Βερολίνο, 20 Ιουλίου του 1944: Ο συνταγματάρχης φον Στάουφενμπεργκ ετοιμάζεται να πετάξει με ένα JU 52 στο αρχηγείο του Φύρερ με την κωδική ονομασία Wolfsschanze, 600 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα.Στόχος του Στάουφενμπεργκ να σκοτώσει τον Χίτλερ με βόμβα. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή.
Ως επικεφαλής του γενικού στρατηγείου των δυνάμεων εσωτερικού της Βέρμαχτ έπρεπε εκείνη την ημέρα να ενημερώσει τον Χίτλερ προσωπικά. Ο Κουρτ Ζάλτενμπεργκ, 91ενός σήμερα, είχε βάρδια στο φυλάκιο του αρχηγείου.
«Δυο βόμβες σε ένα χαρτοφύλακα»
Γύρω στις 11 το πρωί ο φον Στάουφενμπεργκ με τους δύο συνεργάτες του φτάνουν στο αρχηγείο. Ο στρατιώτης Κουρτ Ζάλτεμπεργκ θυμάται και την παραμικρή λεπτομέρεια. «Είχαμε αποκλείσει τα πάντα, όλοι όσοι ήθελαν να δουν τον Χίτλερ, έπρεπε να περάσουν από έλεγχο». Ανάμεσά τους ήταν και μια ομάδα του στρατάρχη Κάιτελ, αρχηγού της Βέρμαχτ, τον οποίο ο Ζάλτεμπεργκ αφήνει να περάσει χωρίς έλεγχο. Στην ομάδα Κάιτελ ανήκε και ο φον Στάουφενμπεργκ.
«Τον πρόσεξα αμέσως, γιατί είχε καλυμμένο το μάτι λόγω τραύματος. Κρατούσε και ένα χαρτοφύλακα στο χέρι, τίποτα το ασυνήθιστο». Στις 11.30, ο φον Στάουφενμπεργκ πηγαίνει σε ένα παράπηγμα για να προετοιμαστεί για τυχόν ερωτήσεις του Χίτλερ. Μαζί του έχει και δύο βόμβες. Στις 11.37 ο Κάιτελ παρουσιάζει τον φον Στάουφενμπεργκ στον Χίτλερ και του ανακοινώνει ότι θα τον ενημερώσει για θέματα του αρχηγείου του. Χωρίς να τον πάρουν είδηση ο φον Στάουφενμπεργκ αφήνει τον χαρτοφύλακα με την εκρηκτική ύλη δίπλα στον Φύρερ. Πριν να εκραγεί, εγκαταλείπει τον χώρο με το πρόσχημα ότι θέλει να τηλεφωνήσει. Είναι 12.40. Απομένουν δύο λεπτά μέχρι την έκρηξη. Σε αυτά τα δύο λεπτά ο συνταγματάρχης Μπραντ αγνοώντας το περιεχόμενό του, βάζει το τσαντάκι στην άλλη πλευρά του ποδιού του τραπεζιού. Η κίνηση έσωσε τον Χίτλερ από βέβαιο θάνατο.
Και η βόμβα εκρήγνυται. «Από την έκρηξη προκλήθηκε ένας ανεμοστρόβιλος από χαρτιά και ξύλα μέσα σε ένα σύννεφο από καπνό», λέει ο Ζάλτεμπεργκ. «Ένας από τους παριστάμενους φεύγει από το παράθυρο, άλλος από την πόρτα, επικρατεί πανικός και χάος». Στην αρχή ήταν άγνωστο αν ο Χίτλερ επέζησε. «Όλοι ούρλιαζαν, πού είναι Φύρερ, πού είναι ο Φύρερ; Και μετά βγήκε ο Φύρερ από την παράγκα υποβασταζόμενος από δύο άνδρες». Στις 13.00 ο φον Στάουφενμπεργκ είναι πεπεισμένος ότι ο Χίτλερ ήταν νεκρός. Μαζί με τον υπασπιστή του, υπολοχαγό φον Χέφτεν, εγκαταλείπει το αρχηγείο για να πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται στο Βερολίνο και να κατευθύνει από εκεί την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος.
Το αεροπλάνο τους περίμενε. Όμως η δολοφονία του Χίτλερ απέτυχε. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Ένας από αυτούς ήταν ότι η συνάντηση δεν έγινε σε καταφύγιο, αλλά σε μια ξύλινη παράγκα. Εάν είχε γίνει στο καταφύγιο, τότε με βεβαιότητα ο Χίτλερ θα ήταν νεκρός», λέει ο ιστορικός Γιοχάνες Τούχελ. Μετά την αποτυχημένη δολοφονία αρχίζει εκστρατεία εκδίκησης εναντίον των συνωμοτών και των οικογενειών τους. Τα παιδιά τους μεταφέρονται από τη Γκεστάπο στην περιοχή Χαρτς, σε μια ειδικά διαμορφωμένη εστία. Ανάμεσά τους βρίσκονται και τα παιδιά του φον Στάουφενμπεργκ, ο δεκάχρονος Μπέρτχολντ με τις τρεις αδελφές του.
«Το έκανε για τη Γερμανία»
«Ήταν φοβερό, μας απομάκρυναν από τις οικογένειές μας χωρίς να ξέρουμε τίποτα, ήμασταν μόνοι» θυμάται από εκείνα τα χρόνια. «Μεγαλώσαμε όπως όλα τα άλλα παιδιά της κοινωνικής μας τάξης, που σημαίνει ότι ήμασταν και εμείς μικροί ναζιστές. Η μητέρα μας δεν μας πίεσε, αλλά για ευνόητους λόγους δεν τάχθηκε εναντίον, ειδάλλως θα είχαν υποψιαστεί τον πατέρα μας», διηγείται σήμερα. Στις 20 Απριλίου του 1944 ο κόσμος γι αυτόν γύρισε ανάποδα. «Μας ενημέρωσαν για την απόπειρα δολοφονίας αλλά χωρίς ονόματα. Το όνομα του πατέρα μας το είπε η μητέρα μου την επόμενη. Έπαθα σοκ. Μπερδεύτηκα. Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Φύρερ; Αλλά ένα πράγμα θυμάμαι έντονα. Ποτέ δεν θεώρησα τον πατέρα μου εγκληματία».
Ακολούθησαν οι περίφημες στημένες δίκες ενώπιον των λεγόμενων λαϊκών δικαστηρίων που μέχρι τον Απρίλιο του 45 καταδίκασαν σε θάνατο 89 προσκείμενους στους συνωμότες. Ο φον Στάουφενμπεργκ και οι άλλοι συλληφθέντες είχαν εκτελεσθεί ήδη την νύχτα προς την 21η Ιουλίου 1944. Οι γυναίκες των καταδικαζόμενων μαθαίνουν για τις εκτελέσεις από επίσημες ανακοινώσεις, καλούνται μάλιστα να αναλάβουν και το κόστος της δίκης. Ο μικρός Μπέρτχολντ δεν ήξερε τίποτα για τη διπλή ζωή του πατέρα του. Σήμερα όμως δεν του προξενεί εντύπωση. «Το κάνει κάθε συνωμότης, τότε ακούγαμε ακόμα και για παιδιά που είχαν καταδώσει τους γονείς τους. Ένας δεκάχρονος, όπως ήμουν εγώ τότε, δεν μπορεί ακόμα να σκεφτεί σε δύο ταμπλώ».
Το 1956, στα 17 του, ο Μπέρτχολντ αποφασίζει να κάνει καριέρα στο στρατό. Η μητέρα του δεν τον ώθησε σε αυτήν την απόφαση, αλλά και δεν ενθουσιάστηκε. Μάλιστα στις ένοπλες δυνάμεις συνάντησε πολλούς πρώην αξιωματικούς της Βέρμαχτ. Του ήταν πάντα σαφές ότι σε όλη τη στρατιωτική διαδρομή του ήθελε να φτάσει τον πατέρα του. Γυρίζοντας σήμερα προς το παρελθόν ο Μπέρτχολντ πιστεύει ότι τυπικά αυτό που έκανε ο πατέρας του ήταν εσχάτη προδοσία. «Αλλά δεν θυσίασε τη ζωή του για το τότε κράτος, αλλά για τη Γερμανία».
Πηγή: Deutsche Welle
Ως επικεφαλής του γενικού στρατηγείου των δυνάμεων εσωτερικού της Βέρμαχτ έπρεπε εκείνη την ημέρα να ενημερώσει τον Χίτλερ προσωπικά. Ο Κουρτ Ζάλτενμπεργκ, 91ενός σήμερα, είχε βάρδια στο φυλάκιο του αρχηγείου.
«Δυο βόμβες σε ένα χαρτοφύλακα»
Γύρω στις 11 το πρωί ο φον Στάουφενμπεργκ με τους δύο συνεργάτες του φτάνουν στο αρχηγείο. Ο στρατιώτης Κουρτ Ζάλτεμπεργκ θυμάται και την παραμικρή λεπτομέρεια. «Είχαμε αποκλείσει τα πάντα, όλοι όσοι ήθελαν να δουν τον Χίτλερ, έπρεπε να περάσουν από έλεγχο». Ανάμεσά τους ήταν και μια ομάδα του στρατάρχη Κάιτελ, αρχηγού της Βέρμαχτ, τον οποίο ο Ζάλτεμπεργκ αφήνει να περάσει χωρίς έλεγχο. Στην ομάδα Κάιτελ ανήκε και ο φον Στάουφενμπεργκ.
«Τον πρόσεξα αμέσως, γιατί είχε καλυμμένο το μάτι λόγω τραύματος. Κρατούσε και ένα χαρτοφύλακα στο χέρι, τίποτα το ασυνήθιστο». Στις 11.30, ο φον Στάουφενμπεργκ πηγαίνει σε ένα παράπηγμα για να προετοιμαστεί για τυχόν ερωτήσεις του Χίτλερ. Μαζί του έχει και δύο βόμβες. Στις 11.37 ο Κάιτελ παρουσιάζει τον φον Στάουφενμπεργκ στον Χίτλερ και του ανακοινώνει ότι θα τον ενημερώσει για θέματα του αρχηγείου του. Χωρίς να τον πάρουν είδηση ο φον Στάουφενμπεργκ αφήνει τον χαρτοφύλακα με την εκρηκτική ύλη δίπλα στον Φύρερ. Πριν να εκραγεί, εγκαταλείπει τον χώρο με το πρόσχημα ότι θέλει να τηλεφωνήσει. Είναι 12.40. Απομένουν δύο λεπτά μέχρι την έκρηξη. Σε αυτά τα δύο λεπτά ο συνταγματάρχης Μπραντ αγνοώντας το περιεχόμενό του, βάζει το τσαντάκι στην άλλη πλευρά του ποδιού του τραπεζιού. Η κίνηση έσωσε τον Χίτλερ από βέβαιο θάνατο.
Και η βόμβα εκρήγνυται. «Από την έκρηξη προκλήθηκε ένας ανεμοστρόβιλος από χαρτιά και ξύλα μέσα σε ένα σύννεφο από καπνό», λέει ο Ζάλτεμπεργκ. «Ένας από τους παριστάμενους φεύγει από το παράθυρο, άλλος από την πόρτα, επικρατεί πανικός και χάος». Στην αρχή ήταν άγνωστο αν ο Χίτλερ επέζησε. «Όλοι ούρλιαζαν, πού είναι Φύρερ, πού είναι ο Φύρερ; Και μετά βγήκε ο Φύρερ από την παράγκα υποβασταζόμενος από δύο άνδρες». Στις 13.00 ο φον Στάουφενμπεργκ είναι πεπεισμένος ότι ο Χίτλερ ήταν νεκρός. Μαζί με τον υπασπιστή του, υπολοχαγό φον Χέφτεν, εγκαταλείπει το αρχηγείο για να πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται στο Βερολίνο και να κατευθύνει από εκεί την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος.
Το αεροπλάνο τους περίμενε. Όμως η δολοφονία του Χίτλερ απέτυχε. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Ένας από αυτούς ήταν ότι η συνάντηση δεν έγινε σε καταφύγιο, αλλά σε μια ξύλινη παράγκα. Εάν είχε γίνει στο καταφύγιο, τότε με βεβαιότητα ο Χίτλερ θα ήταν νεκρός», λέει ο ιστορικός Γιοχάνες Τούχελ. Μετά την αποτυχημένη δολοφονία αρχίζει εκστρατεία εκδίκησης εναντίον των συνωμοτών και των οικογενειών τους. Τα παιδιά τους μεταφέρονται από τη Γκεστάπο στην περιοχή Χαρτς, σε μια ειδικά διαμορφωμένη εστία. Ανάμεσά τους βρίσκονται και τα παιδιά του φον Στάουφενμπεργκ, ο δεκάχρονος Μπέρτχολντ με τις τρεις αδελφές του.
«Το έκανε για τη Γερμανία»
«Ήταν φοβερό, μας απομάκρυναν από τις οικογένειές μας χωρίς να ξέρουμε τίποτα, ήμασταν μόνοι» θυμάται από εκείνα τα χρόνια. «Μεγαλώσαμε όπως όλα τα άλλα παιδιά της κοινωνικής μας τάξης, που σημαίνει ότι ήμασταν και εμείς μικροί ναζιστές. Η μητέρα μας δεν μας πίεσε, αλλά για ευνόητους λόγους δεν τάχθηκε εναντίον, ειδάλλως θα είχαν υποψιαστεί τον πατέρα μας», διηγείται σήμερα. Στις 20 Απριλίου του 1944 ο κόσμος γι αυτόν γύρισε ανάποδα. «Μας ενημέρωσαν για την απόπειρα δολοφονίας αλλά χωρίς ονόματα. Το όνομα του πατέρα μας το είπε η μητέρα μου την επόμενη. Έπαθα σοκ. Μπερδεύτηκα. Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Φύρερ; Αλλά ένα πράγμα θυμάμαι έντονα. Ποτέ δεν θεώρησα τον πατέρα μου εγκληματία».
Ακολούθησαν οι περίφημες στημένες δίκες ενώπιον των λεγόμενων λαϊκών δικαστηρίων που μέχρι τον Απρίλιο του 45 καταδίκασαν σε θάνατο 89 προσκείμενους στους συνωμότες. Ο φον Στάουφενμπεργκ και οι άλλοι συλληφθέντες είχαν εκτελεσθεί ήδη την νύχτα προς την 21η Ιουλίου 1944. Οι γυναίκες των καταδικαζόμενων μαθαίνουν για τις εκτελέσεις από επίσημες ανακοινώσεις, καλούνται μάλιστα να αναλάβουν και το κόστος της δίκης. Ο μικρός Μπέρτχολντ δεν ήξερε τίποτα για τη διπλή ζωή του πατέρα του. Σήμερα όμως δεν του προξενεί εντύπωση. «Το κάνει κάθε συνωμότης, τότε ακούγαμε ακόμα και για παιδιά που είχαν καταδώσει τους γονείς τους. Ένας δεκάχρονος, όπως ήμουν εγώ τότε, δεν μπορεί ακόμα να σκεφτεί σε δύο ταμπλώ».
Το 1956, στα 17 του, ο Μπέρτχολντ αποφασίζει να κάνει καριέρα στο στρατό. Η μητέρα του δεν τον ώθησε σε αυτήν την απόφαση, αλλά και δεν ενθουσιάστηκε. Μάλιστα στις ένοπλες δυνάμεις συνάντησε πολλούς πρώην αξιωματικούς της Βέρμαχτ. Του ήταν πάντα σαφές ότι σε όλη τη στρατιωτική διαδρομή του ήθελε να φτάσει τον πατέρα του. Γυρίζοντας σήμερα προς το παρελθόν ο Μπέρτχολντ πιστεύει ότι τυπικά αυτό που έκανε ο πατέρας του ήταν εσχάτη προδοσία. «Αλλά δεν θυσίασε τη ζωή του για το τότε κράτος, αλλά για τη Γερμανία».
Πηγή: Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου