Ο μαγικός κόσμος του διαδικτύου

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Σλάβοι που εποίκισαν τον ελλαδικό χώρο τον μεσαίωνα

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2018 1 σχόλια
 
Από τον στ΄αιώνα κι ύστερα, κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν πολλοί σλάβοι στον ελλαδικό χώρο. Από την Πελοπόννησο, πέρασαν στα νησιά τού Αιγαίου κι έφτασαν ως την Κρήτη αλλάζοντας την εθνογραφική σύνθεση τού πληθυσμού.

Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μνημονεύοντας το γεγονός λέει, πως «εσλαυώθη πάσα η χώρα.» Αιώνες αργότερα στο χώρο εγκαταστάθηκαν κι άλλοι επήλυδες, κυρίως αρβανίτες, βλάχοι κ.ά.

Θα ρωτήσει όμως κάποιος: Ενώ ακόμα κι ως σήμερα, οι βλάχοι κυρίως κι οι αρβανίτες σε πολλές περιοχές ξεχωρίζουν από τον άλλο πληθυσμό από τα ήθη και έθιμα κι ιδιαίτερα από τη γλώσσα τους, οι σλάβοι εξαφανίστηκαν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι δύσκολη.

Θα υπενθυμίσω πρώτα, πως σ΄ όλη την Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες σλάβικα τοπωνύμια. Στη νεοελληνική γλώσσα υπάρχουν επίσης σλάβικες λέξεις. Θα εξετάσουμε λοιπόν το ζήτημα χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες. Η μισαλλοδοξία κι ο σωβινισμός δεν έχουν θέση στην ιστορική έρευνα.

Εισβολές, πόλεμοι, επιδημίες, πειρατεία, διώξεις

Όταν λέμε «το ελληνικό έθνος δια μέσου των αιώνων» είναι λάθος. Η έννοια τού «ελληνικού έθνους» δεν υπήρχε πριν τον ιη΄αιώνα. Ο μύθος τής δήθεν φυλετικής συγγένειας με τους αρχαίους έλληνες των διαφόρων λαών (σλάβων, αλβανών, βλάχων, βορειοαφρικανών, αρμενίων, τούρκων κ.ά), που επί μιάμιση χιλιετία είχαν επανειλημμένα εποικίσει τον ελλαδικό χώρο, άρχισε να πλάθεται μόλις στις αρχές τού ιθ΄αιώνα, ενώ από την τρίτη δεκαετία του και μετά, αποτέλεσε την αιχμή τού δόρατος των εθνοποιητικών μηχανισμών τού νεοσυσταθέντος χριστιανικού κρατιδίου διδασκόμενος ως ιστορική δήθεν αλήθεια στα σχολεία.

Ήταν πολλές οι καταστροφές στον ελλαδικό χώρο όλους αυτούς τούς αιώνες. Εκτός από τις εισβολές, τούς πολέμους και τις βυζαντινές διώξεις, αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα επιβίωσης από την πειρατεία (ολόκληρα νησία και παράλιες -και όχι μόνον- περιοχές είχαν μείνει για αιώνες έρημες), αλλά κυρίως από τις επιδημίες, ειδικά τής πανώλης, που είχε επανειλημμένα αποδεκατίσει τούς πληθυσμούς.

Δεν υπάρχουν φυλετικά καθαροί λαοί


Κανένας λαός δεν είναι καθαρόαιμος. Από το μεσαίωνα κι έπειτα, με τις μεταναστεύσεις των λαών στην Ευρώπη και Μεσόγειο, έγιναν πολλές εθνογραφικές αλλαγές. Όμως και στα αρχαία χρόνια είχε γίνει το ίδιο. Οι έλληνες, από τα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου κι ύστερα, κατά χιλιάδες μετανάστευσαν στην Ανατολή και ανακατώθηκαν με τούς ντόπιους. Και πριν ακόμα, στα χρόνια τής περσικής αυτοκρατορίας, είχαν γίνει σημαντικές μετατοπίσεις πληθυσμών στην Ανατολή και ανακάτεμα λαών.

Κι ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως στην αρχαία Ελλάδα έγιναν χιλιάδες απελευθερώσεις δούλων, πού προέρχονταν από την Ανατολή και Μεσόγειο, που ήταν «βάρβαροι», καθώς και πολλές επιγαμίες με ξένους. Συνακόλουθα, από τον ε΄αιώνα κι ύστερα, ο πληθυσμός τής αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν καθαρόαιμος. Στην ελληνιστική εποχή και στη ρωμαϊκή, στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν πολλοί ξένοι (ρωμαίοι, ανατολίτες).

Το ότι στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η ελληνική γλώσσα -η κοινή, όχι η αρχαία- αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν η γλώσσα των εμποροβιοτεχνικών και πολιτιστικών κέντρων, όχι μόνο τής Ελλάδας, αλλά και τής Ανατολής. Οι ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να επιβάλουν τη γλώσσα τους στην Ανατολή και η άρχουσα τάξη τού Βυζαντίου αναγκάστηκε να καθιερώσει σαν επίσημη γλώσσα την ελληνική, ενώ πριν ήταν η λατινική. Δεν είναι λοιπόν η γλώσσα το αποφασιστικό γνώρισμα τής φυλετικής καταγωγής ενός λαού, αλλά άλλοι παράγοντες.

Δεν εξελληνίστηκαν, εκβυζαντινίστηκαν


Θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης προπαγανδίζουν, ότι όλοι αυτοί οι λαοί, που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο το Μεσαίωνα, εξελληνίστηκαν. Πρόκειται περί ιστορικού ψεύδους. Οι λαοί αυτοί, αργά ή γρήγορα εκβυζαντινίστηκαν ή σωστότερα, εκρωμαΐστηκαν, δηλαδή πήραν τη θρησκεία (χριστιανισμό) άν δεν ήταν ήδη χριστιανοί και -παράλληλα με τη μητρική τους- την επίσημη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (που από τον ζ΄ αιώνα κι ύστερα ήταν η ρωμέικη). Δεν εξελληνίστηκαν, καθ΄ ότι δεν υπήρχαν στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (παιδεία, αθλητισμός κ.λπ.) στο Βυζάντιο.

Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην επανάσταση των σλάβων στην Πελοπόννησο («Ιστορία τού ελληνικού έθνους», τ. Γ΄, σελ. 170-172) επισημαίνει, ότι το όνομα έλληνας ούτε καν υπήρχε, τουλάχιστον έως και τον ι΄αιώνα.
Το ότι ήταν υποχρεωμένοι να μάθουν τα ρωμέικα (σήμερα τα λέμε ελληνικά), δεν σημαίνει, ότι είχαν καμία άμεση φυλετική σχέση με τούς αρχαίους έλληνες, όπως κι αν πάει τώρα κάποιος στην Αμερική, θα μάθει τα αγγλικά χωρίς να είναι απαραίτητα αγγλικής καταγωγής ούτε αυτός ούτε κι οι άλλοι, που ήδη βρίσκονται εκεί και μιλάνε αγγλικά.

Αν διαβάσετε σημειώσεις των περιηγητών στον ελλαδικό χώρο το μεσαίωνα μέχρι και τον ιθ΄αιώνα, θα δείτε σε πολλές περιπτώσεις να αναφέρουν, ότι πέρασαν από ολόκληρες περιοχές χωρίς να ακούσουν καν ελληνικά. Αλλά κι ελληνικά να άκουγαν, δεν σημαίνει -για τούς λόγους, που προαναφέρθηκαν- ότι αυτοί που τα μιλούσαν ήταν απόγονοι αρχαίων ελλήνων.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τής πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον ιθ΄αιώνα αποτελεί η πολύ πετυχημένη λαϊκή κωμωδία τού Δ. Βυζάντιου, «Βαβυλωνία». Σε μία σκηνή της, ένας αρβανίτης, που δεν καταλαβαίνει ένα κρητικό, νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια πιστολιά. Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από επτανήσιο αστυνόμο, ο οποίος παρά την ανακριτική του πείρα, δεν τα καταφέρνει να εξακριβώσει αν ο τραυματισμός τού κρητικού είναι κάζο πενσάτο (εκ προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους μάρτυρες ούτε οι μάρτυρες αυτόν.

Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα τού αμερικάνου εθελοντή Bolse στην εφημερίδα τής Φιλαδέλφειας «Democratic Press» (φύλλο 13.12.1826), για το Ναύπλιο τού 1826: «Τα καφενεία τής πόλης κατάμεστα από στρατιώτες, που παίζουν μπιλιάρδο ή κουβεντιάζουν. Ούτε στην αρχαία Βαβυλώνα δεν ακούγονταν τόσες γλώσσες όσες στο σημερινό Ναύπλιο.» (Κ. Σιμόπουλου: Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού ΄21, έκδ. «Στάχυ», 1999).

Παρ΄ όλα αυτά και παρ΄ όλη την επιχείρηση τού νεοελληνικού έθνους-κράτους να επιβάλει την ελληνική με χιλιάδες εξελληνισμούς ονομάτων, τοπωνυμιών, με τη διδασκαλία της στα σχολεία, αλλά και δια τής βίας πολλές φορές,ακόμα και στις μέρες μας χιλιάδες τοπωνύμια και μή ελληνικές λέξεις (σλάβικες, αλβανικές, τούρκικες κ.λπ.) επιβιώνουν στη γλώσσα μας, ενώ πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα σε ολόκληρα χωριά σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (βλάχικα, αρβανίτικα κ.ά.).

Οι σημερινοί ελληνόφωνοι χριστιανοί κάτοικοι τού ελλαδικού χώρου δεν είναι φυλετικοί απόγονοι ή πνευματικοί κληρονόμοι των αρχαίων ελλήνων, των αθηναίων, τής δημοκρατίας, των φιλοσόφων κ.λπ.. Είναι επήλυδες, βαλκάνιοι και όχι μόνον, ορθόδοξοι, με έντονη ανάμειξη τής οθωμανικής κουλτούρας. Έμαθαν να επιβιώνουν σε αυτοκρατορίες δεσποτικές (βυζάντιο, τουρκοκρατία) αναπτύσσοντας την υποκρισία, την κουτοπονηριά και πολλά άλλα ελαττώματα, με σκέψη εντελώς διαφορετική από αυτή τού δυτικού κόσμου.

Ο εκβυζαντινισμός των σλάβων

Η βυζαντινή κυβέρνηση πολλές φορές επέβαλε αναγκαστικές μετατοπίσεις πληθυσμών από το ένα μέρος στα άλλο. Όταν μάλιστα εμφανίστηκαν οι βούλγαροι και απειλούσαν το Βυζάντιο με τις επιδρομές τους, επειδή οι σλαβικοί πληθυσμοί υποστήριζαν τούς βουλγάρους, έγιναν τέτοιες ομαδικές μετατοπίσεις.Στις περιοχές δηλαδή, που πλειοψηφούσαν οι σλάβοι, πολλοί απ' αυτούς μετατοπίστηκαν σε άλλες. Στά χρόνια μάλιστα, που σημειώθηκαν μεγάλες εξεγέρσεις των σλάβων, οι τέτοιες μετατοπίσεις άλλαξαν τη σύνθεση τού σλαβικού πληθυσμού.

Όταν πάλι αργότερα, οι βυζαντινοί εγκατάστησαν αρβανίτες σε αραιοκατοικημένες περιοχές τής Ελλάδας (Κόρινθο,Αττική,Σπάτα,Τατόη,Χαλάνδρι,Λούτσα), οι σλάβοι ή διώχτηκαν από τις περιοχές αυτές ή αφομοιώθηκαν με τούς νέους εποίκους ανταλλάσσοντας μαζί τους πολιτιστικά στοιχεία (φορεσιές, τραγούδια κ.λπ.). Τα ίδιο έγινε κι όταν εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές (Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο) οι βλάχοι.

Στα χρόνια τής ανοδικής ανάπτυξης τού Βυζαντίου (από τα χρόνια τής μακεδονικής δυναστείας κι ύστερα), πολλοί σλάβοι, πού κατοικούσαν κοντά σε εμποροβιοτεχνικά κέντρα, διαφοροποιήθηκαν. Διαλύθηκαν δηλαδή οι κοινότητές τους (ζάντρουγκες) και προκειμένου να μπορούν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους και να συναλλάσσονται με τα αστικά κέντρα, έμαθαν τα ελληνικά. Μέσα στα διάβα δεκατριών αιώνων έγιναν πολλές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση των σλάβων και η φυλετική τους σύνθεση έχασε την αρχική της υπόσταση καί μορφή.

Οι πρώτοι, που έμαθαν τα ελληνικά ήταν οι προύχοντες σλάβοι. Ο αρχηγός των σλάβων, πού ήταν εγκαταστημένοι γύρω στη Θεσσαλονίκη, τον ζ΄ αιώνα, «ελάλει την ελληνική» (βλ. αββά Τοugard: «De l΄histoire profane dans les actes des Bollandistes», Παρίσι, 1874, κεφ. 67). Δεν θέλει ερώτημα, πως αργότερα η εκμάθηση των ελληνικών γενικεύτηκε. Εξ άλλου, από τα «Τακτικά» τού Λέοντα τού Σοφού μαθαίνουμε, πως ο Βασίλειος Α΄ (9ος αιώνας) «εγραίκωσε τα σλαβικά έθνη», δηλαδή ανάγκασε με τη βία τούς σλάβους να μάθουν την ελληνική γλώσσα (Migne P.G., τ. 107, 969).

Εξ άλλου, στο αναμεταξύ οι σλάβοι προσχώρησαν στο χριστιανισμό και τα μοναστήρια τράβηξαν πολλούς σλάβους σ΄ αυτά, ενώ με την προπαγάνδα των καλόγερων, η κοινή ελληνική διαδόθηκε και στα σλαβικά χωριά.

Πολλοί σλάβοι επίσης, υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό, όπου έμαθαν την κοινή ελληνική. Όπως γίνεται και σήμερα, που ο στρατός, τα Μ.Μ.Ε. και τα σχολεία έχουν επιβάλει την ομιλούμενη δημοτική γλώσσα και στα απόκεντρα χωριά, στα νησιά και στην Κρήτη, όπου ως τις αρχές τού περασμένου αιώνα οι ντοπιολαλιές κι οι ξένες λέξεις κάνανε δύσκολη τη συνεννόηση με τούς πρωτευουσιάνους και τούς κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Έτσι και στα βυζαντινά χρόνια, από τούς παραπάνω κυριότερους λόγους, οι σλάβοι ξέχασαν τη γλώσσα τους κι αφομοιώθηκαν γλωσσικά με τούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αφού στο αναμεταξύ έγιναν υπήκοοι τού Βυζαντίου.

Η χώρα «εσλαυώθη» γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος κι η ελληνική χερσόνησος έμεινε γνωστή ως Σκλαβουνία: «Ύστερα από τις Συρακούσες διασχίσαμε την Αδριατική και φτάσαμε στη Μονεμβασία, στη γη τής Σκλαβουνίας)» σημειώνει το 741 ο άγγλος Willibald στο χρονικό τού θαλασσινού ταξιδιού του στην Ελλάδα. (“Ad urbem Manifaciam in sclavinica terra”).

Στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, πολλοί σλάβοι κατόρθωσαν να πάρουν αξιώματα. Άλλοι επίσης, ως βιοτέχνες και έμποροι, είχαν πιάσει οικονομικά πόστα. Οι σλάβοι αυτοί, με το να μάθουν την κοινή ελληνική και να έχουν κοινωνική θέση, ήρθαν σε επιγαμίες με γραικούς. Κι έτσι απ΄τους γάμους αυτούς, πού ήταν φαίνεται πολλοί, τα παιδιά που γεννήθηκαν ήταν μιγάδες. Με τον καιρό όμως, εξ αιτίας, που οι απόγονοι των μικτών αυτών γάμων μιλούσαν μόνο την κοινή ελληνική, θεωρούνταν γραικοί-ρωμιοί.

Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, οι σλάβοι εκβυζαντινίστηκαν κι έτσι μόνα τα σλαβικά τοπωνύμια μαρτυρούν εμφανώς την εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο. Αντίθετα, οι αρβανίτες και οι βλάχοι, πού κατέβηκαν τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια αργότερα στο χώρο και ζούσαν σε βουνήσιες και απομονωμένες αγροτικές περιοχές ή και σε περιοχές, πού δεν υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (χωριά τής Αττικής, Κορίνθου, Ευβοίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου κ.λπ.), κράτησαν όχι μόνο τη γλώσσα τους ως τις μέρες μας, αλλά και την πατριαρχική τους οργάνωση έως πρόσφατα.

Longon τοποθετεί τη σλαβική εγκατάσταση στο πλαίσιο τού Χρονικού τής Μονεμβασίας. Ορδές σλάβων πέρασαν το Δούναβη κι άρχισαν τη διείσδυσή τους στη Βαλκανική. Πότε ακριβώς και σε ποιά έκταση εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι στην Πελοπόννησο;

Οι ιστορικοί πιστεύουν, ότι η διείσδυση άρχισε το 584. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το Χρονικό τής Μονεμβασίας, όπου αναφέρεται, ότι η κυριαρχία των σλάβων στο Μωριά κράτησε 218 χρόνια, από τον έκτο χρόνο τής βασιλείας τού αυτοκράτορα Μαυρικίου (587) ως τον τέταρτο τής βασιλείας τού Νικηφόρου Α΄ (805). (J. Longon: Κριτική παρουσίαση τού έργου τού Antoine Bon: Le Peloponnese byzantin jusqu΄au 1204 - Journal des savants, Avril-Juin, 1952, σελ. 72).

Η χρήση τής κοινής ελληνικής γλώσσας δεν αποτελεί απόδειξη φυλετικής συνέχειας

Από τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις τού Ηράκλειου (ζ΄αι.) ξεχωριστή σημασία έχει η αναγνώριση τής ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας τού ρωμαϊκού κράτους αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα τις επιγραφές και τα νομίσματα το «Imperator Caesar Augustus» με το «Βασιλεύς». Από εδώ και μπρος όλα τα κρατικά έγγραφα γράφονται στην ελληνική και μάλιστα στην κοινή κι όχι στην αττική ή αττικίζουσα.


Στα χρόνια αυτά, το βυζαντινό κράτος στηριζόταν κυρίως στη Μικρά Ασία. Οι άλλες του επαρχίες (Αίγυπτος, Συρία, Μεσοποταμία) είχαν χαθεί. Η Ιταλία αποχωριζόταν όλο και πιο πολύ από το Βυζάντιο, ενώ η Βαλκανική είχε πλημμυρίσει από σλάβους. Γι΄ αυτό η λατινική, που ήταν έως τότε η γλώσσα των δικαστηρίων, τού στρατού, τής νομοθεσίας και τής κρατικής μηχανής γενικά, ήταν μια νεκρή γλώσσα. Η Μικρά Ασία, το σπουδαιότερο τμήμα τού Βυζαντίου ήταν ελληνόφωνη.

Εξ άλλου, ήταν καιρός πια, το Βυζάντιο να αποκτήσει μια γλώσσα, που να μιλιέται παντού, γιατί έτσι αποκτούσε, παράλληλα με το δόγμα τής Ορθοδοξίας κι ένα ακόμα νέο συνδετικό κρίκο, την κοινή ελληνική. Από εδώ και πέρα, οι βυζαντινές κυβερνήσεις, για να πετύχουν την πολιτική ενότητα τής αυτοκρατορίας, χρησιμοποιούν από τη μια μεριά τη στρατιωτική δύναμη εμποδίζοντας κάθε εκδήλωση φυλετικών αντιθέσεων, κι από την άλλη, καθιερώνοντας την ελληνική ως επίσημη γλώσσα, αναγκάζουν τις διάφορες φυλές να μάθουν ελληνικά και να ενσωματώνονται έτσι ευκολότερα στο Βυζάντιο.

Ελληνική γλώσσα και χριστιανισμός

Ο χριστιανισμός επίσης, συνέβαλε εξ ανάγκης στη διάδοση τής ελληνικής γλώσσας, δεδομένου, ότι ως διεθνής γλώσσα τής εποχής, η ελληνική τον εξυπηρετούσε να πετύχει τον εξουσιαστικό σκοπό τής παγκόσμιας μονοκρατορίας του.

Φρόντισε όμως, να την απονοηματίσει πλήρως, ώστε η διδασκαλία της να περιορίζεται στο γραμματικό μέρος και να απαγορεύει την ανάδειξη τής υψηλής σκέψης, που εμπεριέχεται στα έργα των κλασικών. Αυτά διευκρινίστηκαν στη Ζ΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.), οπότε και συντάχτηκαν οι αναθεματισμοί κατά των νοημάτων τής ελληνικής γλώσσας:

- «Σ΄ αυτούς, που διαβάζουν τα ελληνικά μαθήματα και όχι για (=γραμματική) εκπαίδευση εκπαιδευόμενους, αλλά και δεχόμενους τις έννοιες τους... ανάθεμα τρεις φορές».

- «Σ΄ αυτούς, που δέχονται και παραδίδουν τις μάταιες (=πρωτογενείς) ελληνικές έννοιες των λέξεων («ρήματα»)... ανάθεμα τρεις φορές».

Ο επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος, μάς διαβεβαιώνει, ότι «ξέρει (ο Απ. Παύλος) να χρησιμοποιεί τις λέξεις, όπως τον βολεύει και να προσαρμόζει στη δική του λογική τις σημασίες των λέξεων, ακόμη και στις περιπτώσεις, που η καθιερωμένη χρήση των λέξεων οδηγεί σε άλλες σημασίες».

Ύστερα από τα παραπάνω, πολλές έννοιες τής σημερινής ελληνικής γλώσσας είναι εντελώς διαφορετικές από τις αντίστοιχες προχριστιανικές. Οι σημερινοί άνθρωποι, που μιλούν αυτό, που ονομάζεται κοινή ελληνική γλώσσα, ούτε που υποψιάζονται καν τη βίαιη μετάλλαξή της κατά τη χριστιανική εποχή, οπότε χιλιάδες λέξεις, αγνώριστες νοηματικά, κατάντησαν πραγματικές παγίδες τής σκέψης, που οδηγούν στη μεταφυσική και μυστικιστική παράνοια τού δογματισμού.

Η προχριστιανική σημασία τής λέξης «πίστη», για παράδειγμα, ήταν «εμπιστοσύνη σε πρόσωπο ή πράγμα». Η χριστιανική εξαλλαγή της, εξουσιαστική και μεταφυσική, είναι: «πίστη στο Γιαχβέ». «Αμαρτία» προχριστιανικά σήμαινε «αστοχία». «Αμάρτησα» σήμαινε «δεν πέτυχα το στόχο μου». Σήμερα, αμαρτία σημαίνει κάτι αντίθετο στη θέληση τού Γιαχβέ κ.λπ. κ.λπ..

Επομένως, το επιχείρημα, ότι ο χριστιανισμός έσωσε την ελληνική γλώσσα από τον αφανισμό είναι μάλλον αδόκιμο. Ακριβέστερα θα ήταν αν λεγόταν, ότι ο χριστιανισμός τής Ανατολής έσωσε ένα ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά παράλλαξε ή διαστρέβλωσε εσκεμμένα το νόημα των λέξεων δίνοντας σε αυτές άλλο περιεχόμενο, αυτό, που συνέφερε το δόγμα.

Σλαβικά τοπωνύμια καταρρίπτουν εθνικούς μύθους

Η τεράστια πληθυσμιακή μετακίνηση των σλαβικών φυλών αν και ανοργάνωτη, επέφερε νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Χιλιάδες άνθρωποι έφεραν μαζί τους μια καινούργια κουλτούρα, δημιούργησαν χιλιάδες διάσπαρτους αγροτικούς οικισμούς κι έδωσαν σλαβικές ονομασίες στούς τόπους που ρίζωσαν. Αντάλλαξαν πολιτιστικά στοιχεία κι ήρθαν σε επιγαμίες με τον ντόπιο πληθυσμό.

Για περισσότερους από δέκα τέσσερις αιώνες η νέα αυτή πολιτιστική έκφραση κυριάρχησε σε ένα μεγάλο μέρος τής σημερινής Ελλάδας. Οι χιλιάδες οικισμοί, τα χωριά, τα βουνά, τα ποτάμια κ.λπ. των σλάβων εποίκων διατήρησαν τα ονόματά τους μέχρι τις αρχές τού κ΄αιώνα. Κανείς δεν σκέφτηκε να τα μεταλλάξει στα βυζαντινά χρόνια ούτε στα χρόνια τής οθωμανικής κυριαρχίας.

Ομως, η γενιά των νεοελλήνων σωβινιστών, οι θιασώτες τής Μεγάλης Ιδέας, οι οραματιστές τής νεκρανάστασης τού Βυζαντίου, προχώρησαν σε ένα πολιτιστικό ανοσιούργημα. Έβαλαν σε εφαρμογή σχέδιο απαγόρευσης χρήσης των παλαιών ονομασιών και μετονομασίας τους. Άλλαξαν ακόμα και τα οικογενειακά ονόματα των κατοίκων.


Σλάβικο όνομα στο Μνημείο τού Άγνωστου Στρατιώτη.

Το σλάβικο όνομα Μπάνιτσα (όπου έγινε μάχη κατά τούς βαλκανικούς πολέμους), ξέφυγε τού νεοελληνικού εθνικισμού, ο οποίος ξέχασε, ότι από το 1926 την είχε ήδη βαπτίσει με το ελληνοπρεπές Βεύη (ΦΕΚ 55/1926) κι όταν εξη χρόνια μετά, κατασκεύασε το μνημείο στο Σύνταγμα, εκ παραδρομής την κατέγραψε με το παληό σλάβικο όνομά της.
Τα δάνεια από τη σλαβική, που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα τής γεωργίας, τής κτηνοτροφίας και τής ορολογίας φυτών και ζώων [π.χ. λόγγος (σλαβ. longu), βάλτος (blato) κ.ά.]. Τα σλάβικα τοπωνύμια, τα οποία έχουν καταγραφεί κατά χιλιάδες διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή, αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή τής εγκατάστασης και το ρυθμό αμοιβαίας αφομοίωσης με τούς ντόπιους.

Όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να εκβυζαντινίζονται, η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική, που εξελίχτηκε στις καθ΄αυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός, ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο εκχριστιανισμός και η υιοθέτηση τής ελληνικής γλώσσας ήταν διαδικασίες παράλληλες και αλληλένδετες.

Εκτός από τα τοπωνύμια, αρκετές σλάβικες λέξεις επιβιώνουν στη γλώσσα μας έως σήμερα, όπως π.χ. βίτσα, μπουχός (=σκόνη), ντόμπρος (=ειλικρινής), ρούχο, σανός, σβάρνα (=συρόμενο γεωργικό εργαλείο), τσαντήλα (=αραχνοΰφαντο ύφασμα για το στράγγισμα τού τυριού) κ.ά.. Ακούστε στο αρχείο ήχου το Τζίμη Πανούση, να εξηγεί με το δικό του μοναδικό τρόπο την ετυμολογία τής λέξης τής γλώσσας μας, η οποία προέρχεται από τη σλάβικη butsa (=εξόγκωμα, προεξοχή).

Ο Fallmerayer, συνέδεσε το ζήτημα των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας, με το ζήτημα τής καταγωγής των ρωμιών και τον εθνικό μύθο περί τής δήθεν αρχαιοελληνικής καταγωγής τους. Έτσι λοιπόν, εκτός από αυτόν και τα μεσαιωνικά βυζαντινά έργα, που στήριζαν την άποψη του, μπήκαν στο στόχαστρο τού ελληνικού εθνικισμού κι επιχειρήθηκε ν΄απαξιωθούν (π.χ. «Χρονικόν τής Μονεμβασίας»).

Κι αν μεν τον Fallmeryer τον έβριζαν, τούς βυζαντινούς συγγραφείς τούς χαρακτήριζαν αναξιόπιστους, με τα τοπωνύμια τής χώρας όμως, τις «ανάγλυφες επιγραφές στο έδαφος», τι θα έκαναν; Η απάντηση, που δόθηκε από το νεοελληνικό κρατίδιο σε αυτή την ερώτηση, ήταν: οργανωμένη επιχείρηση για τον εξελληνισμό τους.

Η επιχείρηση εξελληνισμού, δεν αφορούσε βέβαια μόνο τα σλάβικα τοπωνύμια, γιατί στη χώρα υπήρχαν ακόμη, χιλιάδες τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα, βενετσιάνικα λατινικά.Το Βόντεν έγινε Έδεσσα, η Χρούπιστα, Άργος Ορεστικό, η Βαλόβιστα, Σιδηρόκαστρο, το Λαρίγκοβο, Αρναία, οι ποταμοί Βαρντάρ και Μπίστριτσα, Αξιός και Αλιάκμων, το βουνό Καρακάμεν, Βέρμιο, ο οικισμός Κούτλες, Βεργίνα κ.λπ. κ.λπ.

Όσο κι αν πάσχισε ο νεοελληνικός εθνικισμός να εξαφανίσει τα χιλιάδες τοπωνύμια-μαρτυρίες τής σημαντικής σλάβικης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο μετονομάζοντας χωριά, βουνά, ποτάμια κ.ά., ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι κάτοικοι ονομάζουν το Επιτάλιο Αγουλινίτσα, την Αλφειούσα Βολάντζα, τα Αροάνια Χελμό κ.λπ. κ.λπ.. Σημειωτέον, ότι στη Βολάντζα-Αλφειούσα, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη τής Πελοποννήσου, υπάρχουν ακόμα και σήμερα αρκετοί ξανθοί με γαλανά μάτια.

Οι μετονομασίες είχαν σκοπό να απαλλάξουν την ελληνική ύπαιθρο από τυχόν υπολείματα παλαιών κατακτητών και να αποστομωθούν οι επικριτές τής φυλετικής μας καθαρότητας. Δεν μπορούσε να λέγεται μιά πόλη Ζητούνι (σλαβ. Zitun) κι έτσι μετονομάστηκε σε Λαμία. Η σλαβική γλώσσα όμως, ήταν κάποτε γλώσσα μεγάλου τμήματος τού πληθυσμού τού ελλαδικού χώρου.

Γι΄ αυτό έλεγε ο Fallmerayer, ότι «βρίσκει κανείς δίπλα στα ερείπια τής Μαντινείας, τού Αιγίου, τής Ωλένου, των Αμυκλών, τής Μεσσήνης και τής Μεγαλόπολης τόπους και ποταμάκια, που ονομάζονται Γκοριτσά, Βοστίτζα, Καμίνιτσα, Πίρνατσα, Χλουμούτσι, Σλάβιτζα, Βελιγοστή και Αράχοβα.

Δεν είναι αναγκαία μια σε βάθος εξέταση, για να διακρίνει κανείς, ότι τέτοια ονόματα δεν μπορεί να βρίσκονται σε μια χώρα, που έχει παραμείνει αρχαιοελληνική, αλλά μάλλον στη Σερβία, στη Βουλγαρία... και, συνεπώς, ότι αυτά έχουν την προέλευσή τους όχι από έλληνες, αλλά από ανθρώπους, που μιλούσαν σλάβικα».

Η επιχείρηση ελληνοποίησης δεν περιορίστηκε στα τοπωνύμια, αλλά επεκτάθηκε και στα ενοχλητικά επώνυμα, ειδικά αυτά, που έληγαν σε -ωφ, -βιτς κ.λπ.. Γνωστός τού συγγραφέα, ο οποίος γεννήθηκε και ζει σε χωριό τής Δράμας, ονομάζεται σήμερα Πετρίδης, αυτός και η οικογένειά του.

Δεν ήταν όμως Πετρίδης το οικογενειακό τους όνομα, αλλά Στογιάννης, το οποίο προερχόταν από το βουλγάρικο Στογιανώφ. Διηγείται λοιπόν, πως μια μέρα, μάζεψαν οι χωροφύλακες στο καφενείο τού χωριού τον παππού του κι όσους άλλους είχαν σλάβικα επίθετα και τούς διέταξαν να τα αλλάξουν επί τόπου διαλέγοντας από μια κατάσταση, που περιείχε μόνον ελληνοπρεπή επίθετα. Έτσι, ο παππούς, από Στογιανώφ έγινε Στογιάννης κι εν τέλει... Πετρίδης.

Κάπως έτσι γέμισε η μακεδονική ύπαιθρος και με κρητικά επώνυμα. Πολλοί κάτοικοι τής Μακεδονίας με σλάβικα επώνυμα τα άλλαξαν με ελληνοπρεπή λήγοντα σε -άκης. Αυτοί δεν είναι κρητικής, αλλά -προφανώς- σλάβικης καταγωγής.

Η Μακεδονία ήταν πάντα ένα πολυεθνικό μωσαϊκό. Ελληνική έχει βαφτιστεί από τον νεορωμέικο εθνικισμό και το μεγαλοϊδεατισμό, οι οποίοι εξακολουθούν -όπως φαίνεται- να ζουν και να βασιλεύουν στις σημερινές στρατιωτικές σχολές τής χρεωκοπημένης Ρωμιοσύνης.

Τέτοιες συμπεριφορές χαρακτηρίζουν το μεσαίωνα, που επικρατεί στούς εγκεφάλους και την ποιότητα τής σκέψης των σύγχρονων νονών. Με το να μετονομάζει μια ευρωπαϊκή χώρα ένα τόπο, για να ξορκίσει το γεγονός τής εκεί ύπαρξης αρβανιτών, βλάχων κ.ά., το μόνο που επιτυγχάνει επί τής ουσίας είναι να αποκαλύπτει τη σημερινή πνευματική και ιδεολογική του ένδεια και ανασφάλεια.

Βιβλιογραφία:

1. «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
3. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία τής Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.
4. «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
5. «Το περί κτίσεως Μονεμβασίας χρονικόν».
6. I. Φ. Φαλλμεράυερ: «Περί τής καταγωγής των σημερινών ελλήνων», έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1984.
7. Καρόλου Χόπφ: «Οι σλάβοι εν Ελλάδι. Ανασκευή των θεωριών Φαλλμεράυρ», Βενετία, 1872.
8. Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», έκδ. Εμπορικής Τράπεζας τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987.
9. Κώστα Κόμη: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Μάνης, 15ος-19ος αιώνας», έκδ. πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2005.
10. «Ρίζες ελλήνων - Μανιάτες», έκδ. «Πήγασος εκδοτική Α.Ε.», Αθήνα, 2009.



Read more... 👆

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Η μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανική Εκκλησία

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2018 0 σχόλια

«Λατρεία ριζωμένη από τους αιώνες στον Παρθενώνα, που διαδέχθηκε την παρθένον η Αειπάρθενος, την Αθηνά η Αθηνιώτισσα την αρχαία κυρά η Νέα Κυρά, όπως ονομάζεται μια εικών της Παναγιάς εις τας Αθήνας».

Με το γνωστό γλαφυρό του ύφος ο Δ. Καμπούρογλου καταφέρνει να περιγράψει τόσο συνοπτικά τη συνέχεια της θρησκευτικότητας του ελληνισμού επί του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως. Κατά το μεγαλύτερο μάλιστα μέρος της μακραίωνης ιστορίας του, ο Παρθενώνας υπήρξε χριστιανικός ναός, καθότι για σχεδόν μια χιλιετία (αρχές 6ου ως μέσα 15ου αιώνα μ.Χ.), λειτουργούσε ως ναός αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ύστερη αρχαιότητα, σε μια δυσπροσδιόριστη για τους ιστορικούς εποχή, ο Παρθενώνας επλήγη είτε από εκδήλωση σεισμού είτε πυρκαγιάς (πιθανόν εξαιτίας της επιδρομής των Ερούλων στην Αθήνα το 267 μ.Χ.).

Σοβαρότατες ζημιές υπέστησαν τότε, τμήματα των κιόνων του, το εσωτερικό του σηκού, καθώς και η στέγη του, με άγνωστο το πότε και πως ανακατασκευάστηκαν.Άγνωστη παραμένει επίσης η ακριβής ημερομηνία της μετατροπής του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό, με τους ειδικούς να την τοποθετούν επί βασιλείας Ιουστινιανού (527-556 μ.Χ.).

Η χρονολόγηση αυτή στηρίζεται στην εύρεση Ιουστιανιάνης κοπής νομισμάτων σε χριστιανικούς τάφους στον πρόναο της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας. Σύμφωνα μάλιστα με μια ανώνυμη χειρόγραφη περιήγηση του 15ου αιώνος μ.Χ. στη βιβλιοθήκη της Βιέννης, ως κτήτορες του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου αναφέρονται κάποιοι Απολλώντας και Ευλίγιος.

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της χριστιανικής λατρείας μας ο Παρθενώνας, υπέστη αρκετές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις έως ότου μετατραπεί σε τρίκλιτη βασιλική.

Επιγραμματικά αναφέρουμε την αλλαγή του προσανατολισμού του ναού, την πρόσθεση μιας αψίδας ανατολικά, την διάνοιξη παραθύρων και θυρών, την ανέγερση κωδωνοστασίου, την δημιουργία υπερώου και την τοίχιση ορισμένων μερών του αρχαίου οικοδομήματος.

Το αξιοπερίεργο και αξιοσημείωτο της μετατροπής του αρχαίου ναού στην «καθολική εκκλησία των Αθηνών», όπως αποκαλείτο αρχικά, ήταν η εμφανής προσπάθεια των βυζαντινών να περιοριστούν στις ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις προκειμένου να διατηρηθεί αναλλοίωτη η όψη του αρχαίου ναού.Έτσι ο ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας παρέμεινε ο αιώνιος Παρθενώνας, που θαυμάζουμε έως σήμερα.

ΓΛΥΠΤΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Οι βυζαντινοί Αθηναίοι, αν και δεν είχαν καμιά υποχρέωση να διασώζουν αρχαία μνημεία, εν τούτοις προσπάθησαν να διατηρήσουν μεταξύ άλλων, σχεδόν ανέπαφο τον Παρθενώνα.

Η ζωφόρος με την Παναθηναία της πομπή, καθώς και οι εναέτιες συνθέσεις του Παρθενώνα, που απεικόνιζαν τον αγώνα ανάμεσα στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα δυτικά, και τη γέννηση της θεάς ανατολικά, παρέμειναν εν πολλοίς άθικτες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ένα μικρό μέρος του ανατολικού αετώματος, που καταστράφηκε κατά την ανέγερση της κόγχης του ιερού της Παναγίας της Αθηνιώτισσας.

Είναι αλήθεια ότι οι ανάγλυφες μετόπες της ανατολικής, βόρειας και δυτικής πλευράς, που απεικόνιζαν μάχες μεταξύ Θεών - Γιγάντων, Ελλήνων - Τρωών και Ελλήνων – Αμαζόνων αντιστοίχως, απολαξεύθηκαν, σε άγνωστη όμως εποχή.Η διατήρηση μιας μετώπης στην βόρεια πλευρά, που θα μπορούσε να πει κανένας ότι ομοιάζει με την απεικόνιση της παραστάσεως του ευαγγελισμού της Θεοτόκου, οδήγησαν πολλούς στο εύκολο και γρήγορο συμπέρασμα ότι καταστροφή του συνόλου των μετοπών συντελέστηκε από χριστιανικά χέρια. Η θεωρία όμως αυτή είναι έωλη, χωρίς την ύπαρξη αντιστοίχων πηγών και αναφορών σε μοναχούς και κληρικούς που γκρέμιζαν μετά ιερού ζήλου αρχαίους ναούς και μνημεία.

Εάν όμως η καταστροφή οφειλόταν στην εχθρική στάση των χριστιανών απέναντι στην ειδωλολατρική θρησκεία, πώς εξηγείται η διατήρηση του λοιπού γλυπτού διακόσμου; Οι μετόπες θα μπορούσαν να είχαν εξίσου εύκολα ακρωτηριαστεί είτε από φανατικούς και μεμονωμένους χριστιανούς της πόλης, είτε από Λατίνους κατακτητές του 13ου αιώνος μ.Χ., είτε από τους Οθωμανούς Τούρκους, είτε από τους δυτικούς περιηγητές της τουρκοκρατίας, είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία, φυσική ή μη.

Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση, το βάρος της προσοχής θα έπρεπε να πέφτει στην ηθελημένη διατήρηση από τους βυζαντινούς των εναετίων συνθέσεων του Παρθενώνα και της ζωφόρου που καταληστεύτηκε σε ύστερους αιώνες από του δυτικούς, και των και όχι στον σε άγνωστο χρόνο και αιτία ακρωτηριασμό των μετοπών.

Η διατήρηση ολόκληρων παραστάσεων της αρχαίας τέχνης και θρησκείας στο σημαντικότερο χριστιανικό κέντρο της Αθήνας, αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη για τον σεβασμό, την περηφάνια και την αίσθηση ενότητας που νιώθανε οι βυζαντινοί κάτοικοι της, προς το ένδοξο παρελθόν τους.

Αντιγράφοντας τα λεγόμενα του ιστορικού W. Perkins, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα:

«σε ολόκληρη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, οι εναέτιες αυτές συνθέσεις συνιστούν τη μοναδική περίπτωση διατήρησης ενός παγανιστικού γλυπτικού διακόσμου, που επιβίωσε άθικτο στην αρχική του θέση πάνω στην πρόσοψη ενός ναού, που μετετράπηκε σε εκκλησία. Αν ένας αρχαίος έλληνας έκανε ταξίδι στο χρόνο και επισκεπτόταν τον καθεδρικό της μεσαιωνικής Αθήνας, δεν θα είχε καμιά δυσκολία να τον αναγνωρίσει ως το ναό της θεάς Αθηνάς».

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Η Αθήνα κατά τα Βυζαντινά έτη μετετράπη σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα του βυζαντινού κόσμου, εν πλήρη αντιθέσει με τις θεωρίες ερημώσεώς της που οι δυτικοί προσπάθησαν επιμόνως να επιβάλουν.

Η ταυτότητα του Παρθενώνα (και της πόλης γενικότερα) όχι μόνο δεν απωλέσθηκε κατά τη μετατροπή του σε τρίκλιτη βασιλική, αλλά αντίθετα μεταμορφώθηκε και εμπλουτίστηκε προς το καλύτερο.

Παραδόξως μάλιστα, η σπουδαιότητα του μνημείου ως εκκλησία υπήρξε μεγαλύτερη από τη σημασία που είχε ως ειδωλολατρικό ιερό.

Σχεδόν αμέσως την μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό, έχουμε την εμφάνιση των πρώτων χριστιανικών τάφων πέριξ του ναού, και χαραγμάτων στους κίονες των μνημείων της Ακροπόλεως.

Δύο σημαντικές μορφές της εκκλησίας μας του 10ου αιώνος μ.Χ. συναριθμήθηκαν μεταξύ των προσκυνητών της Παναγίας του Ιερού Βράχου των Αθηναίων. Συγκεκριμένα πρόκειται για τον όσιο Λουκά (μετέπειτα κτήτορας της ομώνυμης Μονής στην Βοιωτία και πιθανώς της βυζαντινής Μονής Αστερίου Υμηττού), ο οποίος ήρθε το 946 μ.Χ. σε εφηβική ηλικία στην Αθήνα, για να ενδυθεί εν συνεχεία το μοναχικό σχήμα και να παραμείνει μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αττική και για τον όσιο Νίκωνα τον Μετανοείτε, ο οποίος το 980 μ.Χ. κήρυξε μάλιστα τον ευαγγελικό λόγο στον πιστό λαό της Αθήνας.

Το 1019 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β’ μετά την οριστική επικράτηση του επί των Βουλγάρων στην μάχη του Κλειδίου, επισκέφτηκε την Αθήνα ως πρώτη πρωτεύουσα του ελληνισμού, προκειμένου να προσκυνήσει την Παναγιά την Αθηνιώτισσα και να την ευχαριστήσει για τις επιτυχίες του στο πεδίο των μαχών.

ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ

Παρά την ειρηνική παράδοση της πόλεως των Αθηνών στους κατά τα άλλα «ομόδοξους» δυτικούς, η πόλη αλώθηκε πλήρως.

Μεταξύ άλλων συλήθηκε τότε ο ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας με τα παντός είδους τιμαλφή, αφιερώματα και ιερά λειτουργικά σκεύη είτε να διανέμονται μεταξύ των κατακτητών, είτε να ρευστοποιούνται και να χρησιμοποιούνται για την κοπή νομισμάτων.

Την ίδια θλιβερή τύχη είχαν και πολλοί άλλοι ναοί και μονές της Αθήνας, καθώς και η πλουσιότατη βιβλιοθήκη του Αγίου Μιχαήλ Χωνιάτη επί των Προπυλαίων.

Εν συνεχεία, η Παναγία η Αθηνιώτισσα μετετράπη σε μητροπολιτικό ναό των Λατίνων, υπό την ονομασία «Santa Maria di Atene» και επανδρώθηκε από πλήθος Λατίνων κληρικών και μοναχών που ήρθαν από τη δύση για το σκοπό αυτό.
Ο νέος ηγεμόνας της Αθήνας, φράγκος δούκας Όθωνας ντε λα Ρος (1205-1225 μ.Χ.), άμα τη εγκαταστάσει του στην πόλη, μερίμνησε άμεσα για την ενίσχυση της άμυνάς της.

Τότε ήταν που κατασκευάστηκε το γνωστό Ριζόκαστρο, ένας οχυρωματικός περίβολος στις παρυφές της Ακρόπολης, μήκους 1.240 μέτρων, που με την ανέγερση προμαχώνων και προτειχισμάτων κατέστη ένα πραγματικό μεσαιωνικό κάστρο. Ταυτόχρονα νοτίως των Προπυλαίων ανηγέρθη ένας ισχυρός πύργος (πύργος Σερπεντζές), τον οποίο ο Ερρίκος Σλήμαν κατεδάφισε άκριτα, το έτος 1875 μ.Χ. Το ανάκτορό του δούκα, βρισκόταν στα κατάλληλα προς τούτο διαρρυθμισμένα Προπύλαια, ενώ η κατοικία του καθολικού επισκόπου στο Ερεχθείο.

Τελικά η Παναγία η Αθηνιώτισσα, ακολουθώντας την τύχη της Αθήνας, περιήλθε το 1311 μ.Χ. στα χέρια των Καταλάνων και το 1388 μ.Χ. στους Φλωρεντίνους δούκες Άτσαγιόλι, που σφράγισαν την δεσποτεία τους με την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς παλατίου επί των Προπυλαίων.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 

Μετά την παράδοση της Ακροπόλεως το 1458 μ.Χ από τους Ατσαγιόλι στους Τούρκους, ο Ιερός Βράχος μετετράπη σε κάστρο της τουρκικής φρουράς, απρόσιτο στον λοιπό λαό. Ο καθολικός ναός της Παναγίας, μετετράπη σε μουσουλμανικό τζαμί και το κωδωνοστάσιο του, αντιστοίχως σε μιναρέ. Εσωτερικά τα ψηφιδωτά και οι λοιπές αγιογραφίες, επικαλύφθηκαν με ασβέστη και γύψο, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε σημάδι του χριστιανικού ναού.

Αξιοσημείωτο τυγχάνει ότι πλην του Παρθενώνα, ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν επέτρεψε την μετατροπή καμιάς άλλης εκκλησίας σε τζαμί, ως ένδειξη σεβασμού στην ιστορία και στα αρχαία μνημεία της Αθήνας.

Δύο αιώνες αργότερα όμως και μετά την κατάρρευση μεγάλου τμήματος του Παρθενώνα από τις μπομπάρδες του Μοροζίνη, οι Οθωμανοί ανήγειραν εντός του σηκού του αρχαίου ναού ένα μικρό τζαμί, το οποίο τελικά κατεδαφίστηκε το 1842 μ.Χ. μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.

ΜΟΡΟΖΙΝΗ

Ο Παρθενώνας, που παρέμεινε ιερός και ανέγγιχτος από χριστιανούς και βαρβάρους όλων των εποχών, καταστράφηκε ηθελημένα το έτος 1687 μ.Χ. από τον στρατηγό των Βενετών Φραντσέσκο Μοροζίνι κατά την πολιορκία της Αθήνας.

Γνωρίζοντας ότι οι αμυνόμενοι Τούρκοι είχαν μετατρέψει τον Παρθενώνα σε μπαρουταποθήκη, έδωσε εντολή για την στόχευσή του, σπεύδοντας να συγχαρεί μάλιστα του πυροβολητές μετά την ανατίναξη.

Ο Μοροζίνι εν συνεχεία δέχτηκε επαίνους από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία για την επιτυχία του, σε σημείο να κοπούν και αναμνηστικά μετάλλια του γεγονότος, αν και τα πραγματικά οφέλη της νίκης του ήταν ανύπαρκτα. Ο στρατός του Μοροζίνη, αναγκάστηκε να εγκατέλειψει την Αθήνα σε διάστημα λίγων μηνών, ακολουθούμενος τους ραγιάδες της Αθήνας, που εφοβούντο αντίποινα των Τούρκων.

Κατά την υποχώρησή τους αυτή οι Βενετοί προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να αποσπάσουν τα αγάλματα του δυτικού αετώματος του Παρθενώνος. Λόγω του βάρους τους και της προχειρότητας της προσπάθειας όμως, τα αγάλματα έπεσαν στο έδαφος και συνετρίβησαν. Τελικά αρκέστηκαν στην κλοπή όσων έργων τέχνης μπορούσαν να αποσπαστούν και να μεταφερθούν σχετικά εύκολα στην Βενετία, τα μνημεία αυτά έως τη σήμερον απαντώνται διασκορπισμένα σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης. Ο Παρθενώνας, μετά το πέρασμα του Μοροζίνη δεν ήταν παρά μια σκιά της προηγούμενης δόξας του.

Το μεσαίο τμήμα του ναού με τα επιστύλιά του καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο γλυπτός διάκοσμος του επλήγη ακόμα περισσότερο, ενώ ο Ιερός Βράχος γέμισε από θραύσματα και μάρμαρα του ναού. Στη θέση τους παρέμειναν μόνο οι κίονες της δυτικής και ανατολικής πλευράς του ναού, καθώς και κάποια τμήματα του σηκού.

Ο μεγάλος όγκος των θραυσμάτων του μνημείου με την σχεδόν αδύνατη μεταφορά τους, είχε και την ευεργετική θετική παρενέργειά του, αφού απέτρεψε τον περαιτέρω εποικισμό τους από τους Οθωμανούς.
Read more... 👆

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Το μπλόκο της κοκκινιάς

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2018 0 σχόλια
Προσοχή – Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».

Με αυτά τα λόγια τα δολοφονικά ντόπια όργανα των ναζί απευθύνθηκαν στον ηρωϊκό λαό της Κοκκινιάς, έτοιμοι να πραγματοποιήσουν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της κατοχής. Ήταν ξημέρωμα Παρασκευής όταν η συνοικία περικυκλώθηκε από ορδές ταγματασφαλιτών και Γερμανών , γύρω στους 4000 άνδρες, που διψούσαν να πάρουν πίσω το αίμα τους για τη Μάχη της Κοκκινιάς που είχε γίνει τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς.

Μαζί τους έφεραν ελαφρά μηχανοκίνητα κι ένα μικρό κανόνι, αποκλείοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Πολλοί αγωνιστές είχαν προειδοποιηθεί από την οργάνωση να μην εμφανιστούν και κρύφτηκαν όπου έβρισκαν, σε πηγάδια, σκεπές, ταράτσες κι υπόγεια. Υπήρξαν κι εκείνοι που προσπάθησαν μέσα από χαραμάδες στο μπλόκο να ξεφύγουν στις διπλανές συνοικίες. Παρόλαυτα η πλατεία Οσίας ξένης γέμισε ασφυκτικά, καθώς 20 ως 25 χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν, πολλοί από αυτούς αγωνιστές του ΕΑΜ.

Οι Γερμανοί εξάλλου για να βεβαιωθούν ότι δεν ξέφυγε κανείς, εισέβαλλαν σε σπίτια της Κοκκινιάς και των γύρω περιοχών προχωρώντας σε επιτόπου εκτελέσεις των “δραπετών”. Ακολούθησε η κορύφωση του δράματος, με τους κουκουλοφόρους και μη συνεργάτες του κατακτητή να δείχνουν ανάμεσα στο πλήθος τους αντιστασιακούς του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και της ΟΠΛΑ.

Της επιχείρησης ηγούνταν ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος. Στη συνέχεια ένας μεγάλος αριθμός ατόμων εκτελέστηκε ακόμα μπροστά στα μάτια συγγενών και φίλων, με τις μαρτυρίες για τον αριθμό τους να κυμαίνονται μεταξύ 90 και 200 ατόμων (τόσοι ήταν σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αχτιδικής Επιτροπής της ΚΟ του ΚΚΕ). Τόπος τον εκτελέσεων ήταν η Μάντρα της Κοκκινιάς, ένα παλιό ταπητουργείο που είχε κλείσει και σήμερα αποτελεί τον κατεξοχήν μνημειακό χώρο του μπλόκου, όπως και η μάντρα στα Αρμένικα και το Σχιστό.

Πριν εκτελεστούν οι αγωνιστές βασανίστηκαν, ενώ πολλούς τους έκαψαν με βενζίνη μετά τους πυροβολισμούς, κάποιους ακόμα ζωντανούς. Παράλληλα οι εκτελεστές έκαψαν σπίτια ενώ απέσπασαν μεγάλα ποσά σε χρυσές λίρες από όσους συγγενείς τις διέθεταν για να απελευθερωθούν οι δικοί τους. Επίσης, ένας αριθμός 7 ή 8 χιλιάδων ατόμων μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κι αργότερα στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία, απ’όπου λίγοι μόνο επέστρεψαν. Ο συνολικός απολογισμός των νεκρών της ημέρας ανήλθε σε πάνω από 300 άτομα, με τα πτώματα να θάπτονται στο Γ’ νεκροταφείο.

Στο μνημόσυνο της 24ης Σεπτέμβρη 1944, ο λαός του Πειραιά αλλά και της Αθήνας αψήφησε τη ναζιστικής τρομοκρατία για να τιμήσει τους ήρωες του Μπλόκου, μετατρέποντας την επιμνημόσυνη δέηση σε μαχητική διαδήλωση με λάβαρα και εμβατήρια.

Οι κατακτητές δεν άφησαν αναπάντητη αυτή τη νέα επίδειξη γενναιότητας, προσθέτοντας ακόμα 9 νεκρούς και 32 τραυματίες στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων.

Αν αναρωτιέται κανείς για την τύχη των ντόπιων δολοφόνων, αυτή δε διαφοροποιήθηκε από εκείνη χιλιάδων άλλων δοσιλόγων μετά την κατοχή. Ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος δικάστηκε μεν για το ρόλο του σε 30 μπλόκα, αλλά σε ό,τι αφορά εκείνο της Κοκκινιάς το δικαστήριο εξέτασε μόνο αν ο Πλυτζανόπουλος είχε πυροβολήσει ένα από τα θύματα που αντιδρούσε στον απαγχονισμό του κι όχι για τη δολοφονική δοσιλογική του δράση συνολικά. Η απόφαση που εκδόθηκε το 1947, εν μέσω εμφυλίου, απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους, παραδίδοντας τους άσπιλους στον κορμό των “εθνικοφρόνων” Ελλήνων.

Το πρώτο μνημείο τοποθετήθηκε στη μάντρα το 1950 με τη λιτή επιγραφή “Εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες”. Ως το 1964 που η προσκείμενη στην ΕΔΑ δημοτική αρχή τέλεσε επίσημο μνημόσυνο για τα 20χρονα του μπλόκου, τελούνταν μόνο ανεπίσημες εκδηλώσεις.

Επί δικτατορίας έγινε ανοιχτή προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας, με τα εγκαίνια μιας νέας αναμνηστικής πλάκας στις 17 Αυγούστου 1968, όπου αναφερόταν ότι «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί εαμίται, ελασίται παρέδωσαν εις τους βάρβαρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944 αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντιστάσεως, τέκνα ηρωικά της Νικαίας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον». Την ίδια εποχή εξάλλου είχε διοριστεί δήμαρχος Νίκαιος ο ανηψιός του αρχιταγματασφαλίτη Πλυτζανόπουλου, Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, που έβγαλε και ομιλία σε αντίστοιχο μήκος κύματος.

Μνημεία προς τιμήν των πεσόντων είναι το Ηρώο στην Πλατεία Οσίας Ξένης, έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου από το 1956, το μουσείο στη Μάντρα καθώς και το Μνημείο Πεσόντων στο περιβάλλοντα χώρο του Γ’ Νεκροταφείου.

Πηγη: http://www.katiousa.gr
Read more... 👆

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Οι Φράγκοι κατακτούν την Ελλάδα

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2018 0 σχόλια


Οι Φράγκοι κατακτούν την Ελλάδα Το φθινόπωρο του 1204, ο Βονιφάτιος ξεκίνησε τις κατακτητικές του δραστηριότητες στις ελληνικές κτήσεις.

Μαζί με το βασιλιά της Θεσσαλονίκης εκστράτευσαν ο Θωμάς Στρομογκούρ και ο Οκρωναίος Ραβανός ντα λε Κάρτσερ, αδελφός του άρχοντα Ρεάλδου, που το όνομα του αναγράφεται μέχρι και σήμερα στην Κάζα ντέι Μερκάντι, στην Ουκρώνα.

Όπως και σήμερα οι στρατηγοί συνοδεύονται από πολεμικούς ανταποκριτές για να καταγράφουν τους άθλους τους, έτσι και ο Βονιφάτιος είχε μαζί του το Ράμπο ντε Βακουέιρας, τροβαδούρο από την Προβηγκία.

Ο τροβαδούρος αυτός καυχιόταν σε κάποια έμμετρη επιστολή του στο Βονιφάτιο, ότι «τον είχε βοηθήσει να κατακτήσει την αυτοκρατορία της Ανατολής και το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, την Πελονπόννησο και το Δουκάτο της Αθήνας». Επικεφαλής τέτοιων ανθρώπων ο μαρκίονας του Μομφεράτου πέρασε από την κοιλάδα των Τεμπών και εισέβαλε στη μεγάλη και εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας. Ας δούμε όμως ποιες φυλές κατοικούσαν στη χώρα και σε ποια κατάσταση βρισκόταν. 

Ποιοί και πόσοι κατοικούσαν την Ελλάδα

Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ήταν Έλληνες. Στους χρόνους της Φραγκοκρατίας, τα σλαβικά στοιχεία του πληθυσμού, περιορίζονταν στις ορεινές περιοχές της Αρκαδίας και της Λακωνίας, όπου ο Ταΰγετος θεωριόταν «το όρος των Σλάβων». Μόνο κάτι σλαβικά ονόματα, όπως το Χαρβάτι στις Μυκήνες και το Σκλαβοχώρι διασώζουν ακόμα την ανάμνηση των σλαβικών εποικισμών.

Οι Αλβανοί τότε δεν είχαν ακόμα εισβάλει στην Ελλάδα. Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, η κατάκτηση της θα ήταν πολύ δυσκολότερη. Εκτός από τους Έλληνες και τους Σλάβους, στη Θεσσαλία υπήρχαν και Βλάχοι, που έφθαναν μέχρι και τη Λαμία στο Νότο. Αυτός είναι ο λόγος που όλη αυτή η χώρα ονομαζόταν Μεγαλοβλαχία, ονομασία που χρησιμοποιεί ο βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Βλάχοι είναι Ρουμανικής καταγωγής.

Σήμερα οι Ρουμάνοι τους θεωρούν συγγενείς. Οι Κουτσόβλαχοι, που ονομάζονται έτσι επειδή δεν μπορούν να προφέρουν ορθά το CHINCH που σημαίνει πέντε, αποτελούν ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης διπλωματίας. Ο Ιουδαίος περιηγητής Βενιαμίν από την Ισπανική Τουδέλη που επισκέφτηκε την Ελλάδα σαράντα χρόνια πριν την κατάκτηση της από τους Φράγκους, έφτασε στο συμπέρασμα ότι συγγένευαν με τη φυλή του. Το συμπέρασμα του το στήριξε στα Ιουδαϊκά τους ονόματα και στο γεγονός ότι ονόμαζαν τους Ιουδαίους αδελφούς. Αυτή την αδελφική αγάπη όμως την εκδήλωναν είτε ληστεύοντας απλά τους Ισραηλίτες, είτε ληστεύοντας και σκοτώνοντας μαζί με τους Ισραηλίτες τους Έλληνες.


Στα Νοτιοανατολικά μέρη της Πελοποννήσου, βρίσκονταν οι μυστηριώδεις Τσάκωνες. Σήμερα αυτή η φυλή βρίσκεται μόνο στο Λεωνίδιο και στα γύρω χωριά, τότε όμως κάτεχε πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις. Οι γνώμες για την προέλευση αυτής της φυλής διαφέρουν. Ακόμα και σήμερα έχει διάλεκτο τελείως διαφορετική από όλες τις άλλες των Ελληνικών περιοχών και ονομάζεται βάρβαρη από το Βυζαντινό σατιρικό του 15ου αιώνα Μάζαρη. Στην Αθήνα όμως, ο κ. Δέφνερ, που έχει μελετήσει περισσότερο από κάθε άλλο αυτή τη διάλεκτο και σύνταξε και τη γραμματική της, θεωρεί τους Τσάκωνες απόγονους των Αρχαίων Λακώνων.

Το όνομα τους το θεωρεί παραφθορά των λέξεων «εις τους Λάκωνας» και τη διάλεκτο τους νεοδωρική. Σκόρπιες στα γύρω μέρη, όπου μπορούσε να βγει χρήμα από το εμπόριο, υπήρχαν παροικίες Ιουδαίων. Ο Βενιαμίν από την Τουδέλη βρήκε τους περισσότερους Ιουδαίους στη Θήβα, όπου υπήρχαν στις μέρες του τα «επιφανέστατα των καθ' άπασαν την Ελλάδα μεταξουργεία και υφαντήρια προφυρών ενδυμάτων». Μεταξύ των δύο χιλιάδων κατοίκων εκείνης της περίφημης πόλης υπήρχαν και πολλοί διάσημοι λόγιοι που ασχολούνταν με το Ταλμούδ.

Στα μισά του 12ου αιώνα, ο Σικελός ναύαρχος Γεώργιος ο Αντιοχεύς, είχε πάρει τόσα λάφυρα από την πόλη που έφτασε το μερίδιο του για να χτιστούν στο Πάνορμο η εκκλησία Μαρτοράνα και η γέφυρα του Ναύαρχου, που έχει και σήμερα το όνομα του. Είναι αξιοσημείωτο ότι τότε που επισκέφτηκε την Ελλάδα αυτός ο αξιόλογος Ραβίνος, αναφέρεται η ύπαρξη παροικίας Ιουδαίων γεωργών στις πλαγιές του Παρνασσού, παράδειγμα αγροτικού Ιουδαϊσμού. Παρόμοια παροικία είδα στη σημερινή εποχή κοντά στη Θεσσαλονίκη. 

Οι «απελευθερωτές» Φράγκοι 

Η κυριαρχία των Φράγκων προκάλεσε πάντως σε πολλούς Έλληνες βαθιά ανακούφιση για την απαλλαγή της οικονομικής πίεσης της βυζαντινής διοίκησης. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα συνθλιβόταν κάτω από το βάρος τριών φοβερών δεινών: τους εισπράκτορες των φόρων, τους πειρατές και τους ντόπιους τύραννους. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση δε φρόντιζε καθόλου για τις επαρχίες. Τα χρήματα που προορίζονταν για την οχύρωση της Ελλάδας τα σπαταλούσε για τη ματαιόδοξη επίδειξη της βασιλεύουσας.

Οι βυζαντινοί ανώτεροι υπάληλοι που στέλνονταν στην Ελλάδα, θεωρούσαν, σύμφωνα με την έκφραση του Νικήτα Χωνιάτη, την κλασική αυτή χώρα σαν πληκτικό τόπο εξορίας.Τα δύο ελληνικά θέματα διοικούνταν από πραίτορα, πρωτοπραίτορα ή στρατηγό, με έδρα τη Θήβα. Από το Μιχαήλ Ακομινάτο, έχουμε μια έντονη εικόνα των πιέσεων που ασκούσαν αυτοί οι τιτλούχοι. Θεωρητικά, η Αθήνα ήταν μια κοινότητα που απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια. Αυτοκτατορικό χρυσόβουλο απαγόρευε στον πραίτορα ν' ανέβει στην πόλη με συνοδεία ενόπλων, για να μην επιβαρύνεται η πόλη από την ενόχληση και τις δαπάνες της στάθμευσης των στρατιωτών.


Η κανονική εισφορά της Αθήνας στο αυτοκρατορικό ταμείο περιοριζόταν σε έγγειο φόρο και συνηθιζόταν η αποστολή χρυσού στεφανιού ως προσφορά στο νέο αυτοκράτορα για τη στέψη του.Η πραγματικότητα όμως είναι ότι τα προνόμια αυτά δε λαμβάνονταν υπόψη. Ο μητροπολίτης παραπονιόταν με αγανάκτηση, ότι ο πραίτορας με πρόσχημα το προσκύνημα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, όπως λεγόταν τότε ο Παρθενώνας, επισκεπτόταν την πόλη με μεγάλη ακολουθία. Οδύρεται για το γεγονός ότι κάποιος από εκείνους τους αυτοκρατορικούς διοικητές υποδούλωσε την πόλη με τρόπο πιο βάρβαρο και από τον Ξέρξη.

Ότι καταμέτρησε ακόμα και τα φύλλα των δέντρων, ακόμα και τις τρίχες των άτυχων Αθηναίων. Λέει ότι η πραιτόρια αρχή, σαν τη Μήδεια που σκόρπισε φαρμάκια στη φυγή της από τη Θεσσαλία, έτσι κι αυτή σκόρπιζε στην Πελοπόννησο και στην άλλη Ελλάδα τις αδικίες σαν δηλητήριο. Αυτή η παρομοίωση δικαιολογείται από τη συνήθεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας να μη δίνει μισθούς στους διοικητές των ευρωπαϊκών θεμάτων.

Τη συντήρηση τους την αναλάμβαναν μόνοι τους και τη συνήθεια αυτή ακολουθεί σήμερα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο έπαιρνε χρήματα και για τη ναυπήγηση πλοίων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή της πειρατείας. Στην πραγματικότητα όμως, μάλλον για το βαλάντιο τους φρόντιζαν. 

Η μάστιγα της πειρατίας

Η πειρατεία ήταν τότε, όπως και πολλές φορές στο παρελθόν, πληγή για τα νησιά και τις πολυσχιδείς παραλίες της Ελλάδας. Ο Βενέδικτος από το Πίτερμποροου, μας δίνει μια γραφική εικόνα της Ελλάδας του 1211, στο αγγλικό χρονικό του. Από εκεί μαθαίνουμε ότι πολλά νησιά ήταν ακατοίκητα από το φόβο των πειρατών και άλλα ήταν περιζήτητα καταφύγια τους.

Η Κεφαλλονιά και η Ιθάκη, που παρουσιάζεται τότε με το μεσαιωνικό όνομα Βά ντε Κομπάρε για πρώτη φορά από το Γενουάτη ιστορικό Γκοφάρο το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, είχαν ιδιαίτερα κακή φήμη. Πρέπει να ήταν παράτολμος ένας ναυτικός για να διακινδυνεύσει να περάσει τον πορθμό μεταξύ των δύο νησιών. Κοντά στην Αθήνα, η Αίγινα και Σαλαμίνα ήταν ορμητήρια πειρατών που έβλαπταν τα κτήματα της αθηναϊκής εκκλησίας και τραυμάτισαν θανάσιμα τον ανηψιό του μητροπολίτη. Αλλά και τα μέτρα που λαμβάνονταν για τον περιορισμό της πειρατείας ήταν σχεδόν χειρότερα από αυτή την ίδια.

Ο έντρομος μητροπολίτης έγραψε σε επιστολή του στο ναύαρχο (Στρυφνός), ότι και αυτή η θάλασσα που η γειτονία της προκαλούσε πριν ευτυχία στους Αθηναίους, τώρα είναι η καταστροφή τους. 


Οι Έλληνες όμως, εκτός από τους δημόσιους λειτουργούς και τους πειρατές είχαν και τρίτο είδος βασανιστών, τους ντόπιους τύραννους. Ενώ ο αυτοκράτορας ονομαζόταν κυρίαρχος, την πραγματική εξουσία είχαν οι ντόπιοι άρχοντες, που τις παραμονές της Φραγκοκρατίας είχαν αναβιώσει τις μικρές τυραννίδες της αρχαίας Ελλάδας.

Στους χρόνους της δυναστείας των Κομνηνών, που μιμήθηκαν και εφάρμοσαν έθιμα του ιπποτισμού της Δύσης, ο τιμαριωτισμός είχε διαδοθεί πλατιά στην Ανατολή. Όταν έγινε η τέταρτη σταυροφορία, ντόπιες οικογένειες κάτεχαν μεγάλες εδαφικές εκτάσεις που τις διοικούσαν σχεδόν σαν ανεξάρτητοι ηγεμόνες. 

Ένας κακός απόγονος του Λεωνίδα

Ο ισχυρότερος από όλους αυτούς τους άρχοντες, όπως τους ονόμαζαν, ήταν ο Λέων ο Σγουρός. Είχε διαδεχτεί τον πατέρα του σαν κύριος του Ναυπλίου και είχε επεκτείνει την κυριαρχία του στην πόλη της Κορίνθου και στην Ακροκόρινθο. Είχε λάβει τον πομπώδη βυζαντινό τίτλο «πανυπερσέβαστος» και ως προστάτη είχε εκλέξει τον άγιο Θεόδωρο το Στρατηλάτη του οποίου την εικόνα αποτύπωσε στη σφραγίδα του. Τα ήθη των αρχόντων συναγωνίζονταν σε αγριότητα εκείνα των Δυτικών βαρόνων της ίδιας εποχής.

Κάποτε ο Σγουρός κάλεσε σε δείπνο τον αρχιεπίσκοπο της Κορίνθου, τον τύφλωσε και μετά τον γκρέμισε από τους βράχους της Ακρόπολης. Έτσι ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα, όταν ο Βονιφάτιος και η στρατιά του βγήκαν από την κοιλάδα των Τεμπών και μέσα από το θεσσαλικό κάμπο, βάδισαν προς τη Λάρισα. Την πόλη αυτή παραχώρησε ο μαρκίονας σε κάποιο Λογγοβάρδο ευπατρίδη που από τότε ονομάστηκε Γουλιέλμος ο Λαρισαίος (ντε Λάρσα). Το Βελεστίνο, οι αρχαίες Φερές, ο χώρος του θρύλου της Άλκηστης και του Αδμήτου και η κονίστρα της μάχης του 1907, δόθηκε στο Μπερτόλδο Κατσενελενβόγεν.

Το όνομα του σίγουρα θα δυσκολεύονταν να το πούνε οι Θεσσαλοί υπήκοοι του. Κατόπιν η στρατιά, ακολουθώντας το δρόμο που περνά από τα Φάρσαλα και το Δομοκό, γνωστά ονόματα από την αρχαία και τη νέα πολεμική ιστορία της Ελλάδας, κατέβηκε στη Λαμία. Από εκεί έφτασε στις Θερμοπύλες, μέσω του πεδίου της Τραχίας, όπου και συναντήθηκε με το Σγουρό.

Οι αναμνήσεις του Λεωνίδα όμως δε φαίνεται να ενέπνευσαν τον άρχοντα του Ναυπλίου, ώστε να μιμηθεί το παράδειγμα του. Ο Χωνιάτης λέει, ότι και μόνον η θέα των σιδερόφρακτων Λατίνων ιπποτών, ήταν αρκετή για να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί στην Ακροκόρινθο, αφήνοντας ανυπεράσπιστο το στενό των Θερμοπυλών.

Επειδή ο Βονιφάτιος κατάλαβε πόσο οχυρό μέρος ήταν —τότε οι Θερμοπύλες ήταν πολύ στενότερες από τώρα— αποφάσισε να τις εξασφαλίσει μόνιμα από τις επιθέσεις. Γι’ αυτό έδωσε στο μαρκίονα Γουίδονα Παλαβιτσίνι, που οι Έλληνες τον έλεγαν Μαρκεζόπουλο, το τιμάριο της Βοδονίτσας, που βρισκόταν στο άλλο άκρο του στενού. Έτσι ιδρύθηκε η περίφημη μαρκιονία της Βοδονίτσας, που άκμασε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας συνεχώς για δύο αιώνες, σαν φύλακας των βορείων άκρων.

Οι απόγονοι τους σήμερα αποτελούν τον οίκο του Ζώρζη στη Βενετία και αντιπροσωπεύονται, όπως μου είπε ο κ. Οράτιος Μπράουν, από τριάντα περίπου μέλη. 

Ο Βονιφάτιος επελαύνει

Ακολουθώντας μετά το δρόμο που οδηγεί από τη Λαμία στον Κορινθιακό κόλπο, εγκατέστησε νέο αμυντικό σταθμό στο στενό της Γραβιάς που δοξάστηκε μετά από πολλούς αιώνες στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Παραχώρησε το στενό αυτό ως τιμάριο, στους δυο αδελφούς Νικόλαο και Ιάκωβο Σαϊντομέρ. Έπειτα, στους πρόποδες του Παρνασσού, στη θέση της αρχαίας Άμφισσας, ίδρυσε τη βαρονία των Σαλώνων που διάρκεσε όσο σχεδόν και η μαρκιονία της Βοδονίτσας.

Πρίν από δεκαπέντε αιώνες, ο Φίλιππος ο Μακεδόνας, είχε γκρεμίσει την αρχαία Ακρόπολη της Άμφισσας, που ήταν φτιαγμένη από κυκλώπειους λίθους. Πάνω σ' αυτά τα χαλάσματα, ο Θωμάς Στρομογκούρ έχτισε φρούριο, που τα μεγαλοπρεπή ερείπια του, ίσως τα ωραιότερα φραγκικά λείψανα στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμα πάνω στο λόφο που υψώνεται πάνω από την πόλη. Σήμερα η πόλη εξακολουθεί να ονομάζεται Σάλωνα απ' το λαό, παρά τις συνηθισμένες προσπάθειες των επισήμων να επαναφέρουν τα αρχαία τοπωνύμια. Ο άρχοντας των Σαλώνων επέκτεινε μετά από λίγο την κυριαρχία του μέχρι το λιμάνι του Γαλαξειδίου.

Η βαρονία αυτή έγινε τόσο σπουδαία, ώστε δύο τουλάχιστον βαρόνοι από τον οίκο Στρομογκούρ έκοψαν δικά τους νομίσματα που σώζονται μέχρι σήμερα. Κατόπιν ο Βονιφάτιος εισέβαλε στη Βοιωτία, όπου ο λαός υποτάχτηκε αμέσως, ανακουφισμένος από την απαλλαγή της πίεσης του Σγουρού. Η Θήβα άνοιξε μετά χαράς τις πύλες της και οι επιδρομείς βάδισαν προς την Αθήνα. Ο μητροπολίτης Μιχαήλ Ακομινάτος θεώρησε ανώφελη την υπεράσπιση της πόλης και μετά από λίγο η φράγκικη φρουρά εγκαταστάθηκε στην Ακρόπολη.

Οι σταυροφόροι δε σεβάστηκαν τη μεγάλη μητροπολιτική εκκλησία που βρισκόταν πάνω στον ιερό βράχο. Τους τυχοδιώκτες εκείνους ελάχιστα συγκινούσαν οι δόξες του Παρθενώνα και η ιερότητα της ορθόδοξης εκκλησίας. Λεηλάτησαν τον πλούσιο θησαυρό της μητρόπολης, έλιωσαν τα ιερά σκεύη και διασκόρπισαν τη βιβλιοθήκη που είχε φτιάξει ο μητροπολίτης.

Ο Ακομινάτος μην μπορώντας να βλέπει αυτό το θέαμα εγκατέλειψε την πόλη που είχε δράσει για τόσο καιρό. Περιπλανήθηκε για ένα διάστημα και μετά εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέα, απ' όπου μπορούσε να βλέπει τουλάχιστον τις ακτές της αγαπημένης του Αττικής. Ο βασιλιάς της Θεσσαλονίκης παρέδωσε τη Θήβα μαζί με τη Βοιωτία και την Αθήνα μαζί με την Αττική στον πιστό συναγωνιστή του Όθωνα ντε λα Ρος. Έτσι λοιπόν, ο Όθων ντε λα Ρος, γιος ενός Βουργουνδού ευπατρίδη, έγινε ως εκ θαύματος, σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιου μοναχού χρονογράφου, δούκας των Αθηναίων και των Θηβαίων.

Έκανε λάθος όμως ο χρονογράφος όσον αφορά την προσωνυμία που αποδίδει στον ευνοημένο από την τύχη Γάλλο, που είχε γίνει έτσι διάδοχος των ενδόξων ηρώων και σοφών της Αθήνας. Και βέβαια, ο Όθωνας στα επίσημα έγγραφα ονόμαζε τον εαυτό του μετριόφρονα «Κύριος ,των Αθηνών». Αυτή την προσωνυμία οι Έλληνες τη μεγαλοποίησαν αποδίδοντας την με το «Μέγας Κύρ» και ο Δάντης, που είχε πιθανόν ακούσει ότι αυτή ήταν η προσωνυμία του πρώτου Φράγκου άρχοντα της Αθήνας την απέδωσε με ποιητικό ετεροχρονισμό, στον Πεισίστρατο. 

Η δυστυχία της «ένδοξης» Αθήνας

Μισό αιώνα μετά την κατάκτηση, ο διάδοχος του Όθωνα, Γουίδονας Α', πήρε από το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο IX την προσωνυμία του Δούκα. Ακόμα, ο Σαίξπηρ στο « Όνειρο θερινής νυκτός» και ο Σοσέρ στο «Μύθος του Ιππότη» απέδωσαν με όμοιο ετεροχρονισμό την προσωνυμία του ντε λα Ρος στο Θησέα, το μυθικό ιδρυτή της Αθήνας.

Μέσα από τις μαρτυρίες των ιστορικών της εποχής δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι Έλληνες πρόβαλαν οποιαδήποτε αντίσταση στον άρχοντα της Αθήνας. Μεταγενέστεροι όμως Βενετοί συγγραφείς, ίσως από πατριωτικά ελατήρια, άφησαν άλλα ντοκουμέντα. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, οι Αθηναίοι έστειλαν πρεσβευτές για να προσφέρουν την πόλη τους στη Βενετία. Το σχέδιο τους όμως ματαιώθηκε από τους Καμπανούς στρατιώτες με την καθοδήγηση του άρχοντα ντε λα Ρος, μετά από αιματηρή μάχη.

Γεννιέται εύλογα το ερώτημα ποια ήταν η όψη και η κατάσταση της περιφημότερης πόλης του αρχαίου κόσμου στις μέρες του Όθωνα ντε λα Ρος. Το ογκώδες συγγραφικό έργο του Μιχαήλ Ακομινάτου που ήταν τότε μητροπολίτης της, ρίχνει φως στην Αθήνα του δέκατου τρίτου αιώνα. Τότε οι μόνες τέχνες ήταν η σαπωνοποιία και η κατασκευή ράσων, δηλαδή μάλλινων υφασμάτων. Τα πλοία όμως του Πειραιστον Πειραιά, αφού ο βυζαντινός ναύαρχος αναφέρει ότι βρήκε σκάφη στο λιμάνι.

Το λιμάνι φρουρούσε εκείνο το πελώριο λίθινο λιοντάρι που βρίσκεται τώρα έξω από το Νεώριο (Αρσενάλε) της Βενετίας, από το οποίο προήλθε η μεσαιωνική ονομασία του Πειραιά, Πόρτο Λεόνε. Μπορούμε ακόμα να συμπεράνουμε από την αναφορά της Αθήνας στις εμπορικές συνθήκες που συνάπτονταν μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου, ότι οι πολυμήχανοι Βενετοί, περίμεναν να κερδίσουν οπωσδήποτε χρήματα από την πόλη.

Αλλά η Αττική ήταν και τότε άγονη όπως και στις μέρες του Θουκυδίδη και παρήγε μόνο λάδι, μέλι και κρασί που το ανακάτευαν με άφθονο ρετσίνι, όπως κάνουν και σήμερα. Ο θερισμός ήταν πάντα ανεπαρκής και οι σοδειές φτωχές. Ακόμα και τα πιο απαραίτητα δεν ήταν εύκολο να βρεθούν πάντα. Ο Ακομινάτος, δεν μπόρεσε να βρει επιδέξιο αμαξοποιό και στην απόγνωση του λόγω της έλλειψης σιδεράδων και μαστόρων του χαλκού, αναγκάστηκε να επαναλάβει τις λέξεις του Ιερεμία «δεν υπήρχε φυσερό να φουντώσει τη φωτιά».

Η μετανάστευση, που εξακολουθούσε να είναι πληγή της Ελλάδας, απορροφούσε τους πιο φτωχούς, ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί πολύ και η πόλη κινδύνευε να γίνει «σκυθική ερημεία» όπως έλεγε κάποτε ο Αριστοφάνης. Από εξωτερική εμφάνιση υπήρχε μια φανερή αντίθεση μεταξύ των λαμπρών μνημείων της αρχαιότητας και της θλιβερής όψης της μεσαιωνικής πόλης. Αλλά το χέρι του επιδρομέα και ο χρόνος είχαν φανεί επιεικείς στα μνημεία της Αθήνας. 

Τα απομεινάρια της παλιάς αίγλης

Ο Παρθενώνας, που από παλιά είχε μετατραπεί σε μητροπολιτικό ναό της Παναγίας, είχε ελάχιστες βλάβες σαν να είχε χτιστεί μόλις τώρα. Οι μετόπες, τα αετώματα και η ζωοφόρος ήταν άθικτα ακόμα και μετά δύο αιώνες, όταν επισκέφτηκε την Αθήνα ο πρώτος αρχαιολόγος, ο Κυριάκος ο Αγκωνίτης. Αυτός, σχεδίασε εκείνο το διάγραμμα του Παρθενώνα που σώζεται ακόμα στο Βερολίνο και αντίγραφο του, φτιαγμένο από το Σάνγκαλο, έχει η βιβλιοθήκη του Βατικανού.

Στους τοίχους υπήρχαν τοιχογραφίες —ίχνη τους σώζονται και σήμερα— που είχαν ζωγραφιστεί με διαταγή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, σχεδόν πριν δύο αιώνες. Πάνω από την Αγία Τράπεζα βρισκόταν χρυσό περιστέρι που παρίστανε το Άγιο Πνεύμα και κινιόταν συνεχώς με κυκλική κίνηση. Υπήρχε στην εκκλησία και λύχνος που δεν έσβηνε ποτέ, εφοδιαζόταν συνεχώς με λάδι και προκαλούσε το θαυμασμό των προσκυνητών.

Τόσο πολύ ήταν απλωμένη παντού η φήμη της αθηναϊκής μητρόπολης ώστε και αυτοί οι μεγιστάνες της Κωνσταντινούπουλης, μόλο που περιφρονούσαν την επαρχία και απέφευγαν τις μετακινήσεις, έρχονταν για προσκύνημα στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Από όλα τα κτίσματα που βρίσκονταν πάνω στον ιερό βράχο, ο ναός της Αθηνάς Νίκης, της Απτέρου όπως λεγόταν, είχε μεταβληθεί πιθανόν σε κατοικία του Μητροπολίτη, που όπως ξέρουμε είχε την έδρα του στην Ακρόπολη. Ολόκληρη η Ακρόπολη είχε για αιώνες μετατραπεί σε φρούριο, το μόνο οχυρό που είχε τότε η Αθήνα. Και ναι μεν υπήρξε αρκετά ισχυρό για ν' αποκρούσει τον Έλληνα άρχοντα Σγουρό, οπωσδήποτε όμως δεν μπόρεσε να αποκρούσει τη λατινική στρατιά.

Ήδη είχαν αρχίσει να δημιουργούνται παράδοξοι θρύλοι και να αποδίδονται νέα ονόματα σε μερικά από τα αρχαία μνημεία. Έτσι το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη ήταν ήδη γνωστό στο λαό ως «Φανάρι του Διογένη». Με το όνομα αυτό ήταν γνωστό και αργότερα στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν μεταβλήθηκε σε μονή των Καπουτσίνων.

Το 1811 χρησιμοποιήθηκε από το λόρδο Βύρωνα σαν μελετητήριο και από εκεί εκτόξεψε το πικρό ποίημα του «Η κατάρα της Αθηνάς» εναντίον του άρπαγα των ελγινείων μαρμάρων. Παρ' όλα αυτά όμως, στις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα, ο λαός χρησιμοποιούσε ακόμα πολλά από τα αρχαία τοπωνύμια. Όμως νέα, βάρβαρα ονόματα, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται.

Έτσι η συνθήκη του 1204, που αφορούσε την διανομή μεταξύ των σταυροφόρων, ονομάζει την Σαλαμίνα Κούλουρη, όνομα που προέρχεται από το σχήμα του νησιού και που χρησιμοποιείται και σήμερα στην Αττική. Για την πνευματική κατάσταση της Αθήνας θα σχηματίζαμε κακή γνώμη αν κρίναμε μόνο από τα παράπονα του γλαφυρού Βυζαντινού λόγιου, που η τύχη τον είχε αναδείξει μητροπολίτη της πόλης.

Ο Ακομινάτος είχε δει ότι τα ρητορικά του σχήματα, οι κομψές περίοδοι και οι αναφορές αρχαίων χωρίων ξεπερνούσαν κατά πολύ την παιδεία των Αθηναίων. Γιατί την ώρα που αυτός μιλούσε, εκείνοι συνδιαλέγονταν μεταξύ τους, μέσα στη μητρόπολη, παρ' όλο που αυτή η Μητρόπολη ήταν ο Παρθενώνας. Έγραφε ότι η μακρόχρονη παραμονή του στην Ελλάδα τον είχε εκβαρβαρίσει.

Έχουμε όμως αποδείξεις ότι εκείνη την περίοδο η Αθήνα ήταν πόλη σπουδών, όπου Ίβηρες, από τη Γεωργία της Ασίας, και Άγγλοι, από τη Δύση, έρχονταν για να πάρουν πλατιά εκπαίδευση. Ο Ματθαίος Αρίς, αναφέρει πως ο Ιωάννης Μπέιζινγκστοουν, αρχιδιάκονος της Λεικεστρίας στους χρόνους του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Γ', θεωρούσε ότι όφειλε όλες τις επιστημονικές του γνώσεις στη διδασκαλία της κόρης του αρχιεπισκόπου της Αθήνας. Η νέα αυτή κοπέλλα μπορούσε ακόμα να προδεί θύελλες, εκλείψεις και σεισμούς. 

Η κατάκτηση της Πελοποννήσου

O Όθων ντε λα Ρος έδειξε την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτη του βασιλιά της Θεσσαλονίκης, συνοδεύοντας τον στην επίθεση που έκανε στην Πελοπόννησο εναντίον των οχυρών του Σγουρού. Οι Φράγκοι νίκησαν τους Έλληνες κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Όθων παρέμεινε πολιορκώντας την Ακροκόρινθο και ο Βονιφάτιος επιτέθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί συναντήθηκε με τον άνθρωπο που επρόκειτο να γίνει ο κατακτητής και κυρίαρχος της Πελοποννήσου.

Πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπουλης από τους Φράγκους, ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουΐνος, ανηψιός του χρονογράφου της τέταρτης σταυροφορίας, είχε πάει για προσκύνημα στην Παλαιστίνη. Μόλις έφτασε στη Συρία, άκουσε για τα κατορθώματα των σταυροφόρων και αποφάσισε αμέσως να πάει μαζί τους. Το πλοίο όμως που τον μετέφερε βγήκε από την πορεία του, λόγω ισχυρής τρικυμίας και ο Γοδεφρείδος αναγκάστηκε να καταφύγει στο λιμάνι της Μεθώνης. Κατά το χειμώνα του 1204 κάποιος Έλληνας άρχοντας τον κάλεσε να τον βοηθήσει για να επιτεθούν εναντίον των κτήσεων των Ελλήνων γειτόνων.

Ο Βιλεαρδουΐνος ανταποκρίθηκε πρόθυμα και η περίεργη αυτή συμμαχία στέφθηκε από επιτυχία. Αλλά ο Έλληνας άρχοντας πέθανε και ο γιος του διέλυσε την επικίνδυνη αυτή συμμαχία. Ήταν όμως πολύ αργά. Ο Βιλεαρδουΐνος είχε ανακαλύψει το φοβερό μυστικό: οι Έλληνες της Πελοποννήσου δεν ήταν φυλή πολεμική και η χώρα μπορούσε να κυριευτεί εύκολα από λίγους τολμηρούς Φράγκους. Τότε έμαθε ότι ο Βονιφάτιος πολιορκούσε το Ναύπλιο. Έφυγε λοιπόν αμέσως και σε έξι μέρες ήταν εκεί για να ζητήσει τη βοήθεια του.

Στο στρατόπεδο βρήκε τον παλιό του φίλο και συμπολίτη Γουλιέλμο Σαμπλίτη που ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει. Περιέγραψε στο Σαμπλίτη τον πλούτο της χώρας που την ονόμαζαν Μοριά. Τότε παρουσιάζεται για πρώτη φορά αυτό το όνομα στην ιστορία. Αρχικά φαίνεται ότι αναφερόταν στην παραλία της Ηλείας μετά όμως αποδόθηκε σε όλη τη Πελοπόννησο. Το ίδιο πράγμα δηλαδή που είχε συμβεί και με το όνομα Ιταλία, που αρχικά χρησιμοποιόταν για ένα μέρος της χώρας και μετά γενικεύτηκε για όλη τη χερσόνησο.

Ο Βιλεαρδουΐνος δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει το Σαμπλίτη κυρίαρχο με αντάλλαγμα τη βοήθεια του και ο Βονιφάτιος συμφώνησε μετά από κάποιους δισταγμούς. Έτσι οι δυο φίλοι εξόρμησαν με εκατό ιππότες και λίγους ένοπλους από το στρατόπεδο του Ναυπλίου, για να κατακτήσουν την Πελοπόννησο. Η κατάκτηση της Πελοποννήσου παρομοιάστηκε με την κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς. Και στις δυο περιπτώσεις μια και μόνη μάχη «εκ του συστάδην» έκρινε την τύχη της χώρας. Ο μικρός φράγκικος στρατός με 500-800 άντρες, νίκησε εύκολα τους γεμάτους αυτοπεποίθηση Έλληνες. Ο Ελληνικός στρατός με τη βοήθεια των Σλάβων του Ταϋγέτου έφτανε συνολικά τους 4.000-6.000 άντρες. 

Νάξος | Το Κάστρο των Δουκών

Έτσι, οι Φράγκοι κατέλαβαν τις πόλεις τη μια μετά την άλλη και εφάρμοσαν στους κατακτημένους εκείνη την εύστοχη πολιτική που εμείς οι Άγγλοι πιστεύουμε ότι αποτελεί την ουσία της επιτυχίας μας σε σχέση με τις κατακτημένες φυλές. Οι Έλληνες, με τον όρο να σεβαστούν τη θρησκεία τους, δέχτηκαν σχετικά πρόθυμα την κυριαρχία των Φράγκων και οι Φράγκοι, που δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι, δε δυσκολεύτηκαν να συμφωνήσουν.

Γύρω στο 1212 όλη η χερσόνησος ήταν φραγκική εκτός από τη βραχώδη και δυσκολοκατάκτητη Μονεμβασιά, όπου η Ελληνική σημαία κυμάτιζε ακόμα, και τη Μεθώνη και Κορώνη, όπου η Βενετία είχε υψώσει τη σημαία με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Σήμερα βέβαια αυτές οι δυο πόλεις είναι άσημες τότε όμως ήταν πολύτιμες για το βενετικό εμπόριο και υπάρχουν πολλά στοιχεία γι' αυτό στα αρχεία της Βενετίας. Όλες οι γαλέρες πλεύριζαν στα λιμάνια τους, όταν ταξίδευαν προς την Κρήτη και τη Συρία.

Οι προσκυνητές που πήγαιναν στους Άγιους Τόπους φιλοξενούνταν εκεί, στο «Γερμανικό Οίκο», που ιδρύθηκε από τους ιππότες του Τευτονικού Τάγματος. Μέχρι το 1532 υπήρχε χριστιανός διοικητής στην Κορώνη. Τότε ήταν που οι κάτοικοι μετανάστευσαν στη Σικελία και απόγονοι τους είναι οι Αλβανοί μοναχοί της Κρυπτοφέρης στη Ρώμη. 

Διαμάχη με τους Βενετούς για τα νησιά

Περιέγραψα ήδη την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τώρα μένει να μιλήσω για τα νησιά που με τη συνθήκη της διανομής δόθηκαν στη Βενετία. Η έμπειρη αυτή πολιτεία κατανόησε ότι οι οικονομικές της δυνατότητες δεν ήταν επαρκείς για να καλύψουν τα έξοδα της κατάκτησης και της διοίκησης του μεγάλου συμπλέγματος των Κυκλάδων. Γι' αυτό αποφασίστηκε να επιτραπεί σε Βενετούς ιδιώτες το έργο της κατάληψης. Οι Βενετοί εκείνων των χρόνων δε στερούνταν επιχειρηματικού πνεύματος και στην τράπεζα του προξενικού συμβουλίου, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν επικεφαλής ο κατάλληλος άνθρωπος, ο Μάρκος Σανούδος, ανηψιός του δόγη Δάνδολου.

Ο Σανούδος μάζεψε γύρω του ένα στίφος ριψοκίνδυνων ανθρώπων εξόπλισε οκτώ γαλέρες και μετά από λίγο κυρίευσε δεκαεπτά νησιά. Μερικά από αυτά αργότερα πρόκειτο να μοιραστούν μεταξύ των συμμάχων ως τιμάρια. Μόνο η Νάξος αντιστάθηκε και το 1207 ο κατακτητής ίδρυσε το δουκάτο της Δωδεκανήσου, όπως το ονόμαζαν οι Βυζαντινοί.

Αυτό το δουκάτο αργότερα ονομάστηκε δουκάτο της Νάξου ή του Αρχιπελάγους, όπως βλέπουμε να αναφέρεται σε βενετικό έγγραφο του 1268, σαν παραφθορά του ονόματος του Αιγαίου πελάγους. Το ωραίο αυτό δουκάτο μέχρι το 1566 βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Σανούδων πρώτα και έπειτα κάτω από την κυριαρχία του οίκου Κρίσπη. Επτά νησιά έμειναν κάτω από την κυριαρχία των Βλαδίνων μέχρι το 1617.

Η Τήνος τέλος, έμεινε Βενετική μέχρι το 1718, όπου παραχωρήθηκε στους Τούρκους με τη συνθήκη του Πασάροβιτς. Τα δύο μεγάλα νησιά, Κρήτη και Εύβοια, είχαν τελείως διαφορετική τύχη. Η Κρήτη είχε πουληθεί από το Βονιφάτιο στους Βενετούς και παρέμεινε βενετική κτήση για πέντε σχεδόν αιώνες. Η Εύβοια —ή Νεγρεπόντε όπως λεγόταν κατά το Μεσαίωνα— διαιρέθηκε από το Βονιφάτιο σε τρεις μεγάλες βαρονίες. 

Η Ελλάδα το 1216

Οι βαρονίες αυτές παραχωρήθηκαν σε τρεις Λογγοβάρδους συγγενείς που ονομάζονταν τριτιμάριοι. Μετά από λίγο όμως η Βενετία εγκατέστησε παροικία στη Χαλκίδα, πρωτεύουσα του νησιού, και η μεταγενέστερη ιστορία της Εύβοιας δείχνει τη βαθμιαία επίδραση των Βενετών στους Λογγοβάρδους.

Τα Επτάνησα διαιρέθηκαν σε τρεις ομάδες: τα Κύθηρα, που βρίσκονταν μακριά στο Νότο, την.κεντρική ομάδα που την αποτελούσαν η Ζάκυνθος, η Κεφαλλονιά, η Ιθάκη και η Λευκάδα και τέλος η Κέρκυρα με τους Παξούς στα Βόρεια. Το πρώτο κομμάτι δόθηκε σε απόγονο του μεγάλου βενετικού οίκου-των Βενιέρι που ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από την Αφροδίτη και αξίωναν την κατοχή των Κυθήρων, μια και εκεί πρωτοφάνηκε η Αφροδίτη.

Η τύχη της Ζακύνθου, της Κεφαλλονιάς και της Ιθάκης υπήρξε πολύ περίεργη και σκοτεινή για πολύ καιρό, αλλά τώρα έχει ξεκαθαρίσει τελείως. Βρίσκονταν δηλαδή στην κυριαρχία του κόμη Μαίου ή Ματθαίου Ορσίνι από το μεγάλο ομώνυμο ρωμαϊκό οίκο. Όπως μαθαίνουμε από την Αραγωνική διασκευή του χρονικού του Μορέως ήλθε από την Απουλία της Μονόπολης και διαδέχτηκε το βασίλειο του Οδυσσέα που από τότε είναι γνωστό ως Παλατινή κομητεία της Κεφαλλονιάς. 

Το ελληνικό δεσποτάτο της Ηπείρου

Η Κέρκυρα με τους Παξούς παραχωρήθηκε αρχικά σε δέκα Βενετούς ευγενείς αντί ετήσιας πληρωμής. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός τα δυο αυτά νησιά μαζί με την Λευκάδα πέρασαν στην κυριαρχία ενός Έλληνα ηγεμόνα, του νόθου Μιχαήλ Αγγέλου. Αυτός είχε αποδράσει από το στρατόπεδο του Βονιφάτιου, είχε παντρευτεί τη χήρα του τελευταίου διοικητή της Ηπείρου και αναδείχτηκε ανεξάρτητος δεσπότης. Η σύζυγος του ήταν Ηπειρώτισσα και ο πατέρας του υπήρξε διοικητής της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ επικαλέστηκε τα εθνικά αισθήματα των ντόπιων που η ορεινή πατρίδα τους είχε διασωθεί όλους αυτούς τους χρόνους από τις επιθέσεις των ξένων στρατών.



Η Άρτα, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κοσμήθηκε από τον ηγεμονεύοντα οίκο των Αγγέλων Δουκώνμε περίλαμπρα δημόσια οικοδομήματα | Άποψη του ναού της Θεοτόκου της Παρηγορήτισσας της Άρτας

Ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα και επέκτεινε την κυριαρχία του από την πρωτεύουσα Άρτα μέχρι το Δυρράχιο στο Βορρά και μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο στο Νότο. Οι κτήσεις του σχημάτισαν το γνωστό δεσποτάτο της Ηπείρου —που χρησίμευσε ως ενωτικό σημείο του Ελληνισμού— και μαζί με τη Μονεμβασιά ήταν το μόνο μέρος που έμενε ακόμα ελληνικό.

Θα αρκεστώ μόνο να προσθέσω συμπερασματικά ότι η Φράγκικη κατάκτηση της Ελλάδας δίνει το κλειδί για τη λύση ενός από τα πιο δύσκολα προβλήματα της νέας λογοτεχνίας. Εννοώ το δεύτερο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε, που όπως απόδειξε ο λόγιος Αμερικανός Τζον Σμιτ, το εμπνεύστηκε από τις διηγήσεις που περιέχονται στο χρονικό του Μορέως. Το χρονικό αυτό εκδόθηκε το 1825, όταν ο Γκαίτε ασχολιόταν με αυτό το μέρος της περίφημης τραγωδίας. Η προέλευση του γίνεται φανερή από τους επόμενους στίχους που τους βάζει στο στόμα του ήρωα του.

Ως δούκας να σας χαιρετίσω με προστάζει / της Σπάρτης η βασίλισσα. Και παραγγέλλει: / δικά της τα βουνά και τα λαγκάδια θέλει, / και τ' άλλο κράτος της σας το μοιράζει.Συ Γερμανέ, την Κόρινθον υπερασπίσου / και με προχώματα, μα και με το σπαθί σου. / Και με τις μύριες τις χαράδρες την Αχαΐαν, / Γότθε, την συνιστώ στην τόλμην σου κι' ανδρείαν.Των Φράγκων ο στρατός στην Ήλιν ας οδεύση / στον Σάξωνα η Μεσσήνη ας κληρωθή, / κι' η Αργολίς στα χέρια του ας κραταιωθή.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟΤΕ...» | ΤΕΥΧΟΣ Νο. 4 | ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1983
Read more... 👆

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Δύο πελώρια χέρια «κρατούν» μια Γέφυρα»

Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2018 0 σχόλια

Εντυπωσιάζει τους επισκέπτες η τεράστια πεζογέφυρα που άνοιξε πρόσφατα στην πόλη Ντα Νανγκ του Βιετνάμ.

Η «Χρυσή Γέφυρα» (όπως είναι η ονομασία της) στέκει σε ύψος 1.400 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στους λόφους Μπα Να, έχει μήκος 150 μέτρων και προσφέρει φανταστική θέα στο καταπράσινο βουνό.Η κατασκευή της κράτησε περίπου έναν χρόνο.


Read more... 👆
Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει