Από τον στ΄αιώνα κι ύστερα, κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν πολλοί σλάβοι στον ελλαδικό χώρο. Από την Πελοπόννησο, πέρασαν στα νησιά τού Αιγαίου κι έφτασαν ως την Κρήτη αλλάζοντας την εθνογραφική σύνθεση τού πληθυσμού.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μνημονεύοντας το γεγονός λέει, πως «εσλαυώθη πάσα η χώρα.» Αιώνες αργότερα στο χώρο εγκαταστάθηκαν κι άλλοι επήλυδες, κυρίως αρβανίτες, βλάχοι κ.ά.
Θα ρωτήσει όμως κάποιος: Ενώ ακόμα κι ως σήμερα, οι βλάχοι κυρίως κι οι αρβανίτες σε πολλές περιοχές ξεχωρίζουν από τον άλλο πληθυσμό από τα ήθη και έθιμα κι ιδιαίτερα από τη γλώσσα τους, οι σλάβοι εξαφανίστηκαν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι δύσκολη.
Θα υπενθυμίσω πρώτα, πως σ΄ όλη την Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες σλάβικα τοπωνύμια. Στη νεοελληνική γλώσσα υπάρχουν επίσης σλάβικες λέξεις. Θα εξετάσουμε λοιπόν το ζήτημα χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες. Η μισαλλοδοξία κι ο σωβινισμός δεν έχουν θέση στην ιστορική έρευνα.
Εισβολές, πόλεμοι, επιδημίες, πειρατεία, διώξεις
Όταν λέμε «το ελληνικό έθνος δια μέσου των αιώνων» είναι λάθος. Η έννοια τού «ελληνικού έθνους» δεν υπήρχε πριν τον ιη΄αιώνα. Ο μύθος τής δήθεν φυλετικής συγγένειας με τους αρχαίους έλληνες των διαφόρων λαών (σλάβων, αλβανών, βλάχων, βορειοαφρικανών, αρμενίων, τούρκων κ.ά), που επί μιάμιση χιλιετία είχαν επανειλημμένα εποικίσει τον ελλαδικό χώρο, άρχισε να πλάθεται μόλις στις αρχές τού ιθ΄αιώνα, ενώ από την τρίτη δεκαετία του και μετά, αποτέλεσε την αιχμή τού δόρατος των εθνοποιητικών μηχανισμών τού νεοσυσταθέντος χριστιανικού κρατιδίου διδασκόμενος ως ιστορική δήθεν αλήθεια στα σχολεία.
Ήταν πολλές οι καταστροφές στον ελλαδικό χώρο όλους αυτούς τούς αιώνες. Εκτός από τις εισβολές, τούς πολέμους και τις βυζαντινές διώξεις, αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα επιβίωσης από την πειρατεία (ολόκληρα νησία και παράλιες -και όχι μόνον- περιοχές είχαν μείνει για αιώνες έρημες), αλλά κυρίως από τις επιδημίες, ειδικά τής πανώλης, που είχε επανειλημμένα αποδεκατίσει τούς πληθυσμούς.
Δεν υπάρχουν φυλετικά καθαροί λαοί
Κανένας λαός δεν είναι καθαρόαιμος. Από το μεσαίωνα κι έπειτα, με τις μεταναστεύσεις των λαών στην Ευρώπη και Μεσόγειο, έγιναν πολλές εθνογραφικές αλλαγές. Όμως και στα αρχαία χρόνια είχε γίνει το ίδιο. Οι έλληνες, από τα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου κι ύστερα, κατά χιλιάδες μετανάστευσαν στην Ανατολή και ανακατώθηκαν με τούς ντόπιους. Και πριν ακόμα, στα χρόνια τής περσικής αυτοκρατορίας, είχαν γίνει σημαντικές μετατοπίσεις πληθυσμών στην Ανατολή και ανακάτεμα λαών.
Κι ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως στην αρχαία Ελλάδα έγιναν χιλιάδες απελευθερώσεις δούλων, πού προέρχονταν από την Ανατολή και Μεσόγειο, που ήταν «βάρβαροι», καθώς και πολλές επιγαμίες με ξένους. Συνακόλουθα, από τον ε΄αιώνα κι ύστερα, ο πληθυσμός τής αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν καθαρόαιμος. Στην ελληνιστική εποχή και στη ρωμαϊκή, στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν πολλοί ξένοι (ρωμαίοι, ανατολίτες).
Το ότι στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η ελληνική γλώσσα -η κοινή, όχι η αρχαία- αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν η γλώσσα των εμποροβιοτεχνικών και πολιτιστικών κέντρων, όχι μόνο τής Ελλάδας, αλλά και τής Ανατολής. Οι ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να επιβάλουν τη γλώσσα τους στην Ανατολή και η άρχουσα τάξη τού Βυζαντίου αναγκάστηκε να καθιερώσει σαν επίσημη γλώσσα την ελληνική, ενώ πριν ήταν η λατινική. Δεν είναι λοιπόν η γλώσσα το αποφασιστικό γνώρισμα τής φυλετικής καταγωγής ενός λαού, αλλά άλλοι παράγοντες.
Δεν εξελληνίστηκαν, εκβυζαντινίστηκαν
Θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης προπαγανδίζουν, ότι όλοι αυτοί οι λαοί, που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο το Μεσαίωνα, εξελληνίστηκαν. Πρόκειται περί ιστορικού ψεύδους. Οι λαοί αυτοί, αργά ή γρήγορα εκβυζαντινίστηκαν ή σωστότερα, εκρωμαΐστηκαν, δηλαδή πήραν τη θρησκεία (χριστιανισμό) άν δεν ήταν ήδη χριστιανοί και -παράλληλα με τη μητρική τους- την επίσημη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (που από τον ζ΄ αιώνα κι ύστερα ήταν η ρωμέικη). Δεν εξελληνίστηκαν, καθ΄ ότι δεν υπήρχαν στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (παιδεία, αθλητισμός κ.λπ.) στο Βυζάντιο.
Αν διαβάσετε σημειώσεις των περιηγητών στον ελλαδικό χώρο το μεσαίωνα μέχρι και τον ιθ΄αιώνα, θα δείτε σε πολλές περιπτώσεις να αναφέρουν, ότι πέρασαν από ολόκληρες περιοχές χωρίς να ακούσουν καν ελληνικά. Αλλά κι ελληνικά να άκουγαν, δεν σημαίνει -για τούς λόγους, που προαναφέρθηκαν- ότι αυτοί που τα μιλούσαν ήταν απόγονοι αρχαίων ελλήνων.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τής πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον ιθ΄αιώνα αποτελεί η πολύ πετυχημένη λαϊκή κωμωδία τού Δ. Βυζάντιου, «Βαβυλωνία». Σε μία σκηνή της, ένας αρβανίτης, που δεν καταλαβαίνει ένα κρητικό, νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια πιστολιά. Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από επτανήσιο αστυνόμο, ο οποίος παρά την ανακριτική του πείρα, δεν τα καταφέρνει να εξακριβώσει αν ο τραυματισμός τού κρητικού είναι κάζο πενσάτο (εκ προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους μάρτυρες ούτε οι μάρτυρες αυτόν.
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα τού αμερικάνου εθελοντή Bolse στην εφημερίδα τής Φιλαδέλφειας «Democratic Press» (φύλλο 13.12.1826), για το Ναύπλιο τού 1826: «Τα καφενεία τής πόλης κατάμεστα από στρατιώτες, που παίζουν μπιλιάρδο ή κουβεντιάζουν. Ούτε στην αρχαία Βαβυλώνα δεν ακούγονταν τόσες γλώσσες όσες στο σημερινό Ναύπλιο.» (Κ. Σιμόπουλου: Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού ΄21, έκδ. «Στάχυ», 1999).
Παρ΄ όλα αυτά και παρ΄ όλη την επιχείρηση τού νεοελληνικού έθνους-κράτους να επιβάλει την ελληνική με χιλιάδες εξελληνισμούς ονομάτων, τοπωνυμιών, με τη διδασκαλία της στα σχολεία, αλλά και δια τής βίας πολλές φορές,ακόμα και στις μέρες μας χιλιάδες τοπωνύμια και μή ελληνικές λέξεις (σλάβικες, αλβανικές, τούρκικες κ.λπ.) επιβιώνουν στη γλώσσα μας, ενώ πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα σε ολόκληρα χωριά σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (βλάχικα, αρβανίτικα κ.ά.).
Οι σημερινοί ελληνόφωνοι χριστιανοί κάτοικοι τού ελλαδικού χώρου δεν είναι φυλετικοί απόγονοι ή πνευματικοί κληρονόμοι των αρχαίων ελλήνων, των αθηναίων, τής δημοκρατίας, των φιλοσόφων κ.λπ.. Είναι επήλυδες, βαλκάνιοι και όχι μόνον, ορθόδοξοι, με έντονη ανάμειξη τής οθωμανικής κουλτούρας. Έμαθαν να επιβιώνουν σε αυτοκρατορίες δεσποτικές (βυζάντιο, τουρκοκρατία) αναπτύσσοντας την υποκρισία, την κουτοπονηριά και πολλά άλλα ελαττώματα, με σκέψη εντελώς διαφορετική από αυτή τού δυτικού κόσμου.
Ο εκβυζαντινισμός των σλάβων
Η βυζαντινή κυβέρνηση πολλές φορές επέβαλε αναγκαστικές μετατοπίσεις πληθυσμών από το ένα μέρος στα άλλο. Όταν μάλιστα εμφανίστηκαν οι βούλγαροι και απειλούσαν το Βυζάντιο με τις επιδρομές τους, επειδή οι σλαβικοί πληθυσμοί υποστήριζαν τούς βουλγάρους, έγιναν τέτοιες ομαδικές μετατοπίσεις.Στις περιοχές δηλαδή, που πλειοψηφούσαν οι σλάβοι, πολλοί απ' αυτούς μετατοπίστηκαν σε άλλες. Στά χρόνια μάλιστα, που σημειώθηκαν μεγάλες εξεγέρσεις των σλάβων, οι τέτοιες μετατοπίσεις άλλαξαν τη σύνθεση τού σλαβικού πληθυσμού.
Όταν πάλι αργότερα, οι βυζαντινοί εγκατάστησαν αρβανίτες σε αραιοκατοικημένες περιοχές τής Ελλάδας (Κόρινθο,Αττική,Σπάτα,Τατόη,Χαλάνδρι,Λούτσα), οι σλάβοι ή διώχτηκαν από τις περιοχές αυτές ή αφομοιώθηκαν με τούς νέους εποίκους ανταλλάσσοντας μαζί τους πολιτιστικά στοιχεία (φορεσιές, τραγούδια κ.λπ.). Τα ίδιο έγινε κι όταν εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές (Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο) οι βλάχοι.
Στα χρόνια τής ανοδικής ανάπτυξης τού Βυζαντίου (από τα χρόνια τής μακεδονικής δυναστείας κι ύστερα), πολλοί σλάβοι, πού κατοικούσαν κοντά σε εμποροβιοτεχνικά κέντρα, διαφοροποιήθηκαν. Διαλύθηκαν δηλαδή οι κοινότητές τους (ζάντρουγκες) και προκειμένου να μπορούν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους και να συναλλάσσονται με τα αστικά κέντρα, έμαθαν τα ελληνικά. Μέσα στα διάβα δεκατριών αιώνων έγιναν πολλές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση των σλάβων και η φυλετική τους σύνθεση έχασε την αρχική της υπόσταση καί μορφή.
Οι πρώτοι, που έμαθαν τα ελληνικά ήταν οι προύχοντες σλάβοι. Ο αρχηγός των σλάβων, πού ήταν εγκαταστημένοι γύρω στη Θεσσαλονίκη, τον ζ΄ αιώνα, «ελάλει την ελληνική» (βλ. αββά Τοugard: «De l΄histoire profane dans les actes des Bollandistes», Παρίσι, 1874, κεφ. 67). Δεν θέλει ερώτημα, πως αργότερα η εκμάθηση των ελληνικών γενικεύτηκε. Εξ άλλου, από τα «Τακτικά» τού Λέοντα τού Σοφού μαθαίνουμε, πως ο Βασίλειος Α΄ (9ος αιώνας) «εγραίκωσε τα σλαβικά έθνη», δηλαδή ανάγκασε με τη βία τούς σλάβους να μάθουν την ελληνική γλώσσα (Migne P.G., τ. 107, 969).
Εξ άλλου, στο αναμεταξύ οι σλάβοι προσχώρησαν στο χριστιανισμό και τα μοναστήρια τράβηξαν πολλούς σλάβους σ΄ αυτά, ενώ με την προπαγάνδα των καλόγερων, η κοινή ελληνική διαδόθηκε και στα σλαβικά χωριά.
Πολλοί σλάβοι επίσης, υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό, όπου έμαθαν την κοινή ελληνική. Όπως γίνεται και σήμερα, που ο στρατός, τα Μ.Μ.Ε. και τα σχολεία έχουν επιβάλει την ομιλούμενη δημοτική γλώσσα και στα απόκεντρα χωριά, στα νησιά και στην Κρήτη, όπου ως τις αρχές τού περασμένου αιώνα οι ντοπιολαλιές κι οι ξένες λέξεις κάνανε δύσκολη τη συνεννόηση με τούς πρωτευουσιάνους και τούς κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Έτσι και στα βυζαντινά χρόνια, από τούς παραπάνω κυριότερους λόγους, οι σλάβοι ξέχασαν τη γλώσσα τους κι αφομοιώθηκαν γλωσσικά με τούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αφού στο αναμεταξύ έγιναν υπήκοοι τού Βυζαντίου.
Η χώρα «εσλαυώθη» γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος κι η ελληνική χερσόνησος έμεινε γνωστή ως Σκλαβουνία: «Ύστερα από τις Συρακούσες διασχίσαμε την Αδριατική και φτάσαμε στη Μονεμβασία, στη γη τής Σκλαβουνίας)» σημειώνει το 741 ο άγγλος Willibald στο χρονικό τού θαλασσινού ταξιδιού του στην Ελλάδα. (“Ad urbem Manifaciam in sclavinica terra”).
Στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, πολλοί σλάβοι κατόρθωσαν να πάρουν αξιώματα. Άλλοι επίσης, ως βιοτέχνες και έμποροι, είχαν πιάσει οικονομικά πόστα. Οι σλάβοι αυτοί, με το να μάθουν την κοινή ελληνική και να έχουν κοινωνική θέση, ήρθαν σε επιγαμίες με γραικούς. Κι έτσι απ΄τους γάμους αυτούς, πού ήταν φαίνεται πολλοί, τα παιδιά που γεννήθηκαν ήταν μιγάδες. Με τον καιρό όμως, εξ αιτίας, που οι απόγονοι των μικτών αυτών γάμων μιλούσαν μόνο την κοινή ελληνική, θεωρούνταν γραικοί-ρωμιοί.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, οι σλάβοι εκβυζαντινίστηκαν κι έτσι μόνα τα σλαβικά τοπωνύμια μαρτυρούν εμφανώς την εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο. Αντίθετα, οι αρβανίτες και οι βλάχοι, πού κατέβηκαν τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια αργότερα στο χώρο και ζούσαν σε βουνήσιες και απομονωμένες αγροτικές περιοχές ή και σε περιοχές, πού δεν υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (χωριά τής Αττικής, Κορίνθου, Ευβοίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου κ.λπ.), κράτησαν όχι μόνο τη γλώσσα τους ως τις μέρες μας, αλλά και την πατριαρχική τους οργάνωση έως πρόσφατα.
Longon τοποθετεί τη σλαβική εγκατάσταση στο πλαίσιο τού Χρονικού τής Μονεμβασίας. Ορδές σλάβων πέρασαν το Δούναβη κι άρχισαν τη διείσδυσή τους στη Βαλκανική. Πότε ακριβώς και σε ποιά έκταση εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι στην Πελοπόννησο;
Οι ιστορικοί πιστεύουν, ότι η διείσδυση άρχισε το 584. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το Χρονικό τής Μονεμβασίας, όπου αναφέρεται, ότι η κυριαρχία των σλάβων στο Μωριά κράτησε 218 χρόνια, από τον έκτο χρόνο τής βασιλείας τού αυτοκράτορα Μαυρικίου (587) ως τον τέταρτο τής βασιλείας τού Νικηφόρου Α΄ (805). (J. Longon: Κριτική παρουσίαση τού έργου τού Antoine Bon: Le Peloponnese byzantin jusqu΄au 1204 - Journal des savants, Avril-Juin, 1952, σελ. 72).
Η χρήση τής κοινής ελληνικής γλώσσας δεν αποτελεί απόδειξη φυλετικής συνέχειας
Από τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις τού Ηράκλειου (ζ΄αι.) ξεχωριστή σημασία έχει η αναγνώριση τής ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας τού ρωμαϊκού κράτους αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα τις επιγραφές και τα νομίσματα το «Imperator Caesar Augustus» με το «Βασιλεύς». Από εδώ και μπρος όλα τα κρατικά έγγραφα γράφονται στην ελληνική και μάλιστα στην κοινή κι όχι στην αττική ή αττικίζουσα.
Στα χρόνια αυτά, το βυζαντινό κράτος στηριζόταν κυρίως στη Μικρά Ασία. Οι άλλες του επαρχίες (Αίγυπτος, Συρία, Μεσοποταμία) είχαν χαθεί. Η Ιταλία αποχωριζόταν όλο και πιο πολύ από το Βυζάντιο, ενώ η Βαλκανική είχε πλημμυρίσει από σλάβους. Γι΄ αυτό η λατινική, που ήταν έως τότε η γλώσσα των δικαστηρίων, τού στρατού, τής νομοθεσίας και τής κρατικής μηχανής γενικά, ήταν μια νεκρή γλώσσα. Η Μικρά Ασία, το σπουδαιότερο τμήμα τού Βυζαντίου ήταν ελληνόφωνη.
Εξ άλλου, ήταν καιρός πια, το Βυζάντιο να αποκτήσει μια γλώσσα, που να μιλιέται παντού, γιατί έτσι αποκτούσε, παράλληλα με το δόγμα τής Ορθοδοξίας κι ένα ακόμα νέο συνδετικό κρίκο, την κοινή ελληνική. Από εδώ και πέρα, οι βυζαντινές κυβερνήσεις, για να πετύχουν την πολιτική ενότητα τής αυτοκρατορίας, χρησιμοποιούν από τη μια μεριά τη στρατιωτική δύναμη εμποδίζοντας κάθε εκδήλωση φυλετικών αντιθέσεων, κι από την άλλη, καθιερώνοντας την ελληνική ως επίσημη γλώσσα, αναγκάζουν τις διάφορες φυλές να μάθουν ελληνικά και να ενσωματώνονται έτσι ευκολότερα στο Βυζάντιο.
Ελληνική γλώσσα και χριστιανισμός
Ο χριστιανισμός επίσης, συνέβαλε εξ ανάγκης στη διάδοση τής ελληνικής γλώσσας, δεδομένου, ότι ως διεθνής γλώσσα τής εποχής, η ελληνική τον εξυπηρετούσε να πετύχει τον εξουσιαστικό σκοπό τής παγκόσμιας μονοκρατορίας του.
Φρόντισε όμως, να την απονοηματίσει πλήρως, ώστε η διδασκαλία της να περιορίζεται στο γραμματικό μέρος και να απαγορεύει την ανάδειξη τής υψηλής σκέψης, που εμπεριέχεται στα έργα των κλασικών. Αυτά διευκρινίστηκαν στη Ζ΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.), οπότε και συντάχτηκαν οι αναθεματισμοί κατά των νοημάτων τής ελληνικής γλώσσας:
- «Σ΄ αυτούς, που διαβάζουν τα ελληνικά μαθήματα και όχι για (=γραμματική) εκπαίδευση εκπαιδευόμενους, αλλά και δεχόμενους τις έννοιες τους... ανάθεμα τρεις φορές».
- «Σ΄ αυτούς, που δέχονται και παραδίδουν τις μάταιες (=πρωτογενείς) ελληνικές έννοιες των λέξεων («ρήματα»)... ανάθεμα τρεις φορές».
Ο επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος, μάς διαβεβαιώνει, ότι «ξέρει (ο Απ. Παύλος) να χρησιμοποιεί τις λέξεις, όπως τον βολεύει και να προσαρμόζει στη δική του λογική τις σημασίες των λέξεων, ακόμη και στις περιπτώσεις, που η καθιερωμένη χρήση των λέξεων οδηγεί σε άλλες σημασίες».
Ύστερα από τα παραπάνω, πολλές έννοιες τής σημερινής ελληνικής γλώσσας είναι εντελώς διαφορετικές από τις αντίστοιχες προχριστιανικές. Οι σημερινοί άνθρωποι, που μιλούν αυτό, που ονομάζεται κοινή ελληνική γλώσσα, ούτε που υποψιάζονται καν τη βίαιη μετάλλαξή της κατά τη χριστιανική εποχή, οπότε χιλιάδες λέξεις, αγνώριστες νοηματικά, κατάντησαν πραγματικές παγίδες τής σκέψης, που οδηγούν στη μεταφυσική και μυστικιστική παράνοια τού δογματισμού.
Η προχριστιανική σημασία τής λέξης «πίστη», για παράδειγμα, ήταν «εμπιστοσύνη σε πρόσωπο ή πράγμα». Η χριστιανική εξαλλαγή της, εξουσιαστική και μεταφυσική, είναι: «πίστη στο Γιαχβέ». «Αμαρτία» προχριστιανικά σήμαινε «αστοχία». «Αμάρτησα» σήμαινε «δεν πέτυχα το στόχο μου». Σήμερα, αμαρτία σημαίνει κάτι αντίθετο στη θέληση τού Γιαχβέ κ.λπ. κ.λπ..
Επομένως, το επιχείρημα, ότι ο χριστιανισμός έσωσε την ελληνική γλώσσα από τον αφανισμό είναι μάλλον αδόκιμο. Ακριβέστερα θα ήταν αν λεγόταν, ότι ο χριστιανισμός τής Ανατολής έσωσε ένα ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά παράλλαξε ή διαστρέβλωσε εσκεμμένα το νόημα των λέξεων δίνοντας σε αυτές άλλο περιεχόμενο, αυτό, που συνέφερε το δόγμα.
Σλαβικά τοπωνύμια καταρρίπτουν εθνικούς μύθους
Η τεράστια πληθυσμιακή μετακίνηση των σλαβικών φυλών αν και ανοργάνωτη, επέφερε νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Χιλιάδες άνθρωποι έφεραν μαζί τους μια καινούργια κουλτούρα, δημιούργησαν χιλιάδες διάσπαρτους αγροτικούς οικισμούς κι έδωσαν σλαβικές ονομασίες στούς τόπους που ρίζωσαν. Αντάλλαξαν πολιτιστικά στοιχεία κι ήρθαν σε επιγαμίες με τον ντόπιο πληθυσμό.
Για περισσότερους από δέκα τέσσερις αιώνες η νέα αυτή πολιτιστική έκφραση κυριάρχησε σε ένα μεγάλο μέρος τής σημερινής Ελλάδας. Οι χιλιάδες οικισμοί, τα χωριά, τα βουνά, τα ποτάμια κ.λπ. των σλάβων εποίκων διατήρησαν τα ονόματά τους μέχρι τις αρχές τού κ΄αιώνα. Κανείς δεν σκέφτηκε να τα μεταλλάξει στα βυζαντινά χρόνια ούτε στα χρόνια τής οθωμανικής κυριαρχίας.
Ομως, η γενιά των νεοελλήνων σωβινιστών, οι θιασώτες τής Μεγάλης Ιδέας, οι οραματιστές τής νεκρανάστασης τού Βυζαντίου, προχώρησαν σε ένα πολιτιστικό ανοσιούργημα. Έβαλαν σε εφαρμογή σχέδιο απαγόρευσης χρήσης των παλαιών ονομασιών και μετονομασίας τους. Άλλαξαν ακόμα και τα οικογενειακά ονόματα των κατοίκων.
Όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να εκβυζαντινίζονται, η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική, που εξελίχτηκε στις καθ΄αυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός, ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο εκχριστιανισμός και η υιοθέτηση τής ελληνικής γλώσσας ήταν διαδικασίες παράλληλες και αλληλένδετες.
Εκτός από τα τοπωνύμια, αρκετές σλάβικες λέξεις επιβιώνουν στη γλώσσα μας έως σήμερα, όπως π.χ. βίτσα, μπουχός (=σκόνη), ντόμπρος (=ειλικρινής), ρούχο, σανός, σβάρνα (=συρόμενο γεωργικό εργαλείο), τσαντήλα (=αραχνοΰφαντο ύφασμα για το στράγγισμα τού τυριού) κ.ά.. Ακούστε στο αρχείο ήχου το Τζίμη Πανούση, να εξηγεί με το δικό του μοναδικό τρόπο την ετυμολογία τής λέξης τής γλώσσας μας, η οποία προέρχεται από τη σλάβικη butsa (=εξόγκωμα, προεξοχή).
Ο Fallmerayer, συνέδεσε το ζήτημα των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας, με το ζήτημα τής καταγωγής των ρωμιών και τον εθνικό μύθο περί τής δήθεν αρχαιοελληνικής καταγωγής τους. Έτσι λοιπόν, εκτός από αυτόν και τα μεσαιωνικά βυζαντινά έργα, που στήριζαν την άποψη του, μπήκαν στο στόχαστρο τού ελληνικού εθνικισμού κι επιχειρήθηκε ν΄απαξιωθούν (π.χ. «Χρονικόν τής Μονεμβασίας»).
Κι αν μεν τον Fallmeryer τον έβριζαν, τούς βυζαντινούς συγγραφείς τούς χαρακτήριζαν αναξιόπιστους, με τα τοπωνύμια τής χώρας όμως, τις «ανάγλυφες επιγραφές στο έδαφος», τι θα έκαναν; Η απάντηση, που δόθηκε από το νεοελληνικό κρατίδιο σε αυτή την ερώτηση, ήταν: οργανωμένη επιχείρηση για τον εξελληνισμό τους.
Η επιχείρηση εξελληνισμού, δεν αφορούσε βέβαια μόνο τα σλάβικα τοπωνύμια, γιατί στη χώρα υπήρχαν ακόμη, χιλιάδες τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα, βενετσιάνικα λατινικά.Το Βόντεν έγινε Έδεσσα, η Χρούπιστα, Άργος Ορεστικό, η Βαλόβιστα, Σιδηρόκαστρο, το Λαρίγκοβο, Αρναία, οι ποταμοί Βαρντάρ και Μπίστριτσα, Αξιός και Αλιάκμων, το βουνό Καρακάμεν, Βέρμιο, ο οικισμός Κούτλες, Βεργίνα κ.λπ. κ.λπ.
Όσο κι αν πάσχισε ο νεοελληνικός εθνικισμός να εξαφανίσει τα χιλιάδες τοπωνύμια-μαρτυρίες τής σημαντικής σλάβικης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο μετονομάζοντας χωριά, βουνά, ποτάμια κ.ά., ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι κάτοικοι ονομάζουν το Επιτάλιο Αγουλινίτσα, την Αλφειούσα Βολάντζα, τα Αροάνια Χελμό κ.λπ. κ.λπ.. Σημειωτέον, ότι στη Βολάντζα-Αλφειούσα, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη τής Πελοποννήσου, υπάρχουν ακόμα και σήμερα αρκετοί ξανθοί με γαλανά μάτια.
Οι μετονομασίες είχαν σκοπό να απαλλάξουν την ελληνική ύπαιθρο από τυχόν υπολείματα παλαιών κατακτητών και να αποστομωθούν οι επικριτές τής φυλετικής μας καθαρότητας. Δεν μπορούσε να λέγεται μιά πόλη Ζητούνι (σλαβ. Zitun) κι έτσι μετονομάστηκε σε Λαμία. Η σλαβική γλώσσα όμως, ήταν κάποτε γλώσσα μεγάλου τμήματος τού πληθυσμού τού ελλαδικού χώρου.
Γι΄ αυτό έλεγε ο Fallmerayer, ότι «βρίσκει κανείς δίπλα στα ερείπια τής Μαντινείας, τού Αιγίου, τής Ωλένου, των Αμυκλών, τής Μεσσήνης και τής Μεγαλόπολης τόπους και ποταμάκια, που ονομάζονται Γκοριτσά, Βοστίτζα, Καμίνιτσα, Πίρνατσα, Χλουμούτσι, Σλάβιτζα, Βελιγοστή και Αράχοβα.
Δεν είναι αναγκαία μια σε βάθος εξέταση, για να διακρίνει κανείς, ότι τέτοια ονόματα δεν μπορεί να βρίσκονται σε μια χώρα, που έχει παραμείνει αρχαιοελληνική, αλλά μάλλον στη Σερβία, στη Βουλγαρία... και, συνεπώς, ότι αυτά έχουν την προέλευσή τους όχι από έλληνες, αλλά από ανθρώπους, που μιλούσαν σλάβικα».
Η επιχείρηση ελληνοποίησης δεν περιορίστηκε στα τοπωνύμια, αλλά επεκτάθηκε και στα ενοχλητικά επώνυμα, ειδικά αυτά, που έληγαν σε -ωφ, -βιτς κ.λπ.. Γνωστός τού συγγραφέα, ο οποίος γεννήθηκε και ζει σε χωριό τής Δράμας, ονομάζεται σήμερα Πετρίδης, αυτός και η οικογένειά του.
Δεν ήταν όμως Πετρίδης το οικογενειακό τους όνομα, αλλά Στογιάννης, το οποίο προερχόταν από το βουλγάρικο Στογιανώφ. Διηγείται λοιπόν, πως μια μέρα, μάζεψαν οι χωροφύλακες στο καφενείο τού χωριού τον παππού του κι όσους άλλους είχαν σλάβικα επίθετα και τούς διέταξαν να τα αλλάξουν επί τόπου διαλέγοντας από μια κατάσταση, που περιείχε μόνον ελληνοπρεπή επίθετα. Έτσι, ο παππούς, από Στογιανώφ έγινε Στογιάννης κι εν τέλει... Πετρίδης.
Κάπως έτσι γέμισε η μακεδονική ύπαιθρος και με κρητικά επώνυμα. Πολλοί κάτοικοι τής Μακεδονίας με σλάβικα επώνυμα τα άλλαξαν με ελληνοπρεπή λήγοντα σε -άκης. Αυτοί δεν είναι κρητικής, αλλά -προφανώς- σλάβικης καταγωγής.
Η Μακεδονία ήταν πάντα ένα πολυεθνικό μωσαϊκό. Ελληνική έχει βαφτιστεί από τον νεορωμέικο εθνικισμό και το μεγαλοϊδεατισμό, οι οποίοι εξακολουθούν -όπως φαίνεται- να ζουν και να βασιλεύουν στις σημερινές στρατιωτικές σχολές τής χρεωκοπημένης Ρωμιοσύνης.
Τέτοιες συμπεριφορές χαρακτηρίζουν το μεσαίωνα, που επικρατεί στούς εγκεφάλους και την ποιότητα τής σκέψης των σύγχρονων νονών. Με το να μετονομάζει μια ευρωπαϊκή χώρα ένα τόπο, για να ξορκίσει το γεγονός τής εκεί ύπαρξης αρβανιτών, βλάχων κ.ά., το μόνο που επιτυγχάνει επί τής ουσίας είναι να αποκαλύπτει τη σημερινή πνευματική και ιδεολογική του ένδεια και ανασφάλεια.
Βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
3. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία τής Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.
4. «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
5. «Το περί κτίσεως Μονεμβασίας χρονικόν».
6. I. Φ. Φαλλμεράυερ: «Περί τής καταγωγής των σημερινών ελλήνων», έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1984.
7. Καρόλου Χόπφ: «Οι σλάβοι εν Ελλάδι. Ανασκευή των θεωριών Φαλλμεράυρ», Βενετία, 1872.
8. Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», έκδ. Εμπορικής Τράπεζας τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987.
9. Κώστα Κόμη: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Μάνης, 15ος-19ος αιώνας», έκδ. πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2005.
10. «Ρίζες ελλήνων - Μανιάτες», έκδ. «Πήγασος εκδοτική Α.Ε.», Αθήνα, 2009.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μνημονεύοντας το γεγονός λέει, πως «εσλαυώθη πάσα η χώρα.» Αιώνες αργότερα στο χώρο εγκαταστάθηκαν κι άλλοι επήλυδες, κυρίως αρβανίτες, βλάχοι κ.ά.
Θα ρωτήσει όμως κάποιος: Ενώ ακόμα κι ως σήμερα, οι βλάχοι κυρίως κι οι αρβανίτες σε πολλές περιοχές ξεχωρίζουν από τον άλλο πληθυσμό από τα ήθη και έθιμα κι ιδιαίτερα από τη γλώσσα τους, οι σλάβοι εξαφανίστηκαν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι δύσκολη.
Θα υπενθυμίσω πρώτα, πως σ΄ όλη την Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες σλάβικα τοπωνύμια. Στη νεοελληνική γλώσσα υπάρχουν επίσης σλάβικες λέξεις. Θα εξετάσουμε λοιπόν το ζήτημα χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες. Η μισαλλοδοξία κι ο σωβινισμός δεν έχουν θέση στην ιστορική έρευνα.
Εισβολές, πόλεμοι, επιδημίες, πειρατεία, διώξεις
Όταν λέμε «το ελληνικό έθνος δια μέσου των αιώνων» είναι λάθος. Η έννοια τού «ελληνικού έθνους» δεν υπήρχε πριν τον ιη΄αιώνα. Ο μύθος τής δήθεν φυλετικής συγγένειας με τους αρχαίους έλληνες των διαφόρων λαών (σλάβων, αλβανών, βλάχων, βορειοαφρικανών, αρμενίων, τούρκων κ.ά), που επί μιάμιση χιλιετία είχαν επανειλημμένα εποικίσει τον ελλαδικό χώρο, άρχισε να πλάθεται μόλις στις αρχές τού ιθ΄αιώνα, ενώ από την τρίτη δεκαετία του και μετά, αποτέλεσε την αιχμή τού δόρατος των εθνοποιητικών μηχανισμών τού νεοσυσταθέντος χριστιανικού κρατιδίου διδασκόμενος ως ιστορική δήθεν αλήθεια στα σχολεία.
Ήταν πολλές οι καταστροφές στον ελλαδικό χώρο όλους αυτούς τούς αιώνες. Εκτός από τις εισβολές, τούς πολέμους και τις βυζαντινές διώξεις, αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα επιβίωσης από την πειρατεία (ολόκληρα νησία και παράλιες -και όχι μόνον- περιοχές είχαν μείνει για αιώνες έρημες), αλλά κυρίως από τις επιδημίες, ειδικά τής πανώλης, που είχε επανειλημμένα αποδεκατίσει τούς πληθυσμούς.
Δεν υπάρχουν φυλετικά καθαροί λαοί
Κανένας λαός δεν είναι καθαρόαιμος. Από το μεσαίωνα κι έπειτα, με τις μεταναστεύσεις των λαών στην Ευρώπη και Μεσόγειο, έγιναν πολλές εθνογραφικές αλλαγές. Όμως και στα αρχαία χρόνια είχε γίνει το ίδιο. Οι έλληνες, από τα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου κι ύστερα, κατά χιλιάδες μετανάστευσαν στην Ανατολή και ανακατώθηκαν με τούς ντόπιους. Και πριν ακόμα, στα χρόνια τής περσικής αυτοκρατορίας, είχαν γίνει σημαντικές μετατοπίσεις πληθυσμών στην Ανατολή και ανακάτεμα λαών.
Κι ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως στην αρχαία Ελλάδα έγιναν χιλιάδες απελευθερώσεις δούλων, πού προέρχονταν από την Ανατολή και Μεσόγειο, που ήταν «βάρβαροι», καθώς και πολλές επιγαμίες με ξένους. Συνακόλουθα, από τον ε΄αιώνα κι ύστερα, ο πληθυσμός τής αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν καθαρόαιμος. Στην ελληνιστική εποχή και στη ρωμαϊκή, στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν πολλοί ξένοι (ρωμαίοι, ανατολίτες).
Το ότι στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η ελληνική γλώσσα -η κοινή, όχι η αρχαία- αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν η γλώσσα των εμποροβιοτεχνικών και πολιτιστικών κέντρων, όχι μόνο τής Ελλάδας, αλλά και τής Ανατολής. Οι ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να επιβάλουν τη γλώσσα τους στην Ανατολή και η άρχουσα τάξη τού Βυζαντίου αναγκάστηκε να καθιερώσει σαν επίσημη γλώσσα την ελληνική, ενώ πριν ήταν η λατινική. Δεν είναι λοιπόν η γλώσσα το αποφασιστικό γνώρισμα τής φυλετικής καταγωγής ενός λαού, αλλά άλλοι παράγοντες.
Δεν εξελληνίστηκαν, εκβυζαντινίστηκαν
Θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης προπαγανδίζουν, ότι όλοι αυτοί οι λαοί, που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο το Μεσαίωνα, εξελληνίστηκαν. Πρόκειται περί ιστορικού ψεύδους. Οι λαοί αυτοί, αργά ή γρήγορα εκβυζαντινίστηκαν ή σωστότερα, εκρωμαΐστηκαν, δηλαδή πήραν τη θρησκεία (χριστιανισμό) άν δεν ήταν ήδη χριστιανοί και -παράλληλα με τη μητρική τους- την επίσημη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (που από τον ζ΄ αιώνα κι ύστερα ήταν η ρωμέικη). Δεν εξελληνίστηκαν, καθ΄ ότι δεν υπήρχαν στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (παιδεία, αθλητισμός κ.λπ.) στο Βυζάντιο.
Αν διαβάσετε σημειώσεις των περιηγητών στον ελλαδικό χώρο το μεσαίωνα μέχρι και τον ιθ΄αιώνα, θα δείτε σε πολλές περιπτώσεις να αναφέρουν, ότι πέρασαν από ολόκληρες περιοχές χωρίς να ακούσουν καν ελληνικά. Αλλά κι ελληνικά να άκουγαν, δεν σημαίνει -για τούς λόγους, που προαναφέρθηκαν- ότι αυτοί που τα μιλούσαν ήταν απόγονοι αρχαίων ελλήνων.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τής πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον ιθ΄αιώνα αποτελεί η πολύ πετυχημένη λαϊκή κωμωδία τού Δ. Βυζάντιου, «Βαβυλωνία». Σε μία σκηνή της, ένας αρβανίτης, που δεν καταλαβαίνει ένα κρητικό, νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια πιστολιά. Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από επτανήσιο αστυνόμο, ο οποίος παρά την ανακριτική του πείρα, δεν τα καταφέρνει να εξακριβώσει αν ο τραυματισμός τού κρητικού είναι κάζο πενσάτο (εκ προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους μάρτυρες ούτε οι μάρτυρες αυτόν.
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα τού αμερικάνου εθελοντή Bolse στην εφημερίδα τής Φιλαδέλφειας «Democratic Press» (φύλλο 13.12.1826), για το Ναύπλιο τού 1826: «Τα καφενεία τής πόλης κατάμεστα από στρατιώτες, που παίζουν μπιλιάρδο ή κουβεντιάζουν. Ούτε στην αρχαία Βαβυλώνα δεν ακούγονταν τόσες γλώσσες όσες στο σημερινό Ναύπλιο.» (Κ. Σιμόπουλου: Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού ΄21, έκδ. «Στάχυ», 1999).
Παρ΄ όλα αυτά και παρ΄ όλη την επιχείρηση τού νεοελληνικού έθνους-κράτους να επιβάλει την ελληνική με χιλιάδες εξελληνισμούς ονομάτων, τοπωνυμιών, με τη διδασκαλία της στα σχολεία, αλλά και δια τής βίας πολλές φορές,ακόμα και στις μέρες μας χιλιάδες τοπωνύμια και μή ελληνικές λέξεις (σλάβικες, αλβανικές, τούρκικες κ.λπ.) επιβιώνουν στη γλώσσα μας, ενώ πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα σε ολόκληρα χωριά σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (βλάχικα, αρβανίτικα κ.ά.).
Οι σημερινοί ελληνόφωνοι χριστιανοί κάτοικοι τού ελλαδικού χώρου δεν είναι φυλετικοί απόγονοι ή πνευματικοί κληρονόμοι των αρχαίων ελλήνων, των αθηναίων, τής δημοκρατίας, των φιλοσόφων κ.λπ.. Είναι επήλυδες, βαλκάνιοι και όχι μόνον, ορθόδοξοι, με έντονη ανάμειξη τής οθωμανικής κουλτούρας. Έμαθαν να επιβιώνουν σε αυτοκρατορίες δεσποτικές (βυζάντιο, τουρκοκρατία) αναπτύσσοντας την υποκρισία, την κουτοπονηριά και πολλά άλλα ελαττώματα, με σκέψη εντελώς διαφορετική από αυτή τού δυτικού κόσμου.
Ο εκβυζαντινισμός των σλάβων
Η βυζαντινή κυβέρνηση πολλές φορές επέβαλε αναγκαστικές μετατοπίσεις πληθυσμών από το ένα μέρος στα άλλο. Όταν μάλιστα εμφανίστηκαν οι βούλγαροι και απειλούσαν το Βυζάντιο με τις επιδρομές τους, επειδή οι σλαβικοί πληθυσμοί υποστήριζαν τούς βουλγάρους, έγιναν τέτοιες ομαδικές μετατοπίσεις.Στις περιοχές δηλαδή, που πλειοψηφούσαν οι σλάβοι, πολλοί απ' αυτούς μετατοπίστηκαν σε άλλες. Στά χρόνια μάλιστα, που σημειώθηκαν μεγάλες εξεγέρσεις των σλάβων, οι τέτοιες μετατοπίσεις άλλαξαν τη σύνθεση τού σλαβικού πληθυσμού.
Όταν πάλι αργότερα, οι βυζαντινοί εγκατάστησαν αρβανίτες σε αραιοκατοικημένες περιοχές τής Ελλάδας (Κόρινθο,Αττική,Σπάτα,Τατόη,Χαλάνδρι,Λούτσα), οι σλάβοι ή διώχτηκαν από τις περιοχές αυτές ή αφομοιώθηκαν με τούς νέους εποίκους ανταλλάσσοντας μαζί τους πολιτιστικά στοιχεία (φορεσιές, τραγούδια κ.λπ.). Τα ίδιο έγινε κι όταν εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές (Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο) οι βλάχοι.
Στα χρόνια τής ανοδικής ανάπτυξης τού Βυζαντίου (από τα χρόνια τής μακεδονικής δυναστείας κι ύστερα), πολλοί σλάβοι, πού κατοικούσαν κοντά σε εμποροβιοτεχνικά κέντρα, διαφοροποιήθηκαν. Διαλύθηκαν δηλαδή οι κοινότητές τους (ζάντρουγκες) και προκειμένου να μπορούν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους και να συναλλάσσονται με τα αστικά κέντρα, έμαθαν τα ελληνικά. Μέσα στα διάβα δεκατριών αιώνων έγιναν πολλές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση των σλάβων και η φυλετική τους σύνθεση έχασε την αρχική της υπόσταση καί μορφή.
Οι πρώτοι, που έμαθαν τα ελληνικά ήταν οι προύχοντες σλάβοι. Ο αρχηγός των σλάβων, πού ήταν εγκαταστημένοι γύρω στη Θεσσαλονίκη, τον ζ΄ αιώνα, «ελάλει την ελληνική» (βλ. αββά Τοugard: «De l΄histoire profane dans les actes des Bollandistes», Παρίσι, 1874, κεφ. 67). Δεν θέλει ερώτημα, πως αργότερα η εκμάθηση των ελληνικών γενικεύτηκε. Εξ άλλου, από τα «Τακτικά» τού Λέοντα τού Σοφού μαθαίνουμε, πως ο Βασίλειος Α΄ (9ος αιώνας) «εγραίκωσε τα σλαβικά έθνη», δηλαδή ανάγκασε με τη βία τούς σλάβους να μάθουν την ελληνική γλώσσα (Migne P.G., τ. 107, 969).
Εξ άλλου, στο αναμεταξύ οι σλάβοι προσχώρησαν στο χριστιανισμό και τα μοναστήρια τράβηξαν πολλούς σλάβους σ΄ αυτά, ενώ με την προπαγάνδα των καλόγερων, η κοινή ελληνική διαδόθηκε και στα σλαβικά χωριά.
Πολλοί σλάβοι επίσης, υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό, όπου έμαθαν την κοινή ελληνική. Όπως γίνεται και σήμερα, που ο στρατός, τα Μ.Μ.Ε. και τα σχολεία έχουν επιβάλει την ομιλούμενη δημοτική γλώσσα και στα απόκεντρα χωριά, στα νησιά και στην Κρήτη, όπου ως τις αρχές τού περασμένου αιώνα οι ντοπιολαλιές κι οι ξένες λέξεις κάνανε δύσκολη τη συνεννόηση με τούς πρωτευουσιάνους και τούς κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Έτσι και στα βυζαντινά χρόνια, από τούς παραπάνω κυριότερους λόγους, οι σλάβοι ξέχασαν τη γλώσσα τους κι αφομοιώθηκαν γλωσσικά με τούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αφού στο αναμεταξύ έγιναν υπήκοοι τού Βυζαντίου.
Η χώρα «εσλαυώθη» γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος κι η ελληνική χερσόνησος έμεινε γνωστή ως Σκλαβουνία: «Ύστερα από τις Συρακούσες διασχίσαμε την Αδριατική και φτάσαμε στη Μονεμβασία, στη γη τής Σκλαβουνίας)» σημειώνει το 741 ο άγγλος Willibald στο χρονικό τού θαλασσινού ταξιδιού του στην Ελλάδα. (“Ad urbem Manifaciam in sclavinica terra”).
Στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, πολλοί σλάβοι κατόρθωσαν να πάρουν αξιώματα. Άλλοι επίσης, ως βιοτέχνες και έμποροι, είχαν πιάσει οικονομικά πόστα. Οι σλάβοι αυτοί, με το να μάθουν την κοινή ελληνική και να έχουν κοινωνική θέση, ήρθαν σε επιγαμίες με γραικούς. Κι έτσι απ΄τους γάμους αυτούς, πού ήταν φαίνεται πολλοί, τα παιδιά που γεννήθηκαν ήταν μιγάδες. Με τον καιρό όμως, εξ αιτίας, που οι απόγονοι των μικτών αυτών γάμων μιλούσαν μόνο την κοινή ελληνική, θεωρούνταν γραικοί-ρωμιοί.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, οι σλάβοι εκβυζαντινίστηκαν κι έτσι μόνα τα σλαβικά τοπωνύμια μαρτυρούν εμφανώς την εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο. Αντίθετα, οι αρβανίτες και οι βλάχοι, πού κατέβηκαν τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια αργότερα στο χώρο και ζούσαν σε βουνήσιες και απομονωμένες αγροτικές περιοχές ή και σε περιοχές, πού δεν υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (χωριά τής Αττικής, Κορίνθου, Ευβοίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου κ.λπ.), κράτησαν όχι μόνο τη γλώσσα τους ως τις μέρες μας, αλλά και την πατριαρχική τους οργάνωση έως πρόσφατα.
Longon τοποθετεί τη σλαβική εγκατάσταση στο πλαίσιο τού Χρονικού τής Μονεμβασίας. Ορδές σλάβων πέρασαν το Δούναβη κι άρχισαν τη διείσδυσή τους στη Βαλκανική. Πότε ακριβώς και σε ποιά έκταση εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι στην Πελοπόννησο;
Οι ιστορικοί πιστεύουν, ότι η διείσδυση άρχισε το 584. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το Χρονικό τής Μονεμβασίας, όπου αναφέρεται, ότι η κυριαρχία των σλάβων στο Μωριά κράτησε 218 χρόνια, από τον έκτο χρόνο τής βασιλείας τού αυτοκράτορα Μαυρικίου (587) ως τον τέταρτο τής βασιλείας τού Νικηφόρου Α΄ (805). (J. Longon: Κριτική παρουσίαση τού έργου τού Antoine Bon: Le Peloponnese byzantin jusqu΄au 1204 - Journal des savants, Avril-Juin, 1952, σελ. 72).
Η χρήση τής κοινής ελληνικής γλώσσας δεν αποτελεί απόδειξη φυλετικής συνέχειας
Από τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις τού Ηράκλειου (ζ΄αι.) ξεχωριστή σημασία έχει η αναγνώριση τής ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας τού ρωμαϊκού κράτους αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα τις επιγραφές και τα νομίσματα το «Imperator Caesar Augustus» με το «Βασιλεύς». Από εδώ και μπρος όλα τα κρατικά έγγραφα γράφονται στην ελληνική και μάλιστα στην κοινή κι όχι στην αττική ή αττικίζουσα.
Στα χρόνια αυτά, το βυζαντινό κράτος στηριζόταν κυρίως στη Μικρά Ασία. Οι άλλες του επαρχίες (Αίγυπτος, Συρία, Μεσοποταμία) είχαν χαθεί. Η Ιταλία αποχωριζόταν όλο και πιο πολύ από το Βυζάντιο, ενώ η Βαλκανική είχε πλημμυρίσει από σλάβους. Γι΄ αυτό η λατινική, που ήταν έως τότε η γλώσσα των δικαστηρίων, τού στρατού, τής νομοθεσίας και τής κρατικής μηχανής γενικά, ήταν μια νεκρή γλώσσα. Η Μικρά Ασία, το σπουδαιότερο τμήμα τού Βυζαντίου ήταν ελληνόφωνη.
Εξ άλλου, ήταν καιρός πια, το Βυζάντιο να αποκτήσει μια γλώσσα, που να μιλιέται παντού, γιατί έτσι αποκτούσε, παράλληλα με το δόγμα τής Ορθοδοξίας κι ένα ακόμα νέο συνδετικό κρίκο, την κοινή ελληνική. Από εδώ και πέρα, οι βυζαντινές κυβερνήσεις, για να πετύχουν την πολιτική ενότητα τής αυτοκρατορίας, χρησιμοποιούν από τη μια μεριά τη στρατιωτική δύναμη εμποδίζοντας κάθε εκδήλωση φυλετικών αντιθέσεων, κι από την άλλη, καθιερώνοντας την ελληνική ως επίσημη γλώσσα, αναγκάζουν τις διάφορες φυλές να μάθουν ελληνικά και να ενσωματώνονται έτσι ευκολότερα στο Βυζάντιο.
Ελληνική γλώσσα και χριστιανισμός
Ο χριστιανισμός επίσης, συνέβαλε εξ ανάγκης στη διάδοση τής ελληνικής γλώσσας, δεδομένου, ότι ως διεθνής γλώσσα τής εποχής, η ελληνική τον εξυπηρετούσε να πετύχει τον εξουσιαστικό σκοπό τής παγκόσμιας μονοκρατορίας του.
Φρόντισε όμως, να την απονοηματίσει πλήρως, ώστε η διδασκαλία της να περιορίζεται στο γραμματικό μέρος και να απαγορεύει την ανάδειξη τής υψηλής σκέψης, που εμπεριέχεται στα έργα των κλασικών. Αυτά διευκρινίστηκαν στη Ζ΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.), οπότε και συντάχτηκαν οι αναθεματισμοί κατά των νοημάτων τής ελληνικής γλώσσας:
- «Σ΄ αυτούς, που διαβάζουν τα ελληνικά μαθήματα και όχι για (=γραμματική) εκπαίδευση εκπαιδευόμενους, αλλά και δεχόμενους τις έννοιες τους... ανάθεμα τρεις φορές».
- «Σ΄ αυτούς, που δέχονται και παραδίδουν τις μάταιες (=πρωτογενείς) ελληνικές έννοιες των λέξεων («ρήματα»)... ανάθεμα τρεις φορές».
Ο επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος, μάς διαβεβαιώνει, ότι «ξέρει (ο Απ. Παύλος) να χρησιμοποιεί τις λέξεις, όπως τον βολεύει και να προσαρμόζει στη δική του λογική τις σημασίες των λέξεων, ακόμη και στις περιπτώσεις, που η καθιερωμένη χρήση των λέξεων οδηγεί σε άλλες σημασίες».
Ύστερα από τα παραπάνω, πολλές έννοιες τής σημερινής ελληνικής γλώσσας είναι εντελώς διαφορετικές από τις αντίστοιχες προχριστιανικές. Οι σημερινοί άνθρωποι, που μιλούν αυτό, που ονομάζεται κοινή ελληνική γλώσσα, ούτε που υποψιάζονται καν τη βίαιη μετάλλαξή της κατά τη χριστιανική εποχή, οπότε χιλιάδες λέξεις, αγνώριστες νοηματικά, κατάντησαν πραγματικές παγίδες τής σκέψης, που οδηγούν στη μεταφυσική και μυστικιστική παράνοια τού δογματισμού.
Η προχριστιανική σημασία τής λέξης «πίστη», για παράδειγμα, ήταν «εμπιστοσύνη σε πρόσωπο ή πράγμα». Η χριστιανική εξαλλαγή της, εξουσιαστική και μεταφυσική, είναι: «πίστη στο Γιαχβέ». «Αμαρτία» προχριστιανικά σήμαινε «αστοχία». «Αμάρτησα» σήμαινε «δεν πέτυχα το στόχο μου». Σήμερα, αμαρτία σημαίνει κάτι αντίθετο στη θέληση τού Γιαχβέ κ.λπ. κ.λπ..
Επομένως, το επιχείρημα, ότι ο χριστιανισμός έσωσε την ελληνική γλώσσα από τον αφανισμό είναι μάλλον αδόκιμο. Ακριβέστερα θα ήταν αν λεγόταν, ότι ο χριστιανισμός τής Ανατολής έσωσε ένα ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά παράλλαξε ή διαστρέβλωσε εσκεμμένα το νόημα των λέξεων δίνοντας σε αυτές άλλο περιεχόμενο, αυτό, που συνέφερε το δόγμα.
Σλαβικά τοπωνύμια καταρρίπτουν εθνικούς μύθους
Η τεράστια πληθυσμιακή μετακίνηση των σλαβικών φυλών αν και ανοργάνωτη, επέφερε νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Χιλιάδες άνθρωποι έφεραν μαζί τους μια καινούργια κουλτούρα, δημιούργησαν χιλιάδες διάσπαρτους αγροτικούς οικισμούς κι έδωσαν σλαβικές ονομασίες στούς τόπους που ρίζωσαν. Αντάλλαξαν πολιτιστικά στοιχεία κι ήρθαν σε επιγαμίες με τον ντόπιο πληθυσμό.
Για περισσότερους από δέκα τέσσερις αιώνες η νέα αυτή πολιτιστική έκφραση κυριάρχησε σε ένα μεγάλο μέρος τής σημερινής Ελλάδας. Οι χιλιάδες οικισμοί, τα χωριά, τα βουνά, τα ποτάμια κ.λπ. των σλάβων εποίκων διατήρησαν τα ονόματά τους μέχρι τις αρχές τού κ΄αιώνα. Κανείς δεν σκέφτηκε να τα μεταλλάξει στα βυζαντινά χρόνια ούτε στα χρόνια τής οθωμανικής κυριαρχίας.
Ομως, η γενιά των νεοελλήνων σωβινιστών, οι θιασώτες τής Μεγάλης Ιδέας, οι οραματιστές τής νεκρανάστασης τού Βυζαντίου, προχώρησαν σε ένα πολιτιστικό ανοσιούργημα. Έβαλαν σε εφαρμογή σχέδιο απαγόρευσης χρήσης των παλαιών ονομασιών και μετονομασίας τους. Άλλαξαν ακόμα και τα οικογενειακά ονόματα των κατοίκων.
Όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να εκβυζαντινίζονται, η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική, που εξελίχτηκε στις καθ΄αυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός, ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο εκχριστιανισμός και η υιοθέτηση τής ελληνικής γλώσσας ήταν διαδικασίες παράλληλες και αλληλένδετες.
Εκτός από τα τοπωνύμια, αρκετές σλάβικες λέξεις επιβιώνουν στη γλώσσα μας έως σήμερα, όπως π.χ. βίτσα, μπουχός (=σκόνη), ντόμπρος (=ειλικρινής), ρούχο, σανός, σβάρνα (=συρόμενο γεωργικό εργαλείο), τσαντήλα (=αραχνοΰφαντο ύφασμα για το στράγγισμα τού τυριού) κ.ά.. Ακούστε στο αρχείο ήχου το Τζίμη Πανούση, να εξηγεί με το δικό του μοναδικό τρόπο την ετυμολογία τής λέξης τής γλώσσας μας, η οποία προέρχεται από τη σλάβικη butsa (=εξόγκωμα, προεξοχή).
Ο Fallmerayer, συνέδεσε το ζήτημα των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας, με το ζήτημα τής καταγωγής των ρωμιών και τον εθνικό μύθο περί τής δήθεν αρχαιοελληνικής καταγωγής τους. Έτσι λοιπόν, εκτός από αυτόν και τα μεσαιωνικά βυζαντινά έργα, που στήριζαν την άποψη του, μπήκαν στο στόχαστρο τού ελληνικού εθνικισμού κι επιχειρήθηκε ν΄απαξιωθούν (π.χ. «Χρονικόν τής Μονεμβασίας»).
Κι αν μεν τον Fallmeryer τον έβριζαν, τούς βυζαντινούς συγγραφείς τούς χαρακτήριζαν αναξιόπιστους, με τα τοπωνύμια τής χώρας όμως, τις «ανάγλυφες επιγραφές στο έδαφος», τι θα έκαναν; Η απάντηση, που δόθηκε από το νεοελληνικό κρατίδιο σε αυτή την ερώτηση, ήταν: οργανωμένη επιχείρηση για τον εξελληνισμό τους.
Η επιχείρηση εξελληνισμού, δεν αφορούσε βέβαια μόνο τα σλάβικα τοπωνύμια, γιατί στη χώρα υπήρχαν ακόμη, χιλιάδες τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα, βενετσιάνικα λατινικά.Το Βόντεν έγινε Έδεσσα, η Χρούπιστα, Άργος Ορεστικό, η Βαλόβιστα, Σιδηρόκαστρο, το Λαρίγκοβο, Αρναία, οι ποταμοί Βαρντάρ και Μπίστριτσα, Αξιός και Αλιάκμων, το βουνό Καρακάμεν, Βέρμιο, ο οικισμός Κούτλες, Βεργίνα κ.λπ. κ.λπ.
Όσο κι αν πάσχισε ο νεοελληνικός εθνικισμός να εξαφανίσει τα χιλιάδες τοπωνύμια-μαρτυρίες τής σημαντικής σλάβικης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο μετονομάζοντας χωριά, βουνά, ποτάμια κ.ά., ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι κάτοικοι ονομάζουν το Επιτάλιο Αγουλινίτσα, την Αλφειούσα Βολάντζα, τα Αροάνια Χελμό κ.λπ. κ.λπ.. Σημειωτέον, ότι στη Βολάντζα-Αλφειούσα, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη τής Πελοποννήσου, υπάρχουν ακόμα και σήμερα αρκετοί ξανθοί με γαλανά μάτια.
Οι μετονομασίες είχαν σκοπό να απαλλάξουν την ελληνική ύπαιθρο από τυχόν υπολείματα παλαιών κατακτητών και να αποστομωθούν οι επικριτές τής φυλετικής μας καθαρότητας. Δεν μπορούσε να λέγεται μιά πόλη Ζητούνι (σλαβ. Zitun) κι έτσι μετονομάστηκε σε Λαμία. Η σλαβική γλώσσα όμως, ήταν κάποτε γλώσσα μεγάλου τμήματος τού πληθυσμού τού ελλαδικού χώρου.
Γι΄ αυτό έλεγε ο Fallmerayer, ότι «βρίσκει κανείς δίπλα στα ερείπια τής Μαντινείας, τού Αιγίου, τής Ωλένου, των Αμυκλών, τής Μεσσήνης και τής Μεγαλόπολης τόπους και ποταμάκια, που ονομάζονται Γκοριτσά, Βοστίτζα, Καμίνιτσα, Πίρνατσα, Χλουμούτσι, Σλάβιτζα, Βελιγοστή και Αράχοβα.
Δεν είναι αναγκαία μια σε βάθος εξέταση, για να διακρίνει κανείς, ότι τέτοια ονόματα δεν μπορεί να βρίσκονται σε μια χώρα, που έχει παραμείνει αρχαιοελληνική, αλλά μάλλον στη Σερβία, στη Βουλγαρία... και, συνεπώς, ότι αυτά έχουν την προέλευσή τους όχι από έλληνες, αλλά από ανθρώπους, που μιλούσαν σλάβικα».
Η επιχείρηση ελληνοποίησης δεν περιορίστηκε στα τοπωνύμια, αλλά επεκτάθηκε και στα ενοχλητικά επώνυμα, ειδικά αυτά, που έληγαν σε -ωφ, -βιτς κ.λπ.. Γνωστός τού συγγραφέα, ο οποίος γεννήθηκε και ζει σε χωριό τής Δράμας, ονομάζεται σήμερα Πετρίδης, αυτός και η οικογένειά του.
Δεν ήταν όμως Πετρίδης το οικογενειακό τους όνομα, αλλά Στογιάννης, το οποίο προερχόταν από το βουλγάρικο Στογιανώφ. Διηγείται λοιπόν, πως μια μέρα, μάζεψαν οι χωροφύλακες στο καφενείο τού χωριού τον παππού του κι όσους άλλους είχαν σλάβικα επίθετα και τούς διέταξαν να τα αλλάξουν επί τόπου διαλέγοντας από μια κατάσταση, που περιείχε μόνον ελληνοπρεπή επίθετα. Έτσι, ο παππούς, από Στογιανώφ έγινε Στογιάννης κι εν τέλει... Πετρίδης.
Κάπως έτσι γέμισε η μακεδονική ύπαιθρος και με κρητικά επώνυμα. Πολλοί κάτοικοι τής Μακεδονίας με σλάβικα επώνυμα τα άλλαξαν με ελληνοπρεπή λήγοντα σε -άκης. Αυτοί δεν είναι κρητικής, αλλά -προφανώς- σλάβικης καταγωγής.
Η Μακεδονία ήταν πάντα ένα πολυεθνικό μωσαϊκό. Ελληνική έχει βαφτιστεί από τον νεορωμέικο εθνικισμό και το μεγαλοϊδεατισμό, οι οποίοι εξακολουθούν -όπως φαίνεται- να ζουν και να βασιλεύουν στις σημερινές στρατιωτικές σχολές τής χρεωκοπημένης Ρωμιοσύνης.
Τέτοιες συμπεριφορές χαρακτηρίζουν το μεσαίωνα, που επικρατεί στούς εγκεφάλους και την ποιότητα τής σκέψης των σύγχρονων νονών. Με το να μετονομάζει μια ευρωπαϊκή χώρα ένα τόπο, για να ξορκίσει το γεγονός τής εκεί ύπαρξης αρβανιτών, βλάχων κ.ά., το μόνο που επιτυγχάνει επί τής ουσίας είναι να αποκαλύπτει τη σημερινή πνευματική και ιδεολογική του ένδεια και ανασφάλεια.
Βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
3. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία τής Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.
4. «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
5. «Το περί κτίσεως Μονεμβασίας χρονικόν».
6. I. Φ. Φαλλμεράυερ: «Περί τής καταγωγής των σημερινών ελλήνων», έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1984.
7. Καρόλου Χόπφ: «Οι σλάβοι εν Ελλάδι. Ανασκευή των θεωριών Φαλλμεράυρ», Βενετία, 1872.
8. Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», έκδ. Εμπορικής Τράπεζας τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987.
9. Κώστα Κόμη: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Μάνης, 15ος-19ος αιώνας», έκδ. πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2005.
10. «Ρίζες ελλήνων - Μανιάτες», έκδ. «Πήγασος εκδοτική Α.Ε.», Αθήνα, 2009.
Πήγη: Ελεύτερη Έρευνα
Τα στοιχεία της ενδιαφέρουσας ιστορικής σας έρευνας καταρρίπτονται από τη γενετική έρευνα δηλαδή από την αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι αξεπέραστο στοιχείο όταν μιλάτε για φυλή η γενετική έρευνα. Δε μπορεί να λέτε οτι δεν είμαστε έλληνες και να επικαλείστε τι έγραψαν κατά καιρούς διάφοροι περιηγητές και χρονογράφοι και να αγνοείτε όλες τις αξιόπιστες γενετικές έρευνες των πανεπιστημίων Standford, Οξφόρδης, ΑΠΘ, ιταλικών πανεπιστημίων με ακατάρριπτες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά όπως το Nature, που λένε οτι έχουμε τεράστια απόσταση γενετικά με τους σλάβους είμαστε διαμορφωμένοι σαν φυλή από το 2000 π.Χ. και έχουμε άμεση σχέση με τον παλαιολιθικό λαό του ελλαδικού χώρου.
ΑπάντησηΔιαγραφή