Ο μαγικός κόσμος του διαδικτύου

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Αύγουστος 1944: Το Ολοκαύτωμα των Τσιγγάνων

Παρασκευή, Αυγούστου 02, 2019 0 σχόλια
Βερολίνο 1933. Η Νύχτα των Κρυστάλλων. Το ναζιστικό καθεστώς προωθεί μια κοινωνική συνοχή στηριγμένη στο ναρκισσισμό του «εθνικού εμείς», καθιστώντας την κοινωνία πρόθυμη να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τη φυλετική της καθαρότητα.

Τα πρόσωπα (και άρα οι πολίτες) κρύβονταν συχνά πίσω από την απρόσωπη άρεια συλλογική ψυχή, επενδύοντας στα γυμνασμένα σώματα των μαχητών και στην αδρή «καθαρότητα» του δημόσιου χώρου βασικές κοινωνικές και ψυχολογικές προσδοκίες τους, αλλά και τις εξατομικευμένες ευθύνες τους.

Στο καθεστώς αυτό συνοδεύουν λίγο λίγο τους Εβραίους στη φρικιαστική πορεία του «αποδιοπομπαίου τράγου» οι αριστεροί, αρκετοί φιλελεύθεροι, οι ομοφυλόφιλοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι Αθίγγανοι. Μια κοινωνία καθαρών που στο όνομα της καθαρότητας βρωμίζει πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, πετώντας «ακάθαρτους»(!) ανθρώπους στα στρατόπεδα όπως τα άπλυτα ρούχα σε μια βιαστική επίσκεψη στο πίσω μέρος της ντουλάπας.

Βερολίνο 10 χρόνια μετά. Δεκαπέντε Νοεμβρίου του 1943: Ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ εκδίδει την πιο υποτιμημένη στην ιστορία του Ολοκαυτώματος διαταγή, με την οποία οι τσιγγάνοι εξομοιώνονταν με τους εβραίους, όσον αφορά το (μη) ανθρώπινο στάτους τους στην ναζιστική κοινωνία. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν κοντά ένα εκατομμύριο τσιγγάνοι να οδηγηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως και οι εβραίοι συμπολίτες τους, και να βρουν φρικτό θάνατο στα κρεματόρια των Ναζί. Το δικό τους Ολοκαύτωμα το ονομάζουν στη γλώσσα τους Ποράιμος (Porrajmos), δηλαδή Αφανισμό.

Αλλά η Διαδρομή προς τον Αφανισμό δεν δημιουργήθηκε μέσα σε 10 μόλις χρόνια. Η πορεία των Τσιγγάνων στην Ευρώπη είναι γεμάτη με ιστορίες εθνοκάθαρσης, εξευτελισμού, βασανιστηρίων, απαγωγών παιδιών, καταναγκαστικής εργασίας αποκλεισμού από κάθε απόπειρα (ηθελημένης ή αθέλητης) «ενσωμάτωσης» ή τριβής και παιδείας. «Το 16ο και 17ο αιώνα, ο διωγμός των τσιγγάνων είναι καθεστώς σε όλη την Ευρώπη με διάφορες μορφές: εξόντωση με «φωτιά και σίδερο» στη Γαλλία, καταδίκη σε εξορία όλων ανεξαιρέτως από την Ισπανία, κρέμασμα στην Αγγλία και προσπάθειες εξαναγκασμένης αφομοίωσης σε άλλες χώρες.

Στη Ρουμανία ήταν για αιώνες σκλάβοι: η μακραίωνη δουλεία τους τερματίστηκε μόλις το 1856. Ο διωγμός των τσιγγάνων έφτασε όμως στη συμβολική και υλική κορύφωσή του στη ναζιστική Γερμανία», αποκαλύπτοντας μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αντιφάσεις στην ιδεολογία των Ναζί, και την δυνατότητα ως δυναμικά εξελισσόμενη ιδεολογική κατασκευή να εξοντώσουν στο μέλλον ακόμη και Άρειους την καταγωγή, καθώς η εδραιωμένη σε κριτήρια φόνου συνοχή της κοινωνίας τους εξελισσόταν από τις οικονομικές και ιστορικές περιστάσεις:

Όπως έχει επισημανθεί «στα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ οι Ρομά αποτέλεσαν ένα πρόβλημα για τη φυλετική ιδεολογία του Χίτλερ. Ήδη είχε επικρατήσει ως πιο αξιόπιστη η εκδοχή ότι οι Ρομά είχαν μεταναστεύσει περίπου τον 11ο αιώνα μ.Χ από την περιοχή Punjab της Ινδίας αφού η γλώσσα τους είχε αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα ινδικά και την αρχαία σανσκριτική. Με άλλα λόγια οι Ρομά μιλούσαν μία Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, απόδειξη της Άρειας καταγωγής τους.»

Οι Ναζί όμως είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν τους Ρομά αφού ήδη από το 1933 με την περίφημη έκθεση «το θαύμα της ζωής» είχαν εξαγγείλει το στόχο τους: να σταματήσουν την αναπαραγωγή της «ανάξιας να βιωθεί» ζωής. «Τελικά ο ναζί φυλετιστής Hans Gunther προσέθεσε έναν κοινωνικοοικονομικό παράγοντα στην θεωρία της φυλετικής καθαρότητας. Αν και παραδέχτηκε ότι οι Ρομά είναι πράγματι απόγονοι Άρειων, προσέθεσε ότι ανήκαν στις φτωχές τάξεις και ανακατεύτηκαν με τις «κατώτερες» φυλές κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους».

Αυτή η φυλετική επιμειξία με τον ταξικό προσανατολισμό, «που εξηγούσε τη φτώχια και το νομαδισμό τους, απειλούσε την άρεια ομοιογένεια». Οι τσιγγάνοι έγιναν έτσι άθελά τους ο λόγος να μπολιαστεί ο καθαρός ναζί φυλετισμός με κοινωνικά κριτήρια και το 1935 με τους νόμους της Νυρεμβέργης μπήκαν στην κατηγορία των «ακοινωνικών» και έτσι τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και μαζί της το στάτους του ανθρώπου και του πολίτη.

Το 1942 ο Χίμλερ διέταξε τη μεταφορά των Ρομά στο Άουσβιτς Μπιρκενάου, διαταγή που αντιστοιχούσε στην απόφαση για την «τελική λύση» στο εβραϊκό «πρόβλημα». Το Νοέμβριο του 1943 οι Ρομά μπήκαν στο ίδιο επίπεδο με τους Εβραίους και τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης. Στις 2 Αυγούστου του 1944 εξοντώθηκαν σε θαλάμους αερίων όσοι είχαν απομείνει στο Άουσβιτς, σηματοδοτώντας μια από τις φρικτότερες ημέρες στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των τσιγγάνων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αγγίζει τις 800.000 ψυχές, ενώ και οι ναζιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Κροατίας είχαν τη δική τους συνεισφορά στον μακάβριο απολογισμό. Όμως, ο δικός τους Αφανισμός παραμένει άγνωστος ίσως επειδή οι τσιγγάνοι ή Ρόμα δεν κατάφεραν ποτέ να συγκροτήσουν αστική τάξη ώστε να δημιουργήσουν την δική τους μεγάλη αφήγηση μέσα από έναν πολιτισμό γραφής ή κρατική οντότητα για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους.

Και όμως μελετητές υποστηρίζουν ότι σχεδόν ολόκληρος ο τσιγγάνικος πληθυσμός εξοντώθηκε στην Κροατία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, αλλά και χώρες του «Ευρωπαϊκού πυρήνα» όπως το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία.

«Η πληθυσμιακή ομάδα των Τσιγγάνων (Ρομά, Σίντι και Μανούς) πλήρωσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος από κάθε άλλη, αν οι δολοφονίες μελών της συγκριθούν με το συνολικό πληθυσμό της. H σφαγή των Σίντι (Γερμανοί Τσιγγάνοι) και των Ρομά δεν αναγνωρίζεται σήμερα (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) ως γενοκτονία, και το 2005 όταν έγινε η μεγάλη εκδήλωση για τα εγκαίνια του μνημείου του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο από το μνημείο – και από τη Μνήμη – αποκλείστηκαν (και) τα θύματα Τσιγγάνοι.» Αλλά το ιντερμέτζιο του Ολοκαυτώματος, που θα έκαιγε μια ολόκληρη ήπειρο και εκατομμύρια από τους χριστιανικούς της και όχι μόνο πληθυσμούς, έχοντας ως θύμα πέρα από τις ζωές και τον ίδιο τον πολιτισμό της, περιλάμβανε και τους Τσιγγάνους.

«Όπου πήγαμε στρέψαμε το γιο ενάντια στον πατέρα και κάναμε το φίλο, του φίλου του εχθρό» έγραψε ο Μπρεχτ στο «Τρόμος και Αθλιότητα του Γ' Ράιχ». Όμως ο ναζισμός, παρ' όλο που άφησε πίσω έναν κόσμο ερειπωμένο, δεν έχει «ψοφήσει»: Είναι ακόμη παρών, κρυμμένος χρόνια μέσα στο κουκούλι του, όπως θύμιζε ο Πρίμο Λέβι, και σήμερα βγάζει σιγά σιγά το κεφάλι του έξω και μας κοιτά, μικρό μάτι του σκότους που μεγαλώνει το μέσα κι έξω μας σκότος.

Από μια πολιτική τάξη που θέλει ή ανέχεται (καθένας κι ένα αξίωμα, σαν το πουλί μες το κλουβί του, δεν έγραψε ο Σεφέρης;) την ιστορική ροή προς την νέα δουλεία για τους πολλούς γραφικοποιώντας κάθε αντίσταση μιας φύσης ανθρώπινης που πρέπει να πεθάνει, και από μια κοινωνία που από την Αραβοφοβία (πχ κατσαριδοποίηση των Παλαιστινίων) μέχρι τον αντισημιτισμό, και από τους Τζιχαντιστές στην Ανατολή μέχρι τους νεοναζί στην Δύση (ο Μπρέιβικ ζει ανάμεσα μας), οι φυλετικοθρησκευτικές αναγνώσεις όλων των πλευρών διαχέονται ως κυρίαρχος λόγος για να συγκαλύψουν τις οικονομικοπολιτικές αιτίες, αποτελώντας το πιο γόνιμο χωράφι για το «Θηρίο».

Σε έναν κόσμο που τον αφήνουν πολιτικά και φιλοσοφικά απαίδευτο για να τον χειραγωγούν διαρκώς, που χειραγωγώντας τον φόβο και την ανάγκη του (αλλά και τις υπαρκτές του αντιθέσεις σε σχέση με το καλό και το κακό), αλληλοεξοντώνεται ευκολότερα από ό,τι οργανώνεται για να σωθεί, ο ναζισμός, παρ' όλο που άφησε πίσω του έναν κόσμο ερειπωμένο, δεν έχει «ψοφήσει»: Χρόνια προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός πλανήτη ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει» (Λέβι). Κι όμως το παλίμψηστο του αποτελείται από τις πολλές μικρές μας συμπεριφορές, και από τις πολλές μας απουσίες από όλες τις σημαντικές για μας αποφάσεις, πρεζομένοι και πρεζομένες μπροστά στην μιντιακή αναπαράσταση ενός κόσμου που όσο πεθαίνει τόσο πιο έντονα μακιγιάρεται.

Η Άρεντ όριζε ως το πιο σημαντικό καθήκον μας στον αντιφασιστικό αγώνα και στην παροχή της αντίστοιχης αντιφασιστικής παιδείας το να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μετατρέπει απλούς ανθρώπους σε όργανα του ολοκληρωτισμού. Είχε επισημάνει πως ο μέγιστος κίνδυνος δεν προέρχεται μονάχα από την ατόφια συγκρότηση του ναζισμού (γι’ αυτό και υπάρχει κι ένας βαθιά συστημικός αντιφασισμός… ένας αντιφασισμός που δρα λεκτικά ως πεδίο συνοχής της διαπλοκής της μεταδημοκρατίας την ίδια στιγμή που πρακτικά τον και την υπο-στηρίζει) αλλά από την τάση απενοχοποίησης και αποδοχής συγκεκριμένων καθεστώτων και συμπεριφορών μπροστά στην σύγκριση με το απόλυτο Κακό.

Σήμερα η προειδοποίησή της ακούγεται ίσως περισσότερο επίκαιρη από ποτέ και συμπυκνώνει την απειλή του ναζισμού και την μέγιστη ανηθικότητα της ύπαρξης αντιφασισμού πολλών ταχυτήτων, της αποδοχής να υπάρχουν ξεχασμένα ολοκαυτώματα όπως των Ρομά, αφανισμένων διπλά, ως Άνθρωποι κι ως Μνήμη: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στο να αναγνωρίσουμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν μια τέτοια εμμονή με αυτόν που θα μας εμποδίζουμε να δούμε τα πολλά εκείνα μικρά και όχι τόσο μικρά κακά με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.» Και όταν φτάσουμε εκεί στο όνομα της «καλύτερης θέας», στο όνομα της «προόδου», θα μπορούμε (θα επιβάλλεται) να πέσουμε από την κορυφή της κλίμακας «με το κεφάλι προς τα κάτω». Porrajmos, δηλαδή Αφανισμός…


Πηγη: https://tvxs.gr
Read more... 👆

Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της Ορθοδοξίας

Κυριακή, Ιουνίου 02, 2019 0 σχόλια
Σε όποια εποχή κι αν εμφανίζονται οι αιρετικοί και οι αιρέσεις αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, μια διανοητική και πνευματική ζωτικότητα.

Η αμφισβήτηση του Κατεστημένου, η αμφιβολία απέναντι στο Δόγμα, η επαναστατικότητα και η ελευθερία επιλογής και σκέψης, βασικά χαρακτηριστικά του κάθε αιρετικού, αναζωογονούν το ανθρώπινο πνεύμα και λειτουργούν ως εξελικτικοί επιταχυντές της ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Φρέσκος αέρας εισέρχεται ξαφνικά στα πνευματικά μας σεντούκια και τα κάνει να μυρίζουν λιγότερο κλεισούρα και μούχλα.

Στον πυρήνα κάθε αιρετικού βρίσκονται πάντα οι διερωτήσεις. “Τα ερωτήματα είναι που κάνουν τους ανθρώπους αιρετικούς” παραπονέθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Τερτυλλιανός. Οι αιρετικοί είναι συνήθως άνθρωποι που σκέφτονται και λειτουργούν έξω από τα συμβατικά πλαίσια. Αναζητούν διαρκώς πέρα από τις ορατές εικόνες και τα κατεστημένα δόγματα τα μυστικά και τις αλήθειες που κρύβονται από πίσω, διεκδικώντας πάντα το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής.

Εκκλησία και στιγματισμός των παρεκκλίσεων

Από την άλλη σε κάποιες εποχές και συγκυρίες ο μόνος τρόπος για να κρατήσουμε μια θρησκεία ζωντανή είναι να αποσχιστούμε, υπό τη μορφή αίρεσης, από το κύριο σώμα της. Ωστόσο οι θρησκείες και ειδικά τα ιερατεία τους, δε φημίζονται για την ανεκτικότητα τους απέναντι στο διαφορετικό ή στο αποκλίνον. Η ανεκτικότητα είναι περισσότερο κοινωνική παρά θρησκευτική αξία.

Έτσι η αύξηση της δυσανεξίας στις αιρετικές απόψεις ήταν ανέκαθεν σημάδι δογματισμού, συντηρητισμού και παρακμής, καθώς η διαφωνία εκλαμβάνονταν ως προδοσία και έγκλημα. Μια τέτοια εποχή ήταν ο Μεσαίωνας, που πέρασε στην ιστοριογραφία ως η Σκοτεινή Εποχή, με κύρια χαρακτηριστικά της από τη μία την εξόντωση του κάθε λογής αιρετικού, το “κυνήγι των μαγισσών”, τις διώξεις των Εβραίων, τη δαιμονοποίηση της διαφωνίας και την υποχώρηση της αρχαίας επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης, κι από την άλλη την αποθέωση της μοναρχίας και της θεοκρατίας.

Οι αιρέσεις αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, απόδειξη της δύναμης της ιεραρχικά οργανωμένης Εκκλησίας, που έχει το μονοπώλιο ισχύος στο να περιγράφει, στιγματίζει και να καταδικάζει ό,τι η ίδια θεωρεί παρέκκλιση. Συχνά η μεγέθυνση των αιρέσεων αντανακλά απλώς αυτό το γεγονός, δηλαδή την αύξηση της καθοδήγησης, της αστυνόμευσης και του ελέγχου του ποιμνίου εκ μέρους της Εκκλησίας.

Για να ελεγχθούν οι κοσμικοί και να εκφοβιστούν αναπτύσσεται παραδοσιακά από την Εκκλησία μια “διωκτική νοοτροπία” κι επινοούνται διακρίσεις, πρακτικές αποκλεισμού, διώξεις και οργανωμένη βία, που κατευθύνονται σε στοχευμένες ομάδες και μειονότητες, οι οποίες εντοπίζονται, διαχωρίζονται και ταξινομούνται ως “εχθροί” της Εκκλησίας, αλλά και της κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια οι ιεροεξεταστές της κάθε εποχής αναδεικνύονται ιδιαίτερα εφευρετικοί στο να επινοούν ταξινομήσεις, να καθορίζουν παρεκκλίσεις, να δημιουργούν ταυτότητες και να επιβάλουν νέες αντιλήψεις και αυστηρές πρακτικές εξουσίας σε ομάδες, που χρησιμοποιούνται ως “αποδιοπομπαίοι τράγοι”. Ο διωκτικός τους ζήλος αντανακλά συχνά τους φόβους και τις υπαρξιακές ανασφάλειες που δημιουργούν στην κοσμοαντίληψη της κυρίαρχης ελίτ οι αιρετικοί, παρότι συχνά δεν απειλούν τη δομή και τους θεσμούς της κοινωνίας.

Ειδικά η ιεραρχικά οργανωμένη και δογματική Εκκλησία δεν ανέχεται εύκολα την “ελευθερία επιλογής” και τιμωρεί παραδειγματικά όσους τολμούν και διαβαίνουν τα όρια του κατεστημένου δόγματος. Άλλωστε η κάθε αίρεση υφίσταται στο βαθμό που η εξουσία, κι εν προκειμένω η επίσημη Εκκλησία, την ανακηρύσσει ως τέτοια.

Τι είναι Αίρεση;

Ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα η νέα θρησκεία του Χριστιανισμού, είχε μια ιεραρχικά δομημένη εκκλησιαστική οργάνωση και ένα συγκεκριμένο Δόγμα, κι όποιος παρέκκλινε από αυτό θεωρούταν αιρετικός ακόμη κι εχθρός. Για το χριστιανικό ιερατείο, που κατόπιν πήρε τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας, κάθε η απόκλιση από το Δόγμα της “εξ Αποκαλύψεως Αλήθειας” ονομάζονταν Αίρεση.

Τι θεωρούταν λοιπόν “Αίρεση”; Μια ιδεολογική παρέκκλιση, μια διαστρέβλωση, μια υπονόμευση της ορθόδοξης αλήθειας, μια παράνομη πνευματικότητα, ένα “έγκλημα σκέψης”, στην ουσία η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Άλλωστε η ελληνική λέξη Αίρεση (Heresy) ετυμολογείται από το ρήμα αιρέομαι, που σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή...

Από την εποχή της εγκαθίδρυσης του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος η κατηγορία πως κάποιος ήταν “αιρετικός” δε γινόταν αποκλειστικά για λόγους θρησκευτικής καθαρότητας. Κάποιοι κατηγορούνταν ως αιρετικοί για πολιτικούς λόγους, προκειμένου να βγουν από τη μέση. Άλλοι, εξαιτίας των μυστικιστικών και αποκρυφιστικών τάσεων τους, κινούσαν υποψίες αίρεσης. Ήταν δύσκολο να αποφασίσεις που τελείωνε ο μυστικισμός και άρχιζε η αίρεση. Αν ένας άγιος ήταν ορθόδοξος ή αιρετικός...

Πρέπει να σημειωθεί πως μεταξύ 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα άρχισαν ουσιαστικά οι διεργασίες κρυσταλοποίησης και καθορισμού θρησκευτικών ταυτοτήτων στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που θα ολοκληρωνόταν αιώνες αργότερα. Φυσικά η διεκδίκηση της όποιας “ορθοδοξίας” ελκυόταν από πολλούς υποψήφιους. Έτσι και ο όρος αίρεση νοηματοδοτείται εκ νέου. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο αίρεση αποτελούσε το τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού ή θρησκευτικού συνόλου, που διαφωνούσε με την κυρίαρχη τάση ή με άλλες δευτερεύουσες και βρισκόταν σε ειρηνικό διάλογο ή ακόμη και αντιπάλευε τους συνομιλητές της. Ωστόσο, εκείνη την ενδιάμεση εποχή, όλες αυτές οι τάσεις και αιρέσεις μπορούσαν να συνυπάρχουν υπό την ίδια στέγη, δίχως ν' απαιτείται ο “ακρωτηριασμός” του κυρίως “σώματος”.

Όταν όμως προς τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα, στα πλαίσια ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων, οι ταυτότητες σταδιακά παγιώνονται και οι όροι αποκτούν διαφορετική έννοια. Πλέον με τον όρο αίρεση (Μινούτ στα Εβραϊκά) προσδιορίζεται εκείνη η θρησκευτική ομάδα που όχι μόνον διαφέρει, θεωρητικά ή πρακτικά, από το κυρίαρχο ρεύμα, αλλά συνιστά και απειλή για την κυρίαρχη τάση, την “ορθόδοξη”. Έτσι ο εννοούμενος ως “αιρετικός” θεωρείται πλέον εχθρικά διακείμενος.

Είναι ο “Άλλος” ή ο “Ξένος”, που εξορισμού εξοστρακίζεται και δεν μπορεί πλέον να συμμετάσχει στα τελούμενα της κυρίαρχης “ορθόδοξης” τάσης. Αφορίζεται, στιγματίζεται, ενοχοποιείται και στοχοποιείται, διότι θεωρείται πως η αμφισβήτηση της όποιας “ορθοδοξίας” τον αποκόπτει επίσημα και σχεδόν αμετάκλητα από το σώμα της. Συχνά δε επιτελεί και το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για την εξυπηρέτηση των περιστασιακών εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων της ιστορικής στιγμής.

Η αποδιοπόμπηση της αίρεσης, που στηρίχθηκε στη σκόπιμη καλλιέργεια των κινδύνων που απορρέουν από αυτή, καθοδηγήθηκε από την εξουσία και την Εκκλησία, λαμβάνοντας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τη μορφή του ειδικού κατασταλτικού μηχανισμού της Ιεράς Εξέτασης (Sacra Inquisitio), με ιεροδικεία και δημόσιες τελετές καύσης.

H αποδιοπόμπηση της αίρεσης και η έντεχνη υποδαύλιση του φόβου για τους δήθεν κινδύνους που προέρχονται από αυτή, εδραίωνε τις θεσμικές εκφράσεις της πίστης, έκανε να προβάλλει ως “φυσική” η αμυντική αντίδραση της κοινωνίας με τη δημιουργία μιας εκκλησιαστικής αστυνομίας (Ιερά Εξέταση) κι επέβαλε ως αιτιολογημένη και νόμιμη οποιαδήποτε βία και αυθαιρεσία εκ μέρους της εξουσίας.

Έτσι, οποιαδήποτε νομική βοήθεια μέσω δικηγόρων ή μαρτύρων και γενικώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, δεν ίσχυαν για εκείνους που κατηγορούνταν για Αίρεση. “Εκείνοι που υπερασπίζονται τους κατηγορούμενους αιρετικούς, θα αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί” (Thomas S. Szasz, Η Βιομηχανία της Τρέλας, κεφ. “Ο Κακούργος Επικυρώνεται”). Αναφερόμενος στην “κοινωνική λειτουργία” της Ιεράς Εξέτασης ο Lea σημειώνει: “Αντικείμενο της Ιεράς Εξέτασης είναι η εκρίζωση της αίρεσης.

Όμως η αίρεση δεν είναι δυνατόν να εκριζωθεί εάν δεν αφανιστούν οι αιρετικοί... Κι αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: ή με τον προσηλυτισμό των αιρετικών στην αληθινή Καθολική πίστη ή με την παράδοσή τους στις κοσμικές αρχές για να καούν στην πυρά”. Η πυρά υποτίθεται πως “εξάγνιζε” τους αιρετικούς από τις “αμαρτίες” τους και οδηγούσε την “καθαρή” πλέον ψυχή τους στο Θεό για να αναλάβει την Τελική Κρίση της.

Η ειρωνεία πάντως της ιστορίας είναι πως Ιησούς, όταν άρχισε να διδάσκει και έλεγε “Εγώ και ο Πατέρας είμαστε Ένα”, θεωρήθηκε από το Ιερατείο του Ιουδαϊσμού, το οποίο υποστήριζε πως ο Θεός είναι ο Δημιουργός του κόσμου και πως Δημιουργός και δημιούργημα δεν μπορεί να είναι ένα και το αυτό, ως αιρετικός και βλάσφημος. Και κατηγορούμενος για βλασφημία, και όχι ότι για την επαναστατική του δράση κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οδηγήθηκε τελικά στη Σταύρωση. Αυτός, χωρίς τον οποίο δε θα υπήρχε ποτέ ο Χριστιανισμός, ήταν κάποιος που πέθανε μαρτυρικά πάνω στο σταυρό επειδή το επίσημο ιερατείο της εποχής του τον στιγμάτισε ως βλάσφημο και αιρετικό.

Στον αντίποδα, όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους και άρχισε να υπόκειται σε πολιτικές στρατηγικές, σκοπιμότητες και στην κρατική εξουσία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά δόγματος, έχασε τους ζωτικούς χυμούς και την επαναστατικότητα των πρώτων αιώνων. Στην πορεία κατέληξε στείρος, η σκέψη των πνευματικών του πρωτοπόρων περιορίστηκε σε στεγανά, ακόμη και τα βιωματικά του μυστήρια ξεθώριασαν, απώλεσαν την πνευματική ουσία τους, κι έγιναν περισσότερο αναπαραστάσεις με οσμή αρχαίας μυστηριακής ατμόσφαιρας. Αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο το τίμημα της επιτυχίας του.

Διώξεις αιρετικών στο Βυζάντιο

Η εξόντωση κι ο εκτοπισμός των Παυλικιανών, οι θανατικές καταδίκες Μανιχαίων, οι διώξεις κάθε Γνωστικιστικής ή Μανιχαϊκής τάσης, όπως π.χ. ο Βογομιλισμός από τον Αλέξιο Α' Κομνηνό, πήραν πολλές φορές τις διαστάσεις ενός πραγματικού κυνηγιού των μαγισσών. Δεκατέσσερις χιλιάδες στρατιώτες του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ, που αιχμαλωτίστηκαν το 1014 μ.Χ. στη μάχη στο Κλειδί/Μπελάσιτσα, θεωρήθηκαν “στασιαστές” και τυφλώθηκαν ομαδικά, με διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος απέκτησε έκτοτε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος.

Σύμφωνα με την Ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορική Κοσμοθεωρία, ο Βούλγαρος Τσάρος όφειλε να θεωρεί τον Αυτοκράτορα “Πατέρα” του, κι έτσι κάθε εχθρική κίνησή του θεωρούταν αυτομάτως στάση και ανταρσία ενός αχάριστου υιού ενάντια στον πνευματικό του Πατέρα, την οποία υποκινούσε ο Σατανάς για να προκαλέσει τον όλεθρο των χριστιανικών ψυχών. Έτσι έπρεπε να τιμωρηθεί από τον Θεό, άρα από τον αντιπρόσωπό του στη γη, δηλαδή τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.

Για να αιτιολογήσουν τις διώξεις τους απέναντι στην όποια αιρετική διαφορετικότητα οι Ορθόδοξοι υποστήριξαν πως αυτή δεν ήταν θεωρητικού και φιλοσοφικού τύπου, αλλά εκδηλωνόταν σχεδόν πάντα με αιματηρή βία και διεκδικούσε τα δικά της πρωτεία εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα εκείνες των Ευχιτών, των Βογόμιλων, των Βάλδιων και των Καθαρών, δεν ευσταθεί, αλλά αποτελεί μια σκανδαλώδη παραχάραξη.

Γιώργος Στάμκος - tvxs
Read more... 👆

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Πρωτομαγιά 1944: Η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή

Τετάρτη, Μαΐου 01, 2019 0 σχόλια
Το ημερολόγιο έδειχνε τέλη Απριλίου 1944, όταν η τανάλια της φρίκης έσφιξε για μια ακόμα φορά τις καρδιές του λαού που διάβαζε στους τοίχους των σπιτιών της Αθήνας και στον κατοχικό Τύπο την εξής ανακοίνωση:

«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:

1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.

2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.

Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί (σσ: ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.

Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».

Με μπροστάρηδες τις οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που έδιναν στην κυριολεξία το αίμα τους, σηκώνοντας το βάρος της Εθνικής Αντίστασης, ξεκίνησαν πολύμορφες και μαζικές εργατικές, λαϊκές και φοιτητικές κινητοποιήσεις για να σωθούν από την εκτέλεση οι αγωνιστές που ήταν φυλακισμένοι στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Το Στρατόπεδο αυτό άρχισε να λειτουργεί στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 και ήταν ένα από τα πλέον σκληρά, από τα συνολικά 36 αντίστοιχα που υπήρχαν στην Ελλάδα.

Ο αριθμός των κρατουμένων σε αυτό, που ανανεωνόταν συνεχώς, ξεπέρασε τους 3000. Στο κολαστήριο πέρασαν μέρες, μήνες και χρόνια άνδρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά με τις μητέρες τους. Νους και καρδιά της αντίστασης της οργάνωσης, της αγωνιστικής ανάτασης και καθοδηγητικός πυρήνας στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, ήταν οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές, που παραδόθηκαν από το αστικό κράτος στα κατοχικά στρατεύματα.

Το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ήταν έρημο μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη του 1943, όταν έφτασαν από τη Λάρισα οι πρώτοι κρατούμενοι. Ήταν η περίοδος που η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση είχε φουντώσει και το ΕΑΜ, με κύριο αιμοδότη και τροφοδότη του το ΚΚΕ, είχε ήδη εξελιχθεί στην κύρια πολιτική δύναμη, κύριο εκφραστή του αγώνα του λαού, για την απαλλαγή από τη χιτλερική, φασιστική κατοχή. Την ίδια περίοδο, ο ΕΛΑΣ, είχε ήδη απελευθερώσει μια σειρά από περιοχές στη χώρα.

Η ολοένα αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜικού κινήματος οδήγησε τις ιταλικές φασιστικές δυνάμεις, που έλεγχαν τις φυλακές-στρατόπεδα στη Νότια Ελλάδα, στην απόφαση να διαλύσουν εκείνα που βρίσκονταν σε επισφαλείς θέσεις. Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και των Τρικάλων μεταφέρθηκαν στη Λάρισα τον Μάιο του 1943, αλλά επειδή ακόμα και εκεί οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις δεν ήταν σίγουρες, στις 29 Αυγούστου 1943 επέλεξαν πάνω από 600 κρατούμενους και τους απέστειλαν σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών ήταν οι 243 κομμουνιστές, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, Ακροναυπλιώτες, από την εποχή του Μεταξά, και 20 Αναφιώτες.

Ήταν οι κομμουνιστές δεσμώτες, που αφού το αστικό κράτος τούς αρνήθηκε τη συμμετοχή -που είχαν ζητήσει- στον Πόλεμο του 1940, τούς κράτησε στην Ακροναυπλία και την Ανάφη και με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα τους παρέδωσε στους ναζί. Επίσης, υπήρχαν και 327 ήρωες του Αλβανικού Μετώπου, αλλά και όσοι είχαν κατά καιρούς συλληφθεί στα μπλόκα.

Από τον Οκτώβριο του 1943 και μετά, στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι, συλληφθέντες είτε σε μπλόκα, είτε από την Γκεστάπο. Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των «Ες-Ες» στην Αθήνα, το διαβόητο κτίριο της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι, προκειμένου να ανακριθούν και να βασανιστούν.

Στη Μέρλιν, συντάσσονταν τα φυλακιστήρια για το Χαϊδάρι, καθώς και οι καταστάσεις των εκτελέσεων. Οι «Ες-Ες», τέθηκαν σχεδόν αμέσως επικεφαλής του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, το οποίο ήταν στρατηγικής σημασίας γι' αυτούς, διότι δεν ήταν απλώς ένας χώρος όπου κρατούνταν, βασανίζονταν και εκτελούνταν τα παιδιά του λαού, οι αγωνιστές της Αντίστασης.

Οι διαδόσεις σχετικά με τα βασανιστήρια και τα εγκλήματα που γίνονταν στο Χαϊδάρι, αποτελούσαν ένα από τα βασικότερα μέσα τρομοκρατίας του λαού για την προσπάθεια καταστολής εξεγέρσεων και της αντιστασιακής δράσης. Στόχος των χιτλερικών, ήταν το στρατόπεδο να μετατραπεί σε ένα είδους «φόβητρο» για τον ίδιο το λαό.

«Η διαμονή στο Χαϊδάρι έπρεπε να έχει κάτι το αβέβαιο, το αόριστο, το διαρκώς επικίνδυνο. Να γίνει ο μπαμπούλας, φόβητρο, συνώνυμο με το Χάρο και να παραδοθεί έτσι στη φαντασία του ευαίσθητου Λαού μας, που με τη δύναμη και τη γονιμότητά της το συμπλήρωνε, το τελειοποιούσε, και αυτόματα η δύναμη αυτή έμπαινε στην υπηρεσία του εχθρού. Το Χαϊδάρι ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους», Θέμος Κορνάρος: «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου».

Στις 30 Απριλίου 1944, φάνηκαν στο Στρατόπεδο τα προμηνύματα της ματωμένης Πρωτομαγιάς, όταν έγινε γνωστή η γερμανική ανακοίνωση.

Οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές αμέσως κατάλαβαν ότι αυτοί ήταν που θα εκτελεστούν. Περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν. Συγκεντρώθηκαν αμέσως στο θάλαμό τους, αποχαιρέτησαν φίλους και συντρόφους τους κρατούμενους σε άλλα μπλοκ και νίκησαν τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια με τραγούδι και χορό.

Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς, άρχισαν να διαβάζουν τα ονόματα όσων θα πήγαιναν για εκτέλεση. Όσοι άκουγαν τα ονόματά τους φώναζαν ζωηρά «παρών», αποχαιρετούσαν τους άλλους, ζητωκραύγαζαν για την Ελλάδα και τη λευτεριά, για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ, και με σταθερό και περήφανο βήμα προχωρούσαν και σχημάτιζαν εικοσάδες, μπροστά στο Μπλοκ 15.

Ναπολέων Σουκατζίδης

Διακόσια ονόματα. 200 ήρωες, 200 «Παρών!» Όταν ακούστηκε το όνομα Σουκατζίδης Ναπολέων, και η βροντερή απάντηση «Παρών!», όλο το στρατόπεδο πάγωσε. Έπαιρναν τον Ναπολέοντα, τον διερμηνέα του στρατοπέδου, το στήριγμα όλων των κρατουμένων. Η συγκίνηση μεγάλωσε πιο πολύ, όταν παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά στο δεύτερο διερμηνέα, Θανάση Μερεμέτη, λέγοντας του: «Θανάση, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες στρατιώτες. Να είσαι πάντα καλός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τούς αποχαιρετώ όλους».

Ο διοικητής Φίσερ πρότεινε στον Ναπολέοντα να τον εξαιρέσει. Ο Ναπολέων τον ρώτησε αν μετά την αφαίρεση του ονόματός του, η λίστα θα συμπληρωνόταν από άλλον κρατούμενο. Μετά την καταφατική απάντηση του Φίσερ, ο Σουκατζίδης αρνήθηκε να εξαιρεθεί και να μπει άλλος αγωνιστής στη θέση του, προτιμώντας τον παλικαρίσιο θάνατο παρά την ταπεινή συναλλαγή.

Πολύπλευρη και φωτεινή προσωπικότητα ο Ναπολέων Σουκατζίδης , συνέδεσε από νωρίς τη ζωή του με το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Μέλος της ΟΚΝΕ από το 1927, γλωσσομαθής (από 19 χρόνων μιλούσε και έγραφε έξι γλώσσες), παρότι σπούδασε Οικονομικά, ανέπτυξε δράση και στο χώρο του Πολιτισμού. Πρωτοπόρος στους εργατικούς αγώνες στην Κρήτη, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ήταν μεταξύ των 5 κομμουνιστών προέδρων Σωματείων που συνέλαβε η Ασφάλεια στις 13 Ιουνίου 1936 και τους εκτόπισε στον Αϊ - Στράτη.

Ιδιαίτερος σταθμός στη ζωή του Ν. Σουκατζίδη αποτέλεσε η φυλάκισή του στην Ακροναυπλία. Μνημειώδη έμειναν τα μαθήματα που παρέδιδε, αλλά και παρακολουθούσε. Όσο υπήρχαν βιβλία, μελετούσε ιστορία, λογοτεχνία, λαογραφία, ξένες γλώσσες. Έμαθε τέλεια Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ρωσικά, Τουρκικά. Δίδασκε τη μέρα στους συντρόφους του (εργάτες και αγρότες) Ελληνικά, Ιστορία, ξένες γλώσσες και το βράδυ στο μισοσκόταδο, σε μια γωνιά του μεγάλου θαλάμου, δεν έχανε λέξη από τα μαθήματα που παρέδιδε ο Δημήτρης Γληνός.

Στο τελευταίο του γράμμα προς τον πατέρα του, το στέλεχος του ΚΚΕ, Ακροναυπλιώτης και πρώην πρόεδρος του Εργατικουπαλληλικού Κέντρου Ηρακλείου έγραφε: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να 'σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Ν' αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδελφούλα μου. Κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη. Ναπολέων».

Πρωτομαγιά 1944

Δέκα φορτηγά ξεκίνησαν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κουβαλώντας μελλοθάνατους στην Καισαριανή. Ο δρόμος προς το Σκοπευτήριο γέμισε ρούχα και σημειώματα των μελλοθάνατων, όχι «αποχαιρετιστήρια» σημειώματα, αλλά πλήρους λεβεντιάς και περηφάνιας καλέσματα για αγώνα και εκδίκηση: «Δε σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα, 1η Μάη 1944, σας φιλώ για τελευταία φορά»/ «Αγαπημένοι μου.

Ο θάνατος δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για πάλη που διεξάγετε. Σφίξετε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα αυτή δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ»/ «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος»/ «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη».

Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής οι 200 χωρίστηκαν ανά 20άδες για να στηθούν στον τοίχο. Ακούστηκαν, δέκα φορές η ομοβροντία του εκτελεστικού αποσπάσματος και δέκα φορές οι χαριστικές βολές. Τα πτώματα μετέφεραν στα φορτηγά οι επόμενοι 20 που ήταν για εκτέλεση. Πήγαιναν ως το απόσπασμα τραγουδώντας και χορεύοντας ώσπου να έλθει η σειρά τους. Οι φωνές τους πάσχιζαν να καλύψουν τους ήχους των όπλων: «Αδέλφια, γεια σας!», «Ζήτω το ΚΚΕ! Ζήτω το ΕΑΜ! Ζήτω η Ελλάδα», «Εκδίκηση! Λευτεριά!»

«...10 η ώρα το πρωί, τους φέρανε και ως τις 12 το μεσημέρι βάσταξε κείνη η τελετή. Κατά εικοσάδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ στον τοίχο, απάνω σε σιδερένια τρίποδα, στις γωνιές ήταν τα πολυβόλα. Και τα πυρά τους τα 'ριχναν διασταυρωμένα. Μέσα στο χώρο της εκτέλεσης ήταν δύο εργάτες του Δήμου κι ένας παπάς. Ο παπάς εξομολόγαγε, τι του εξομολογιόντανε οι μελλοθάνατοι. Χαιρετίσματα στη γυναίκα μου. Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός. Εκδίκηση. Ζήτω η ελευθερία.

Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη Δημοκρατία. Δεν άντεξε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρίψει αλλού το πρόσωπο. Τον πρόγκιξαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια. Ο κόσμος γύρω στα λοφάκια και τις ταράτσες στέκεται βουβός. Ακούγεται καθαρή - καθαρή η ομοβροντία και η ριπή της κάθε ομάδας. Τότε ο κόσμος όλος μαζί άρχισε να κλαίει. Κλαίγαν και οι γέροι και παιδιά. Λέγαν «Κατάρα - ανάθεμα». Σ' όλο το διάστημα οι καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νεκρικά. Μια γυναίκα αστυφύλακα, που κοίταζε από ψηλά τρελάθηκε...

Ο κόσμος πήρε ξοπίσω τα καμιόνια, που φεύγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άνδρες βγάζαν στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε λουλούδια.

Την ίδια μέρα όλοι οι γύρω συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία. Τη νύχτα γενική κινητοποίηση του πληθυσμού. Φωνάξανε περισσότερο παρά ποτέ ηρωικά κι ασώπαστα τα χωνιά, κι όπου είχε στάξει το αίμα τους και το ντουβάρι της εκτέλεσης από ψηλά, κρυφά - κρυφά, από τους τοίχους σκεπάστηκαν όλα παντού με λουλούδια και ρίχτηκαν παντού στεφάνια. Αυτό ήταν των ζωντανών προς τους νεκρούς αγωνιστές το μνημόσυνο», Μέλπω Αξιώτη: «Πρωτομαγιές».

2 Μάη 1944

Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής, αψηφά την τρομοκρατία και μετονομάζει το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ». Στους τοίχους του γράφεται το σύνθημα: «Αυτός ο δρόμος είναι ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χτες 1 του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια».

Λίγες μέρες μετά το ΕΑΜ αναφέρει σε κάλεσμά του προς το λαό: «(...) Η φρικώδης και πρωτάκουστη τρομοκρατία που εξασκεί στην Ελλάδα ο καταχτητής με τη βοήθεια γερμανοράλληδων δεν είναι στην ουσία αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ εδώ και στην ύπαιθρο. Αυτό είναι απλή δικαιολογία. Γίνεται για να τρομοκρατηθεί ο λαός, να σταματήσει την αντίστασή του και να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι οι κατακτητές την επιστράτευση και τη ληστεία του τόπου μας. ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ, η στιγμή είναι κρίσιμη.

Αν σκύψουμε το κεφάλι είμαστε χαμένοι. Τα θύματα του αγώνα είναι πολύ λιγότερα από τα θύματα της επιστράτευσης, από τα θύματα της πείνας. Οι κρεμασμένοι και τουφεκισμένοι ήρωες, τα καμένα μας χωριά φωνάζουν. Μην αφήστε τη θυσία μας να πάει χαμένη! Μην υποταχθείτε! Αγωνιστείτε για να μη γίνει η επιστράτευση. Αγωνιστείτε για τη ζωή σας. Εκδικηθείτε. Αγωνιστείτε για να σταματήσουν οι σφαγές».

Αντί επιλόγου

«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί. / Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες - / η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο. / Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. / Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες/ αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον. / Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν' ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς/ μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον/ θυμηθείτε το: αν η ελευθερία/ δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, / εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γειά σας», Γιάννης Ρίτσος: «Σκοπευτήριο Καισαριανής».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/του Γιώργου Μηλιώνη
Read more... 👆

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Η έναρξη του πολέμου της Βοσνίας

Σάββατο, Μαρτίου 02, 2019 0 σχόλια
Την 1η Μαρτίου 1992 διεξάγεται το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Βοσνίας Ερζεγοβίνης και ξεκινά ο πόλεμος της Βοσνίας, που θα κρατήσει μέχρι τον Δεκέμβριο του 1995.

Μετά το θάνατο του ηγέτη της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας Γιόσιπ Μπροζ Τίτο το 1980, ο ολοένα αυξανόμενος εθνικισμός ανάμεσα στις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες άρχισε να απειλεί τη διάλυση την ένωσης.

Η διαδικασία αυτή εντάθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980 με την άνοδο του Σέρβου ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Το 1991, οι Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Σλοβενίας, της Κροατίας και η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κροατία, που ακολούθησε, ο γιουγκοσλαβικός στρατός-υπό την κυριαρχία των Σέρβων- υποστήριξε Σέρβους αυτονομιστές στις βίαιες συγκρούσεις τους με κροατικές δυνάμεις.

Στη Βοσνία, οι Μουσουλμάνοι αντιπροσώπευαν τη μεγαλύτερη ενιαία ομάδα του πληθυσμού από το 1971. Πολλοί Σέρβοι και Κροάτες μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών, και σε μια απογραφή πληθυσμού του 1991 στη Βοσνία, στα 4 εκατομμύρια πληθυσμού, το 44% ήταν Βόσνιοι, το 31% Σέρβοι, και το 17% Κροάτες. Οι εκλογές που διεξήχθησαν στα τέλη του 1990 οδήγησαν σε διάσπαση την κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των κομμάτων που εκπροσωπούσαν τις τρεις εθνότητες, με επικεφαλής τον Βόσνιο Αλία Ιζετμπέκοβιτς.

Καθώς οι εντάσεις αύξαναν μέσα και έξω από τη χώρα, ο Σερβοβόσνιος ηγέτης Ράντοβαν Κάραζιτς και το Σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα του παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και δημιούργησε τη «Σερβική Εθνική Συνέλευση».

Την πρώτη Μαρτίου 1992 στην Βοσνία διεξάγεται δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της από τη Γιουγκοσλαβία (29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου του 1992). Στις 3 Μαρτίου ο Πρόεδρος Ιζετμπέκοβιτς διακηρύσσει την ανεξαρτησία της Βοσνίας.

Μη επιθυμώντας την ανεξαρτησία της Βοσνίας, οι Σέρβοι της Βοσνίας, ήθελαν να είναι μέρος ενός κυρίαρχου σερβικού κράτους στα Βαλκάνια, μια «Μεγάλη Σερβία», την οποία οι Σέρβοι αυτονομιστές οραματίζονταν από καιρό. Στις αρχές Μαΐου του 1992, δύο ημέρες μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Βοσνίας από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (προδρόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σερβοβοσνιακές δυνάμεις, με την υποστήριξη του Μιλόσεβιτς και τον γιουγκοσλαβικό (κυριαρχούμενο από Σέρβους) στρατό εξαπέλυσαν επίθεσή, βομβαρδίζοντας την πρωτεύουσα της Βοσνίας, το Σεράγεβο.

Επιτέθηκαν σε πόλεις με μεγάλο πληθυσμό Βοσνίων, όπως τις Zvonik, Foca και Visegrad, ενώ ακολούθησε η βίαιη εκδίωξη Βοσνίων πολιτών από την περιοχή, διαδικασία που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως εθνοκάθαρση.

Αν και οι κυβερνητικές δυνάμεις της Βοσνίας προσπάθησαν να αμυνθούν, κάποιες φορές με τη βοήθεια του κροατικού στρατού, οι σερβοβοσνιακές δυνάμεις είχαν τον έλεγχο σχεδόν των 3/4 της χώρας στο τέλος του 1993.

Οι περισσότεροι Κροατοβόσνιοι είχαν εγκαταλείψει τη χώρα ενώ ένας σημαντικός αριθμός Βοσνίων παρέμενε σε μικρότερες πόλεις. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), αρνήθηκε να παρέμβει στη σύγκρουση στη Βοσνία, αλλά μια εκστρατεία από τον Ύπατο Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα του πολέμου που είχαν εκτοπιστεί και τραυματιστεί ή υποσιτίζονταν.

H Σφαγή της Σρεμπρένιτσα: Ιούλιος 1995

Μέχρι το καλοκαίρι του 1995, τρεις πόλεις στην ανατολική Βοσνία, η Σρεμπρένιτσα, η Ζέπα και η Gorazde παρέμεναν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Βοσνίας. Ο ΟΗΕ είχε κηρύξει αυτά τα περίκλειστα εδάφη ως «ασφαλή καταφύγια», το 1993, ώστε να είναι αφοπλισμένα να προστατεύονται από διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις.

Ωστόσο, στις 11 Ιουλίου, Ο σερβοβοσνιακός στρατός υπό τον στρατηγό Ράτκο Μλάντιτς εισέρχεται στην κωμόπολη της Νότιας Βοσνίας και ύστερα από μικρή αντίσταση την καταλαμβάνει. Στη συνέχεια, σερβικές δυνάμεις χώρισαν τους Βόσνιους στη Σρεμπρένιτσα, βάζοντας τις γυναίκες και τα κορίτσια σε λεωφορεία και στέλνοντάς τους σε βοσνιακό έδαφος. Μερικές από τις γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού ή σεξουαλικής επίθεσης, ενώ οι άντρες και τα αγόρια που παρέμειναν πίσω εκτελέστηκαν αμέσως ή μεταφέρθηκαν σε χώρους μαζικής θανάτωσης. Εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν από τις σερβικές δυνάμεις στη Σρεμπρένιτσα από 7.000 ως 8.000 άνθρωποι.

Όπως γράφει ο Τάκης Μίχας στην Ανίερη Συμμαχία, «την ίδια νύχτα, ένα ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι μετέδωσε τηλεφωνική συνέντευξη ενός Έλληνα μαχητή στη Σρεμπρένιτσα. ‘Όταν το πυροβολικό σταμάτησε τους βομβαρδισμούς, μπήκαμε και καθαρίσαμε!’, δήλωσε με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Έθνος, τέσσερις σημαίες υψώθηκαν στα ερείπια της ορθόδοξης εκκλησίας της Σρεμπρένιτσα: η σερβική, η ελληνική, της Βεργίνας και του Βυζαντίου. ‘Κυματίζουν μαζί, δίπλα-δίπλα και είναι η απόδειξη της αγάπης και της αλληλεγγύης των δύο λαών, της ευγνωμοσύνης των Σέρβων στρατιωτών για την βοήθεια των Ελλήνων εθελοντών που πολεμούν στο πλευρό τους’, ανέφερε στην ανταπόκρισή της η αθηναϊκή εφημερίδα».

Μετά την σερβοβοσνιανική κατάληψη της Ζέπα, τον ίδιο μήνα, και την έκρηξη μιας βόμβας σε πολυσύχναστη αγορά του Σεράγεβο, η διεθνής κοινότητα άρχισε να αντιδρά δυναμικά στη συνεχιζόμενη σύγκρουση και τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των νεκρών. Τον Αύγουστο του 1995, αφού οι Σέρβοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το τελεσίγραφο του ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ συμμαχώντας με βοσνιακές και κροατικές δυνάμεις βομβάρδισε επί τρεις εβδομάδες τις σερβοβοσνιακές θέσεις και προχώρησε σε χερσαία επίθεση.

Με την οικονομία της Σερβίας να πλήττεται από τις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών και τις στρατιωτικές της δυνάμεις να δέχονται επίθεση, ο Μιλόσεβιτς συμφώνησε μετά από τρία χρόνια πολέμου να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις τον Οκτώβριο. Στις υπό την αιγίδα των ΗΠΑ ειρηνευτικές συνομιλίες στο Ντέιτον του Οχάιο το Νοέμβριο του 1995 (στις οποίες μετείχαν ο Ιζετμπέγκοβιτς, ο Μιλόσεβιτς και ο Πρόεδρος της Κροατίας, Φράνιο Τούτζμαν) συμφωνήθηκε ο διαχωρισμός της Βοσνίας: το 51% ως Κροατο-Μουσουλμανικός τομέας, υπό την ονομασία Ομοσπονδία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης που είχε δημιουργηθεί τον Ιανουάριο του 1994, και στο τομέα της Σερβικής Δημοκρατίας το υπόλοιπο 49% της χώρας.

Στη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία σκοτώθηκαν 278.000 άνθρωποι, εκ των οποίων 150.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 97.000 Σέρβοι και 28.000 Κροάτες. Την ίδια περίοδο μετακινήθηκαν 1.370.000 κάτοικοι, εκ των οποίων 702.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 410.000 Σέρβοι και 155.000 Κροάτες.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Η πρώτη διπλωματική αναγνώριση της Ελλάδας

Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2019 0 σχόλια
Η Αϊτή -το Χαΐτιον, σύμφωνα με τα ελληνικά της εποχής- ήταν η πρώτη κρατική οντότητα που αναγνώρισε την Επανάσταση του '21 και το δικαίωμα των Ελλήνων για αυτοδιάθεση, με την επιστολή του προέδρου της Ιωάννου Βόγιερ (Jean Pierre Boyer) προς τον Αδαμάντιο Κοραή, η οποία φέρει ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1822.

Είχε προηγηθεί επιστολή του Κοραή και άλλων επιφανών Ελλήνων των Παρισίων προς τον Βόγιερ, με την οποία του ζητούσαν βοήθεια για την Επανάσταση, κατόπιν συστάσεων του περίφημου Γάλλου στρατηγού Λαφαγιέτ και του Επισκόπου Βλαισών Γρηγορίου, που είχε επισκεφθεί την περιοχή.

Η Αϊτή, μια φτωχή χώρα της Καραϊβικής, δεν ήταν δυνατόν να στείλει βοήθεια προς την Ελλάδα, αλλά ο πρόεδρός της απάντησε με την ακόλουθο επιστολή, που χαρακτηρίζεται από θερμά αισθήματα για την ελληνική εξέγερση:

Ελευθερία… Ισότης

Ιωάννης Πέτρου Βόγερ, πρόεδρος του Χαϊτίου, προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην.

Εις τα Παρίσια

Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.

Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.

Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος.

Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.

Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.

Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας - ΒΟΓΕΡ

Η Αϊτή, προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης, ήταν η πρώτη χώρα που κατάργησε τη δουλεία και κυβερνήθηκε από μαύρους. Ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία την Πρωτοχρονιά του 1804, αλλά ακόμη και σήμερα παραμένει μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου.

Στις 12 Ιανουαρίου 2010 η Αϊτή επλήγη από ισχυρό σεισμό, που προκάλεσε ανθρωπιστική καταστροφή. Οι νεκροί έφθασαν τις 316.000 και οι άστεγοι ξεπέρασαν το 1.600.000. Η Ελλάδα, αναγνωρίζοντας το χρέος της προς τη χώρα που πρώτη αναγνώρισε τα δίκαια του αγώνα της το 1821, ήταν από τις πρώτες που απέστειλε βοήθεια. Μάλιστα, στις 24 Ιανουαρίου Έλληνες και Γάλλοι διασώστες ανέσυραν ζωντανό έναν 24χρονο από τα ερείπια ξενοδοχείου, δώδεκα ημέρες μετά τον καταστροφικό σεισμό των 7 Ρίχτερ.

Read more... 👆

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Η ιστορία της Πρωτοχρονιάς

Τρίτη, Ιανουαρίου 01, 2019 0 σχόλια
Η πιο αρχαία γιορτή που τιμούν με ενθουσιασμό όλα τα έθνη και οι φυλές, είναι η Πρωτοχρονιά.Ωστόσο στην αρχαιότητα ο χρόνος δεν ξεκινούσε πάντα την πρώτη Γενάρη.

Οι πρώτοι που καθιέρωσαν γιορτή για το νέο έτος, ήταν οι Βαβυλώνιοι περίπου το 2.ΟΟΟ π.Χ στη Μεσοποταμία.

Καθώς οι Βαβυλώνιοι ήταν γνώστες των ουράνιων σωμάτων, είχαν δημιουργήσει ένα σεληνιακό ημερολόγιο, βάσει του οποίου ο νέος χρόνος ξεκινούσε κατά την εαρινή ισημερία, δηλαδή στις 21 Μάρτη. Η γιορτή ονομαζόταν Ακίτου, διαρκούσε 10 ημέρες και θεωρούνταν η σημαντικότερη του βαβυλωνιακού έτους. Οι Αιγύπτιοι με τη σειρά τους γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά βάσει του λαμπρότερου αστεριού Σείριου, τον μήνα του Θωθ, του θεού της σελήνης και της σοφίας.

Στην αρχαία Ελλάδα ο καινούργιος χρόνος ξεκινούσε κατά τη φθινοπωρινή ισημερία και ήταν συνδεδεμένος με την κίνηση του ήλιου και όχι της σελήνης όπως στη Μεσοποταμία. Το ημερολόγιο των Ελλήνων διαδόθηκε με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.Ωστόσο η γιορτή της Πρωτοχρονιάς, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ρώμη. Τα πρώτα χρόνια οι Ρωμαίοι γιόρταζαν το νέο έτος την 1η Μάρτη, όταν ο αστερισμός του ταύρου ήταν ορατός.

Αργότερα επί βασιλείας Νουμά Πομπιλίου προστέθηκαν άλλοι δύο μήνες ο Ιανουάριος και Φεβρουάριος. Ο πρώτος μήνας πήρε την ονομασία του από τον θεό του ρωμαϊκού πάνθεου, τον Ιανό. Ο Ιανός ήταν ο θεός με τα δύο αντίθετα προσωπεία. Θεωρούνταν ο θεός της καινούργιας αρχής και ήταν ο παλαιότερος Βασιλιάς των Ρωμαίων. Το ένα προσωπείο του κοιτούσε μπροστά και το άλλο πίσω, συμβολίζοντας το μέλλον και το παρελθόν.

Η πρώτη Γενάρη ορίστηκε αρχικά το 153 π.Χ. καθώς τότε ξεκινούσε η θητεία των Υπάτων και των Πραιτόρων. Ωστόσο ακόμα δεν γιορτάζονταν με ιδιαίτερη επισημότητα. Με την άνοδο του Ιουλίου Καίσαρα στην εξουσία το 46 π.Χ. καθιερώθηκε ως επίσημη γιορτή. Ο Καίσαρας παρατήρησε ότι το παλιό ρωμαϊκό ημερολόγιο δεν ήταν ακριβές και αποφάσισε να δημιουργήσει ένα καινούργιο με βάση τη θέση του ήλιου και όχι της σελήνης.

Τη δημιουργία του ανέλαβε ο αλεξανδρινός αστρονόμος Σωσιγένης.Οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την αλλαγή του χρόνου με τελετές όπου αντάλλαζαν δώρα και παράλληλα επιδίδονταν σε, αυτό που αργότερα οι χριστιανοί ονόμασαν, «ακολασίες». Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η γιορτή των Ρωμαίων θεωρήθηκε ειδωλολατρική και καταργήθηκε. Την περίοδο του Μεσαίωνα η πρώτη μέρα του έτους εορτάζονταν είτε τα Χριστούγεννα είτε κατά τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου.

Όταν έγινε πάπας ο Γρηγόριος “ΙΓ, το 1582 επανήλθε η πρώτη Ιανουαρίου. Τότε δημιουργήθηκε το γρηγοριανό ημερολόγιο το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα. Το γρηγοριανό ημερολόγιο βασίστηκε στο ιουλιανό αλλά υπολόγισε ακριβέστερα την μετατόπιση της ισημερίας. Τα επόμενα χρόνια υιοθετήθηκε από τις περισσότερες χώρες. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το 1923.

Read more... 👆
Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει