Η αρχαιοελληνική θρησκεία διέγραψε μία θριαμβευτική πορεία 3000 ετών τουλάχιστον, δηλ. από το 2500 π.Χ. μέχρι το 500 π.Χ. και αυτό είναι πολύ σημαντικό.Δεν είναι, λοιπόν, περίεργη και ανεξήγητη η παράδοση της σκυτάλης στον Ελληνικού τύπου Χριστιανισμό, στην Ορθοδοξία.
Οι αρχαίοι θεοί είχαν κουραστεί.Όμως η Ελληνική Ορθοδοξία, προς διάκριση από τις άλλες ορθοδοξίες που δεν είναι καθόλου ίδιες, δεν επεκράτησε αστραπιαίως, αλλά πήρε τουλάχιστον 500 χρόνια για να ολοκληρωθεί η μετάβαση από ην παλιά στη νέα θρησκεία.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι Πατέρες της εκκλησίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, μαζί με τις Συνόδους έσπρωξαν/υποχρέωσαν τους Έλληνες προς την Ορθοδοξία με επίμονες και συστηματικές προσπάθειες, οι οποίες, όπως θα δούμε, από πλευράς θρησκευτικής και τελετουργικής δεν κατάφεραν να εξοστρακίσουν τον αρχαιοελληνικό τελετουργικό και μυστηριακό τρόπο, αλλά τον υιοθέτησαν έστω και μεταμφιεσμένο.
Ο Σικελιανός έχει αφήσει ατέλειωτη μία τραγωδία, τον «Ασκληπιό», που εκτυλίσσεται στον 5ο μ.Χ. και εμφανίζει την παλαιά και τη νέα θρησκεία να συνυπάρχουν, ενώ σε μερικές περιοχές της Ελλάδος συνυπήρχαν μέχρι και τον 10ο μ.Χ. αιώνα.
Στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών αναπαρίσταται η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του ορθοδόξου ναού από την παλαιοχριστιανική εποχή μέχρι των ημερών μας, από την οποία προκύπτει ότι ο ορθόδοξος Χριστιανικός ναός χτίστηκε ακριβώς πάνω στην δομική φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού ναού (πρόναος, κύριος ναός, ιερό με αγία τράπεζα ή βωμό).
Ακόμη και η στέγη ήταν επί αιώνες η ίδια με αυτή του αρχαίου ναού, ενώ σε μερικούς απλούς και φτωχούς ορθοδόξους ναούς και ξωκκλήσια διατηρείται και σήμερα.Ο τελετουργικός και μυστηριακός χαρακτήρας της ορθοδόξου χριστιανικής λειτουργίας, μαζί με το μέλος και την υμνωδία, την ιερατική αμφίεση, τα αφιερώματα και το εορτολόγιο αποτελούν την θρησκευτική ιστορική συνέχεια του αρχαίου τυπικού.
Ακόμη και ο τόπος ανεγέρσεως των αρχαίων και των ορθοδόξων ναών είναι επιλεγμένος με τα ίδια φυσιολατρικά κριτήρια. Αμφότεροι έχουν κτιστεί και κτίζονται σε τοποθεσίες απαράμιλλου φυσικού κάλλους και τοπίου, που αυτόματα ωθούν το θρησκευτικό συναίσθημα προς τα ύψη της υπέρβασης.
Ως προς το δογματικό μέρος της ορθοδοξίας, παραθέτω την άποψη του σοφού Γιώργου Θεοτοκά, όπως διατυπώθηκε στο διαχρονικό του κείμενο «Το «Δαιμόνιο» του Έλληνα»: «Θα έλεγε ίσως κανείς πως η Ελλάδα δεν αποκήρυξε ποτέ ολότελα τον προγονικό της παγανισμό, μα πως όταν δέχτηκε το χριστιανισμό, σαν προέκταση των αρχαίων μυστηρίων και του πλατωνισμού, προσάρμοσε απάνω της τα στοιχεία του εκείνα που μπορούσαν να συνυπάρξουν με τις παραδόσεις της.
Νομίζει κανείς, πως έγινε κάποιος υποσυνείδητος συμβιβασμός ανάμεσα στο λαό και στη νέα θρησκεία. Ο λαός πήρε από το χριστιανισμό ό,τι του φάνηκε ωραίο ή χρήσιμο.
Η θρησκεία απέφυγε να έρθει σε αντίθεση με τις βάσεις της πνευματικότητας του λαού, τέτοιες που τις νοιώθουμε στα παλιά και στα νεώτερα γραφτά του έργα, ίσα-ίσα προσπαθώντας να ταιριάζει μαζί τους. Κι οι θεοί λάβανε μέρος σ’ αυτήν τη συνεννόηση.
Έχασαν βέβαια τα ονόματά τους κι ένα σημαντικό ποσοστό από την εξουσία τους κι από το κύρος τους, κατόρθωσαν όμως να διατηρήσουν ως ένα σημείο την προσωπικότητά τους και τη μυθολογία τους.
Δεν είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τον Άρη κάτω από τη μορφή του αη-Γιώργη, θεού των ελληνικών στρατευμάτων, ή τον Ποσειδώνα πίσω από τον αη-Νικόλα, Θεό των ναυτών και των καραβιών.Ο Ιησούς της Ελλάδας έχει ορισμένες ομοιότητες με τον Απόλλωνα και τον Ορφέα.Ο Χάρων έγινε Χάρος»
Ο Ακαδημαϊκός και καθηγητής της Λαογραφίας Κ. Ρωμαίος σε εκτεταμένη του μελέτη έχει αποδείξει, ότι το χριστιανικό εορτολόγιο και οι θρησκευτικές μας παραδόσεις (πανηγύρια κλπ) κυριολεκτικώς περπατούν πάνω στα αντίστοιχα ανάλογα της αρχαιοελληνικής θρησκείας και λατρείας και στις πανάρχαιες παραδόσεις.
Και δικαιώνεται ο διεισδυτικός Καβάφης όταν στο περίφημο ποίημά του «Ιωνικόν» γράφει ότι: «Κι αν εσπάσαμε τα αγάλματά των κι αν εδιώξαμεν τους Θεούς από τους ναούς των διόλου δεν απέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Όμως θα επικεντρώσω την προσοχή μου επί ενός θέματος αμιγώς δογματικού χαρακτήρος, όπως τούτο έχει υποπέσει στην αντίληψή μου και όπως βιώνεται στην Ελληνική ύπαιθρο.Για παράδειγμα στη Σίφνο υπάρχουν 232 ναοί, ναΐδρια, ξωκκλήσια και μοναστήρια (Μικροί Παρθενώνες).Από αυτά περισσότερα από 80 είναι αφιερωμένα και τιμούν την Παναγία και μόλις 4 τον ίδιο τον Χριστό. Μάλιστα, δε, από τους 28 περισσότερο διακεκριμένους ναούς με δικέφαλο αετό στο δάπεδο, οι 14 εορτάζουν την Παναγία.
Σε κάθε νομό, επαρχία και νησί της Ελλάδος, κατά προτίμηση την καλοκαιρινή περίοδο και πάντως σπανιότατα τον χειμώνα, εορτάζονται μεγάλης ακτινοβολίας τετιμημένοι ναοί στο όνομα της μητέρας του Χριστού: Παναγία της Τήνου, του Μάλεβη, της Τσακωνίας, της Εκατονταπυλιανής της Πάρου, της Χρυσοπηγής της Σίφνου, την Παναγία του Σουμελά, του Μεγάλου Σπηλαίου κλπ.Ακόμη και ο ναός της Παρθένου Αθηνάς επί της Ακροπόλεως των Αθηνών κατοικήθηκε από την Παρθένο Μαρία.
Και απορώ και αναρωτιέμαι, πόσοι ναοί είναί αφιερωμένοι στο όνομα του ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας στον τόπο μας; Ελαχιστότατοι. Πηγαίνοντας και λίγο πιο πίσω, ο εθνικός ύμνος των Βυζαντινών αναφέρονταν στην Υπέρμαχο Στρατηγό την Παναγία. Και το ένδοξο ελληνικό έπος του 1940 ετέλη υπό την σκέπη της Παναγίας.Η εκκλησία μέσα σε έναν ναό της Αθηνάς που χτίστηκε το 480 π.Χ.Ιδρύθηκε για να τιμήσει τη νίκη των Συρακουσών κατά των Καρχηδονίων στη μάχη της Ιμέρας.
Ο ναός βρισκόταν στην ακρόπολη της πόλης. εδώ πλευρά της εκκλησίας όπου οι δωρικοί κίονες στέκονται ακόμα, έχει μετατραπεί σε χριστιανικό ναό το 700 μ.Χ.Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη για τους ορώμενους όχι τα αόρατα αλλά τα ορατά έξω από δογματικούς φανατισμούς.
Ο θρησκευτικός προσανατολισμός των κατοίκων του τόπου τούτου από την παλαιολιθική, και οπωσδήποτε από την νεολιθική εποχή, ήταν συνυφασμένος με το θείο θαύμα της ελληνικής φύσεως και εκφρασμένος μέσα από την ανεξήγητη γονιμότητά της, που προσήγγιζε την έκφρασή της μέσα από την διαιώνια γυναικεία μορφή της αναπαραγωγής.
Το Χριστιανικό δόγμα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί, λίαν ευφυώς, την αξεπέραστη πραγματικότητα, να πάρει τον χαρακτήρα της Ελληνικής Ορθοδοξίας και να πιστέψουν οι Έλληνες στην άφθαρτη διαιώνια μητέρα, να την προσωποποιήσουν, να την εξιδανικεύσουν και εν τέλει να την θεοποιήσουν, προσδίδοντας το όνομα όχι της Αγίας Μαρίας των Λατίνων και της Μαίρης των Προτεσταντών, αλλά της Παν-αγίας μητρός του Θεού, της Θεοτόκου.Οι Καθολικοί έχουν την γαλανομάτα Μαντόνα στις τρισδιάστατες εικόνες τους και τα ειδωλολατρικά αγάλματά της, οι δε Προτεστάντες την αγνοούν προκλητικά.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Παναγία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού μας δόγματος, ως αναγκαία φυσική συνθήκη του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων, που θέλει να την ταυτίσει με την Θεία Φυσική δημιουργία και την ανεξιχνίαστη αρχή της.Φυσιολατρεία: η διαιώνια Θρησκεία των Ελλήνων Μέσα από τις διαφορετικές της εκφράσεις η διαιώνια θρησκεία των Ελλήνων (Πελασγοελλήνων) είναι μία: H Φύση.
Οι βασικές της μορφές από την νεολιθική εποχή της 8ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σήμερα έχουν κοινές ρίζες, που αρδεύονται από το απαράμιλλο κάλλος και θείο θαύμα της Ελληνικής Φύσεως. Η φύση που μας φιλοξενεί, η γη, η θάλασσα, ο αγέρας, τα βουνά, ο ήλιος και το στερέωμα είναι όλο πνεύμα. Ζούμε σε μία πνευματοποιημένη φύση για τους τα ορατά και τα αόρατα.
Το συναίσθημα ξεχειλίζει και κατισχύει της κοινής λογικής.Στα πλαίσια του φυσικού τούτου θείου δώρου, ήταν επόμενο να εμπεδωθεί το διαιώνιο λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα, όλων των εποχών, πέραν παντός δογματισμού και να ταυτιστεί με την διηνεκή γιορτή των χρωμάτων, του φωτός, των συναισθημάτων και της αυτόματης προσέγγισης του Θείου.
Ο διαχρονικός άνθρωπος του τόπου μας αυτόνομα, ενστικτωδώς και κατά θείαν επιταγήν πέρασε από την φυσιο-λατρεία της εποχής του αρχέτυπου, στην προσωποποίηση της Θεάς Γονιμότητας με τα αγαλματίδια της νεολιθικής εποχής.
Ακολούθησε η άκρως ευαισθητοποιημένη Θεά – Γαία των εκπληκτικών κυκλαδίτικων ειδωλίων, για να επικυρωθεί και σφραγιστεί η κοινή Θρησκευτική και λατρευτική πορεία των Πελασγών – Προελλήνων με την ιερά ιστορία των Ελλήνων της Θεογονίας.Εδώ σαφώς το πρωταρχικό στοιχείο είναι η πανάρχαια Θεά Γαία και οι δισέγγονες Δήμητρα, Αθηνά, Άρτεμις και εκατοντάδες Μούσες και Νύμφες που εξέφραζαν την εξιδανικευμένη προσωποποίηση της φύσεως στην απέραντη πολλαπλότητά της.
Ο φανατισμός και η εμπάθεια έως καταστροφής των Γαλατοχριστιανών, κυρίως του 5ου μ.Χ. αιώνος, εναντίον κάθε «ελληνικού», έχει εμποδίσει και εμποδίζει ακόμη να διακρίνουμε, ότι πίσω από την Ελληνική Ορθοδοξία κρύβεται και συνεχίζεται ζώσα η διαιώνια Θρησκεία της Φυσιο-λατρείας των Ελλήνων που πάντα θέλουν θηλυκού γένους τον Θεό τους.
Και επιμένουν να τον τιμούν και να τον εορτάζουν πανηγυρικά μέσα στην επανάσταση των λουλουδιών και της ανθοφορίας των χρωμάτων, της καλοκαιρινής συγκομιδής και του κατακλυσμιαίου καλοκαιρινού φωτός που είναι όλο πνεύμα.
Η Ορθοδοξία μέσα από το τυπικό και τελετουργικό και την μυστηριακή της μαγεία, διέσωσε αυτούσιο, ό,τι πανάρχαιο υπάρχει στις θρησκευτικές μας παραδόσεις από την νεολιθική και κλασσική εποχή, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να προσωποποιήσει ιδανικά το θείο, αλλά και να το εξιδανικεύσει, δια της Παναγίας (και των Αγίων) σε ανώτατο βαθμό εξοικείωσης για τον άνθρωπο.
Και όλα ταύτα μακράν του δογματικού χαρακτήρος του δυτικού Χριστιανισμού και των ευθυνών του για το σημερινό μας χάλι, όταν η ορθοδοξία ουδεμίαν συμμετοχή έχει.
Οι αρχαίοι θεοί είχαν κουραστεί.Όμως η Ελληνική Ορθοδοξία, προς διάκριση από τις άλλες ορθοδοξίες που δεν είναι καθόλου ίδιες, δεν επεκράτησε αστραπιαίως, αλλά πήρε τουλάχιστον 500 χρόνια για να ολοκληρωθεί η μετάβαση από ην παλιά στη νέα θρησκεία.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι Πατέρες της εκκλησίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, μαζί με τις Συνόδους έσπρωξαν/υποχρέωσαν τους Έλληνες προς την Ορθοδοξία με επίμονες και συστηματικές προσπάθειες, οι οποίες, όπως θα δούμε, από πλευράς θρησκευτικής και τελετουργικής δεν κατάφεραν να εξοστρακίσουν τον αρχαιοελληνικό τελετουργικό και μυστηριακό τρόπο, αλλά τον υιοθέτησαν έστω και μεταμφιεσμένο.
Ο Σικελιανός έχει αφήσει ατέλειωτη μία τραγωδία, τον «Ασκληπιό», που εκτυλίσσεται στον 5ο μ.Χ. και εμφανίζει την παλαιά και τη νέα θρησκεία να συνυπάρχουν, ενώ σε μερικές περιοχές της Ελλάδος συνυπήρχαν μέχρι και τον 10ο μ.Χ. αιώνα.
Στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών αναπαρίσταται η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του ορθοδόξου ναού από την παλαιοχριστιανική εποχή μέχρι των ημερών μας, από την οποία προκύπτει ότι ο ορθόδοξος Χριστιανικός ναός χτίστηκε ακριβώς πάνω στην δομική φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού ναού (πρόναος, κύριος ναός, ιερό με αγία τράπεζα ή βωμό).
Ακόμη και η στέγη ήταν επί αιώνες η ίδια με αυτή του αρχαίου ναού, ενώ σε μερικούς απλούς και φτωχούς ορθοδόξους ναούς και ξωκκλήσια διατηρείται και σήμερα.Ο τελετουργικός και μυστηριακός χαρακτήρας της ορθοδόξου χριστιανικής λειτουργίας, μαζί με το μέλος και την υμνωδία, την ιερατική αμφίεση, τα αφιερώματα και το εορτολόγιο αποτελούν την θρησκευτική ιστορική συνέχεια του αρχαίου τυπικού.
Ακόμη και ο τόπος ανεγέρσεως των αρχαίων και των ορθοδόξων ναών είναι επιλεγμένος με τα ίδια φυσιολατρικά κριτήρια. Αμφότεροι έχουν κτιστεί και κτίζονται σε τοποθεσίες απαράμιλλου φυσικού κάλλους και τοπίου, που αυτόματα ωθούν το θρησκευτικό συναίσθημα προς τα ύψη της υπέρβασης.
Ως προς το δογματικό μέρος της ορθοδοξίας, παραθέτω την άποψη του σοφού Γιώργου Θεοτοκά, όπως διατυπώθηκε στο διαχρονικό του κείμενο «Το «Δαιμόνιο» του Έλληνα»: «Θα έλεγε ίσως κανείς πως η Ελλάδα δεν αποκήρυξε ποτέ ολότελα τον προγονικό της παγανισμό, μα πως όταν δέχτηκε το χριστιανισμό, σαν προέκταση των αρχαίων μυστηρίων και του πλατωνισμού, προσάρμοσε απάνω της τα στοιχεία του εκείνα που μπορούσαν να συνυπάρξουν με τις παραδόσεις της.
Νομίζει κανείς, πως έγινε κάποιος υποσυνείδητος συμβιβασμός ανάμεσα στο λαό και στη νέα θρησκεία. Ο λαός πήρε από το χριστιανισμό ό,τι του φάνηκε ωραίο ή χρήσιμο.
Η θρησκεία απέφυγε να έρθει σε αντίθεση με τις βάσεις της πνευματικότητας του λαού, τέτοιες που τις νοιώθουμε στα παλιά και στα νεώτερα γραφτά του έργα, ίσα-ίσα προσπαθώντας να ταιριάζει μαζί τους. Κι οι θεοί λάβανε μέρος σ’ αυτήν τη συνεννόηση.
Έχασαν βέβαια τα ονόματά τους κι ένα σημαντικό ποσοστό από την εξουσία τους κι από το κύρος τους, κατόρθωσαν όμως να διατηρήσουν ως ένα σημείο την προσωπικότητά τους και τη μυθολογία τους.
Δεν είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τον Άρη κάτω από τη μορφή του αη-Γιώργη, θεού των ελληνικών στρατευμάτων, ή τον Ποσειδώνα πίσω από τον αη-Νικόλα, Θεό των ναυτών και των καραβιών.Ο Ιησούς της Ελλάδας έχει ορισμένες ομοιότητες με τον Απόλλωνα και τον Ορφέα.Ο Χάρων έγινε Χάρος»
Ο Ακαδημαϊκός και καθηγητής της Λαογραφίας Κ. Ρωμαίος σε εκτεταμένη του μελέτη έχει αποδείξει, ότι το χριστιανικό εορτολόγιο και οι θρησκευτικές μας παραδόσεις (πανηγύρια κλπ) κυριολεκτικώς περπατούν πάνω στα αντίστοιχα ανάλογα της αρχαιοελληνικής θρησκείας και λατρείας και στις πανάρχαιες παραδόσεις.
Και δικαιώνεται ο διεισδυτικός Καβάφης όταν στο περίφημο ποίημά του «Ιωνικόν» γράφει ότι: «Κι αν εσπάσαμε τα αγάλματά των κι αν εδιώξαμεν τους Θεούς από τους ναούς των διόλου δεν απέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Όμως θα επικεντρώσω την προσοχή μου επί ενός θέματος αμιγώς δογματικού χαρακτήρος, όπως τούτο έχει υποπέσει στην αντίληψή μου και όπως βιώνεται στην Ελληνική ύπαιθρο.Για παράδειγμα στη Σίφνο υπάρχουν 232 ναοί, ναΐδρια, ξωκκλήσια και μοναστήρια (Μικροί Παρθενώνες).Από αυτά περισσότερα από 80 είναι αφιερωμένα και τιμούν την Παναγία και μόλις 4 τον ίδιο τον Χριστό. Μάλιστα, δε, από τους 28 περισσότερο διακεκριμένους ναούς με δικέφαλο αετό στο δάπεδο, οι 14 εορτάζουν την Παναγία.
Σε κάθε νομό, επαρχία και νησί της Ελλάδος, κατά προτίμηση την καλοκαιρινή περίοδο και πάντως σπανιότατα τον χειμώνα, εορτάζονται μεγάλης ακτινοβολίας τετιμημένοι ναοί στο όνομα της μητέρας του Χριστού: Παναγία της Τήνου, του Μάλεβη, της Τσακωνίας, της Εκατονταπυλιανής της Πάρου, της Χρυσοπηγής της Σίφνου, την Παναγία του Σουμελά, του Μεγάλου Σπηλαίου κλπ.Ακόμη και ο ναός της Παρθένου Αθηνάς επί της Ακροπόλεως των Αθηνών κατοικήθηκε από την Παρθένο Μαρία.
Και απορώ και αναρωτιέμαι, πόσοι ναοί είναί αφιερωμένοι στο όνομα του ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας στον τόπο μας; Ελαχιστότατοι. Πηγαίνοντας και λίγο πιο πίσω, ο εθνικός ύμνος των Βυζαντινών αναφέρονταν στην Υπέρμαχο Στρατηγό την Παναγία. Και το ένδοξο ελληνικό έπος του 1940 ετέλη υπό την σκέπη της Παναγίας.Η εκκλησία μέσα σε έναν ναό της Αθηνάς που χτίστηκε το 480 π.Χ.Ιδρύθηκε για να τιμήσει τη νίκη των Συρακουσών κατά των Καρχηδονίων στη μάχη της Ιμέρας.
Ο ναός βρισκόταν στην ακρόπολη της πόλης. εδώ πλευρά της εκκλησίας όπου οι δωρικοί κίονες στέκονται ακόμα, έχει μετατραπεί σε χριστιανικό ναό το 700 μ.Χ.Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη για τους ορώμενους όχι τα αόρατα αλλά τα ορατά έξω από δογματικούς φανατισμούς.
Ο θρησκευτικός προσανατολισμός των κατοίκων του τόπου τούτου από την παλαιολιθική, και οπωσδήποτε από την νεολιθική εποχή, ήταν συνυφασμένος με το θείο θαύμα της ελληνικής φύσεως και εκφρασμένος μέσα από την ανεξήγητη γονιμότητά της, που προσήγγιζε την έκφρασή της μέσα από την διαιώνια γυναικεία μορφή της αναπαραγωγής.
Δεν γινότανε αλλιώς
Το Χριστιανικό δόγμα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί, λίαν ευφυώς, την αξεπέραστη πραγματικότητα, να πάρει τον χαρακτήρα της Ελληνικής Ορθοδοξίας και να πιστέψουν οι Έλληνες στην άφθαρτη διαιώνια μητέρα, να την προσωποποιήσουν, να την εξιδανικεύσουν και εν τέλει να την θεοποιήσουν, προσδίδοντας το όνομα όχι της Αγίας Μαρίας των Λατίνων και της Μαίρης των Προτεσταντών, αλλά της Παν-αγίας μητρός του Θεού, της Θεοτόκου.Οι Καθολικοί έχουν την γαλανομάτα Μαντόνα στις τρισδιάστατες εικόνες τους και τα ειδωλολατρικά αγάλματά της, οι δε Προτεστάντες την αγνοούν προκλητικά.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Παναγία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού μας δόγματος, ως αναγκαία φυσική συνθήκη του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων, που θέλει να την ταυτίσει με την Θεία Φυσική δημιουργία και την ανεξιχνίαστη αρχή της.Φυσιολατρεία: η διαιώνια Θρησκεία των Ελλήνων Μέσα από τις διαφορετικές της εκφράσεις η διαιώνια θρησκεία των Ελλήνων (Πελασγοελλήνων) είναι μία: H Φύση.
Οι βασικές της μορφές από την νεολιθική εποχή της 8ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σήμερα έχουν κοινές ρίζες, που αρδεύονται από το απαράμιλλο κάλλος και θείο θαύμα της Ελληνικής Φύσεως. Η φύση που μας φιλοξενεί, η γη, η θάλασσα, ο αγέρας, τα βουνά, ο ήλιος και το στερέωμα είναι όλο πνεύμα. Ζούμε σε μία πνευματοποιημένη φύση για τους τα ορατά και τα αόρατα.
Το συναίσθημα ξεχειλίζει και κατισχύει της κοινής λογικής.Στα πλαίσια του φυσικού τούτου θείου δώρου, ήταν επόμενο να εμπεδωθεί το διαιώνιο λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα, όλων των εποχών, πέραν παντός δογματισμού και να ταυτιστεί με την διηνεκή γιορτή των χρωμάτων, του φωτός, των συναισθημάτων και της αυτόματης προσέγγισης του Θείου.
Ο διαχρονικός άνθρωπος του τόπου μας αυτόνομα, ενστικτωδώς και κατά θείαν επιταγήν πέρασε από την φυσιο-λατρεία της εποχής του αρχέτυπου, στην προσωποποίηση της Θεάς Γονιμότητας με τα αγαλματίδια της νεολιθικής εποχής.
Ακολούθησε η άκρως ευαισθητοποιημένη Θεά – Γαία των εκπληκτικών κυκλαδίτικων ειδωλίων, για να επικυρωθεί και σφραγιστεί η κοινή Θρησκευτική και λατρευτική πορεία των Πελασγών – Προελλήνων με την ιερά ιστορία των Ελλήνων της Θεογονίας.Εδώ σαφώς το πρωταρχικό στοιχείο είναι η πανάρχαια Θεά Γαία και οι δισέγγονες Δήμητρα, Αθηνά, Άρτεμις και εκατοντάδες Μούσες και Νύμφες που εξέφραζαν την εξιδανικευμένη προσωποποίηση της φύσεως στην απέραντη πολλαπλότητά της.
Ο φανατισμός και η εμπάθεια έως καταστροφής των Γαλατοχριστιανών, κυρίως του 5ου μ.Χ. αιώνος, εναντίον κάθε «ελληνικού», έχει εμποδίσει και εμποδίζει ακόμη να διακρίνουμε, ότι πίσω από την Ελληνική Ορθοδοξία κρύβεται και συνεχίζεται ζώσα η διαιώνια Θρησκεία της Φυσιο-λατρείας των Ελλήνων που πάντα θέλουν θηλυκού γένους τον Θεό τους.
Και επιμένουν να τον τιμούν και να τον εορτάζουν πανηγυρικά μέσα στην επανάσταση των λουλουδιών και της ανθοφορίας των χρωμάτων, της καλοκαιρινής συγκομιδής και του κατακλυσμιαίου καλοκαιρινού φωτός που είναι όλο πνεύμα.
Η Ορθοδοξία μέσα από το τυπικό και τελετουργικό και την μυστηριακή της μαγεία, διέσωσε αυτούσιο, ό,τι πανάρχαιο υπάρχει στις θρησκευτικές μας παραδόσεις από την νεολιθική και κλασσική εποχή, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να προσωποποιήσει ιδανικά το θείο, αλλά και να το εξιδανικεύσει, δια της Παναγίας (και των Αγίων) σε ανώτατο βαθμό εξοικείωσης για τον άνθρωπο.
Και όλα ταύτα μακράν του δογματικού χαρακτήρος του δυτικού Χριστιανισμού και των ευθυνών του για το σημερινό μας χάλι, όταν η ορθοδοξία ουδεμίαν συμμετοχή έχει.
Περιοδικό «Τότε…», τ. 48, Μάιος-Ιούν. 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου