Τα «ράσα δεν κάνουν τον παπά» λέει ο λαός και η ρήση ταίριαζε απόλυτα στην περίπτωση του ήρωα του ’21, Παπαφλέσσα.
Αγάπησε τις γυναίκες, τον αγάπησαν κι αυτές και μαζί επιδόθηκαν σε μια σειρά διασκεδάσεων που δεν ταίριαζε σε κληρικό. Πολλοί τον μίσησαν και δικαιολογημένα, γιατί ήταν ένας ακραίος άνθρωπος που προκαλούσε αντιπαλότητες, αλλά ο ηρωικός θάνατός του στο Μανιάκι έσωσε την υστεροφημία του.
«Θα γυρίσω ή δεσπότης ή πασάς»
Γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1788. Ήταν ένα από τα 28 παιδιά του πατέρα του, που μάλλον κληροδότησε στο γιο την αδυναμία του στο γυναικείο φύλο. Ο Παναγιώτης Σέκερης τον περιέγραψε ως «ορμητικό» και ο Παπαφλέσσας τον δικαίωνε με κάθε ευκαιρία. Επέλεξε να γίνει μοναχός, αλλά συγκρούστηκε τόσο έντονα με ένα Τούρκο αξιωματούχο, που αναγκάστηκε να φύγει απ’ την περιοχή.
Επέλεξε να αυτό-εξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και πριν φύγει, πρόλαβε να υποσχεθεί ότι θα γυρίσει «ή Δεσπότης ή Πασάς». Κατάφερε να γίνει Αρχιμανδρίτης και όσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία. Όταν απαίτησε να μάθει ποιος ήταν ο αρχηγός της Εταιρείας και άλλοι αρνήθηκαν να του αποκαλύψουν τα μυστικά, η ορμητικότητα του Παπαφλέσσα εμφανίστηκε ξανά. Τράβηξε το μαχαίρι του και απείλησε να σφάξει τον Αναγνωστόπουλο, που στεκόταν μπροστά του, εκτός αν άκουγε το όνομα του Αρχηγού! Τα πνεύματα ηρέμησαν και δεν χύθηκε αίμα.
Ο «γυναικάς» παπάς
Ο Παπαφλέσσας δεν ήταν ο διακριτικός και αθόρυβος συνωμότης. Κυνηγούσε τις γυναίκες μανιωδώς, έπινε, μεθούσε και γλεντούσε αδιάκοπα. Κέντρο των ακόλαστων διασκεδάσεων ήταν το πολυτελές σπίτι που νοίκιαζε με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας. Η τούρκικη αστυνομία τον συνέλαβε πολλάκις για «την άτοπον και ανοίκειον διαγωγή του, δίδοντος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού».
Τα ψέματα της επανάστασης
Ο Παπαφλέσσας όμως ήταν φλογερός πατριώτης. Επιθυμούσε διακαώς την έναρξη της επανάστασης και χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το επιτύχει. Στην Κωνσταντινούπολη υποστήριξε ότι η Πελοπόννησος ήταν έτοιμη για δράση και για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, παρουσίασε πλαστά έγγραφα. Τον διέψευσε ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος Κορφινός, λέγοντας ότι είχε βρεθεί στην Πελοπόννησο πριν από 7 μήνες και η κατάσταση που επικρατούσε δεν είχε καμία σχέση με την περιγραφή του Παπαφλέσσα.
Ο Αρχιμανδρίτης δεν συμμορφώθηκε. Τον Ιανουάριο του 1821, συναντήθηκε με την ηγεσία του Μοριά στη Βοστίτσα και ακολούθησε ακριβώς την ίδια στρατηγική για να τους πείσει να συμμετέχουν στην επανάσταση. Υποστήριξε ότι ο Υψηλάντης ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης με το ρωσικό στόλο και την «ευλογία» του Τσάρου. Κανείς δεν πίστεψε τους υπερβολικούς ισχυρισμούς του, τους οποίους ο Ανδρέα Ζαΐμης χαρακτήρισε «άστατους, απελπισμένους, στασιαστικούς, ιδιοτελείς και σχεδόν μπερμπάντικους».
Η μάχη στο Μανιάκι
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου τον βρήκε στην πλευρά των νικητών, σε συνασπισμό με την κυβέρνηση Κουντουριώτη, ενώ οι οπλαρχηγοί ήταν στη φυλακή και κυρίως ο Κολοκοτρώνης, που ήταν το μυαλό και το σπαθί της εξέγερσης. Το Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ και στρατός του αποβιβάστηκαν στον Μοριά, αποφασισμένοι να δώσουν τέλος στην επανάσταση. Ο Παπαφλέσσας αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε να αποφυλακιστούν οι οπλαρχηγοί για να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί την επερχόμενη απειλή.
Η απαίτησή του προξένησε αντιδράσεις, μιας και είχε συμμετάσχει ενεργά στην σύλληψή τους. Οι οπλαρχηγοί δεν αποφυλακίστηκαν και ο Παπαφλέσσας πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποσχέθηκε πως όταν γυρίσει θα τους απελευθερώσει και ξεκίνησε για το Μανιάκι με 1.000 άντρες, ενώ το στράτευμα του Ιμπραήμ έφτανε τις 6.000.
Ο Παπαφλέσσας ευελπιστούσε ότι θα κατέφθαναν ενισχύσεις που θα εξισορροπούσαν την κατάσταση, αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του.
Όταν οι άντρες του είδαν τους χιλιάδες εχθρούς να παρατάσσονται, δείλιασαν και πολλοί υποχώρησαν. Ο Παπαφλέσσας έμεινε με 600 άντρες, ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν μόλις 300. Ο παπάς έμεινε ακλόνητος στη θέση του, αν και δεν ήταν καπετάνιος, ούτε εκπαιδευμένος αρματολός.
Η μάχη ξεκίνησε στις 20 Μαΐου του 1825 και μέσα σε λίγες ώρες, οι δυνάμεις των Ελλήνων είχαν αποδεκατιστεί. Ο Παπαφλέσσας έπεσε μαζί με τους άντρες του.
Σύμφωνα με τη λαϊκή διήγηση που κατέγραψε η ιστορία, ο Ιμπραήμ τον αναζήτησε μετά το τέλος της μάχης και βρήκε πρώτα το αποκεφαλισμένο πτώμα του. Ζήτησε να του φέρουν το κεφάλι και στερέωσε το άψυχο κορμί του Παπαφλέσσα στον κορμό ενός δέντρου. Συγκινημένος, ο Ιμπραήμ τον πλησίασε και τον φίλησε, αναγνωρίζοντας την αξία του εχθρού του.
Ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα διέγραψε τις ατασθαλίες του παρελθόντος. Η ακόλαστη ζωή του και η διπρόσωπη πολιτική που ακολουθούσε είχαν δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό προφίλ, που ξεχάστηκε μετά το Μανιάκι. Η αυτοθυσία του έσωσε την υστεροφημία του. Άλλωστε φορούσε ράσα και ιστορικά δικαίωνε και το ρόλο της εκκλησίας όχι μόνο στην πνευματική στήριξη, αλλά και στη μάχη. Όπως και να ΄χει ήταν ένας ξεχωριστός επαναστάτης που κέρδισε τη θέση του στην ιστορία, με το παράδειγμα και τη θυσία του.
Αγάπησε τις γυναίκες, τον αγάπησαν κι αυτές και μαζί επιδόθηκαν σε μια σειρά διασκεδάσεων που δεν ταίριαζε σε κληρικό. Πολλοί τον μίσησαν και δικαιολογημένα, γιατί ήταν ένας ακραίος άνθρωπος που προκαλούσε αντιπαλότητες, αλλά ο ηρωικός θάνατός του στο Μανιάκι έσωσε την υστεροφημία του.
«Θα γυρίσω ή δεσπότης ή πασάς»
Γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1788. Ήταν ένα από τα 28 παιδιά του πατέρα του, που μάλλον κληροδότησε στο γιο την αδυναμία του στο γυναικείο φύλο. Ο Παναγιώτης Σέκερης τον περιέγραψε ως «ορμητικό» και ο Παπαφλέσσας τον δικαίωνε με κάθε ευκαιρία. Επέλεξε να γίνει μοναχός, αλλά συγκρούστηκε τόσο έντονα με ένα Τούρκο αξιωματούχο, που αναγκάστηκε να φύγει απ’ την περιοχή.
Επέλεξε να αυτό-εξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και πριν φύγει, πρόλαβε να υποσχεθεί ότι θα γυρίσει «ή Δεσπότης ή Πασάς». Κατάφερε να γίνει Αρχιμανδρίτης και όσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία. Όταν απαίτησε να μάθει ποιος ήταν ο αρχηγός της Εταιρείας και άλλοι αρνήθηκαν να του αποκαλύψουν τα μυστικά, η ορμητικότητα του Παπαφλέσσα εμφανίστηκε ξανά. Τράβηξε το μαχαίρι του και απείλησε να σφάξει τον Αναγνωστόπουλο, που στεκόταν μπροστά του, εκτός αν άκουγε το όνομα του Αρχηγού! Τα πνεύματα ηρέμησαν και δεν χύθηκε αίμα.
Ο «γυναικάς» παπάς
Ο Παπαφλέσσας δεν ήταν ο διακριτικός και αθόρυβος συνωμότης. Κυνηγούσε τις γυναίκες μανιωδώς, έπινε, μεθούσε και γλεντούσε αδιάκοπα. Κέντρο των ακόλαστων διασκεδάσεων ήταν το πολυτελές σπίτι που νοίκιαζε με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας. Η τούρκικη αστυνομία τον συνέλαβε πολλάκις για «την άτοπον και ανοίκειον διαγωγή του, δίδοντος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού».
Τα ψέματα της επανάστασης
Ο Παπαφλέσσας όμως ήταν φλογερός πατριώτης. Επιθυμούσε διακαώς την έναρξη της επανάστασης και χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το επιτύχει. Στην Κωνσταντινούπολη υποστήριξε ότι η Πελοπόννησος ήταν έτοιμη για δράση και για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, παρουσίασε πλαστά έγγραφα. Τον διέψευσε ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος Κορφινός, λέγοντας ότι είχε βρεθεί στην Πελοπόννησο πριν από 7 μήνες και η κατάσταση που επικρατούσε δεν είχε καμία σχέση με την περιγραφή του Παπαφλέσσα.
Ο Αρχιμανδρίτης δεν συμμορφώθηκε. Τον Ιανουάριο του 1821, συναντήθηκε με την ηγεσία του Μοριά στη Βοστίτσα και ακολούθησε ακριβώς την ίδια στρατηγική για να τους πείσει να συμμετέχουν στην επανάσταση. Υποστήριξε ότι ο Υψηλάντης ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης με το ρωσικό στόλο και την «ευλογία» του Τσάρου. Κανείς δεν πίστεψε τους υπερβολικούς ισχυρισμούς του, τους οποίους ο Ανδρέα Ζαΐμης χαρακτήρισε «άστατους, απελπισμένους, στασιαστικούς, ιδιοτελείς και σχεδόν μπερμπάντικους».
Η μάχη στο Μανιάκι
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου τον βρήκε στην πλευρά των νικητών, σε συνασπισμό με την κυβέρνηση Κουντουριώτη, ενώ οι οπλαρχηγοί ήταν στη φυλακή και κυρίως ο Κολοκοτρώνης, που ήταν το μυαλό και το σπαθί της εξέγερσης. Το Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ και στρατός του αποβιβάστηκαν στον Μοριά, αποφασισμένοι να δώσουν τέλος στην επανάσταση. Ο Παπαφλέσσας αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε να αποφυλακιστούν οι οπλαρχηγοί για να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί την επερχόμενη απειλή.
Η απαίτησή του προξένησε αντιδράσεις, μιας και είχε συμμετάσχει ενεργά στην σύλληψή τους. Οι οπλαρχηγοί δεν αποφυλακίστηκαν και ο Παπαφλέσσας πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποσχέθηκε πως όταν γυρίσει θα τους απελευθερώσει και ξεκίνησε για το Μανιάκι με 1.000 άντρες, ενώ το στράτευμα του Ιμπραήμ έφτανε τις 6.000.
Ο Παπαφλέσσας ευελπιστούσε ότι θα κατέφθαναν ενισχύσεις που θα εξισορροπούσαν την κατάσταση, αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του.
Όταν οι άντρες του είδαν τους χιλιάδες εχθρούς να παρατάσσονται, δείλιασαν και πολλοί υποχώρησαν. Ο Παπαφλέσσας έμεινε με 600 άντρες, ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν μόλις 300. Ο παπάς έμεινε ακλόνητος στη θέση του, αν και δεν ήταν καπετάνιος, ούτε εκπαιδευμένος αρματολός.
Η μάχη ξεκίνησε στις 20 Μαΐου του 1825 και μέσα σε λίγες ώρες, οι δυνάμεις των Ελλήνων είχαν αποδεκατιστεί. Ο Παπαφλέσσας έπεσε μαζί με τους άντρες του.
Σύμφωνα με τη λαϊκή διήγηση που κατέγραψε η ιστορία, ο Ιμπραήμ τον αναζήτησε μετά το τέλος της μάχης και βρήκε πρώτα το αποκεφαλισμένο πτώμα του. Ζήτησε να του φέρουν το κεφάλι και στερέωσε το άψυχο κορμί του Παπαφλέσσα στον κορμό ενός δέντρου. Συγκινημένος, ο Ιμπραήμ τον πλησίασε και τον φίλησε, αναγνωρίζοντας την αξία του εχθρού του.
Ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα διέγραψε τις ατασθαλίες του παρελθόντος. Η ακόλαστη ζωή του και η διπρόσωπη πολιτική που ακολουθούσε είχαν δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό προφίλ, που ξεχάστηκε μετά το Μανιάκι. Η αυτοθυσία του έσωσε την υστεροφημία του. Άλλωστε φορούσε ράσα και ιστορικά δικαίωνε και το ρόλο της εκκλησίας όχι μόνο στην πνευματική στήριξη, αλλά και στη μάχη. Όπως και να ΄χει ήταν ένας ξεχωριστός επαναστάτης που κέρδισε τη θέση του στην ιστορία, με το παράδειγμα και τη θυσία του.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο «Τα ψιλά γράμματα της επανάστασης» του Θόδωρου Δ Παναγόπουλου.