Το άτυπο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα που οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν επιτρέψει στους αιχμαλώτους πολέμου να στήσουν, πιθανώς να τους έσωσε την ζωή, σύμφωνα με τον «τερματοφύλακα του Άουσβιτς», Ρον Τζόουνς.
Ο 96χρονος πλέον Τζόουνς, που ήταν φυλακισμένος σε μια πτέρυγα του εφιαλτικού στρατοπέδου εξόντωσης των ναζί, είχε αιχμαλωτιστεί το 1943 στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Επί 12 ώρες και έξι μέρες την εβδομάδα, οι κρατούμενοι της πτέρυγας υποχρεούνταν σε καταναγκαστική εργασία με επικίνδυνα χημικά, αλλά την Κυριακή είχαν το δικαίωμα να παίζουν ποδόσφαιρο.
«Νομίζω ότι οι Γερμανοί θεωρούσαν πως το να μας αφήνουν να παίζουμε ποδόσφαιρο ήταν ένας γρήγορος και εύκολος τρόπος να μας κρατούν ήσυχους», ανέφερε ο Τζόουνς στο BBC τον Ιανουάριο του 2012. Μάλιστα, όταν ο Ερυθρός Σταυρός που έφερνε τρόφιμα, έμαθε για την ποδοσφαιρική τους ομάδα, κατάφερε να βρει και να τους δώσει μπλούζες τεσσάρων ομάδων: της Αγγλίας, της Ουαλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας. Ο Ρον Τζόουνς ήταν πάντα ο τερματοφύλακας με την μπλούζα της Ουαλίας.
«Από την μια πλευρά, το ποδόσφαιρο μας βοήθησε να μην χάσουμε τα λογικά μας. Από την άλλη ακούγεται περίεργο να λέω ότι έχω ωραίες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις όταν γνωρίζω τι συνέβαινε από την άλλη πλευρά του φράχτη», είπε ο τερματοφύλακας.
Προς τα τέλη του πολέμου, οι αιχμάλωτοι αναγκάζονταν σε πολύ μεγάλες πεζοπορίες. Πολλοί φίλοι του Τζόουνς πέθαναν σε αυτές τις πορείες, αλλά όσοι έπαιζαν ποδόσφαιρο μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν καλύτερα. «Μπορεί κανείς να πει ότι βοήθησε στην επιβίωσή μας, καθώς ήμασταν πιο γυμνασμένοι από άλλους», σχολίασε ο «τερματοφύλακας του Άουσβιτς», που με αυτό τον τίτλο εξέδωσε αυτοβιογραφικό βιβλίο τον περασμένο Νοέμβριο.
Το Μόνοβιτς - όπως ονομαζόταν η πτέρυγα που κρατούνταν ο Ρον Τζόουνς, αλλά και Πολωνοί αντιστασιακοί, πολιτικοί κρατούμενοι, ομοφυλόφιλοι και Σοβιετικοί στρατιώτες – δεν ήταν επισήμως ένα στρατόπεδο θανάτου. Όμως, «κάθε βράδυ ακούγαμε πυροβολισμούς. Όχι όπως στην μάχη, αλλά τακτούς, σαν μεθοδική εκτέλεση. Ούτε γνωρίζουμε γιατί τους σκότωναν, ούτε ποιοι ήταν τα θύματα. Αλλά φοβόμασταν ότι θα ήμασταν οι επόμενοι».
Έτσι, «το να σκοράρεις, να αποκρούσεις ή να διαφωνήσεις για ένα off-side ήταν ο μόνος τρόπος για να μην καταρρεύσεις», ειδικά όταν στις «κερκίδες» περιπλανούνταν σκελετωμένοι άνθρωποι. «Ποιοί είναι αυτοί οι κακόμοιροι, είχαμε ρωτήσει τον φρουρό. Εβραίοι, μας απάντησε», εξιστορεί ο Ρον Τζόουνς που περιγράφει πως το καλοκαίρι με την ζέστη η μυρωδιά από τα κρεματόρια ήταν αφόρητη. «Η φαντασία του καθενός κάλυπτε τα κενά που είχαμε, αλλά συνεχίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο», ανέφερε.
Επίσης, σε αντίθεση με την άλλη πτέρυγα του Άουσβιτς, το Μπιρκεναου, το οποίο φυλούσαν οι SS, το Μόνοβιτς φρουρείτο από απλούς στρατολογημένους. Εκείνοι ζητωκραύγαζαν παρακολουθώντας τους ποδοσφαιρικούς αγώνες ενώ αρκετές φορές φοβούνταν να μιλήσουν για όσα συνέβαιναν στο διπλανό στρατόπεδο. «Εγώ είχα εφιάλτες για χρόνια. Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες επίσης.
Εγώ ήμουν τυχερός. Γύρισα πίσω, στην γυναίκα μου, που με βοήθησε να συνέλθω. Πολλοί συγκρατούμενοι δεν συνήλθαν ποτέ», δήλωσε κατά την συνέντευξή του πριν από δυο χρόνια ο τερματοφύλακας, και συμπλήρωσε προαναγγέλλοντας το βιβλίο του: «Νομίζω ότι είμαι ο τελευταίος πλέον. Ήταν ένας ακόμη με τον οποίο ανταλλάσσαμε κάρτες τα Χριστούγεννα. Φέτος δεν έλαβα τίποτα. Οπότε, τώρα που είμαι 94 ετών, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πω την ιστορία πριν να είναι πολύ αργά».
Ο 96χρονος πλέον Τζόουνς, που ήταν φυλακισμένος σε μια πτέρυγα του εφιαλτικού στρατοπέδου εξόντωσης των ναζί, είχε αιχμαλωτιστεί το 1943 στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Επί 12 ώρες και έξι μέρες την εβδομάδα, οι κρατούμενοι της πτέρυγας υποχρεούνταν σε καταναγκαστική εργασία με επικίνδυνα χημικά, αλλά την Κυριακή είχαν το δικαίωμα να παίζουν ποδόσφαιρο.
«Νομίζω ότι οι Γερμανοί θεωρούσαν πως το να μας αφήνουν να παίζουμε ποδόσφαιρο ήταν ένας γρήγορος και εύκολος τρόπος να μας κρατούν ήσυχους», ανέφερε ο Τζόουνς στο BBC τον Ιανουάριο του 2012. Μάλιστα, όταν ο Ερυθρός Σταυρός που έφερνε τρόφιμα, έμαθε για την ποδοσφαιρική τους ομάδα, κατάφερε να βρει και να τους δώσει μπλούζες τεσσάρων ομάδων: της Αγγλίας, της Ουαλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας. Ο Ρον Τζόουνς ήταν πάντα ο τερματοφύλακας με την μπλούζα της Ουαλίας.
«Από την μια πλευρά, το ποδόσφαιρο μας βοήθησε να μην χάσουμε τα λογικά μας. Από την άλλη ακούγεται περίεργο να λέω ότι έχω ωραίες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις όταν γνωρίζω τι συνέβαινε από την άλλη πλευρά του φράχτη», είπε ο τερματοφύλακας.
Προς τα τέλη του πολέμου, οι αιχμάλωτοι αναγκάζονταν σε πολύ μεγάλες πεζοπορίες. Πολλοί φίλοι του Τζόουνς πέθαναν σε αυτές τις πορείες, αλλά όσοι έπαιζαν ποδόσφαιρο μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν καλύτερα. «Μπορεί κανείς να πει ότι βοήθησε στην επιβίωσή μας, καθώς ήμασταν πιο γυμνασμένοι από άλλους», σχολίασε ο «τερματοφύλακας του Άουσβιτς», που με αυτό τον τίτλο εξέδωσε αυτοβιογραφικό βιβλίο τον περασμένο Νοέμβριο.
Το Μόνοβιτς - όπως ονομαζόταν η πτέρυγα που κρατούνταν ο Ρον Τζόουνς, αλλά και Πολωνοί αντιστασιακοί, πολιτικοί κρατούμενοι, ομοφυλόφιλοι και Σοβιετικοί στρατιώτες – δεν ήταν επισήμως ένα στρατόπεδο θανάτου. Όμως, «κάθε βράδυ ακούγαμε πυροβολισμούς. Όχι όπως στην μάχη, αλλά τακτούς, σαν μεθοδική εκτέλεση. Ούτε γνωρίζουμε γιατί τους σκότωναν, ούτε ποιοι ήταν τα θύματα. Αλλά φοβόμασταν ότι θα ήμασταν οι επόμενοι».
Έτσι, «το να σκοράρεις, να αποκρούσεις ή να διαφωνήσεις για ένα off-side ήταν ο μόνος τρόπος για να μην καταρρεύσεις», ειδικά όταν στις «κερκίδες» περιπλανούνταν σκελετωμένοι άνθρωποι. «Ποιοί είναι αυτοί οι κακόμοιροι, είχαμε ρωτήσει τον φρουρό. Εβραίοι, μας απάντησε», εξιστορεί ο Ρον Τζόουνς που περιγράφει πως το καλοκαίρι με την ζέστη η μυρωδιά από τα κρεματόρια ήταν αφόρητη. «Η φαντασία του καθενός κάλυπτε τα κενά που είχαμε, αλλά συνεχίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο», ανέφερε.
Επίσης, σε αντίθεση με την άλλη πτέρυγα του Άουσβιτς, το Μπιρκεναου, το οποίο φυλούσαν οι SS, το Μόνοβιτς φρουρείτο από απλούς στρατολογημένους. Εκείνοι ζητωκραύγαζαν παρακολουθώντας τους ποδοσφαιρικούς αγώνες ενώ αρκετές φορές φοβούνταν να μιλήσουν για όσα συνέβαιναν στο διπλανό στρατόπεδο. «Εγώ είχα εφιάλτες για χρόνια. Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες επίσης.
Εγώ ήμουν τυχερός. Γύρισα πίσω, στην γυναίκα μου, που με βοήθησε να συνέλθω. Πολλοί συγκρατούμενοι δεν συνήλθαν ποτέ», δήλωσε κατά την συνέντευξή του πριν από δυο χρόνια ο τερματοφύλακας, και συμπλήρωσε προαναγγέλλοντας το βιβλίο του: «Νομίζω ότι είμαι ο τελευταίος πλέον. Ήταν ένας ακόμη με τον οποίο ανταλλάσσαμε κάρτες τα Χριστούγεννα. Φέτος δεν έλαβα τίποτα. Οπότε, τώρα που είμαι 94 ετών, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πω την ιστορία πριν να είναι πολύ αργά».