, όπως ήμουν εγώ τότε, δεν μπορεί ακόμα να σκεφτεί σε δύο ταμπλώ».

Το 1956, στα 17 του, ο Μπέρτχολντ αποφασίζει να κάνει καριέρα στο στρατό. Η μητέρα του δεν τον ώθησε σε αυτήν την απόφαση, αλλά και δεν ενθουσιάστηκε. Μάλιστα στις ένοπλες δυνάμεις συνάντησε πολλούς πρώην αξιωματικούς της Βέρμαχτ. Του ήταν πάντα σαφές ότι σε όλη τη στρατιωτική διαδρομή του ήθελε να φτάσει τον πατέρα του. Γυρίζοντας σήμερα προς το παρελθόν ο Μπέρτχολντ πιστεύει ότι τυπικά αυτό που έκανε ο πατέρας του ήταν εσχάτη προδοσία. «Αλλά δεν θυσίασε τη ζωή του για το τότε κράτος, αλλά για τη Γερμανία».

Πηγή: Deutsche Welle 
Read more... 👆

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Οι «Αρβανίτες» της Πελοποννήσου

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014 1 σχόλια
Σε μερικά χωριά, ορεινών κυρίως περιοχών της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Αχαΐα, Ηλεία, Καλάβρυτα, Κορινθία, Μεσσηνία), επίσης σε χωριά της Αττικής, καθώς και των νήσων Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Εύβοια, Άνδρος, υπάρχουν ακόμη και σήμερα Έλληνες, οι οποίοι εκτός από την Ελληνική τους γλώσσα, ξέρουν και μιλούν «Αρβανίτικα» δηλαδή μια μεικτή ελληνοαλβανική διάλεκτο, όπως οι ειδικοί επιστήμονες, οι γλωσσολόγοι, προσδιορίζουν την διάλεκτο αυτή.

Τους ευάριθμους αυτούς ελληνικούς πληθυσμούς των ανωτέρω περιοχών τους ονομάζουμε συνήθως «Αρβανίτες». Φυσικά δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τους κατοίκους της σημερινής Αλβανίας, τους Αλβανούς. Είναι και οι «Αρβανίτες» αυτοί της χώρας μας Έλληνες, σαν όλους τους άλλους με πλήρη και ακμαία την φυλετική και εθνική τους συνείδηση.

Αν μπορεί δε να γίνει κάποιος λόγος δια τους Έλληνας αυτούς, εν σχέσει με τους Αλβανούς της Αλβανίας, ο λόγος αυτός θα είναι μόνον για την ιστορία, μιαν ιστορία πολύ μακρινή της οποίας όμως η μελέτη και γνώσις θα μας δώσει την εξήγηση εις το πράγματι παράδοξο γεγονός, πώς δηλαδή στην καρδιά της Ελλάδος υπάρχουν Έλληνες που μιλούν «Αρβανίτικα».

Σε μια μου μελέτη, την διδακτορική διατριβή, με τίτλο «Η Εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», ερευνώ λεπτομερώς το ιστορικό αυτό θέμα εν τω συνόλω του. Εξετάζω δηλαδή και γενικώς το θέμα των Αλβανικών εποικισμών στη χώρα μας, κατά το τέλος του Μεσαίωνα, και ειδικότερα πραγματεύομαι τον εποικισμό Αλβανών εις την Κορινθία κατά την αυτή χρονική περίοδο.

Είναι ένα θέμα, που νομίζω ότι πέραν, του γενικότερου ιστορικού ενδιαφέροντος, έχει για μας τους Πελοποννησίους και τοπικό ενδιαφέρον αφού και στην Πελοπόννησο έχομε «Αρβανίτες».

Χωρίς να παραθέσω το πλήθος των ιστορικών στοιχείων, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας δια της διατριβής μου σχετικώς με το θέμα αυτό, θα περιορισθώ να δώσω εδώ μια σύντομη κατά το δυνατό περίληψη τούτων.

Βρισκόμαστε λίγες δεκαετηρίδες πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως εις τα χέρια των Τούρκων (1453 μ.Χ.). Η άλλοτε ισχυρά και περίλαμπρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία με την χιλιετή ιστορία της είχε δημιουργήσει τον αξιόλογο Βυζαντινό πολιτισμό, που δεν είναι άλλος παρά ο ελληνικός πολιτισμός του μεσαίωνα, ευρίσκετο στα τελευταία της. Το πρώτο μοιραίο κτύπημα το εδέχθη το 1204 μ.Χ. από τους περίφημους Φράγκους σταυροφόρους. Έκαναν τις σταυροφορίες οι χριστιανοί αυτοί της Δύσεως για να ελευθερώσουν τους Αγίους τόπους από τους οπαδούς του Μωάμεθ και στο τέλος κατέκτησαν, κατέλυσαν και διαμοιράστηκαν την χριστιανικότερη αυτοκρατορία των χρόνων εκείνων, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν το 1261 από την Κωνσταντινούπολη και ο ελληνικός αυτοκρατορικός θρόνος με την δυναστεία των Παλαιολόγων αποκατεστάθη και πάλι εις την βασιλίδα των πόλεων. Αλλ' η Αυτοκρατορία δεν ανέλαβε πλέον και δεν γνώρισε την παλαιά της αίγλη και δόξα. Πολλά Φραγκικά κρατίδια και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως διατηρήθηκαν στην ηπειρωτική κυρίως και την νησιωτική Ελλάδα, καθώς και την Πελοπόννησο, μέχρι της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Ακόμη και ελληνικά κράτη, ανεξάρτητα από την κεντρική διοίκηση του Βυζαντίου, δημιουργήθησαν.

Ένα τέτοιο ελληνικό κράτος, αρκετά ισχυρό, ήτο το περίφημο «Δεσποτάτο του Μορέως», δηλαδή της Πελοποννήσου. Οι κυριότεροι δεσπόται της Πελοποννήσου ήσαν βλαστοί της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο τελευταίος μάλιστα αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως, ο θρυλικός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε γίνει πριν δεσπότης της Πελοποννήσου.

Η Φραγκοκρατία έκανε στην Ελλάδα μεγάλο κακό. Οι διαρκείς πόλεμοι των διαφόρων Φράγκων ηγεμόνων και εναντίον των Ελλήνων και αναμεταξύ των είχαν επιφέρει σημαντική αραίωση του πληθυσμού και είχαν ερημώσει τη χώρα. Δεν έλειπαν μόνον τα απαραίτητα αγροτικά και εργατικά χέρια για την καλλιέργεια της γης και την οικονομική προκοπή της χώρας, αλλά και στρατιώτες ακόμη για τους συνεχείς πολέμους δεν εύρισκαν οι φιλοπόλεμοι Φράγκοι άρχοντες.

Ακριβώς τότε, δηλαδή στις αρχές του 14ου αιώνος, νομάδες ποιμένων Αλβανών, μαστιζόμενοι και αυτοί στη χώρα τους από πολέμους εμφυλίους και έριδες, εγκατέλειπαν την πατρική τους γη και με όλα τα υπάρχοντα, κυρίως τα ποίμνιά τους, κατήρχοντο νοτιότερα στις Ελληνικές χώρες προς εύρεση τύχης και ζωής καλλίτερης. Ο νομαδικός βίος και η ποιμενική ζωή τους διευκόλυνε στην μετακίνηση αυτή, που, πρέπει να τονισθεί, είχε γενικώς χαρακτήρα ειρηνικό.

Τέτοιους Αλβανούς νομάδες, περί τις 12.000, συναντούμε για πρώτη φορά το 1315 μ.Χ. εις τα όρη της Θεσσαλίας. Αυτός ήτο ο πρώτος σταθμός της προς νότο μετακινήσεώς των. Οι ποιμένες αυτοί Αλβανοί ορεσίβιοι και σκληραγωγημένοι, όπως ήσαν, αποτελούσαν κατάλληλο υλικό για στρατιώτες μισθοφόρους για τους στρατούς των τοπικών ηγεμόνων Φράγκων και Ελλήνων της Στερεάς και της Πελοποννήσου.

Ο πρώτος δεσπότης της Πελοποννήσου Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380) είχε στο στρατό του Αλβανούς μισθοφόρους, ο Φράγκος ηγεμών της Ευβοίας της ιδίας περίπου περιόδου είχε επίσης στην στρατιωτική του υπηρεσία μισθοφόρους Αλβανούς και ο Νέριος Ατζαγιώλης, άλλος επίσης Φράγκος ηγεμών της Κορίνθου των αυτών χρόνων είχε χρησιμοποιήσει και αυτός Αλβανούς για σκοπούς στρατιωτικούς. Όλοι αυτοί οι μισθοφόροι Αλβανοί είναι από τους γνωστούς μας ποιμένες που είχαν φύγει από την πατρίδα τους και συναντήσαμε για πρώτη φορά στα Θεσσαλικά όρη. Με την πάροδο του χρόνου κατήρχοντο νοτιότερα και διά να κερδίσουν την ζωή τους ανετότερα εμισθοφόρουν ως στρατιώται προθύμως. Ήτο άλλωστε κληρονομικό τους το επάγγελμα αυτό.

Στους Αλβανούς αυτούς οι Έλληνες και Φράγκοι άρχοντες, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν διά σκοπούς πολεμικούς, όχι μόνον έδιναν μισθό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής των υπηρεσίας, αλλά έπειτα τους παραχωρούσαν και γεωργικό κλήρο στις ορεινές περιοχές της επικρατείας των. Αξιοποιούσαν την ακαλλιέργητη και εγκαταλελειμμένη χώρα και απέβαιναν χρήσιμοι και καλοί γεωργοί. Άφηναν ευχαρίστως τη ζωή του ποιμένος για το γεωργικό επάγγελμα που τους εξασφάλιζε μόνιμη και σταθερή πια κατοικία. Αυτό είναι το όνειρο του ποιμένος σ' οποιαδήποτε φυλή και αν ανήκει. Έτσι έχομε τους πρώτους Αλβανικούς εποικισμούς σε περιοχές της χώρας μας.

Του μέτρου αυτού έκανε ευρυτάτη χρήση, περισσότερο για σκοπούς πολιτικούς και οικονομικούς, ο δεσπότης της Πελοποννήσου Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407), λίγα χρόνια προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Ο δεσπότης αυτός, αδελφός του τότε αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Παλαιολόγου, κάλεσε επίτηδες κατά τα τελευταία έτη της ηγεμονίας του (1405) 10.000 Αλβανούς ποιμένες και τους εγκατέστησε στις χώρες του δεσποτάτου του, δηλαδή στις περιοχές της Πελοποννήσου που ανωτέρω αναφέραμε.

Έχομε ρητές πληροφορίες ότι τους Αλβανούς αυτούς, οι οποίοι αρχικώς στάθμευσαν στον Ισθμό, ο δεσπότης Θεόδωρος τους εγκατέστησε κατά προτίμηση σε ορεινές περιοχές, δίνοντάς τους αξιόλογο γεωργικό κλήρο. Μας το λέγει ο Αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Παλαιολόγος στον επιτάφιο λόγο, τον οποίο εκφώνησε εις μνήμην του αποθανόντος αδελφού του Θεοδώρου, κατά την άφιξη και βραχεία παραμονή του στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό ο δεσπότης Θεόδωρος απέκτησε και ωφελίμους υπηκόους ικανούς, για τα έργα της ειρήνης, και προθύμους και ικανούς πολεμιστές, αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Αυτός είναι ο πρώτος αξιόλογος εποικισμός στις εν λόγω περιοχές της Πελοποννήσου. Μετά παρέλευση ολίγων ετών, ευθύς μετά το 1418, έχομε ένα άλλο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Αλβανών νομάδων προς την Πελοπόννησο. Ήτο το σύνολο των Αλβανών εκείνων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αιτωλία, την Ακαρνανία και στην περιοχή της Άρτας.

Οι Αλβανοί αυτοί που ήσαν και οι πολυαριθμότεροι, εξ όσων εγκατέλειψαν τη χώρα τους στις αρχές της 14ης εκατονταετηρίδος, είχαν επιτύχει το 1350 να ιδρύσουν στις ανωτέρω ελληνικές επαρχίες, μια δική τους πολιτική εξουσία. Την εξουσία των αυτή την κατέλυσε το 1418 ο Φράγκος ηγεμών της Κεφαλληνίας Κάρολος Τόκκος και τους εξεδίωξε όλους από εκεί. Ακολούθησαν τότε προς νότο το μεταναστευτικό τους δρόμο και γι' αυτό βλέπομε την Πελοπόννησο μετά τη χρονολογία αυτή πλημμυρισμένη από Αλβανούς, όπου οριστικά και μόνιμα πλέον εγκαταστάθηκαν.

Αλλά τι απέγιναν οι επήλυδες και παλαιοί εκείνοι έποικοι Αλβανοί, οι οποίοι είτε ως ποιμένες, είτε ως γεωργοί εγκαταστάθηκαν στις ορισμένες ελληνικές περιοχές που αναφέραμε; Απλούστατα εξελληνίστηκαν. Εξελληνίστηκαν δε όχι μόνον εξ ολοκλήρου, αλλά και πρωϊμότατα. Ήδη από των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας.

Ο πλήρης και πρώιμος εξελληνισμός των αγροίκων ποιμένων Αλβανών από το ιθαγενές ελληνικό στοιχείο οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας γενικός λόγος είναι ότι ο έπηλυς, δηλαδή ο ξένος, έχει ένα αίσθημα μειονεκτικότητος έναντι του ιθαγενούς. Αναγνωρίζει και παραδέχεται την υπεροχή του ντόπιου, προσαρμόζεται στις συνήθειές του αργά ή γρήγορα, και σιγά σιγά αφομοιώνεται από αυτόν.

Υπήρχαν όμως και ειδικοί λόγοι οι οποίοι κατά πολύ διευκόλυναν τον εξελληνισμό των Αλβανών αυτών. Οι Αλβανοί που κατέβηκαν στην Ελλάδα ανήκαν εις την πατριά , δηλαδή τη φάρα των Τόσκηδων.

Οι Τόσκηδες, μια από τις τρεις Αλβανικές φάρες, οι άλλες δύο ήσαν οι Γκέκηδες και οι Λιάπηδες, κατοικούσαν το εντεύθεν του Σκούμπη ποταμού τμήμα της Αλβανίας. Εκεί, γείτονες με τους Έλληνες της Ηπείρου, είχαν κατ' εξοχήν επηρεασθεί από το Ελληνικό στοιχείο, τόσον ώστε είχαν αποκτήσει πολλές ομοιότητες με τους Έλληνες.

Οι Τόσκηδες επίσης ήσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί, εν αντιθέσει με τους Γκέκηδες και Λιάπηδες που ήσαν καθολικοί. Έτσι Αλβανοί και Έλληνες επόμενο ήταν να αισθάνονται αμοιβαία συμπάθεια με την κοινή και όμοια θρησκεία που είχαν. Η Τουρκοκρατία επίσης προκάλεσε την εχθρότητα των Αλβανών εποίκων προς τους κατακτητές και αλλόθρησκους Τούρκους και τους ένωσε περισσότερο με τους Έλληνας.

Για όλους αυτούς τους λόγους πρωϊμότατα οι Αλβανοί έποικοι της Ελλάδος έχασαν την εθνική τους συνείδηση, τη συνείδηση της καταγωγής των και θεωρούσαν τους εαυτούς των Έλληνας, όπως και πράγματι έγιναν. Ο Χ. Κ. Βάμβας, μάς παρέχει, μια πολύτιμη εν προκειμένω είδηση.

Αναφερόμενος σε «Αρβανίτες» της Πελοποννήσου, που είχαν καταφύγει στις αρχές του 19ου αιώνος στην Σικελία και την Ιταλία, για να αποφύγουν τη θηριωδία των Τούρκων, γράφει ότι ο ίδιος είδε και άκουσε τέτοιους φυγάδες «Αρβανίτες» να θυμούνται με νοσταλγία τον αγαπημένο τους Μοριά, την ωραία πατρική τους γη. Παραθέτω εδώ «στα Αρβανίτικα» και εν μεταφράσει ένα μικρό δημοτικό άσμα, όπως μας το παραδίδει ο Βάμβας* και όπως το είχε ακούσει ο ίδιος από τους «Αρβανίτες» αυτούς του Μοριά.

Ο, ε μπούκουρα Μορέα
τ'σέ κουρ τε λιάσε
με νέκε τε πάσε.
Άτιε κάμ ου ζότινε τάτε.
Άτιε καμ ου μέμενε τίμε.
Άτιε κάμ ου τίμενε βλα.
Ο, ε μπούκουρα Μορέα
τσε κουρ τε λιάσε
Με νέκε τε πάσε.
 

Ο, έμορφε Μορέα,
Από τότε που σε άφησα
Πλέον δεν σε ξαναείδα
Εκεί έχω εγώ τον αφέντη πατέρα.
Εκεί έχω εγώ τη μητέρα μου.
Εκεί έχω εγώ τον αδελφό μου.
Ο, έμορφε Μορέα,
Από τότε που σε άφησα
Πλέον δεν σε ξαναείδα


Και τώρα, πριν κλείσω το ιστορικό μου αυτό σημείωμα, θα πρέπει να δώσω μιαν απάντηση σ' ένα πολύ πιθανό ερώτημα. Αφού πράγματι οι παλαιοί εκείνοι Αλβανοί έποικοι της μεσημβρινής Ελλάδος εξελληνίστηκαν ολοσχερώς πώς διατήρησαν την παλαιά τους γλώσσα και τη μιλούν και σήμερα ακόμη, έστω και παραφθαρμένη και ανάμεικτη με ελληνικά γλωσσικά στοιχεία; Το φαινόμενο είναι πράγματι περίεργο. Αλλά δεν είναι ούτε μοναδικό ούτε ανεξήγητο. Γράφω μοναδικό, γιατί έχομε και άλλα ανάλογα παραδείγματα. Θα αναφέρω ένα που είναι ελληνικό.

Είναι γνωστοί οι ελληνικοί αποικισμοί της αρχαιότητος στην Κάτω Ιταλία. Γνωστό επίσης είναι ότι οι αρχαίοι εκείνοι Έλληνες άποικοι ενίσχυσαν αργότερα, κατά τους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί του Ιουστινιανού κυρίως, με πρόσθετο ελληνικό στοιχείο, ιδιαίτερα στις περιοχές της Κάτω Ιταλίας (Απουλία και Καλαβρία ή Bova και Otranto, όπως είναι γνωστές στην ιταλική γλώσσα οι περιοχές αυτές).

Λοιπόν σε πολλά χωριά της Απουλίας και Καλαβρίας ομιλούν ακόμη και σήμερα ελληνικά, την κατωϊταλική ελληνική διάλεκτο, όπως την χαρακτηρίζουν οι γλωσσολόγοι, και της οποίας όλα τα γλωσσικά στοιχεία, παραφθαρμένα βέβαια και αλλοιωμένα είναι λέξεις ελληνικές. Φυσικά οι πληθυσμοί αυτοί της Ιταλίας ούτε καν φαντάζονται πως έχουν ή είχαν καμιά ποτέ σχέση με τους Έλληνες, είτε τους αρχαίους είτε τους Έλληνες του Βυζαντίου. Αισθάνονται και είναι πέρα για πέρα Ιταλοί. Το ίδιο ακριβώς, καθώς και οι δικοί μας «Αρβανίτες».

Γιατί όμως, αφού η συνείδηση η εθνική αλλάζει, τα ήθη και τα έθιμα και αυτά αλλάζουν, η γλώσσα τόσο πεισματικά ανθίσταται και δεν υποκύπτει εύκολα στην αλλαγή. Έχει και το φαινόμενο αυτό τα αίτιά του. Τη γλώσσα μαθαίνει κανείς μικρό παιδί από τη μάννα του. Η μητρική γλώσσα δύσκολα ξεμαθαίνεται. Ενώ τα αισθήματα και το φρόνημα εύκολα μεταβάλλονται και αλλάζουν. Στην περίπτωση δε των Αλβανών εποίκων της χώρας μας υπάρχουν και ειδικοί λόγοι, διά τους οποίους η γλώσσα τους διετηρήθη και επεβίωσε. Με την Τουρκοκρατία έλειψε το σχολείο, όπου συντελείται η στοιχειώδης μόρφωση του λαού και όπου καλλιεργείται και πλουτίζεται η γλώσσα από της παιδικής ηλικίας.

Πού λοιπόν να μάθουν ελληνικά οι εξελληνισθέντες παλαιοί Αλβανοί έποικοι, αφού σχολεία δεν υπήρχαν; Αλλά μήπως και η επαφή και επικοινωνία με το ιθαγενές στοιχείο, τους Έλληνας, ήτο πολύ συχνή και άμεση, ώστε να υποστούν την ανώτερη πνευματική και κοινωνική τους επίδραση; Οι «Αρβανίτες» εγκατεστημένοι οι περισσότεροι, όπως είπαμε ήσαν σε ορεινές κυρίως περιοχές, ευρίσκοντο τρόπον τινά απομονωμένοι, σαν σε νησίδες, από τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό. Συνεπώς δεν υφίσταντο άμεσα την πνευματική των επιρροή, ούτε και τη γλωσσική συνεπώς.

Η δουλεία επίσης του Έθνους μας ήτο ένας επί πλέον δυσμενής όρος. Γι' αυτό μόλις το Έθνος ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και άρχισαν να αποδίδονται οι καρποί της πνευματικής μας προόδου και αναπλάσεως, τα «Αρβανίτικα» εξαφανίζονται σύντομα και ασφαλώς έπειτα από μια γενεά δεν θα ακούονται πλέον.

Σήμερα όλοι οι κάτω της ηλικίας των 20 ετών «Αρβανίτες» όχι μόνον δεν μιλούν, αλλ' ούτε καταλαβαίνουν τα «Αρβανίτικα». Ασφαλώς δε έπειτα από λίγα χρόνια, ελάχιστα μόνον γλωσσικά λείψανα θα σώζονται. Θα είναι κυρίως τα τοπωνύμια. Και αυτά δεν βλάπτει καθόλου να διατηρηθούν. Σαν επιγραφές χαραγμένες επί του εδάφους θα μας θυμίζουν κάποια ιστορία ή, για να θυμηθώ τον αείμνηστο ιστορικό Λάμπρο, θα είναι τα τοπωνύμια αυτά τα τόξα μιας κατεστραμμένης γέφυρας, η οποία θα μας μεταφέρει από το παρόν εις το παρελθόν και θα μας βοηθά να μελετούμε με ασφάλεια την ιστορία του τόπου μας.

Το σύνολο των Αρβανιτών της χώρας ανερχόταν το 1879 σε 176.120 άτομα και το 1907 σε 236.707. Οι αριθμοί αυτοί, ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου του πληθυσμού της Ελλάδας, ήταν 10,65 % και 9 % αντίστοιχα. Στον αριθμό των Αρβανιτών δεν υπολογίζονται όσοι ζούσαν σε αστικά κέντρα. Οι επίσημες πληροφορίες της Στατιστικής Υπηρεσίας για τον πληθυσμό των Αρβανιτών ήταν 58.916 ή 3,56 % για το 1879 και 50.975 ή 1,94 % για το 1907.

Ιωάννης Χρ. Πούλος
Συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών

Τα Αρβανιτοχώρια στην Αχαΐα και την Ηλεία
  • Σούλι
  • Μοίρα
  • Τοπόλοβα (σήμερα Αγία Παρασκευή)
  • Μπαρδικώστα (σήμερα Κρυσταλλόβρυση)
  • Ζουμπάτα
  • Λόπεσι (σήμερα Καταρράκτης)
  • Άρλα
  • Βυθούλκα ή Μπεθούλκα
  • Γολέμι ή Γκολέμι ή Γουλέμι
  • Καγκάδι
  • Ζώγα
  • Καλέντζι
  • Καλούσι
  • Κομποθέκρα
  • Κουρτέσι
  • Κριεκούκι
  • Λόγγος
  • Λόπεσι
  • Μαζαράκι
  • Μάνεσι
  • Ματαράγκα
  • Μίραλι
  • Μιχόϊ
  • Μπαρδικώστα
  • Μπάστα
  • Μπεντένι
  • Μπολιώτι
  • Μπόρσι
  • Μπούκουρα
  • Μπράτι
  • Ρένεσι
  • Σκούρα
  • Σπάτα
  • Τόσκεσι
  • Τρεστενά
  • Τσαπόγα
  • Χαϊκάλι
Επίσης από το όμορο του Γκέρμπεσι χωριό Καρούσι κατάγονται οικογένειες με το επώνυμο Μπούσιας που ίσως να σχετίζεται με το επώνυμο Μπούας, όπως και το επίσης όμορο χωριό Μουρίκι η ονομασία του οποίου μπορεί να σχετίζεται με το όνομα Μουρίκης.
    Πενήντα ελληνικές λέξεις αλβανικής προέλευσης
    1. αλητάμπουρας [μόνο το δεύτερο μισό, βέβαια]
    2. αμπάριζα [είναι είδος αντιδανείου, αμπάρα, ιταλικής αρχής]
    3. βλάμης
    4. γκιόνης
    5. γούβα (;)
    6. ζαμάρα [φλογέρα]
    7. ζουλάπι (;)
    8. καλαμπόκι
    9. καλέσα [η ξανθιά προβατίνα]
    10. καλικούτσα [από τις Λέξεις που χάνονται]
    11. καρκαλέτσος
    12. καρούτα [ξύλινη σκάφη, ποτίστρα-Σλαβική απώτερη προέλευση]
    13. κόκα [κεφάλι, από τις Λέξεις που χάνονται]
    14. κοκορέτσι
    15. κοπέλα, κοπέλι (;)
    16. κουλαντρίζω
    17. λάγιος [για πρόβατα, σκούρο]
    18. λάλα [η κάμπια]
    19. λάπα [κοιλιά σφαγίου]
    20. λιάρος [παρδαλός]
    21. λούγκα [εξοίδημα αδένων]
    22. λουλούδι
    23. λούμπα
    24. λούτσα
    25. μάγκας (;)
    26. μάλε βράσε
    27. μαρκαλίζω (;)
    28. μαρμάγκα
    29. μπάκα
    30. μπαμπέσης
    31. μπέσα
    32. μπομπότα
    33. μπουλούκι [τουρκικής αρχής, αλλά κατά το ΛΚΝ το πήραμε μέσω αλβανικών]
    34. μπουσουλάω
    35. πίπιζα
    36. πλιάκος ο γέρος, ο παλιός-ηπειρώτικο, από εκεί δεν ετυμολογείται και η Πλάκα
    37. πλιάτσικο
    38. πρατσαλίζω [καψαλίζω, ίσως και τρίζω στη φωτιά]
    39. σβέρκος
    40. σιγκούνα
    41. σιούτος [κατσίκι ή άλλο τέτοιο ζώο χωρίς κέρατα, από τις Λέξεις που χάνονται]
    42. τάτσι μίτσι κότσι
    43. τρίλιζα
    44. τσίφτης
    45. τσουνί (;)
    46. τσούπρα
    47. φάρα
    48. φέρμελη
    49. φλετουρώ [πεταρίζω, από τις Λέξεις που χάνονται]
    50. φλογέρα
    Eπίθετα Aρβανίτικης προέλευσης

    Αδάμος (και Αδάμης)
    Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη)
    Βέρβερης (τυφλός)
    Βλαντής
    Γιάτας (μακρύς)
    Γκάζας (γελαστός)
    Γκέρμπεσης (Γερβάσιος)
    Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια του Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
    Γκιόλμας
    Γκλιάτης (μακρύς)
    Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
    Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος )
    Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι)
    Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
    Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής)
    Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)
    Καλέντζης (γανωτζής)
    Καλέσης (μαλλιαρός)
    Κάμιζας (της πλούσιας)
    Κάμπασης (κάμπες = πεζός)
    Κανάκης
    Καντρέβας (συμμαζεμένος)
    Καπαρέλης
    Κασνέσης
    Κέκης (κακός, πονηρός ­ συχνό στη Χασιά Αττικής)
    Κόκος (Κώστας)
    Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής)
    Κολόσης (Νικολάκης)
    Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)
    Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική)
    Κόρεσης (θεριστής)
    Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)
    Κούκης (κόκκινος)
    Κουρτέσης
    Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
    Κράψας
    Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)
    Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)
    ΚΑΓΚΑΣ-kenge=το ασμα,το τραγουδι.Αδυναμια αποδοσης της αρβ.λεξης.
    ΘΗΛΥΖΑΣ-thelleze-a=η περδικα.
    ΚΙΜΠΕΖΗΣ
    ΚΙΜΠΙΖΗΣ
    KIKΗΡΑΣ επαγγελματικο ονομα απο την αρβ.λεξη κικερ-α=το ρεβυθι
    ΚΟΥΜΙΣΗΣ-κι αυτο επαγγελματικο, kemishe=πουκαμισο.
    ΚΑΚΑΤΣΗΣ-πατριδωνυμικο,ο καταγομενος απο Κακατσι της ΝΑ Αλβανιας.
    ΚΑΒΑΓΙΑΣ-πατριδωνυμικο επισης,ο προερχομενος απο την Καβαγια της κεντρικης Αλβανιας.
    ΒΗΛΑΡΑΣ-ειναι επαγγελματικο,απο την αρβ.λεξη βηλαρ=τοπι,δηλ.αυτος που πουλα υφασματα.
    ΒΟΥΚΛΙΖΑΣ-σκωπτικο παρωνυμιο απο την αρβ.λεξη bukleze-a=η νυφιτσα.
    ΒΡΕΖΑΣ-προερχεται απο την αρβ.λεξη μπρεζε=το ζωναρι
    ΓΚΡΙΤΖΑΛΑΣ ειναι παρωνυμιο,απο την αρβανιτικη λεξη grizhele-a=η καρακαξα.
    ΓΚΡΕΣΤΑΣ greste-a=η αγουριδα.
    ΓΚΡΙΚΑΣ παρωνυμιο,γκρικ=λαιμος.
    ΓΚΡΟΠΑΣ Γκροπα(grope-a) σημαινει ο λακκος,το ορυγμα.
    ΓΚΡΟΥΜΑΣ-παρωννυμιο,grumas-zi=o λαρυγγας.
    ΓΟΛΕΜΑΤΗΣ-ειναι δηθεν εξελληνισμενος τυπος των αρβ.λεξεων γκολ ε μαδ=στομα
    ΔΑΓΚΛΗΣ-πατριδωνυμικο που υποδηλωνει καταγωγη απο την περιοχη Νταγκλη της Αλβανιας.
    ΔΟΥΝΗΣ υποκοριστικο του βαπτιστικου ονοματος Αντωνης.
    ΔΩΡΙΖΑΣ-doreze-a=το χερουλι,η λαβη.
    ΖΑΡΚΑΝΙΤΗΣ
    ΖΕΓΚΟΣ-πατριδωνυμικο,ο καταγομενος απο τοπωνυμιο Ζεγκου στην περιοχη Καρατροπακ
    ΖΕΗΣ-πατριδωνυμικο,ο καγομενος απο το Ζεη Τεπελενιου.
    ΖΟΓΚΑΣ-προερχεται απο την αρβ.λεξη ζογκου=πουλι.
    ΖΩΤΟΣ-ζοτ-ι=ο κυριος,ο αφεντης.
    ΛΕΖΑΣ
    ΛΕΖΟΣ παρωνυμιο απο την αρβ.λεξη λεζε-α=η ελια στο προσωπο η στο σωμα.
    ΛΕΚΚΑΣ παρωνυμιο απο την αρβ.λεξη Αλέξανδρος
    ΛΕΠΟΥΡΗΣ
    ΛΕΠΟΥΡΑΣ-παρωνυμιο ,λεπουρ-ι=ο λαγος.
    ΛΙΑΚΡΑΣ-λιακρ-α=τα χορτα.
    ΛΙΑΜΠΟΤΗΣ-λιαμποτ-ι=ενα ειδος χορτου.
    ΛΙΑΣΚΑΣ-λιασκ-α=το κλημα που παραχωνουν για καταβολαδα.
    ΛΟΥΒΑΡΗΣ-λουβερ=δηλητηριο.
    ΛΙΑΡΑΣ
    ΛΙΑΡΟΣ παρδαλο,το ποικιλοχρωμο,το καταστικτο.
    Λάντας (δρυς;)
    Λότσας (φίλος)
    Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς)
    Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης)
    Μαζαράκης
    Μάζης (κορυφαίος)Μάνεσης (βραδύς)
    Μάριζας (της Μαρίτσας)
    Μαύρεσης
    Μέγκουλας
    Μελέτης
    Μενάγιας
    Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ηπειρο)
    Μόλας (μόλε = μήλο)
    Μουζάκης
    Μπανίκας
    Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)Μπαρμπάτης
    Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
    Μπάστας
    Μπελόκας
    Μπελούσης
    Μπέτσης
    Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου ­ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
    Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος)
    Μπόζος (βαρέλας)
    Μπόρσας (πουγκής)
    Μπούας
    Μπούζης (χειλάς)
    Μπουζίκης
    Μπούκουρας (ωραίος)
    Μπούμπας (μαμούνας)
    Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη)
    Ντόριζας (μικροχέρης)
    Παναρίτης (από το Φανάρι)
    Πέτας (πίτας)
    Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
    Προγόνης
    Ρένεσης (ψεύτης)
    Σγούρης
    Σκλέπας (κουτσός)
    Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία)
    Σκούρας
    Σούγκρας (που τσουγκρίζει)
    Σούκουλας (κουρελής)
    Σούλης (ψηλός, λεβέντης)Σουμάκης
    Σούρπης (ρουφηχτής)
    Σπάτας (σπάθας)
    Στίνης (που σπρώχνει)
    Σχηματάρης (κομψευόμενος)
    Σχίζας
    Τάτσης (Δημητράκης)
    Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)
    Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)
    Φούντης (πάτος)
    Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
    Χέλμης (φαρμάκης)

    Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες»
    Read more... 👆

    Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

    Οι Σλάβοι στην Ελλάδα

    Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2014 0 σχόλια
     
    Τα Σλάβικα τοπωνύμια και ειδικά τα μακροτοπωνύμια (αστικά) που έχουν μείνει σ' όλη την Ελλάδα και ειδικά στην Πελοπόννησο, είναι αψευδείς μάρτυρες της μακροχρόνιας παρουσίας Σλάβων σ' αυτούς τους χώρους.

    Και για να μείνουν τα τοπωνύμια πάνω από χίλια χρόνια αδιατάρακτα ανάμεσα στους Έλληνες που έζησαν σε αυτά τα μέρη θα πει ότι η παρουσία των Σλάβων ήταν έντονη και μακροχρόνια.

    Το γεγονός αυτό έκανε το Γερμανό ιστορικό Φαλμεράγιερ να πει ότι η Ελλάδα εκσλαβίστηκε και ότι δεν έμεινε ζωντανός Έλληνας μετά το πέρασμα από δω των Σλάβων. Κι όμως οι Σλάβοι αυτοί εξελληνίστηκαν!

    Σ' όλη την Ελλάδα έχουν καταγραφεί, κατά τον Γερμανό ιστορικό Μάξ Βάσμερ (Vasmer) 2.123 μακροτοπωνύμια δηλαδή τοπωνύμια αστικών κέντρων και δεκάδες χιλιάδες μικρότερα τοπωνύμια ή αγροτικές περιοχές καθώς και χιλιάδες λέξεις, που πέρασαν και μετά πλάστηκαν για να γίνουν λειτουργικές στην Ελληνική γλώσσα. Για παράδειγμα αναφέρουμε εδώ τις πολύ κοινές λέξεις της νεοελληνικής γλώσσας λόγγος, λαγκάδα, βάλτος.

    Μία ακόμη παρατήρηση πάνω στα Σλάβικα τοπωνύμια, είναι αρκετά διαφωτιστική για τον τρόπο που έγινε η εγκατάσταση στον Ελλαδικό χώρο. Τα Σλάβικα τοπωνύμια εντοπίζονται βασικά σε ορεινές περιοχές και πολύ λιγότερα σε πεδινές περιοχές και ελάχιστα σε παράλια. Οι Σλάβοι που διείσδυσαν στον Ελλαδικό χώρο έμειναν στις πλαγιές των βουνών και ασχολούνταν βασικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

    Τα μακροτοπωνύμια σλαβικής προέλευσης κατά το Μαξ Βάσμερ κατανέμονται ως εξής στις περιοχές της Ελλάδας: Μακεδονία 730, Θράκη 45, Ήπειρος 412, Θεσσαλία 165, Αιτωλοακαρνανία 98, Ευρυτανία 48, Φθιώτιδα 55, Φωκίδα 45, Βοιωτία 22, Αττική 18, Πελοπόννησος 429, Εφτάνησα 16, Εύβοια 19, Νησιά του Αιγαίου 4 και Κρήτη 17. Τα μακροτοπωνύμια δείχνουν την έκταση της Σλαβικής εγκατάστασης στον Ελλαδικό χώρο.

    Οι Σλάβοι δεν πρέπει να πέρασαν από τον Ισθμό της Κορίνθου. Κατέβηκαν από την Αιτωλοακαρνανία και πέρασαν από το Αντίρριο- Ρίο. Ο μεγάλος αριθμός μακροτοπωνυμίων δείχνει την πορεία τους προς τα ΒΔ. και Δ. της Πελοποννήσου. Ακολούθησαν δηλαδή το δρόμο που είχαν ακολουθήσει στην αρχαιότητα διάφορα φύλα για να φτάσουν στην Πελοπόννησο: Πελασγοί, Ίωνες, Αρκάδες, Αζάνες, Λυκάονες και τελικά οι Δωριείς.

    Η εμφάνιση των Σλάβων στη Βαλκανική.

    Οι Σλάβοι ως τα χρόνια του Ιουστινιανού( βασίλευσε από το 527 έως το 565) κινούνταν ως το Δούναβη μαζί με τους Αβάρους.

    Καθώς κατάρρευσαν οι στρατιωτικές δυνάμεις των Βυζαντινών στην περιοχή του Δούναβη, οι Σλάβοι διεισδύουν στο χώρο της Β. Βαλκανικής και φτάνουν και στην περιοχή Μακεδονίας. Η επέκταση των Σλάβων στον Ελλαδικό χώρο θα συνεχιστεί ως το 641. Στο διάστημα αυτό οι Σλάβοι έχουν περάσει και στην Πελοπόννησο και σε κάποια νησιά του Αιγαίου.

    Οι Βυζαντινοί θα γυρίσουν σύντομα και θα επιβάλουν την εξουσία τους, αναγνωρίζοντάς τους Σλάβους που είχαν εγκατασταθεί εκεί κατόχους σ' ορισμένα σημεία. Στην Πελοπόννησο έχουμε εγκατάσταση Σλάβων στο Χελμό τον Ερύμανθο και στην Αρκαδία από την πρώτη εισβολή τους. Οπωσδήποτε έδιωξαν τους Βυζαντινούς άρχοντες και πήραν τη θέση τους. Δεν φαίνεται να κάνουν κρατικό μόρφωμα. Οι Βυζαντινοί που κρατάνε τις πόλεις και τα παράλια τους απώθησαν νωρίς προς τις πλαγιές των βουνών. Από κει θα κάνουν επιδρομές στους κάμπους, αλλά αρχικά δεν έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα.

    Στις αρχές του 8ου αιώνα η Πελοπόννησος γνωρίζει μια τρομερή καταστροφή: χτυπιέται από πανούκλα. Ο πληθυσμός της αφανίζεται και η χώρα σχεδόν ερημώνεται. Και όταν περάσει η πανούκλα, η χώρα βρίσκεται στο έλεος των Αράβων πειρατών(Σαρακηνών). Τότε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) αποφασίζει να μεταφέρει εδώ ένοπλα τμήματα, «τύπου ακριτών», για να προστατεύσουν την χώρα. Έτσι κατόρθωσε να μισθώσει δυο ομάδες Σλάβων: τους Μίληγγες και τους Εζερίτες, που τους τοποθέτησε στις πλαγιές του Ταΰγετου και του Ερυμάνθου.

    Οι του Ταϋγέτου ανέλαβαν τον έλεγχο των Ν. παραλίων της Πελοποννήσου και εκείνες του Ερυμάνθου τα Δ. παράλια προς το Ιόνιο Πέλαγος. Την ίδια εποχή εγκαθίστανται και στα Αροάνια(Χελμός) για τον ίδιο σκοπό.
    Αυτές οι δυο εγκαταστάσεις θεωρούνται Σκλαβηνίες .(κρατικά μορφώματα)
    Αυτοί οι Σλάβοι φρουροί ήταν αυτόνομοι και πολλές φορές θα εξεγερθούν κατά των Βυζαντινών, αλλά πάντα υποτάσσονταν στις ένοπλες βυζαντινές δυνάμεις χωρίς να εκδιώκονται και μένουν υποτελείς του Βυζαντίου στην ίδια περιοχή.

    Στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’(802- 811) οι Σλάβοι της Πελοποννήσου αποστάτησαν και προχώρησαν σε αρπαγές των γύρω περιοχών. Στη συνέχεια συμμάχησαν με Σαρακηνούς πειρατές που είχαν κατακλύσει τότε το Αιγαίο και χτύπησαν την ισχυρότερη πόλη της Πελοποννήσου, την Πάτρα. Την πολιόρκησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν.

    Ο θρύλος λέει ότι τους Σλάβους τους απέκρουσε ο Άγιος Ανδρέας. Οι Μίληγγες και Εζερίτες υποτάχθηκαν και πάλι στους Βυζαντινούς, διατηρώντας μία κάποια αυτονομία και πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Η υποταγή τους έγινε το 807 και ο φόρος υποτέλειας δίνονταν στον Άγιο Ανδρέα της Πάτρας.

    Το 924 έχουμε νέα εισβολή Σλάβων(Σκλαβηνών) από την Μακεδονία στην Πελοπόννησο. Ακολούθησαν τον Βούλγαρο ηγεμόνα Συμεών. Η εισβολή επαναλήφθηκε το 927 και έμειναν στην Πελοπόννησο ομάδες Σλάβων και μετά την αποχώρηση του Συμεών.

    Η εγκατάσταση των Σλάβων.

    «Όπως όλοι οι βάρβαροι στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σπάνε τα σύνορα και μπαίνουν στο χώρο της Αυτοκρατορίας σέρνοντας συνήθως μαζί τους τις οικογένειες και τα γιδοπρόβατά τους, με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί. Για να το πετύχουν αυτό χτυπούσαν τις ένοπλες δυνάμεις του Βυζαντίου που έλεγχαν μία συγκεκριμένη περιοχή. Δεν αφάνιζαν τον πληθυσμό της περιοχής. Και γι' αυτό δεν εγκαθίστανται σε πεδιάδες. Έπιαναν τα ριζά των ορεινών όγκων και άφηναν τους κάτοικους να συνεχίζουν τη ζωή τους.

    Οι βάρβαροι που εισέβαλαν και έπιαναν μία περιοχή εγκαθιστούσαν ένα κάποιο κρατικό μόρφωμα παρόμοιο με κείνο που θα συναντήσουμε στα κατοπινά χρόνια στο Σούλι, που κυριαρχούσε στα γύρω του εξήντα χωριά και φυσικά κρατάνε και τα κοπάδια τους που βόσκουν στους ελεύθερους χώρους.

    Οι πρώτοι Σλάβοι που εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο έπιασαν τις πλαγιές των βουνών, ενώ τις πόλεις και τους κόμβους τα κρατούσαν οι Βυζαντινοί. Εκεί ζούσε ο Ελληνικός πληθυσμός που άντεξε τις καταστροφές που προκάλεσαν οι βάρβαροι οι οποίοι έφτασαν στα μέρη τους. Οι Σλάβοι έπιασαν τις πλαγιές των βουνών και εκδιώχτηκε ο πληθυσμός που ζούσε εκεί. Γι' αυτό εδώ θα έχουμε χείμαρρους Σλαβικών τοπωνυμίων.

    Εντελώς διαφορετική ήταν η εγκατάσταση Σλάβων στη Β. Βαλκανική. Στη Β. Βαλκανική οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες του 4ου και 5ου αιώνα αποφάσισαν να δημιουργήσουν ζώνες ασφαλείας της αυτοκρατορίας. Έδωσαν το χώρο που βρίσκεται μεταξύ του Δούναβη και του Αίμου και σε προέκταση και Δ. ως την Αδριατική σε σλαβικά φύλα, που θα έπαιρναν τον χαρακτήρα του Ομόσπονδου. Κάλεσαν αυτά τα φύλα που περιφέρονταν στους πέρα από το Δούναβη χώρους να εγκατασταθούν μόνιμα στο χώρο μεταξύ του Αίμου-Δούναβη. Και από το χώρο αυτό σήκωσαν όλο σχεδόν τον πληθυσμό και τον μετέφεραν σε άλλους χώρους( κύρια στη Μικρά Ασία). Τα κτήματα και τους οικισμούς τους παρέδωσαν στους ομόσπονδους Σλάβους, με τον όρο ότι θα υπερασπίζουν τα σύνορα του Δούναβη.

    Φυσικά οι Σλάβοι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους προς το βυζαντινό κράτος. Δε διαφύλαξαν τα σύνορα. Αντίθετα μάλιστα ήρθαν σε επαφή με τους πέρα από το Δούναβη ομοφύλους τους και τους Αβάρους και όλοι μαζί εισέβαλαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την ερήμωσαν φτάνοντας ως την Πελοπόννησο. Έτσι για ένα διάστημα κυριάρχησαν στον Ελλαδικό χώρο. Τι σημαίνει όμως αυτό το «κυριάρχησαν»; Ακριβώς για τούτη την περίοδο μιλάει ο Φαλμεράγιερ όταν λέει ότι η Ελλάδα εκσλαβίστηκε.

    Τονίζουμε για άλλη μία φορά ότι παρά τις καταστροφές που προκάλεσε η αβαροσλαβικλή επιδρομή, ο ελληνικός πληθυσμός δεν αφανίστηκε. Οι ομάδες των Αβαροσλάβων που κυριάρχησαν, αριθμητικά ήταν ελάχιστες έναντι του πληθυσμού που επέζησε. Με την δύναμη των όπλων και κρατώντας βασικά ορεινά σημεία υπέτασσαν τα γύρω χωριά και τα υποχρέωναν να τους πληρώνουν φόρους. Ήταν και παρέμειναν ως το τέλος ένα είδος στρατού κατοχής.

    Οι Βυζαντινοί στα κατοπινά χρόνια εγκατέστησαν στα όρια του βυζαντινού χώρου διάφορες άλλες ομάδες με σκοπό την άμυνα της περιοχής. Ήταν κατά κύριο λόγο Βλάχοι που ως νομάδες κινούνταν σ' όλη την Βαλκανική. Οι Βλάχοι αυτοί εξελληνίστηκαν γρήγορα και έγιναν βασικό στοιχείο του ελληνισμού.

    Οι εισβολές βαρβάρων από τη Β. Βαλκανική συνεχίζονται τον 11ο αιώνα. Είναι κύρια Γότθοι, που τελικά φεύγουν από τον ελλαδικό χώρο χωρίς να αφήσουν ίχνη, της εδώ παρουσίας τους. Το Βυζάντιο τους εξαγόρασε και τους έστρεψε προς τη Δύση, εκτός από ένα μέρος που εντάχθηκε στο στρατό του Βυζαντίου. Η κίνηση των Γότθων μας δίνει τη χαρακτηριστική εικόνα των επιδρομών αυτών. Έφτασαν και αυτοί ως την Πελοπόννησο. Κατέστρεψαν πόλεις, έκαψαν κυριολεκτικά την χώρα και τελικά αποσύρθηκαν για να στραφούν προς την Ιταλία. Ο ελληνικός πληθυσμός αποδεκατίστηκε, αλλά παρέμεινε στη θέση του.

    Η κατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο αλλάζει ριζικά μετά την εμφάνιση των Φράγκων το 1204.

    Οι Παλαιολόγοι έσπρωξαν τα λαϊκά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού και των Σλάβων σε έναν απελπισμένο αγώνα κατά της άγριάς τους εκμετάλλευση. Οι Παλαιολόγοι θέλουν να δημιουργήσουν χώρους για να τοποθετηθούν οι Βυζαντινοί ευγενείς που εκτοπίστηκαν από τη Μικρά Ασία και έφταναν στην Πελοπόννησο. Τα λαϊκά στρώματα, Έλληνες και Σλάβοι, βρίσκονται σε κοινούς αγώνες. Και αυτό τους φέρνει πολύ κοντά. Σπάνε τα πλαίσια της αποκλειστικής κοινωνίας των Σλάβων και τελικά συγχωνεύονται μέσα στους κοινούς αγώνες με τους Έλληνες.

    Στην προσπάθεια για την κατάκτηση της υπόλοιπης Πελοποννήσου οι Παλαιολόγοι μίσθωσαν περί τους 10.000 Αρβανίτες, βασικά από τις φάρες των Μπουαίων και τους εγκατέστησαν στο χώρο της Αρκαδίας ( Τεγέα και γύρω περιοχή ), όπου τους παραχώρησαν στρατιωτόπια, δηλαδή χώρο για να βόσκουν τα κοπάδια τους και να καλλιεργούν (τέλη του 13ου αιώνα).

    Αυτήν την εποχή εκτός από τους Φράγκους που ελέγχουν το μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, οι Βενετσάνοι κατείχαν μερικά λιμάνια( Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη κλπ.). Οι Βενετσάνοι χρησιμοποιούν Αρβανίτες και Σκλαβούνους (Σλάβους) μισθοφόρους. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν σε διάστημα ενός αιώνα όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, εκτός από Βενετσιάνικα λιμάνια.

    Καθώς το Βυζάντιο χάνει και τις τελευταίες του περιοχές στη Μικρά Ασία, όλο και περισσότεροι Βυζαντινοί ευγενείς φτάνουν στη Λακωνία. Και οι δεσπότες του Μιστρά για να εξασφαλίσουν κτήματα για τους ευγενείς αυτούς, αφαίρεσαν και τα κτήματα που είχαν δοθεί στους Αρβανίτες μισθοφόρους. Και ενώ ήταν αρχικά απαλλαγμένοι από φόρους, τους φορολόγησαν. Αυτοί οι μισθοφόροι Αρβανίτες στασίασαν. Μαζί τους εξεγέρθηκαν και οι χωρικοί της υπαίθρου. Η εξέγερση παίρνει διαστάσεις πραγματικής επανάστασης στις αρχές της δεκαετίας του 1450-1460, την εποχή που τελικά έπεφτε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους.

    Μέσα σ' αυτό το κλίμα πραγματοποιείτε η συγχώνευση όλων των ομάδων που ζούσαν εκείνα τα χρόνια στο Μοριά σε ενιαία εθνότητα: την Ελληνική. Για πρώτη φορά οι Σλάβοι που κράτησαν την ιδιαιτερότητά τους τόσους αιώνες τη χάνουν και συγχωνεύονται στη νεοελληνική εθνότητα. Το ίδιο γίνεται και με τους Αρβανίτες που είχαν μεταφερθεί ως μισθοφόροι από τους ίδιους τους Παλαιολόγους.

    Ο κοινός εχθρός, το καθεστώς των Παλαιολόγων έγινε καταλύτης για τις ομάδες που ζούσαν στην Πελοπόννησο. Οι Παλαιολόγοι για να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους, που ουσιαστικά κατέλαβαν όλη την Πελοπόννησο εκτός από μερικά κάστρα μέσα στα οποία είχαν κλειστεί οι πιστοί στους Παλαιολόγους μαχητές και οι ίδιοι οι Παλαιολόγοι, γύρεψαν τη βοήθεια των Τούρκων, των Τούρκων που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη!

    Οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Τούρκο στρατηγό Τουραχάν εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και χτύπησαν τους εξεγερμένους.

    Για άλλη μία φορά οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν και κατέφυγαν στα ίδια μέρη, για να γυρίσουν και πάλι μόλις έφυγαν οι Τούρκοι. Τελικά, το 1462 κατέβηκε ο ίδιος ο Μωάμεθ Β’ στην Πελοπόννησο. Ο Θωμάς Παλαιολόγος διέφυγε στην Δύση μαζί με μερικούς από τους Βυζαντινούς άρχοντες, ενώ ο Δημήτριος Παλαιολόγος με την πλειοψηφία των Βυζαντινών αρχόντων παραδόθηκαν με όρους στον Μωάμεθ. Ο Δημήτριος έδωσε την κόρη του στο χαρέμι του Μωάμεθ Β’ και πήρε ως ανταμοιβή για την παράδοση το πασαλίκι του Πόρτο Λάγος.

    Οι Τούρκοι θα πάρουν τα τιμάρια εκείνων που ακολούθησαν τον Θωμά Παλαιολόγο και έφυγαν για τη Δύση। Αυτά μόνο θα γίνουν Τουρκικά। Στα άλλα έμειναν οι Βυζαντινοί άρχοντες. Οι άρχοντες πέτυχαν την αναγνώριση της δικής τους εξουσίας ως υποτελείς του σουλτάνου. Η Πελοπόννησος αναγνωρίστηκε ως υποτελής ηγεμονία. Την εσωτερική εξουσία την ασκούσαν οι ελληνόφωνοι άρχοντες, που σχημάτιζαν μία τοπική κυβέρνηση με το όνομα Μοραγιάννηδες (καπετάνιοι του Μοριά) που ασκούσε όλα τα καθήκοντα μίας κυβέρνησης εκτός από το «Υπουργείο Στρατιωτικών» όπως θα λέγαμε σήμερα και το «Υπουργείο Εξωτερικών».

    Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι έχουν συγχωνευτεί στην ενιαία ελληνική εθνότητα Αρβανίτες και Σλάβοι και έχασαν τις ιδιαιτερότητές τους.Και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο γίνεται συγχώνευση όλων των ομάδων που βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο. Ιδιαίτερα συγχωνεύονται και αφομοιώνονται στην Ελληνική εθνότητα οι Αρβανίτες, που είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο ως μισθοφόροι και οι Αρβανίτες μισθοφόροι που έσερναν μαζί τους οι Βενετσιάνοι και μετά τη νίκη των Τούρκων έμειναν στον ελλαδικό χώρο. Επίσης αφομοιώθηκαν πλήρως οι βλάχικες ομάδες και οι σλαβοαρβανίτικες (Μαλακάσιοι κ.α.)

     100 σλαβικές λέξεις στην ελληνική γλώσσα


    Ιδιωματικές λέξεις σλαβικής προέλευσης στα ελληνικά.
    • αστρέχα [το γείσο της στέγης]
    • βεδούρι [ξύλινο δοχείο για το γάλα]
    • γράνα [χαντάκι]
    • γρεντιά [ξύλινο δοκάρι]
    • καρούτα [ποτίστρα για τα ζώα]
    • καρτόφι [πατάτες στα ποντιακά]
    • καστραβέτσι [αγγούρι]
    • μισίρκα [γαλοπούλα στα σερρέικα]
    • οβορός [περιφραγμένη αυλή]
    • πλόσκα [ξύλινο φλασκί]
    • σμερδάκι [χαμοδράκι, είδος ξωτικού]
    • σουβάλα [φυσικός ταμιευτήρας νερού]
    • τσέργα [βελέντζα] 

    Και για να ολοκληρώσουμε τη δουλειά μας, ενοποιούμε τους τρεις πίνακες σε έναν και έχουμε 100 ελληνικές λέξεις σλαβικής προέλευσης:
    1. αγκιτάτορας
    2. ασβός
    3. αστρέχα [το γείσο της στέγης]
    4. βάβω/μπάμπω
    5. βαγένι
    6. βάλτος
    7. βαρδάρης
    8. βεδούρα [ξύλινο δοχείο για το γάλα]
    9. βερβερίτσα
    10. βίδρα
    11. βίτσα
    12. βλάχος
    13. βοεβόδας
    14. βολοδέρνω [κατά το ΛΚΝ μόνο, ο Μπαμπινιώτης παράγει τη λέξη από τον βώλο του χώματος]
    15. βότκα
    16. βρικόλακας
    17. γιάφκα
    18. γκλάβα
    19. γκλαβανή [η καταπακτή]
    20. γκορτσιά
    21. γουστερίτσα
    22. γράνα [χαντάκι]
    23. γρεντιά [ξύλινο δοκάρι]
    24. ζαβλακώνομαι [κατά Μπαμπινιώτη μόνο, το ΛΚΝ παράγει από ζαβώνω+βλακώνω]
    25. ζαλίκι [φορτίο, και ρ. ζαλικώνω/ζαλώνω]
    26. ζούζουλο [ζωύφιο]
    27. ιντελιγκέντσια
    28. καρβέλι
    29. καρούτα [ποτίστρα για τα ζώα]
    30. καρτόφι [πατάτες στα ποντιακά]
    31. καστραβέτσι [αγγούρι]
    32. κλούβιος [κατά ΛΚΝ, ο Μπαμπινιώτης εκφράζει επιφυλάξεις]
    33. κνούτο
    34. κολεκτίβα
    35. κολχόζ
    36. κόρα
    37. κόσα [γεωργικό κοπτικό εργαλείο]
    38. κοτσάνι [ο Μπαμπινιώτης θεωρεί πως είναι τουρκικό δάνειο, πιθανώς σλαβικής απώτερης αρχής]
    39. κοτσίδα [ο Μπαμπινιώτης δίνει ελληνική ετυμολογία]
    40. κουλάκος
    41. κουνάβι
    42. κούρκος
    43. κουρνιάζω
    44. κουτάβι
    45. λακκούβα [με παρετυμολογία προς τον λάκκο]
    46. λόγγος
    47. λούτσα [κατά Μπαμπινιώτη είναι αλβανικό δάνειο]
    48. μαγούλα
    49. μαζούτ [το ΛΚΝ το θεωρεί δάνειο από αγγλ. ή γαλλικά, ρωσικής αρχής]
    50. μενσεβίκος
    51. μισίρκα [γαλοπούλα στα σερρέικα]
    52. μόρα
    53. μουζίκος
    54. μουντός
    55. μπαλαμούτι
    56. μπάρα [με τη σημασία 'λάκκος με νερά, λιμνούλα']
    57. μπέμπελη
    58. μπολσεβίκος
    59. μπουχός
    60. μπράτιμος
    61. μπροστέλα [με παρασύνδεση με τη λέξη 'μπροστά']
    62. νομενκλατούρα
    63. ντιρεκτίβα
    64. ντόμπρος
    65. οβορός [περιφραγμένη αυλή]
    66. πάπρικα
    67. περεστρόικα
    68. πέστροφα [παρετυμ. σύνδεση με το "επιστρέφω"]
    69. πιροσκί
    70. πλάβα [βάρκα λιμνίσια χωρίς καρίνα]
    71. πλόσκα [ξύλινο φλασκί]
    72. πογκρόμ
    73. προβοκάτσια
    74. πρόγκα
    75. ραβάνι [το ρυθμικό βάδισμα αλόγου, ο πλαγιοτροχισμός]
    76. ραβασάκι
    77. ρεκάζω
    78. ρήσος [ο λύγκας]
    79. ρούβλι
    80. ρούχο
    81. σαμοβάρι
    82. σανός
    83. σβάρνα
    84. σέμπρος
    85. σμερδάκι [χαμοδράκι, είδος ξωτικού]
    86. σοβιέτ
    87. σουβάλα [φυσικός ταμιευτήρας νερού]
    88. σπούτνικ
    89. στούμπος
    90. τζόρας
    91. τραντάζω [ο Μπαμπινιώτης δίνει και ελληνική εκδοχή]
    92. τρόικα
    93. τσαντίλα [το αραιοφαμένο σακούλι]
    94. τσάρος
    95. τσέλιγκας
    96. τσέργα [βελέντζα]
    97. τσίπα
    98. τσίτσα [ξύλινο δοχείο για κρασί]
    99. φράξια
    100. χουγιάζω
    Κατάλογος των σλαβικών ονομάτων χωριών στην Αχαΐα:
    1. Ἀλέσταινα,
    2. Ἀναστάσοβα
    3. Ἀραβωνίτσα
    4. Ἀραγόζενα
    5. Ἀράχοβα
    6. Ἄρλα
    7. Βαλκουβίνα
    8. Βάλτος
    9. Βάλτσα
    10. Βελβίτσι
    11. Βέλια
    12. Βελιβίνα
    13. Βελιτσές
    14. Βελλά
    15. Βερβοβίτσι
    16. Βεργουβίτσα
    17. Βερσοβά
    18. Βερσίτσι
    19. Βερσοβίτσι
    20. Βίδοβο
    21. Βισοκά
    22. Βλωβοκά,
    23. Βόδοβα
    24. Βόστιτσα
    25. Βραχνί
    26. Βρέσταινα
    27. Βρέστενα
    28. Γαρδενά
    29. Γκέρμπεσι
    30. Γολέμι
    31. Γουμενίτσα
    32. Γρεβενόν
    33. Δεσινόν
    34. Δουμενά
    35. Δούνιτσα
    36. Δράγανον
    37. Δρεστενά
    38. Δροβολοβόν
    39. Ζαροῦχλα
    40. Ζουμπάτα
    41. Κακοτάρι
    42. Καλάβρυτα
    43. Καλέντζι
    44. Καλούσι
    45. Καμενιάνον
    46. Καμενίτζα
    47. Καμενίτσα
    48. Κεράσοβα
    49. Κλόκοβα
    50. Κόκοβα
    51. Κουνινά
    52. Κράβαρι
    53. Κράλη
    54. Κρασέτσα
    55. Κρόκοβα
    56. Κυρίτσοβα
    57. Λόγγος
    58. Λουμπίτσα
    59. Μιχόϊ
    60. Μοστίτσι
    61. Μουρόχοβα
    62. Μπάλα
    63. Μπράτι
    64. Νεζερά
    65. Ὀμπλοῦ
    66. Πεπελενίτσα
    67. Πιτίτσα
    68. Ποροβίτσα
    69. Πρεβεζόν
    70. Προβοδόν
    71. Προστοβίτσα
    72. Ῥαλλιά
    73. Ῥίκαβα
    74. Ῥουφιᾶς
    75. Σαλμενῖκον
    76. Σανταμέρη
    77. Σελιανίτικα
    78. Σελίτσα Πτέρη
    79. Σελλᾶ
    80. Σελλιάνα
    81. Σοποτόν
    82. Σούβαρδον
    83. Σουδενά
    84. Στρέζοβα
    85. Συλίβαινα
    86. Συρμπάνι
    87. Τοπόλοβα
    88. Τραγανόν
    89. Τσαραβίνα
    90. Φώσταινα
    91. Χελμός
    92. Χόζοβα
    Read more... 👆

    Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

    Μέγας Κωνσταντίνος & Αγία Ελένη

    Τετάρτη, Μαΐου 21, 2014 0 σχόλια
    Μέγας Κωνσταντίνος

    Ρωμαίος αυτοκράτορας (324-337).Ονομάστηκε Μέγας για το πολυσύνθετο έργο του, που επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την παγκόσμια ιστορία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο, επειδή υποστήριξε παντοιοτρόπως τον Χριστιανισμό. Η μνήμη του συνεορτάζεται μαζί με αυτή της μητέρας του Αγίας Ελένης στις 21 Μαΐου.

    Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν τον θεωρεί Άγιο, επειδή βαρύνεται με τη δολοφονία του γιου του Κρίσπου και της δεύτερης συζύγου του Φαύστας.

    Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272 στην Ναϊσσό της Άνω Μοισίας (σήμερα Νις Σερβίας) και ήταν γιος του ρωμαίου αξιωματικού Κωνστάντιου Χλωρού και της συζύγου ή παλλακίδας του Ελένης. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα κοντά στον πατέρα του και από νεαρής ηλικίας κατατάχθηκε στον ρωμαϊκό στρατό, όπου διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες και την εν γένει προσωπικότητά του. Η προώθηση του πατέρα του στα ανώτατα κλιμάκια της αυτοκρατορίας βοήθησε και τη δική του ανέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία της Ρώμης.

    Το 305 ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία του στη Μεγάλη Βρετανία και μετά τον θάνατό του (7 Ιουλίου του 306) ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα διάδοχός του με τον τίτλο του Αυγούστου στο Εβόρακο (σήμερα Γιορκ). Σε μία περίοδο μεγάλων εντάσεων στην αυτοκρατορία εξαιτίας της πολυαρχίας, ο Κωνσταντίνος θέλησε να γίνει κυρίαρχος πρώτα στο Δυτικό τμήμα και στη συνέχεια στο Ανατολικό. Γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να επικρατήσει του άλλου Αύγουστου της Δύσης, του Μαξέντιου.

    Οι στρατοί του Κωνσταντίνου και του Μαξέντιου συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 312 στα περίχωρα της Ρώμης, κοντά στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη. Την παραμονή της μάχης, στις 27 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος είδε το περίφημο όραμά του, σύμφωνα με το οποίο ακτίνες φωτός σχημάτισαν στον ουρανό ένα σταυρικό σύμπλεγμα με τη φράση “Εν τούτω Νίκα”. Το περιστατικό αυτό, το οποίο το θεώρησε ως “θεία έμπνευση”, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του ικανότητες, τον οδήγησαν την επομένη (28 Οκτωβρίου) σε μία περήφανη νίκη επί του Μαξέντιου, που τον κατέστησε κυρίαρχο της Δύσης.

    Παρότι δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον Χριστιανισμό, διείδε τη δυναμική της θρησκείας αυτής και αποφάσισε να την υιοθετήσει και να την εντάξει στην πολιτική του. Το 313 υπέγραψε με τον σύμμαχό του στην Ανατολή Λικίνιο το “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, με το οποίο κατοχυρωνόταν η αρχή της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας στην επικράτειά του. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από το 311 με το διάταγμα του αυτοκράτορα Γαλέριου, που έπαυε τους διωγμούς κατά των χριστιανών.

    Οι φιλοδοξίες του Κωνσταντίνου δεν σταματούσαν με την επικράτησή του στη Δύση. Ήθελε να κυριαρχήσει σε όλη την αυτοκρατορία και γι' αυτό πολύ γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τον σύμμαχό του στην Ανατολή και γαμπρό του Λικίνιο (Ο Λικίνιος ήταν σύζυγος της αδελφής του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίας). Ο Κωνσταντίνος επικράτησε σε σειρά μαχών και ναυμαχιών και το 324 έγινε κυρίαρχος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.

    Μετά την επικράτησή του, κύριο μέλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανόρθωση της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Με μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησε, αποκατέστησε την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και περιόρισε τις κεντρόφυγες τάσεις, με την κατάργηση των αξιωμάτων του Αύγουστου και του Καίσαρα, ενώ περιόρισε σημαντικά τις εξουσίες της Συγκλήτου.

    Στο οικονομικό πεδίο, έκοψε νέο νόμισμα, το σόλιδο και προέβη σε μαζικές αγορές χρυσού, που όχι μόνο το σταθεροποίησαν, αλλά το κατέστησαν το σταθερότερο νόμισμα στη διεθνή αγορά μέχρι τον 11ο αιώνα. Στο διοικητικό πεδίο, η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ριζική ανανέωση της αυτοκρατορίας που επιδίωκε ο Κωνσταντίνος. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330.

    Η εύνοια του Κωνσταντίνου προς την εκκλησία εκδηλώθηκε με το σταθερό του ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της εσωτερικής της ενότητας, που είχε διαρρηχθεί από την αίρεση του Αρειανισμού. Γι’ αυτό το λόγο συγκάλεσε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικουμενική Σύνοδο, που καθόρισε το δόγμα του Χριστιανισμού (“Πιστεύω”). Λίγο πριν από τον θάνατό του στις 22 Μαΐου του 337, ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός.

    Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε νυμφευθεί δύο φορές: Το 303 τη Μινερβίνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κρίσπο και το 307 τη Φαύστα, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο, τον Κώνστα, την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Το 326 ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή για τη δολοφονία του μεγαλύτερου γιου του Κρίσπου και της δεύτερης συζύγου του Φαύστας, επειδή, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τους υποπτευόταν ότι διατηρούσαν ερωτική σχέση. Εξ΄ αυτού του λόγου, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον Μέγα Κωνσταντίνο ως Άγιο.


    Αγία Ελένη

    Μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την οποία η Χριστιανική Εκκλησία ανακήρυξε ισαπόστολο μαζί με τον γιο της. Η μνήμη του Κωνσταντίνου και της Ελένης συνεορτάζεται στις 21 Μαΐου από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Ελένης στις 18 Αυγούστου.

    Η Φλαβία Ιουλία Έλενα (Flavia Julia Helena) γεννήθηκε το 247 με 250 στο Δρέπανο της Βιθυνίας (νυν Χερσέκ Τουρκίας) και ήταν ταπεινής καταγωγής. «Stabularia» την αποκαλεί ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, δηλαδή κορίτσι που εργάζεται σε πανδοχείο.

    Το 270 παντρεύτηκε τον ρωμαίο αξιωματικό Κωνστάντιο Χλωρό (250-306) και δύο χρόνια αργότερα γέννησε τον Κωνσταντίνο. Κατ’ άλλη εκδοχή, η Ελένη ήταν παλλακίδα του Κωνστάντιου, την οποία αυτός ουδέποτε νυμφεύτηκε.

    Όταν ο Κωνστάντιος επρόκειτο να γίνει καίσαρας της Γαλατίας, εξαναγκάστηκε να διαζευχθεί την Ελένη, λόγω της λαϊκής καταγωγής της, την οποία η ρωμαϊκή νομοθεσία θεωρούσε ασυμβίβαστη με την άνοδο σε υψηλά αξιώματα της αυτοκρατορίας. Ο Κωνστάντιος νυμφεύτηκε τη Θεοδώρα, ανιψιά του Αυγούστου της Δύσης Μαξιμιανού και η Ελένη έφυγε τότε για την Ανατολή, όπου ζούσε ταπεινά, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του γιου της. Ο Κωνσταντίνος τής απένειμε τον τίτλο της αυγούστας, εξέδωσε νομίσματα με τη μορφή της και μετονόμασε τη γενέτειρά της σε Ελενόπολη.

    Όταν αργότερα ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας, η Ελένη αποφάσισε να κάνει έρευνες για την ανεύρεση του τάφου και του σταυρού του Χριστού. Το 326 έφθασε στην Παλαιστίνη και ύστερα από πολλές δυσκολίες βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και στη συνέχεια χρηματοδότησε την ανέγερση χριστιανικών ναών σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας. Αργότερα, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε μεταξύ του 328 και 330, σε ηλικία περίπου 80 ετών.

    Read more... 👆
    Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει