Το έτος 375, το βαρβαρικόν γερμανικόν φύλο των εκχριστιανισμένων Βησιγότθων, πιεζόμενον από την εξ ανατολών επέλασιν των Ούννων, διέβη τον ποταμόν Ίστρον (Δούναβην), αφού έλαβε την άδειαν του αυτοκράτορος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ουάλη και ξεχύθηκε στα εδάφη της, στον χώρον, τον οποίον καλύπτει η σημερινή Βουλγαρία και η Θράκη.
Μαζί με αυτούς διέβησαν τον Ίστρον, άνευ αδείας και πολλοί Οστρογότθοι, από τους εγκατεστημένους στα μέρη της Δακίας. Η πράξις αυτή έμελλε να δρομολογήσει γεγονότα ολέθρια, τόσον διά την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν, όσον και διά την Ελλάδα.
Δεν άργησε να επέλθη ρήξις στις σχέσεις των Γότθων με τους Ρωμαίους, αφού οι πρώτοι, μη παραδίδοντας τον οπλισμόν τους, όπως είχαν συμφωνήσει, και επιδιδόμενοι σε ληστρικές επιδρομές, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Ουάλην να σπεύσει με όλες τις ανατολικές λεγεώνες εναντίον τους, διά να τους αντιμετωπίσει.
Οι δύο στρατοί συνεπλάκησαν τον Αύγουστον του 378 στην περιοχήν της Αδριανουπόλεως και στην σφοδρήν μάχην, η οποία επακολούθησε, ο Ρωμαϊκός στρατός υπέστη φοβερή πανωλεθρία, αφού σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης ακόμη και ο Ουάλης με τους στρατηγούς του. Η ήττα αυτή άνοιξε την όρεξιν των Γότθων, οι οποίοι ξεχύθηκαν λεηλατώντας και σφάζοντας τον Ελληνικόν πληθυσμόν στην Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία.
Έφθασαν δε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, όπου όμως απεκρούσθηκαν και έτσι συνέχισαν την καταστροφή των ανοχύρωτων πόλεων και της υπαίθρου της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι περιοχές αυτές της Ελλάδος ευρισκόμενες στην κατοχήν των Ανατολικών Ρωμαίων και μη διαθέτοντας δικά τους αμυντικά μέσα, πλήρωσαν μεγάλο φόρο αίματος, καταστροφών και εξανδραποδισμών στις ορδές των αιμοσταγών βαρβάρων Γότθων.
Ο Θεοδόσιος ο Α΄, ο οποίος αναγορεύτηκε αυτοκράτορας στην θέση του νεκρού Ουάλη, αποδείχθηκε ανάξιος να διαχειριστεί την κατάστασιν και έτσι οι Γότθοι, άλλοτε κατατασσόμενοι ως μισθοφόροι στον στρατό του και άλλοτε στασιάζοντας και πολεμώντας τον, λυμαίνονταν τις Ελληνικές επαρχίες.
Η δεύτερη επιδρομή
Τον Ιανουάριον του έτους 395, ο πολέμιος του Ελληνισμού Θεοδόσιος ο Α΄ πέθανε και ολόκληρη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πέρασε στα χέρια των υιών του Αρκαδίου και Ονωρίου. Ο Ονώριος ανέλαβε τις Δυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας και ο Αρκάδιος τις Ανατολικές. Στην ουσία όμως την εξουσία την ασκούσε στην Ανατολή ο αυλικός ευνούχος Ρουφίνος και στην Δύση ο Βάνδαλος στρατηγός Στηλίχων.
Ο ευνούχος Φλάβιος Ρουφίνος, Γαλάτης στην καταγωγήν, κατόρθωσε να ανέλθει στην ανώτερη θέση των αξιωματούχων της αυλής του Αυτοκράτορα Αρκαδίου και αναδείχθηκε τελικά Μάγιστρος των Οφφικίων.
Ο Αρκάδιος του είχε τυφλήν εμπιστοσύνη και όταν μάλιστα εκείνος δολοφόνησε με δόλον τον αντίπαλόν του Πρόμωτον, έναν συνετόν και δραστήριον αξιωματούχον, η γνώμη του πλέον ήταν αυτοκρατορική διαταγή!
Διόρισε ανθύπατον της Ελλάδος κάποιον Αντίοχον, έναν ανέντιμον και κακόβουλον άνδρα, ο οποίος ήταν πειθήνιον όργανό του, και διοικητή της φρουράς των Θερμοπυλών όρισε κάποιον Γερόντιον. Οι δύο αυτοί αξιωματούχοι, ήταν πρόθυμοι να συμπράξουν στην υλοποίησιν των σχεδίων του Ρουφίνου, τα οποία έφθαναν μέχρι την διεκδίκηση του αυτοκρατορικού θρόνου! Ένα από τα εμπόδια στα σχέδια του Ρουφίνου, ήταν και η κατάστασις, η οποία είχε διαμορφωθεί στην περιοχήν της Νοτίου και Δυτικής Ελλάδος.
Στην περιοχήν αυτήν, οι Έλληνες έβλεπαν με περισσότερη συμπάθεια την προσπάθεια της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του ίδιου του Στυλίχονος, διά να τους προσεταιρισθεί, έναντι της πικρής εμπειρίας, την οποίαν είχαν από την συνήθη πολιτικήν της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την βασισμένην στους διωγμούς, στην άγρια φορολόγησιν και την αδιαφορίαν επίλυσης των προβλημάτων.
Βάζοντας σε ενέργεια τις μηχανορραφίες του ο Ρουφίνος, έμαθε ότι ο Αλάριχος, ηγέτης των Βησιγότθων, οι οποίοι διέμεναν στην βόρεια Θράκη, σκόπευε να στασιάσει εναντίον του αυτοκράτορος, επειδή ήταν δυσαρεστημένος μαζί του, διότι ο αυτοκράτορας δεν του είχε δώσει να διοικεί κανονικό στρατό, αλλά μόνον βαρβάρους μισθοφόρους. Ήλθε λοιπόν σε μυστικήν επικοινωνία μαζί του και του ζήτησε να ξεκινήσει επιδρομές στην Ελλάδα με τους βαρβάρους, τους οποίους είχε στην εξουσία του, αφού όλη η Ελλάδα ήταν στην ουσία ανυπεράσπιστη από τον αυτοκρατορικό στρατό.
Παρακινημένος από τον Ρουφίνο ο Αλάριχος, ξεκίνησε το 396 από την Θράκη με τις βαρβαρικές ορδές του και επέδραμε στην Μακεδονία και στην Θεσσαλία, σπέρνοντας στο πέρασμά του την καταστροφή.
Σύμφωνα με τον ιστορικόν Ευνάπιον, τα στίφη των βαρβάρων Γότθων οδηγούσαν οι «τα φαιά ιμάτια φέροντες» μοναχοί, οι οποίοι βοηθούσαν τον Αλάριχον στο καταστροφικό του έργον της λεηλασίας, των σφαγών και της ισοπέδωσης των Ιερών των «Εθνικών» Ελλήνων!
Όταν το βαρβαρικόν στράτευμα πλησίαζε τα στενά των Θερμοπυλών, ειδοποιήθηκαν κρυφά διά την επιδρομήν, ο ανθύπατος Αντίοχος και ο διοικητής της φρουράς των Θερμοπυλών, Γερόντιος. Ο ιστορικός της εποχής Ζώσιμος, επαληθεύει την προσχεδιασμένην από τους ιδίους τους Ρωμαιοβυζαντινούς επιδρομή του Αλάριχου στην Ελλάδα, αναφέροντας χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Νέα Ιστορία», τα ακόλουθα σχετικά με την διευκόλυνση από μέρους των, του αποτρόπαιου εγχειρήματος:
«….Και ο μεν απεχώρει μετά των φυλάκων, ενδιδούς ελευθέραν και ακώλυτον την επί την Ελλάδα πάροδον τοις βαρβάροις. Οι δε επί λείαν έτοιμον των αγρών και παντελή των πόλεων απώλειαν εχώρουν, τους μεν άνδρας ηβηδόν αποσφάττοντες, παιδάρια δε και γυναίκας αγεληδόν άμα τω πλούτω παντί ληζόμενοι….» (Ε΄ 5.5.6)
«….Και ο μεν (Γερόντιος), απεχώρησε μαζί με την φρουρά (από την οχυρή θέση των Θερμοπυλών), αφήνοντας έτσι τους βαρβάρους να περάσουν ελεύθερα και ανεμπόδιστα στην Ελλάδα. Οι δε βάρβαροι ρίχτηκαν στην διαρπαγήν του έτοιμου πλούτου της υπαίθρου και αφάνισαν τις πόλεις ολοκληρωτικά, σφάζοντας όλον τον ανδρικόν πληθυσμό, μέχρι την εφηβική ηλικία και αιχμαλωτίζοντας ομαδικά τα γυναικόπαιδα με όλη τους την περιουσία….»
Ολόκληρη η περιοχή νοτίως των Θερμοπυλών, ισοπεδώθηκε από την επέλασιν των βαρβάρων. Μόνον οι Θηβαίοι κατάφεραν να σωθούν, επειδή η πόλις τους ήταν καλά οχυρωμένη και ο Αλάριχος δεν είχε την υπομονή να την πολιορκήσει, διότι βιαζόταν να λεηλατήσει την πόλιν των Αθηνών!
Είχε την βεβαιότητα ότι εύκολα θα γινόταν κύριος των Αθηνών, επειδή η πόλις ήταν μεγάλη και οι υπεραπιστές της δεν επαρκούσαν διά την άμυνά της και ότι εάν κατελάμβανε τον Πειραιά, θα ανάγκαζε τους Αθηναίους να παραδοθούν από την έλλειψιν των αναγκαίων εφοδίων. Ευτυχώς όμως διά την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο, το σχέδιό του αυτό ναυάγησε και μάλιστα με πολύ περίεργο τρόπο:
Ο ιστορικός Ζώσιμος αναφέρει ότι όταν ο Αλάριχος πολιόρκησε με τον στρατό του την πόλιν, είδε να περιφέρεται πάνω στα τείχη των Αθηνών η Πρόμαχος Αθηνά με την μορφήν, την οποίαν έχει στα αγάλματά της, πάνοπλη και έτοιμη να αντισταθεί στον εχθρό. Επίσης όρθιον πλάϊ στα τείχη, είδε τον ήρωα Αχιλλέα, οργισμένον και με πολεμικήν διάθεσιν. Ο βάρβαρος δεν άντεξε αυτήν την θέα και φοβισμένος εγκατέλειψε την προσπάθειά του να εκπορθήσει την πόλιν.
Αφήνοντας όμως απείραχτη την Αττική, ο Αλάριχος κατευθύνθηκε προς τα Μέγαρα, τα οποία κατέλαβε κατόπιν εφόδου και συνέχισε το αιματηρόν και αποτρόπαιόν του έργον στην Μεγαρίδα και κατόπιν στην Πελοπόννησον, αφού προηγουμένως ο Γερόντιος είχε φροντίσει να του εξασφαλίσει ελεύθερη δίοδον από τον Ισθμό! Πρώτη αλώθηκε και κατεστράφηκε η Κόρινθος και στην συνέχεια το Άργος και όλες οι ενδιάμεσες κωμοπόλεις και οικισμοί.
Σειρά κατόπιν στην αλυσίδα των καταστροφών είχε η Σπάρτη. Η άλλοτε κραταιά ατείχιστη πόλις, δεν διέθετε πλέον αρκετά όπλα και άνδρες διά να την υπερασπισθούν. Στην ένδοξον αυτήν πόλιν, ο Αλάριχος, οι βάρβαροί του και οι μελανοφορεμένοι ακόλουθοί τους, άφησαν να ξεσπάσει όλο το απάνθρωπο μένος τους. Κυριολεκτικά δεν άφησαν λίθον επί λίθου!
Η συμφορά η οποία έπληξε την Ελλάδα με την επιδρομή των Γότθων δεν είχε το ταίρι της στην Ιστορία. Παντού από όπου πέρασαν τα στίφη του Αλάριχου, δεν έμεινε τίποτε άλλο, παρά ερείπια, στάχτες, αίμα και πόνος.
Το 397, ο στρατηγός της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Στηλίχων, αποβιβάστηκε με στρατό στην Πελοπόννησον και απώθησε τους Γότθους στην ορεινή περιοχή, μεταξύ Ηλείας και Αρκαδίας. Ενώ όμως μπορούσε να τους αποκλείσει εκεί και να τους συντρίψει, αδράνησε αδικαιολόγητα, με αποτέλεσμα οι Γότθοι να διαφύγουν με όλη τους την λεία και να περάσουν στην Στερεά και στην Ήπειρο, λεηλατώντας κι εκεί όλες τις πόλεις.
Οι περιοχές αυτές υπέστησαν τα πάνδεινα από τους βάρβαρους Γότθους, μέχρι το έτος 408, όταν ο Αλάριχος, εγκαταλείποντας την Ήπειρο, πέρασε μα τα στίφη του στην Παννονία, έχοντας μεγαλύτερα κατακτητικά σχέδια στο μυαλό του, εις βάρος της ίδιας της Ρώμης αυτήν την φορά.
Επίλογος
Όσες αλλόφυλες ορδές πέρασαν από τα Ιερά της Ελλάδος χώματα, όλες ήλθαν με μόνο σκοπό την καταστροφή, την διαρπαγή, τις σφαγές και την ικανοποίηση κάθε αγρίου και ζωώδους ενστίκτου.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις ορδές η πλέον άγρια και καταστροφική, ήταν αυτή του γερμανικού φύλλου των Γότθων του Αλάριχου. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν οι σημερινοί Έλληνες, καθ’ ην στιγμήν μάλιστα υφίστανται την νέα επέλαση των επικυρίαρχων, ορατοί εντολοδόχοι θύτες των οποίων είναι και οι απόγονοι εκείνων των Γότθων, οι Γερμανοί. Η ιστορία αυτόν τον σκοπό άλλωστε έχει! Να μας νουθετεί με την αλήθεια της και να μας διδάσκει με το διαχρονικό της παράδειγμα.
Έτσι και στην σημερινή πραγματικότητα, η Ιστορία θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε πώς πέσαμε θύματα των δήθεν «εταίρων» μας, απογόνων εκείνων των αιμοσταγών βαρβάρων και να μην λησμονούμε τον τρόπο, με τον οποίον αυτοί διεισδύουν και καταστρέφουν, έχοντας ως βοηθούς εσωτερικούς αργυρώνητους προδότες, οι οποίοι τους αφήνουν ελεύθερα τα περάσματα, τα οποία θα έπρεπε να υπερασπίζονται!
Διότι είναι αληθής η διαπίστωσις, ότι εάν δεν διδάσκεται κανείς από την Ιστορίαν του, θα υποχρεωθεί κάποια στιγμή και με κάποιον τρόπο να ξαναζήσει τα δυσάρεστα αποτελέσματα των όσων μαθημάτων της αγνοεί!
πηγή: http://alfeiospotamos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου