Προσοχή – Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».
Με αυτά τα λόγια τα δολοφονικά ντόπια όργανα των ναζί απευθύνθηκαν στον ηρωϊκό λαό της Κοκκινιάς, έτοιμοι να πραγματοποιήσουν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της κατοχής. Ήταν ξημέρωμα Παρασκευής όταν η συνοικία περικυκλώθηκε από ορδές ταγματασφαλιτών και Γερμανών , γύρω στους 4000 άνδρες, που διψούσαν να πάρουν πίσω το αίμα τους για τη Μάχη της Κοκκινιάς που είχε γίνει τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς.
Μαζί τους έφεραν ελαφρά μηχανοκίνητα κι ένα μικρό κανόνι, αποκλείοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Πολλοί αγωνιστές είχαν προειδοποιηθεί από την οργάνωση να μην εμφανιστούν και κρύφτηκαν όπου έβρισκαν, σε πηγάδια, σκεπές, ταράτσες κι υπόγεια. Υπήρξαν κι εκείνοι που προσπάθησαν μέσα από χαραμάδες στο μπλόκο να ξεφύγουν στις διπλανές συνοικίες. Παρόλαυτα η πλατεία Οσίας ξένης γέμισε ασφυκτικά, καθώς 20 ως 25 χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν, πολλοί από αυτούς αγωνιστές του ΕΑΜ.
Οι Γερμανοί εξάλλου για να βεβαιωθούν ότι δεν ξέφυγε κανείς, εισέβαλλαν σε σπίτια της Κοκκινιάς και των γύρω περιοχών προχωρώντας σε επιτόπου εκτελέσεις των “δραπετών”. Ακολούθησε η κορύφωση του δράματος, με τους κουκουλοφόρους και μη συνεργάτες του κατακτητή να δείχνουν ανάμεσα στο πλήθος τους αντιστασιακούς του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και της ΟΠΛΑ.
Της επιχείρησης ηγούνταν ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος. Στη συνέχεια ένας μεγάλος αριθμός ατόμων εκτελέστηκε ακόμα μπροστά στα μάτια συγγενών και φίλων, με τις μαρτυρίες για τον αριθμό τους να κυμαίνονται μεταξύ 90 και 200 ατόμων (τόσοι ήταν σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αχτιδικής Επιτροπής της ΚΟ του ΚΚΕ). Τόπος τον εκτελέσεων ήταν η Μάντρα της Κοκκινιάς, ένα παλιό ταπητουργείο που είχε κλείσει και σήμερα αποτελεί τον κατεξοχήν μνημειακό χώρο του μπλόκου, όπως και η μάντρα στα Αρμένικα και το Σχιστό.
Πριν εκτελεστούν οι αγωνιστές βασανίστηκαν, ενώ πολλούς τους έκαψαν με βενζίνη μετά τους πυροβολισμούς, κάποιους ακόμα ζωντανούς. Παράλληλα οι εκτελεστές έκαψαν σπίτια ενώ απέσπασαν μεγάλα ποσά σε χρυσές λίρες από όσους συγγενείς τις διέθεταν για να απελευθερωθούν οι δικοί τους. Επίσης, ένας αριθμός 7 ή 8 χιλιάδων ατόμων μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κι αργότερα στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία, απ’όπου λίγοι μόνο επέστρεψαν. Ο συνολικός απολογισμός των νεκρών της ημέρας ανήλθε σε πάνω από 300 άτομα, με τα πτώματα να θάπτονται στο Γ’ νεκροταφείο.
Στο μνημόσυνο της 24ης Σεπτέμβρη 1944, ο λαός του Πειραιά αλλά και της Αθήνας αψήφησε τη ναζιστικής τρομοκρατία για να τιμήσει τους ήρωες του Μπλόκου, μετατρέποντας την επιμνημόσυνη δέηση σε μαχητική διαδήλωση με λάβαρα και εμβατήρια.
Οι κατακτητές δεν άφησαν αναπάντητη αυτή τη νέα επίδειξη γενναιότητας, προσθέτοντας ακόμα 9 νεκρούς και 32 τραυματίες στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων.
Αν αναρωτιέται κανείς για την τύχη των ντόπιων δολοφόνων, αυτή δε διαφοροποιήθηκε από εκείνη χιλιάδων άλλων δοσιλόγων μετά την κατοχή. Ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος δικάστηκε μεν για το ρόλο του σε 30 μπλόκα, αλλά σε ό,τι αφορά εκείνο της Κοκκινιάς το δικαστήριο εξέτασε μόνο αν ο Πλυτζανόπουλος είχε πυροβολήσει ένα από τα θύματα που αντιδρούσε στον απαγχονισμό του κι όχι για τη δολοφονική δοσιλογική του δράση συνολικά. Η απόφαση που εκδόθηκε το 1947, εν μέσω εμφυλίου, απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους, παραδίδοντας τους άσπιλους στον κορμό των “εθνικοφρόνων” Ελλήνων.
Το πρώτο μνημείο τοποθετήθηκε στη μάντρα το 1950 με τη λιτή επιγραφή “Εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες”. Ως το 1964 που η προσκείμενη στην ΕΔΑ δημοτική αρχή τέλεσε επίσημο μνημόσυνο για τα 20χρονα του μπλόκου, τελούνταν μόνο ανεπίσημες εκδηλώσεις.
Επί δικτατορίας έγινε ανοιχτή προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας, με τα εγκαίνια μιας νέας αναμνηστικής πλάκας στις 17 Αυγούστου 1968, όπου αναφερόταν ότι «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί εαμίται, ελασίται παρέδωσαν εις τους βάρβαρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944 αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντιστάσεως, τέκνα ηρωικά της Νικαίας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον». Την ίδια εποχή εξάλλου είχε διοριστεί δήμαρχος Νίκαιος ο ανηψιός του αρχιταγματασφαλίτη Πλυτζανόπουλου, Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, που έβγαλε και ομιλία σε αντίστοιχο μήκος κύματος.
Μνημεία προς τιμήν των πεσόντων είναι το Ηρώο στην Πλατεία Οσίας Ξένης, έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου από το 1956, το μουσείο στη Μάντρα καθώς και το Μνημείο Πεσόντων στο περιβάλλοντα χώρο του Γ’ Νεκροταφείου.
Με αυτά τα λόγια τα δολοφονικά ντόπια όργανα των ναζί απευθύνθηκαν στον ηρωϊκό λαό της Κοκκινιάς, έτοιμοι να πραγματοποιήσουν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της κατοχής. Ήταν ξημέρωμα Παρασκευής όταν η συνοικία περικυκλώθηκε από ορδές ταγματασφαλιτών και Γερμανών , γύρω στους 4000 άνδρες, που διψούσαν να πάρουν πίσω το αίμα τους για τη Μάχη της Κοκκινιάς που είχε γίνει τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς.
Μαζί τους έφεραν ελαφρά μηχανοκίνητα κι ένα μικρό κανόνι, αποκλείοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Πολλοί αγωνιστές είχαν προειδοποιηθεί από την οργάνωση να μην εμφανιστούν και κρύφτηκαν όπου έβρισκαν, σε πηγάδια, σκεπές, ταράτσες κι υπόγεια. Υπήρξαν κι εκείνοι που προσπάθησαν μέσα από χαραμάδες στο μπλόκο να ξεφύγουν στις διπλανές συνοικίες. Παρόλαυτα η πλατεία Οσίας ξένης γέμισε ασφυκτικά, καθώς 20 ως 25 χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν, πολλοί από αυτούς αγωνιστές του ΕΑΜ.
Οι Γερμανοί εξάλλου για να βεβαιωθούν ότι δεν ξέφυγε κανείς, εισέβαλλαν σε σπίτια της Κοκκινιάς και των γύρω περιοχών προχωρώντας σε επιτόπου εκτελέσεις των “δραπετών”. Ακολούθησε η κορύφωση του δράματος, με τους κουκουλοφόρους και μη συνεργάτες του κατακτητή να δείχνουν ανάμεσα στο πλήθος τους αντιστασιακούς του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και της ΟΠΛΑ.
Της επιχείρησης ηγούνταν ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος. Στη συνέχεια ένας μεγάλος αριθμός ατόμων εκτελέστηκε ακόμα μπροστά στα μάτια συγγενών και φίλων, με τις μαρτυρίες για τον αριθμό τους να κυμαίνονται μεταξύ 90 και 200 ατόμων (τόσοι ήταν σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αχτιδικής Επιτροπής της ΚΟ του ΚΚΕ). Τόπος τον εκτελέσεων ήταν η Μάντρα της Κοκκινιάς, ένα παλιό ταπητουργείο που είχε κλείσει και σήμερα αποτελεί τον κατεξοχήν μνημειακό χώρο του μπλόκου, όπως και η μάντρα στα Αρμένικα και το Σχιστό.
Πριν εκτελεστούν οι αγωνιστές βασανίστηκαν, ενώ πολλούς τους έκαψαν με βενζίνη μετά τους πυροβολισμούς, κάποιους ακόμα ζωντανούς. Παράλληλα οι εκτελεστές έκαψαν σπίτια ενώ απέσπασαν μεγάλα ποσά σε χρυσές λίρες από όσους συγγενείς τις διέθεταν για να απελευθερωθούν οι δικοί τους. Επίσης, ένας αριθμός 7 ή 8 χιλιάδων ατόμων μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κι αργότερα στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία, απ’όπου λίγοι μόνο επέστρεψαν. Ο συνολικός απολογισμός των νεκρών της ημέρας ανήλθε σε πάνω από 300 άτομα, με τα πτώματα να θάπτονται στο Γ’ νεκροταφείο.
Στο μνημόσυνο της 24ης Σεπτέμβρη 1944, ο λαός του Πειραιά αλλά και της Αθήνας αψήφησε τη ναζιστικής τρομοκρατία για να τιμήσει τους ήρωες του Μπλόκου, μετατρέποντας την επιμνημόσυνη δέηση σε μαχητική διαδήλωση με λάβαρα και εμβατήρια.
Οι κατακτητές δεν άφησαν αναπάντητη αυτή τη νέα επίδειξη γενναιότητας, προσθέτοντας ακόμα 9 νεκρούς και 32 τραυματίες στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων.
Αν αναρωτιέται κανείς για την τύχη των ντόπιων δολοφόνων, αυτή δε διαφοροποιήθηκε από εκείνη χιλιάδων άλλων δοσιλόγων μετά την κατοχή. Ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος δικάστηκε μεν για το ρόλο του σε 30 μπλόκα, αλλά σε ό,τι αφορά εκείνο της Κοκκινιάς το δικαστήριο εξέτασε μόνο αν ο Πλυτζανόπουλος είχε πυροβολήσει ένα από τα θύματα που αντιδρούσε στον απαγχονισμό του κι όχι για τη δολοφονική δοσιλογική του δράση συνολικά. Η απόφαση που εκδόθηκε το 1947, εν μέσω εμφυλίου, απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους, παραδίδοντας τους άσπιλους στον κορμό των “εθνικοφρόνων” Ελλήνων.
Το πρώτο μνημείο τοποθετήθηκε στη μάντρα το 1950 με τη λιτή επιγραφή “Εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες”. Ως το 1964 που η προσκείμενη στην ΕΔΑ δημοτική αρχή τέλεσε επίσημο μνημόσυνο για τα 20χρονα του μπλόκου, τελούνταν μόνο ανεπίσημες εκδηλώσεις.
Επί δικτατορίας έγινε ανοιχτή προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας, με τα εγκαίνια μιας νέας αναμνηστικής πλάκας στις 17 Αυγούστου 1968, όπου αναφερόταν ότι «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί εαμίται, ελασίται παρέδωσαν εις τους βάρβαρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944 αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντιστάσεως, τέκνα ηρωικά της Νικαίας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον». Την ίδια εποχή εξάλλου είχε διοριστεί δήμαρχος Νίκαιος ο ανηψιός του αρχιταγματασφαλίτη Πλυτζανόπουλου, Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, που έβγαλε και ομιλία σε αντίστοιχο μήκος κύματος.
Μνημεία προς τιμήν των πεσόντων είναι το Ηρώο στην Πλατεία Οσίας Ξένης, έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου από το 1956, το μουσείο στη Μάντρα καθώς και το Μνημείο Πεσόντων στο περιβάλλοντα χώρο του Γ’ Νεκροταφείου.
Πηγη: http://www.katiousa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου