Χατζιδάκις και Γκάτσος: Μια φιλία που επηρέασε βαθιά τον ελληνικό ήχο.Οι φιλίες και ...λυκοφιλίες κορυφής, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τις μεγάλες συμμαχίες του 20ού αιώνα
Αριστοτέλης και Μέγας Αλέξανδρος
«Κανείς δεν μπορεί να είναι φίλος με τον γείτονά του» έλεγε ο Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Αλλά τι είδος φιλίας είχε κατά νου; Ο πρώτος που περιέγραψε τη φιλία σε όλες τις μορφές ήταν ο Αριστοτέλης. Και ο ορισμός του «φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη» (η φιλία είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα) δεν έχει ξεπεραστεί. Οταν τον καλούσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Αλεξάνδρου, δεν προέβλεπε βέβαια ότι ανάμεσα στον σεβαστό δάσκαλο και στον νεαρό μαθητή (ο Αλέξανδρος ήταν τότε 13 ετών) θα αναπτυσσόταν οποιοδήποτε είδος φιλίας.
Αν σήμερα κάνουμε λόγο για το πολιτικό και πολιτιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι ο μεγαλύτερος στρατηλάτης όλων των εποχών εφάρμοσε σχεδόν κατά γράμμα τη διδασκαλία του Αριστοτέλη. Η επιθυμία του Αλεξάνδρου να γνωρίσει, να κατακτήσει και να μεταμορφώσει όλον τον τότε γνωστό κόσμο ήταν ομόλογη του αριστοτελικού έργου που καλύπτει, ορίζει και ταξινομεί όλα όσα περιλαμβάνει ο κόσμος του επιστητού. Κι αυτό δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους ένας βαθύτερος δεσμός, δηλαδή μια φιλία.
Εστω και μεταφορικά, λοιπόν, η φιλία αυτή άλλαξε τον κόσμο. Δεν ήταν μόνον ότι ο Αλέξανδρος κατέστησε την ελληνική γλώσσα lingua franca της εποχής του. Ούτε οι πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στην τεράστια αυτοκρατορία του. Ηταν κυρίως η διεύρυνση του κόσμου, η διαπλάτυνση του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, με άλλα λόγια: η οικουμενική αντίληψη του κόσμου. Και αν σήμερα θεωρούμε πως δύο είναι οι πυλώνες του πολιτισμού, το κτίσμα και το κείμενο, αυτό το οφείλουμε στην οικουμενική αξία που απέκτησαν το μεν κτίσμα επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, το δε κείμενο στην ελληνιστική εποχή, όταν από τον Πτολεμαίο τον Σωτήρα δημιουργήθηκε η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Για να μην αναφερθούμε στις επιστημονικές εφαρμογές, στην τεχνολογία ή στην οικονομία (η συναλλαγματική, λόγου χάρη, πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην ελληνιστική Αίγυπτο).
Οι Πτολεμαίοι οργάνωσαν το τραπεζικό σύστημα και διαμόρφωσαν ό,τι εμείς αποκαλούμε σήμερα «management και οικονομικό σχεδιασμό». Ενα μεγάλο κεφάλαιο του δυτικού πολιτισμού είναι η ενσωμάτωση του ελληνιστικού κόσμου στον ρωμαϊκό και έχουν γραφτεί αμέτρητες σελίδες για το τι σήμαινε για τη διαμόρφωση της πολιτιστικής και πολιτικής φυσιογνωμίας της νεότερης Ευρώπης, την οποία μέχρι πριν από τουλάχιστον δύο αιώνες θα λέγαμε «αριστοτελική».
Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν
Το στρατιωτικό επίτευγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου θέλησε να επαναλάβει ο Ναπολέων και αργότερα ο Χίτλερ. Αλλά η απεχθής βιοθεωρία του τελευταίου είναι ακριβώς αντίθετη από εκείνη που αναλύει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια». Για να σταματήσουν τον Χίτλερ χρειάστηκε να συμμαχήσουν τρεις μεγάλες δυνάμεις: η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Σοβιετική Ενωση και οι ΗΠΑ. Και να γίνουν αναγκαστικά «φίλοι» οι ηγέτες τους - τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες.
Επρόκειτο για φιλία ή για λυκοφιλία; Οπως θέλει το παίρνει κανείς. Ο Τσόρτσιλ ήταν μεγαλωμένος με τη βικτωριανή παράδοση, ήταν περήφανος για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, απέπνεε μια αίσθηση υπεροχής, θεωρούσε ότι έπρεπε να έχει πάντα τον πρώτο λόγο και συχνά δεν ήλεγχε το θυμικό του. Κατέγραφε πάντα τις εντολές που έδινε, ενώ αντίθετα ο Ρούζβελτ είχε μεν μια αριστοκρατική ευγένεια, αλλά ήταν ο τυπικός δημοκράτης του Νέου Κόσμου. Ο νους του ήταν αδιαπέραστος - σε αντίθεση με του Τσόρτσιλ. Δεν ήξερες πάντα τι ακριβώς σκεπτόταν, η συμπεριφορά του υπήρξε συχνά μακιαβελική, και τις εντολές του, οι οποίες κατά κανόνα δεν ήταν απολύτως συγκεκριμένες, τις έδινε προφορικά. Ο πραγματιστής και αδίστακτος Στάλιν μπορούσε να τους χειριστεί πολύ ευκολότερα, ιδιαίτερα τον Τσόρτσιλ, έστω και περιστασιακά, όπως αποδεικνύεται και από τις πρώτες συναντήσεις τους.
Ο Τσόρτσιλ πρωτοσυνάντησε τον Στάλιν στη Μόσχα το 1942. Η πρώτη φορά που συνομίλησαν ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Ο Στάλιν επέμενε πως οι Σύμμαχοι έπρεπε την ίδια χρονιά να ανοίξουν ένα μέτωπο στη Γαλλία, ώστε να περιοριστεί η τρομερή πίεση που υφίστατο ο Κόκκινος Στρατός από τους Γερμανούς στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Τσόρτσιλ επέμενε ότι αυτό θα γινόταν τον επόμενο χρόνο. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Στάλιν επέμεινε στη θέση του, κατηγορώντας τους Συμμάχους ότι δεν προβαίνουν στο αυτονόητο, προκαλώντας την οργή του Τσόρτσιλ, τον οποίο ωστόσο προσκάλεσε σε μια ακόμη συνάντηση, ιδιωτική αυτή τη φορά (σε δείπνο). Ο Τσόρτσιλ ήταν έτοιμος να μην την αποδεχθεί και να φύγει, αλλά τον μετέπεισε ο πρέσβης της Βρετανίας στη Μόσχα.
Εχουν γραφτεί πολλά τα τελευταία χρόνια για τα φοβερά δείπνα του Στάλιν. Το αποτέλεσμα του δείπνου εκείνου ήταν πως και οι δύο ηγέτες επέμειναν στις απόψεις τους και καμιά απόφαση δεν ελήφθη, αλλά όταν στις 3.00 μετά τα μεσάνυχτα, που έληξε το βαγκνερικής διάρκειας δείπνο, ο Τσόρτσιλ επέστρεψε στη ντάτσα που του είχαν δώσει οι Σοβιετικοί να μείνει, ήταν καταγοητευμένος από τον Στάλιν. Είπε, μάλιστα, πως η συνάντηση αυτή «τσιμέντωσε» τη φιλία τους και αποκάλεσε τον Στάλιν «σπουδαίο άνδρα».
Και ο Ρούζβελτ; Ο αμερικανός πρόεδρος είχε τον Στάλιν σε μεγάλη εκτίμηση. Οι λόγοι, όμως, ήταν κυρίως πρακτικοί. Ο Ρούζβελτ ήταν πεπεισμένος ότι η νίκη των Συμμάχων εναντίον του Αξονα θα ήταν ανέφικτη αν δεν νικούσαν οι Σοβιετικοί στο Ανατολικό Μέτωπο. Γι' αυτό και η βοήθεια των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ενωση καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου δινόταν αφειδώς και χωρίς προϋποθέσεις. Ο Ρούζβελτ, επιπλέον, όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία του με τον Στάλιν, θεωρούσε πως το μεγάλο όνειρό του, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνεργασία του Στάλιν και την ενεργό συμμετοχή της Σοβιετικής Ενωσης.
Πολλοί αργότερα τον κατηγόρησαν ότι «παρέδωσε» στους Σοβιετικούς ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, ενώ άλλοι είπαν, αντιθέτως, πως αν ζούσε και δεν ακολουθούσε ο Χάρι Τρούμαν, ο Ψυχρός Πόλεμος θα είχε αποφευχθεί. Ο Στάλιν δεν ήταν εναντίον της συνεργασίας Βρετανίας, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ και θεωρούσε πως η Σοβιετική Ενωση απειλούνταν μόνον από τη Γερμανία εκ Δυσμών και την Ιαπωνία εξ Ανατολών (απόδειξη, για το τελευταίο τουλάχιστον, είναι πως η μόνιμη σχεδόν κατηγορία με την οποία έστελνε τους πολιτικούς του αντιπάλους στο δικαστήριο και από εκεί στο γκουλάγκ, ή στο εκτελεστικό απόσπασμα, ήταν κατασκοπεία για λογαριασμό της Ιαπωνίας).
Ελάχιστοι γνώριζαν τότε τι είχε συμβεί στη σταλινική ΕΣΣΔ - αλλά και ποιος θα ενδιαφερόταν, σε μια περίοδο που ολόκληρος ο κόσμος φλεγόταν; Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει ευθέως το σοβιετικό καθεστώς, από τη στιγμή που η ΕΣΣΔ έδωσε στον πόλεμο αυτόν πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς; Ομως οι πρόσκαιρες φιλίες τελειώνουν μόλις εκλείψουν τα αίτια που τις γέννησαν. Ακόμη και έτσι, ωστόσο, αν δεν υπήρχε η φιλία - ή η λυκοφιλία - των τριών ηγετών, δεν είμαστε βέβαιοι για το ποια θα ήταν η τελική έκβαση του πολέμου. Τι θα συνέβαινε αν ο πόλεμος διαρκούσε δύο χρόνια ακόμη και η ναζιστική Γερμανία είχε τελειοποιήσει το σύστημα των πυραύλων που δοκίμαζε ή, ακόμη χειρότερα, αν είχε στραφεί στην έρευνα και στην παραγωγή της ατομικής βόμβας;
Μαρξ και Ενγκελς
Η αντιπαλότητα ή ακόμη και η σύγκρουση είναι συχνά τα επακόλουθα της περιστασιακής φιλίας. Υπάρχουν εν τούτοις και φιλίες που διαρκούν μια ολόκληρη ζωή, χωρίς να αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας. Μία από αυτές, όμως, θα τον άλλαζε και θα σφράγιζε ανεξίτηλα τον αιώνα που μας πέρασε.
Στις 28 Αυγούστου του 1844, σε ένα καφενείο του Παρισιού συναντήθηκαν δύο νέοι άνδρες. Ο ένας ήταν 26 και ο άλλος 23 ετών. Το όνομα του πρώτου Καρλ Μαρξ και του δεύτερου Φρίντριχ Ενγκελς. Δεν ήταν η πρώτη τους συνάντηση. Είχαν βρεθεί άλλη μία φορά, δύο χρόνια νωρίτερα, στη Γερμανία, αλλά τότε η στάση του Μαρξ έναντι του Ενγκελς υπήρξε επιφυλακτική. Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Από εδώ και στο εξής θα ήταν σχεδόν συνεχώς μαζί για τα επόμενα 39 χρόνια, ως τον θάνατο του Μαρξ. Πρώτα στις Βρυξέλλες και κατόπιν στο Λονδίνο. Θα επηρέαζαν ο ένας τον άλλον και θα συνέτασσαν από κοινού το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες στην προσωπική τους ζωή και συμπεριφορά, αλλά απόλυτα ταυτισμένοι όσον αφορά τις ιδέες, τα μέσα για την υλοποίησή τους και τα προγράμματα δράσης που κατήρτιζαν.
Ο Μαρξ, τέκνο μεσοαστικής οικογένειας που συνδύαζε τις φιλοσοφικές του σπουδές με την πολιτική δράση και τη δημοσιογραφία, ο αυστηρός και επίμονος, ο μετωπικός διανοούμενος (προτού η έννοια αυτή αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μετά την υπόθεση Ντρέιφους) από τη μία, και ο εξίσου μαχητικός και θαρραλέος Ενγκελς, με ελάχιστα, όμως, «σπαρτιατικά» χαρακτηριστικά. Η αφοσίωσή του στις ιδέες και στη δράση δεν τον εμπόδιζε να συμμετέχει με τους φίλους του και σε κάποιες απολαύσεις, όπως τα ευχάριστα δείπνα ή το κυνήγι της αλεπούς, σπορ εξαιρετικά δημοφιλές στην Αγγλία εκείνα τα χρόνια. Ο πατέρας του ήταν βιομήχανος στη Γερμανία και κατείχε μεγάλο ποσοστό των μετοχών ενός εργοστασίου στο Μάντσεστερ, όπου ο Ενγκελς εργάστηκε για κάποια χρόνια προκειμένου να βοηθήσει τον Μαρξ, του οποίου τα οικονομικά είχαν περιέλθει σε άθλια κατάσταση, ώστε ο τελευταίος να αφιερωθεί απερίσπαστος στο τιτάνιο έργο της συγγραφής του «Κεφαλαίου».
Ο Ενγκελς είχε αντιληφθεί ότι ο Μαρξ θα έπρεπε να ηγηθεί του αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση - μολονότι δική του ήταν αρχικά η ιδέα πως μόνον η εργατική τάξη μπορούσε να τη φέρει εις πέρας. Βοήθησε τον φίλο του να διαμορφώσει τη θεωρία του περί πολιτικής οικονομίας επειδή εκείνος γνώριζε από πρώτο χέρι, μέσα από τις επιχειρήσεις, τι είχε όντως επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση. Αλλά ο Μαρξ μπορούσε να τα συγκροτήσει όλα αυτά μέσω της φιλοσοφίας της Ιστορίας σε πλήρες σύστημα. Γι' αυτό και ο Μπέρτραντ Ράσελ, μολονότι χαρακτηρίζει τον Μαρξ υπερβολικά πρακτικό, υποστηρίζει πως είναι ο τελευταίος μεγάλος «οικοδόμος» στη φιλοσοφία.
Ο Ενγκελς πέθανε το 1895, δώδεκα χρόνια μετά τον Μαρξ. Εβαλε σε τάξη το χάος των χειρογράφων του δεύτερου και του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου» και κατέστρεψε τα 1.500 γράμματα που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης φιλίας τους. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, όμως, θα μπορούσαν να φανταστούν ότι το όραμά τους για την εργατική επανάσταση στην Ευρώπη θα επιχειρούσαν να το πραγματοποιήσουν οι μπολσεβίκοι στην καθυστερημένη οικονομικά Ρωσία, για την οποία εκείνοι είχαν παλαιότερα προτείνει μια αστικοδημοκρατική και όχι προλεταριακή επανάσταση. Πολύ περισσότερο θα τους ήταν αδιανόητο ότι το θεωρητικό τους σύστημα θα είχε χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογηθούν οι εκκαθαρίσεις και οι διωγμοί του σταλινικού καθεστώτος.
Ο Μαρξ έλεγε πως δεν είναι μαρξιστής αλλά διαλεκτικός. Οι επίγονοι, όμως, φρόντισαν δίπλα στη λέξη «μαρξισμός» να προσθέσουν και τη λέξη «λενινισμός». Με αποτέλεσμα ο ούγγρος πεζογράφος Γκιόργκι Κονράντ να γράφει στο βιβλίο του «Αντιπολιτική» της δεκαετίας του 1980 πως όποιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του λενινιστή είναι στην πραγματικότητα σταλινικός.
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια άλλη συζήτηση όσον αφορά το έργο του Μαρξ και του Ενγκελς. Μπορεί μεν ο σοβιετικός κομμουνισμός να είναι «ο Θεός που απέτυχε», αλλά διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το έργο του Μαρξ και του Ενγκελς καταλαβαίνει καλύτερα τον καπιταλισμό, πράγμα που γνωρίζουν άριστα οι πιο προσεκτικοί μελετητές του «Κεφαλαίου», τουτέστιν οι χρηματιστές της Γουόλ Στριτ.
Χατζιδάκις και Γκάτσος: Μια φιλία που επηρέασε βαθιά τον ελληνικό ήχο
Ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτήριζε τον εαυτό του ποιητή, εννοώντας όχι μόνο ότι ήταν ποιητής των ήχων (άλλωστε έγραψε και ποιήματα), αλλά ότι είχε μια ποιητική αντίληψη του κόσμου, ενός σύμπαντος ευαισθησιών και θαυμάτων που δίνουν νόημα στην εσωτερική μας ζωή. Συνάντησε τον Νίκο Γκάτσο μεσούσης της Κατοχής, το 1943. Εκείνος σχεδόν 18 ετών και ο Γκάτσος κοντά στα 32. Τους χώριζαν περίπου 14 χρόνια.
Δεν θα λέγαμε πως μια πληθωρική προσωπικότητα όπως του Χατζιδάκι θα είχε την ανάγκη ενός μέντορα για να αναπτυχθεί και να δώσει έργο, ωστόσο η επίδραση του Γκάτσου στο μουσικό έργο του Χατζιδάκι είναι εμφανέστατη. Αν εξαιρέσει κανείς το μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη «Αξιον Εστί» του Ελύτη, πουθενά αλλού δεν είχε παρουσιαστεί ιδεωδέστερος ο συνδυασμός στίχου και μουσικής απ’ ό,τι στα τραγούδια του Χατζιδάκι σε στίχους του Γκάτσου. Η συνεργασία αυτή, βασισμένη στη βαθιά φιλία τους, λειτούργησε παραδειγματικά, ως πρότυπο, για πολλά χρόνια. Μεταμόρφωσε το ελληνικό τραγούδι και δημιούργησε μια ποιητική των ήχων άλλης τάξεως, συνδυάζοντας το λαϊκό και το ελαφρό τραγούδι.
Στα τραγούδια τους, όταν τα ακούς, έχεις την αίσθηση ότι ο λόγος και η μουσική γράφονταν ταυτοχρόνως, ότι το ένα γεννούσε το άλλο την ίδια στιγμή, ότι προέκυψαν από μια κοινή ποιητική. Η δημιουργία, βέβαια, είναι ένα φαινόμενο αστάθμητο. Επομένως δεν ορίζεται – απλώς προσεγγίζεται. Οταν, όμως, συναντώνται δύο χαρισματικοί άνθρωποι και γίνονται φίλοι, τότε συνήθως συμβαίνουν μαγικά πράγματα. Ο Γκάτσος έγραψε μόνο ένα αμιγώς ποιητικό έργο: την «Αμοργό» – και αρκούσε αυτό για να περάσει στη χορεία των σημαντικών ποιητών. Εκτοτε διοχέτευσε το ποιητικό ταλέντο του στα τραγούδια που έγραψε (τα περισσότερα για τον Χατζιδάκι). Είναι ποιήματα από μόνα τους, αλλά δυο φορές ποιήματα με τη μουσική τους.
Εχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Και ίσως τώρα, που δεν υπάρχει ούτε αυτός ούτε ο Γκάτσος ανάμεσά μας, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο το έργο που δημιούργησαν από κοινού διαμόρφωσε την ευαισθησία μας και τον τρόπο με τον οποίο ακούμε τη μουσική, ακόμη και των συνθετών που ακολούθησαν. Οι δυο τους άλλαξαν ή – για να χρησιμοποιήσω μια φράση από τον Τ. Σ. Ελιοτ – «διόρθωσαν το γούστο», χωρίς να είναι κριτικοί. Και αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τη μεγάλη εκείνη μερίδα του πληθυσμού που θέλουμε να πιστεύουμε ότι εκπροσωπεί τη μεταπολεμική Ελλάδα.
Αριστοτέλης και Μέγας Αλέξανδρος
«Κανείς δεν μπορεί να είναι φίλος με τον γείτονά του» έλεγε ο Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Αλλά τι είδος φιλίας είχε κατά νου; Ο πρώτος που περιέγραψε τη φιλία σε όλες τις μορφές ήταν ο Αριστοτέλης. Και ο ορισμός του «φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη» (η φιλία είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα) δεν έχει ξεπεραστεί. Οταν τον καλούσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Αλεξάνδρου, δεν προέβλεπε βέβαια ότι ανάμεσα στον σεβαστό δάσκαλο και στον νεαρό μαθητή (ο Αλέξανδρος ήταν τότε 13 ετών) θα αναπτυσσόταν οποιοδήποτε είδος φιλίας.
Αν σήμερα κάνουμε λόγο για το πολιτικό και πολιτιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι ο μεγαλύτερος στρατηλάτης όλων των εποχών εφάρμοσε σχεδόν κατά γράμμα τη διδασκαλία του Αριστοτέλη. Η επιθυμία του Αλεξάνδρου να γνωρίσει, να κατακτήσει και να μεταμορφώσει όλον τον τότε γνωστό κόσμο ήταν ομόλογη του αριστοτελικού έργου που καλύπτει, ορίζει και ταξινομεί όλα όσα περιλαμβάνει ο κόσμος του επιστητού. Κι αυτό δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους ένας βαθύτερος δεσμός, δηλαδή μια φιλία.
Εστω και μεταφορικά, λοιπόν, η φιλία αυτή άλλαξε τον κόσμο. Δεν ήταν μόνον ότι ο Αλέξανδρος κατέστησε την ελληνική γλώσσα lingua franca της εποχής του. Ούτε οι πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στην τεράστια αυτοκρατορία του. Ηταν κυρίως η διεύρυνση του κόσμου, η διαπλάτυνση του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, με άλλα λόγια: η οικουμενική αντίληψη του κόσμου. Και αν σήμερα θεωρούμε πως δύο είναι οι πυλώνες του πολιτισμού, το κτίσμα και το κείμενο, αυτό το οφείλουμε στην οικουμενική αξία που απέκτησαν το μεν κτίσμα επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, το δε κείμενο στην ελληνιστική εποχή, όταν από τον Πτολεμαίο τον Σωτήρα δημιουργήθηκε η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Για να μην αναφερθούμε στις επιστημονικές εφαρμογές, στην τεχνολογία ή στην οικονομία (η συναλλαγματική, λόγου χάρη, πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην ελληνιστική Αίγυπτο).
Οι Πτολεμαίοι οργάνωσαν το τραπεζικό σύστημα και διαμόρφωσαν ό,τι εμείς αποκαλούμε σήμερα «management και οικονομικό σχεδιασμό». Ενα μεγάλο κεφάλαιο του δυτικού πολιτισμού είναι η ενσωμάτωση του ελληνιστικού κόσμου στον ρωμαϊκό και έχουν γραφτεί αμέτρητες σελίδες για το τι σήμαινε για τη διαμόρφωση της πολιτιστικής και πολιτικής φυσιογνωμίας της νεότερης Ευρώπης, την οποία μέχρι πριν από τουλάχιστον δύο αιώνες θα λέγαμε «αριστοτελική».
Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν
Το στρατιωτικό επίτευγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου θέλησε να επαναλάβει ο Ναπολέων και αργότερα ο Χίτλερ. Αλλά η απεχθής βιοθεωρία του τελευταίου είναι ακριβώς αντίθετη από εκείνη που αναλύει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια». Για να σταματήσουν τον Χίτλερ χρειάστηκε να συμμαχήσουν τρεις μεγάλες δυνάμεις: η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Σοβιετική Ενωση και οι ΗΠΑ. Και να γίνουν αναγκαστικά «φίλοι» οι ηγέτες τους - τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες.
Επρόκειτο για φιλία ή για λυκοφιλία; Οπως θέλει το παίρνει κανείς. Ο Τσόρτσιλ ήταν μεγαλωμένος με τη βικτωριανή παράδοση, ήταν περήφανος για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, απέπνεε μια αίσθηση υπεροχής, θεωρούσε ότι έπρεπε να έχει πάντα τον πρώτο λόγο και συχνά δεν ήλεγχε το θυμικό του. Κατέγραφε πάντα τις εντολές που έδινε, ενώ αντίθετα ο Ρούζβελτ είχε μεν μια αριστοκρατική ευγένεια, αλλά ήταν ο τυπικός δημοκράτης του Νέου Κόσμου. Ο νους του ήταν αδιαπέραστος - σε αντίθεση με του Τσόρτσιλ. Δεν ήξερες πάντα τι ακριβώς σκεπτόταν, η συμπεριφορά του υπήρξε συχνά μακιαβελική, και τις εντολές του, οι οποίες κατά κανόνα δεν ήταν απολύτως συγκεκριμένες, τις έδινε προφορικά. Ο πραγματιστής και αδίστακτος Στάλιν μπορούσε να τους χειριστεί πολύ ευκολότερα, ιδιαίτερα τον Τσόρτσιλ, έστω και περιστασιακά, όπως αποδεικνύεται και από τις πρώτες συναντήσεις τους.
Ο Τσόρτσιλ πρωτοσυνάντησε τον Στάλιν στη Μόσχα το 1942. Η πρώτη φορά που συνομίλησαν ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Ο Στάλιν επέμενε πως οι Σύμμαχοι έπρεπε την ίδια χρονιά να ανοίξουν ένα μέτωπο στη Γαλλία, ώστε να περιοριστεί η τρομερή πίεση που υφίστατο ο Κόκκινος Στρατός από τους Γερμανούς στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Τσόρτσιλ επέμενε ότι αυτό θα γινόταν τον επόμενο χρόνο. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Στάλιν επέμεινε στη θέση του, κατηγορώντας τους Συμμάχους ότι δεν προβαίνουν στο αυτονόητο, προκαλώντας την οργή του Τσόρτσιλ, τον οποίο ωστόσο προσκάλεσε σε μια ακόμη συνάντηση, ιδιωτική αυτή τη φορά (σε δείπνο). Ο Τσόρτσιλ ήταν έτοιμος να μην την αποδεχθεί και να φύγει, αλλά τον μετέπεισε ο πρέσβης της Βρετανίας στη Μόσχα.
Εχουν γραφτεί πολλά τα τελευταία χρόνια για τα φοβερά δείπνα του Στάλιν. Το αποτέλεσμα του δείπνου εκείνου ήταν πως και οι δύο ηγέτες επέμειναν στις απόψεις τους και καμιά απόφαση δεν ελήφθη, αλλά όταν στις 3.00 μετά τα μεσάνυχτα, που έληξε το βαγκνερικής διάρκειας δείπνο, ο Τσόρτσιλ επέστρεψε στη ντάτσα που του είχαν δώσει οι Σοβιετικοί να μείνει, ήταν καταγοητευμένος από τον Στάλιν. Είπε, μάλιστα, πως η συνάντηση αυτή «τσιμέντωσε» τη φιλία τους και αποκάλεσε τον Στάλιν «σπουδαίο άνδρα».
Και ο Ρούζβελτ; Ο αμερικανός πρόεδρος είχε τον Στάλιν σε μεγάλη εκτίμηση. Οι λόγοι, όμως, ήταν κυρίως πρακτικοί. Ο Ρούζβελτ ήταν πεπεισμένος ότι η νίκη των Συμμάχων εναντίον του Αξονα θα ήταν ανέφικτη αν δεν νικούσαν οι Σοβιετικοί στο Ανατολικό Μέτωπο. Γι' αυτό και η βοήθεια των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ενωση καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου δινόταν αφειδώς και χωρίς προϋποθέσεις. Ο Ρούζβελτ, επιπλέον, όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία του με τον Στάλιν, θεωρούσε πως το μεγάλο όνειρό του, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνεργασία του Στάλιν και την ενεργό συμμετοχή της Σοβιετικής Ενωσης.
Πολλοί αργότερα τον κατηγόρησαν ότι «παρέδωσε» στους Σοβιετικούς ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, ενώ άλλοι είπαν, αντιθέτως, πως αν ζούσε και δεν ακολουθούσε ο Χάρι Τρούμαν, ο Ψυχρός Πόλεμος θα είχε αποφευχθεί. Ο Στάλιν δεν ήταν εναντίον της συνεργασίας Βρετανίας, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ και θεωρούσε πως η Σοβιετική Ενωση απειλούνταν μόνον από τη Γερμανία εκ Δυσμών και την Ιαπωνία εξ Ανατολών (απόδειξη, για το τελευταίο τουλάχιστον, είναι πως η μόνιμη σχεδόν κατηγορία με την οποία έστελνε τους πολιτικούς του αντιπάλους στο δικαστήριο και από εκεί στο γκουλάγκ, ή στο εκτελεστικό απόσπασμα, ήταν κατασκοπεία για λογαριασμό της Ιαπωνίας).
Ελάχιστοι γνώριζαν τότε τι είχε συμβεί στη σταλινική ΕΣΣΔ - αλλά και ποιος θα ενδιαφερόταν, σε μια περίοδο που ολόκληρος ο κόσμος φλεγόταν; Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει ευθέως το σοβιετικό καθεστώς, από τη στιγμή που η ΕΣΣΔ έδωσε στον πόλεμο αυτόν πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς; Ομως οι πρόσκαιρες φιλίες τελειώνουν μόλις εκλείψουν τα αίτια που τις γέννησαν. Ακόμη και έτσι, ωστόσο, αν δεν υπήρχε η φιλία - ή η λυκοφιλία - των τριών ηγετών, δεν είμαστε βέβαιοι για το ποια θα ήταν η τελική έκβαση του πολέμου. Τι θα συνέβαινε αν ο πόλεμος διαρκούσε δύο χρόνια ακόμη και η ναζιστική Γερμανία είχε τελειοποιήσει το σύστημα των πυραύλων που δοκίμαζε ή, ακόμη χειρότερα, αν είχε στραφεί στην έρευνα και στην παραγωγή της ατομικής βόμβας;
Μαρξ και Ενγκελς
Η αντιπαλότητα ή ακόμη και η σύγκρουση είναι συχνά τα επακόλουθα της περιστασιακής φιλίας. Υπάρχουν εν τούτοις και φιλίες που διαρκούν μια ολόκληρη ζωή, χωρίς να αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας. Μία από αυτές, όμως, θα τον άλλαζε και θα σφράγιζε ανεξίτηλα τον αιώνα που μας πέρασε.
Στις 28 Αυγούστου του 1844, σε ένα καφενείο του Παρισιού συναντήθηκαν δύο νέοι άνδρες. Ο ένας ήταν 26 και ο άλλος 23 ετών. Το όνομα του πρώτου Καρλ Μαρξ και του δεύτερου Φρίντριχ Ενγκελς. Δεν ήταν η πρώτη τους συνάντηση. Είχαν βρεθεί άλλη μία φορά, δύο χρόνια νωρίτερα, στη Γερμανία, αλλά τότε η στάση του Μαρξ έναντι του Ενγκελς υπήρξε επιφυλακτική. Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Από εδώ και στο εξής θα ήταν σχεδόν συνεχώς μαζί για τα επόμενα 39 χρόνια, ως τον θάνατο του Μαρξ. Πρώτα στις Βρυξέλλες και κατόπιν στο Λονδίνο. Θα επηρέαζαν ο ένας τον άλλον και θα συνέτασσαν από κοινού το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες στην προσωπική τους ζωή και συμπεριφορά, αλλά απόλυτα ταυτισμένοι όσον αφορά τις ιδέες, τα μέσα για την υλοποίησή τους και τα προγράμματα δράσης που κατήρτιζαν.
Ο Μαρξ, τέκνο μεσοαστικής οικογένειας που συνδύαζε τις φιλοσοφικές του σπουδές με την πολιτική δράση και τη δημοσιογραφία, ο αυστηρός και επίμονος, ο μετωπικός διανοούμενος (προτού η έννοια αυτή αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μετά την υπόθεση Ντρέιφους) από τη μία, και ο εξίσου μαχητικός και θαρραλέος Ενγκελς, με ελάχιστα, όμως, «σπαρτιατικά» χαρακτηριστικά. Η αφοσίωσή του στις ιδέες και στη δράση δεν τον εμπόδιζε να συμμετέχει με τους φίλους του και σε κάποιες απολαύσεις, όπως τα ευχάριστα δείπνα ή το κυνήγι της αλεπούς, σπορ εξαιρετικά δημοφιλές στην Αγγλία εκείνα τα χρόνια. Ο πατέρας του ήταν βιομήχανος στη Γερμανία και κατείχε μεγάλο ποσοστό των μετοχών ενός εργοστασίου στο Μάντσεστερ, όπου ο Ενγκελς εργάστηκε για κάποια χρόνια προκειμένου να βοηθήσει τον Μαρξ, του οποίου τα οικονομικά είχαν περιέλθει σε άθλια κατάσταση, ώστε ο τελευταίος να αφιερωθεί απερίσπαστος στο τιτάνιο έργο της συγγραφής του «Κεφαλαίου».
Ο Ενγκελς είχε αντιληφθεί ότι ο Μαρξ θα έπρεπε να ηγηθεί του αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση - μολονότι δική του ήταν αρχικά η ιδέα πως μόνον η εργατική τάξη μπορούσε να τη φέρει εις πέρας. Βοήθησε τον φίλο του να διαμορφώσει τη θεωρία του περί πολιτικής οικονομίας επειδή εκείνος γνώριζε από πρώτο χέρι, μέσα από τις επιχειρήσεις, τι είχε όντως επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση. Αλλά ο Μαρξ μπορούσε να τα συγκροτήσει όλα αυτά μέσω της φιλοσοφίας της Ιστορίας σε πλήρες σύστημα. Γι' αυτό και ο Μπέρτραντ Ράσελ, μολονότι χαρακτηρίζει τον Μαρξ υπερβολικά πρακτικό, υποστηρίζει πως είναι ο τελευταίος μεγάλος «οικοδόμος» στη φιλοσοφία.
Ο Ενγκελς πέθανε το 1895, δώδεκα χρόνια μετά τον Μαρξ. Εβαλε σε τάξη το χάος των χειρογράφων του δεύτερου και του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου» και κατέστρεψε τα 1.500 γράμματα που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης φιλίας τους. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, όμως, θα μπορούσαν να φανταστούν ότι το όραμά τους για την εργατική επανάσταση στην Ευρώπη θα επιχειρούσαν να το πραγματοποιήσουν οι μπολσεβίκοι στην καθυστερημένη οικονομικά Ρωσία, για την οποία εκείνοι είχαν παλαιότερα προτείνει μια αστικοδημοκρατική και όχι προλεταριακή επανάσταση. Πολύ περισσότερο θα τους ήταν αδιανόητο ότι το θεωρητικό τους σύστημα θα είχε χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογηθούν οι εκκαθαρίσεις και οι διωγμοί του σταλινικού καθεστώτος.
Ο Μαρξ έλεγε πως δεν είναι μαρξιστής αλλά διαλεκτικός. Οι επίγονοι, όμως, φρόντισαν δίπλα στη λέξη «μαρξισμός» να προσθέσουν και τη λέξη «λενινισμός». Με αποτέλεσμα ο ούγγρος πεζογράφος Γκιόργκι Κονράντ να γράφει στο βιβλίο του «Αντιπολιτική» της δεκαετίας του 1980 πως όποιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του λενινιστή είναι στην πραγματικότητα σταλινικός.
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια άλλη συζήτηση όσον αφορά το έργο του Μαρξ και του Ενγκελς. Μπορεί μεν ο σοβιετικός κομμουνισμός να είναι «ο Θεός που απέτυχε», αλλά διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το έργο του Μαρξ και του Ενγκελς καταλαβαίνει καλύτερα τον καπιταλισμό, πράγμα που γνωρίζουν άριστα οι πιο προσεκτικοί μελετητές του «Κεφαλαίου», τουτέστιν οι χρηματιστές της Γουόλ Στριτ.
Χατζιδάκις και Γκάτσος: Μια φιλία που επηρέασε βαθιά τον ελληνικό ήχο
Ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτήριζε τον εαυτό του ποιητή, εννοώντας όχι μόνο ότι ήταν ποιητής των ήχων (άλλωστε έγραψε και ποιήματα), αλλά ότι είχε μια ποιητική αντίληψη του κόσμου, ενός σύμπαντος ευαισθησιών και θαυμάτων που δίνουν νόημα στην εσωτερική μας ζωή. Συνάντησε τον Νίκο Γκάτσο μεσούσης της Κατοχής, το 1943. Εκείνος σχεδόν 18 ετών και ο Γκάτσος κοντά στα 32. Τους χώριζαν περίπου 14 χρόνια.
Δεν θα λέγαμε πως μια πληθωρική προσωπικότητα όπως του Χατζιδάκι θα είχε την ανάγκη ενός μέντορα για να αναπτυχθεί και να δώσει έργο, ωστόσο η επίδραση του Γκάτσου στο μουσικό έργο του Χατζιδάκι είναι εμφανέστατη. Αν εξαιρέσει κανείς το μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη «Αξιον Εστί» του Ελύτη, πουθενά αλλού δεν είχε παρουσιαστεί ιδεωδέστερος ο συνδυασμός στίχου και μουσικής απ’ ό,τι στα τραγούδια του Χατζιδάκι σε στίχους του Γκάτσου. Η συνεργασία αυτή, βασισμένη στη βαθιά φιλία τους, λειτούργησε παραδειγματικά, ως πρότυπο, για πολλά χρόνια. Μεταμόρφωσε το ελληνικό τραγούδι και δημιούργησε μια ποιητική των ήχων άλλης τάξεως, συνδυάζοντας το λαϊκό και το ελαφρό τραγούδι.
Στα τραγούδια τους, όταν τα ακούς, έχεις την αίσθηση ότι ο λόγος και η μουσική γράφονταν ταυτοχρόνως, ότι το ένα γεννούσε το άλλο την ίδια στιγμή, ότι προέκυψαν από μια κοινή ποιητική. Η δημιουργία, βέβαια, είναι ένα φαινόμενο αστάθμητο. Επομένως δεν ορίζεται – απλώς προσεγγίζεται. Οταν, όμως, συναντώνται δύο χαρισματικοί άνθρωποι και γίνονται φίλοι, τότε συνήθως συμβαίνουν μαγικά πράγματα. Ο Γκάτσος έγραψε μόνο ένα αμιγώς ποιητικό έργο: την «Αμοργό» – και αρκούσε αυτό για να περάσει στη χορεία των σημαντικών ποιητών. Εκτοτε διοχέτευσε το ποιητικό ταλέντο του στα τραγούδια που έγραψε (τα περισσότερα για τον Χατζιδάκι). Είναι ποιήματα από μόνα τους, αλλά δυο φορές ποιήματα με τη μουσική τους.
Εχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Και ίσως τώρα, που δεν υπάρχει ούτε αυτός ούτε ο Γκάτσος ανάμεσά μας, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο το έργο που δημιούργησαν από κοινού διαμόρφωσε την ευαισθησία μας και τον τρόπο με τον οποίο ακούμε τη μουσική, ακόμη και των συνθετών που ακολούθησαν. Οι δυο τους άλλαξαν ή – για να χρησιμοποιήσω μια φράση από τον Τ. Σ. Ελιοτ – «διόρθωσαν το γούστο», χωρίς να είναι κριτικοί. Και αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τη μεγάλη εκείνη μερίδα του πληθυσμού που θέλουμε να πιστεύουμε ότι εκπροσωπεί τη μεταπολεμική Ελλάδα.