Ο μαγικός κόσμος του διαδικτύου

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Beloiannisz - Νίκος Μπελογιάννης : Ένα ελληνικό χωριό στην καρδιά της Ουγγαρίας

Τρίτη, Μαρτίου 19, 2024 0 σχόλια

Η Βουδαπέστη είναι ένας από τους τοπ προορισμούς για Έλληνες τουρίστες, αφού είναι σχετικά εύκολα προσβάσιμα και αρκετά φθηνή.

Ελάχιστοι όμως ξέρουν ότι στη καρδιά της Ουγγαρίας βρίσκεται ένα χωριό με έντονο ελληνικό στοιχείο, αλλά με δύσκολο όνομα, όταν το προφέρεις.

Πρόκειται για το χωριό «Beloiannisz» που σημαίνει Μπελογιάννης και είναι χτισμένο προς τιμήν του Νίκου Μπελογιάννη. Βρίσκεται 47 χλμ από τη Βουδαπέστη και χτίστηκε από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες την περίοδο του Εμφύλιο Πολέμου.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο κατασκευαστικό θαύμα, αφού εξ ολοκλήρου χτίστηκε από εθελοντές και διαθέτει 418 σπίτια, σχολείο, παιδικός σταθμός, βιβλιοθήκη, λαϊκό μέγαρο, ιατρείο και δημαρχείο.


Στην αρχή ονομαζόταν Ελληνοχώρι, όταν η κυβέρνηση της Ουγγαρίας δέχτηκε 1800 πολιτικούς πρόσφυγες, όμως το 1952 μετονομάστηκε σε Μπελογιάννης τιμώντας τον μεγάλο Νίκο Μπελογιάννη.

Αρκετοί από τους πρώτους κατοίκους γύρισαν στην Ελλάδα επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά ένα μεγάλο ποσοστό παρέμεινε εκεί διατηρώντας ακόμη την ελληνική ταυτότητα.

Το 1996 κτίστηκε ελληνορθόδοξη εκκλησία και στην επέτειο των 50 ετών από την ίδρυση του χωριού, το επισκέφτηκε και λειτούργησε στην εκκλησία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Στις 21 Μαΐου 2015, αντιπροσωπεία της Βουλής των Ελλήνων, μαζί με τον Έλληνα πρέσβη στην Ουγγαρία, Δημήτρη Γιαννακάκη, επισκέφτηκαν το χωριό και συνάντησαν τους τοπικούς παράγοντες, καθώς και τους ιθύνοντες της τοπικής ελληνικής κοινότητας. Με την τελευταία απογραφή (2012) μετρά 1.100 κατοίκους.

Στο σχολείο του χωριού διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, ενώ οι εθνικές εορτές και των δύο κρατών, Ελλάδας και Ουγγαρίας, εορτάζονται από κοινού, από όλους τους μαθητες.

Αν επισκεφθείτε τον Μπελογιάννη, μπορείτε να δείτε τον Ελληνορθόδοξο Ναό Αγίων Δημητρίου, Κωνσταντίνου και Ελένης, την Βιβλιοθήκη της Κοινότητας, καθώς και την κεντρική πλατεία του.


Read more... 👆

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Πότε και γιατί καθιερώθηκε η 29η Φεβρουαρίου

Τετάρτη, Μαρτίου 13, 2024 0 σχόλια

Η «πρεμιέρα» της 29ης Φεβρουαρίου ως πρόσθετης ημέρας κάθε δίσεκτου έτους έγινε το 1584. Η προσθήκη είχε αποφασιστεί μερικά χρόνια νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1581 από τον Πάπα Γρηγόριο ΧΙΙΙ, ο οποίος αφαίρεσε και 11 ημέρες, μετονομάζοντας την 4η Οκτωβρίου 1582 σε 15η Οκτωβρίου 1582 και εγκαινιάζοντας το ημερολόγιο που πήρε το όνομά του (Γρηγοριανό).

Η επιπλέον ημέρα του Φεβρουαρίου, πάντως, υφίσταται ήδη από το 45 π.Χ. βάσει της ρύθμισης του Ιουλίου Καίσαρα, με τη διαφορά ότι εμφανιζόταν μεταξύ 24ης και 25ης ημέρας και από την οποία προέρχεται ο όρος δίσεκτο έτος, αφού στο ρωμαϊκό ημερολόγιο υπήρχαν κάθε 4 χρόνια δύο φορές έκτες καλένδες (δις έκτες). Η ημέρα που προστέθηκε αρχικά ήταν η έκτη ημέρα πριν από τις καλένδες του Μαρτίου, η bis sextus ή bisextus, δηλ. η έκτη ημέρα που καταμετριόταν δυο φορές, απ΄ όπου και η ονομασία «δίσεκτο» (δις + έκτο) έτος.

Η προσθήκη αυτή έγινε με σκοπό τη διόρθωση σφαλμάτων που προκαλούνται από τον μη ακριβή υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, πλήρους περιφοράς της Γης, στη μέτρηση του ηλιακού έτους. Με το σύστημα μέτρησης του χρόνου που χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό κόσμο (Γρηγοριανό ημερολόγιο), κάθε έτος διαρκεί 365 ημέρες και 6 ώρες ή περίπου 1/4 της ημέρας, για την ακρίβεια 365,242199 ημέρες, με αποτέλεσμα κάθε τέσσερα έτη να δημιουργείται σφάλμα της τάξεως της μιας πλήρους ημέρας.

Οι προλήψεις που ακολουθούν το δίσεκτο έτος προέρχονται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πίστευαν ότι τον Φεβρουάριο, το μήνα της εξιλέωσης και της λατρείας των υποχθόνιων θεοτήτων, κυκλοφορούσε για λίγες μέρες ανάμεσά τους ο Άδης και έφερνε πολλά δεινά. Για αυτό μάλιστα τα δίσεκτα έτη δε γινόταν έναρξη εργασιών με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπελιών, θεμελίωση σπιτιών, γάμοι και λοιπά.

Πηγή: reader.gr
Read more... 👆

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Λιμποβίτσι: Το χωριό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Πέμπτη, Μαρτίου 07, 2024 0 σχόλια

Πάει πια πολύς καιρός που το Λιμποβίτσι δεν κατοικείται. Αλλά το γεγονός ότι ήταν το χωριό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη του χάρισε μοναδική αίγλη, χάρη στην οποία μπόρεσε και κρατήθηκε ζωντανό στο διάβα των καιρών.

Κάπως έτσι, το Λιμποβίσι (ή Λιμποβίτσι, κατ’ άλλους) έχει να προσφέρει μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία στον σύγχρονο επισκέπτη της ορεινής Αρκαδίας, που έχει αναδειχθεί σε δημοφιλέστατο προορισμό χάρη στην τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων ετών. Μια εκδρομή εδώ, δηλαδή, συνδυάζει ένα σημαντικό ιστορικό αξιοθέατο με το πανέμορφο τοπίο της περιοχής. Το οποίο είναι βεβαίως επιβλητικό και κατά τη χειμερινή περίοδο, μα αποκτά νέο χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της άνοιξης, όταν τα πάντα πρασινίζουν, γεμίζοντας με λουλούδια.

Ο οικισμός έστεκε σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στο Μαίναλο, ανάμεσα σε μεγαλειώδεις χαράδρες, ενώ περιστοιχιζόταν από πυκνό δάσος με έλατα, που είναι ακόμα εκεί. Η τοποθεσία απέχει 30 χιλιόμετρα από την Τρίπολη, έχοντας ως κοντινότερο χωριό το Χρυσοβίτσι (στα 8 χιλιόμετρα). Από εκεί είναι εύκολα προσβάσιμη μέρες μας, καθώς ο δρόμος έχει ασφαλτοστρωθεί. Υπάρχουν ωστόσο κι άλλες διαδρομές για να έρθετε, μέσα π.χ. από διακλαδώσεις των επαρχιακών οδών Πιάνας-Αλωνίσταινας και Ελάτης-Χρυσοβιτσίου.

Το ένδοξο παρελθόν

Οι ιστορικές ρίζες του χωριού χάνονται στον Μεσαίωνα, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο το όνομα Λιμποβίσι φανερώνει ότι η ίδρυσή του σχετίζεται με τη μαζική έλευση Σλάβων στην Πελοπόννησο. Εκείνο που ξέρουμε με περισσότερη βεβαιότητα είναι οι μέρες ακμής που γνώρισε κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, αφού στα βενετικά κατάστιχα καταγράφεται πληθυσμός 500 κατοίκων το 1711.


Η διασύνδεση με τους Κολοκοτρωναίους ανάγεται στον Τριανταφυλλάκο Τζεργίνη. Ο τελευταίος ζούσε στο χωριό Κότσικας (στα όρια με τη μεσσηνιακή επικράτεια) και ήρθε σε δύσκολη θέση μετά την ανεπιτυχή εξέγερση κατά των Τούρκων την οποία πυροδότησε η παρουσία του Γενουάτη ναύαρχου Ανδρέα Ντόρια στην Πελοπόννησο, καθώς είχε λάβει ενεργό μέρος. Αναγκάστηκε έτσι να εκπατριστεί στα 1532, καταφεύγοντας στο Λιμποβίτσι.

Με τα χρόνια, η οικογένεια που δημιούργησε εκεί εγκατέλειψε το επώνυμο Τζεργίνης. Για λίγο ίσως υιοθέτησαν το Μπότσικας, πριν κατασταλάξουν στο Κολοκοτρώνης –πιθανότατα από μετάφραση αλβανικού χαρακτηρισμού της εποχής (μπιθεγκούρας) για κάποιον που έχει πολύ σφιχτά οπίσθια. Υπολογίζεται ότι μέχρι τα χρόνια του Γέρου του Μοριά το Λιμποβίτσι είχε στεγάσει 12 γενιές Κολοκοτρωναίων.

Η οικογένεια διατήρησε τις φιλο-επαναστατικές τάσεις του προπάτορά της και το διάστημα 1770-1771 ανακατεύτηκε σε μια νέα εξέγερση, κατά τα λεγόμενα Ορλωφικά. Όταν καταπνίχθηκε, τα ασκέρια των Αλβανών που χρησιμοποίησε η τότε οθωμανική διοίκηση κατέστρεψαν ολοσχερώς το σπίτι των Κολοκοτρωναίων στο Λιμποβίσι. Στη συνέχεια το ανοικοδόμησε ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του θρυλικού στρατηλάτη. Ο Θεόδωρος μεγάλωσε λοιπόν εκεί και βρήκε έπειτα σημαντική στήριξη από τους Λιμποβιτσιώτες, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές της Επανάστασης του 1821.


Μετά την Επανάσταση ο πληθυσμός αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό, μετοικώντας μαζικά στον ημιορεινό οικισμό Κατσίμπαλη (είναι ο Κατσίμπαλης και όχι η Κατσίμπαλη, όπως κάποιες φορές αναγράφεται), στα 400 μέτρα υψόμετρο.

Το σημερινό Λιμποβίτσι

Στις δικές μας μέρες ελάχιστα χαλάσματα δείχνουν ότι κάποτε έστεκε εκεί ένα κραταιό χωριό. Ο χώρος καταλαμβάνεται πλέον από ένα πλάτωμα, διαμορφωμένο σε μικρό πάρκο, από όπου η θέα στα γύρω βουνά είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Ξεχωριστή παρουσία έχει όμως και το υδάτινο στοιχείο, αφού στο πετρόκτιστο πλάτωμα υπάρχουν πηγές με άφθονο, δροσερό νερό, προερχόμενο από τα υψώματα του Μαινάλου. Επιπλέον, ο σύγχρονος επισκέπτης θα βρει και μια ορεινή περιπατητική διαδρομή στα λημέρια των Κολοκοτρωναίων.

Τα μόνα οικοδομήματα που αντανακλούν το παλιό Λιμποβίτσι είναι το ανακατασκευασμένο σπίτι των Κολοκοτρωναίων (το οποίο λειτουργεί ως μουσείο) και η παλιά εκκλησία του Αϊ-Γιάννη. Σε αυτά έχει προστεθεί κι ένα σύγχρονο οίκημα στο οποίο διαμένουν οι φύλακες του μουσείου, αλλά κι ένα κτήριο όπου από το 2005 λειτουργεί το καφέ-αναψυκτήριο «Το Λιμποβίτσι» (ως δημοτική επιχείρηση) για τους επισκέπτες του ιστορικού χώρου που θέλουν λίγο να ξαποστάσουν, απολαμβάνοντας το τοπίο. Εκεί θα βρείτε και παραδοσιακά προϊόντα της ορεινής Αρκαδίας.


Το σπίτι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη δεν είναι το αυθεντικό. Ανακατασκευάστηκε όμως με προσοχή, βάσει των διαθέσιμων μαρτυριών, δίπλα ακριβώς στην αρχική θέση –όπου διασώζονται πλέον μόνο ερείπια από τα θεμέλια. Η ανέγερση έγινε το 1990, με δαπάνες του βιομηχάνου Παναγιώτη Αγγελόπουλου, ο οποίος κατάγεται από την ορεινή Αρκαδία. Έκτοτε λειτουργεί ως ανοιχτό μουσείο, φιλοξενώντας σύγχρονο εικονογραφικό υλικό γύρω από τη ζωή και τη δράση του Γέρου του Μοριά. Στον περίβολό του, επίσης, στήθηκε και ανδριάντας του στρατηγού.

Μοναδικό αυθεντικό κτίσμα από το παλιό Λιμποβίτσι είναι λοιπόν ο Αϊ-Γιάννης. Πρόκειται για μονόκλιτη βασιλική αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η οποία διατηρεί ακόμα την ιστορική της καμπάνα, που χρονολογείται στα 1831. Με τον καιρό η εκκλησία υπέστη πολλές κακότεχνες μετασκευές, ωστόσο το 2002 η οικογένεια Αγγελόπουλου πρόσφεραν δωρεά ώστε να αναπαλαιωθεί με πρότυπο την παλαιότερή της μορφή. Κάθε χρόνο, το διήμερο 28-29 Αυγούστου, στήνεται εκεί μεγάλο πανηγύρι με αφορμή τη γιορτή του αγίου, το οποίο συγκεντρώνει κόσμο από πολλά γειτονικά μέρη της ορεινής Αρκαδίας.

Read more... 👆

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Για ποιο λόγο το PIN των ATM έχει 4 ψηφία

Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2024 0 σχόλια

Ολοι μας όταν πηγαίνουμε να κάνουμε ανάληψη μετρητών γνωρίζουμε ότι πρέπει να πληκτρολογήσουμε στο ATM τέσσερις αριθμούς. Γιατί όμως;

Το ATM εφευρέθηκε από το Σκωτσέζο John Adrian Shepherd-Barron. Ο ίδιος είχε προτείνει αρχικά ο κωδικός να αποτελείται από 6 ψηφία. Το πρώτο άτομο που δοκίμασε την εφεύρεσή του, ήταν η σύζυγός του Caroline, η οποία δεν μπορούσε να θυμηθεί 6 αριθμούς αλλά μόλις 4 και έτσι απέρριψε την ιδέα του.

Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας είπε ότι θα μπορούσε να θυμηθεί μόνο τέσσερις αριθμούς, οπότε χάρη σε εκείνη, τα τέσσερα στοιχεία έγιναν το παγκόσμιο πρότυπο», είπε γελώντας. Έτσι από τότε ο αριθμός PIN είναι τετραψήφιος.

Read more... 👆

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Φουρμόν: Ο Γάλλος που κατέστρεψε την αρχαία Σπάρτη

Τρίτη, Μαρτίου 05, 2024 0 σχόλια

Ο Φουρμόν με τη γνωστή φράση για την Σπάρτη «Την έσβησα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου» έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους μεγαλύτερους καταστροφείς των αρχαιοτήτων της Σπάρτης. Το χειμώνα του 1724, δύο απεσταλμένοι του βασιλιά Λουδοβίκου XV, ο Michel Fourmont, ένας Γάλλος ιερέας που δίδασκε στο Γαλλικό Κολέγιο του Παρισιού, και ο François Chevin, ιερέας και φιλόλογος, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Αποστολή τους: να αποκτήσουν αρχαία γραπτά και επιγραφές από την Ελλάδα, έργο για το οποίο απέκτησαν εύκολα τις απαραίτητες άδειες. Οι Τούρκοι, αδιάφοροι για τα αντικείμενα αυτά, παραχώρησαν πρόσβαση.

Ενώ ο Τσεβίν επικεντρώθηκε στη μελέτη των πλούσιων βιβλιοθηκών που διευθύνει ο Πατριάρχης, ο Φουρμόν έτρεφε μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Ορμώμενος από την έντονη επιθυμία να εξυψώσει τη Γαλλία και τον βασιλιά, επιδίωξε να ξεθάψει τις πιο αρχαίες και ασύλληπτες επιγραφές από τα ένδοξα μνημεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ο ζήλος του έφτασε σε επίπεδα φανατισμού, καθώς ορκίστηκε να καταστρέψει ό,τι δεν μπορούσε να πάρει, δήθεν για να το σώσει από τους αρχαιοκάπηλους και τους “αμόρφωτους” ντόπιους. Έτσι ξεκίνησε μια βίαιη και παράλογη εκστρατεία καταστροφής των αρχαίων μνημείων της Ελλάδας, που σημαδεύτηκε από μια ιδιαίτερη βεντέτα εναντίον των Μανιατών. Τον Φεβρουάριο του 1730, ο Φουρμόν τόλμησε να πάει στη Μάνη, αλλά περιόρισε την εξερεύνησή του λόγω του φόβου των ένοπλων γυναικών και της θεωρούμενης αγριότητας των κατοίκων.

Επιδιώκοντας εκδίκηση από τους Μανιάτες, τους οποίους χαρακτήρισε υποτιμητικά ως «σκυλολόι», ο Φουρμόν έβαλε στο καταστροφικό του στόχαστρο την Αρχαία Σπάρτη, διαγράφοντας, ανασκάπτοντας και αποκαλύπτοντάς την, μην αφήνοντας πέτρα αναποδογυρισμένη. Ο καταστροφικός του ζήλος συνεχίστηκε στην Αμύκλεια, όπου ο ναός του Απόλλωνα έπεσε θύμα του ζήλου του. Μόνο οι Μυκήνες γλίτωσαν λόγω του μνημειώδους μεγέθους των ογκόλιθων.

Ο θαυμασμός του Φουρμόν για τον αρχαίο πολιτισμό μπλέχτηκε με μια αδυσώπητη μανία καταστροφής, καθοδηγούμενη από τη μεγαλομανία του και την επιθυμία για διαρκή αναγνώριση. Ο φιλολόγος μαζί με μια ομάδα εργατών συγκέντρωσαν περισσότερες από 300 επιγραφές, τις αντέγραψε και όσες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση τις μετέφερε στη Γαλλία. Οι επιγραφές ήταν ανεκτίμητης αξίας: Ονόματα Εφόρων, Γυμνασιαρχών, Αγορανόμων, φιλοσόφων, ιατρών, ποιητών, ρητόρων, διάσημων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, ακόμα και τη Ρήτρα του Λυκούργου.

«Ο αντίλαλος θα ακουστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν γκρεμίζει κανείς δύο και τρεις πολιτείες χωρίς θόρυβο. Εγώ τις κατέσκαψα, ενώ οι παλαιότεροι περιηγητές έρχονταν μόνο για να τις ανακαλύψουν». Η καταστροφική μανία του Fourmont επεκτάθηκε πέρα από τα φυσικά μνημεία- σκόρπισε τις στάχτες του Αγησίλαου στον άνεμο και αποκάλυψε τον τάφο του Ορέστου. Δικαιολογώντας τις ενέργειές του ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Γαλλίας, επέκρινε τους ντόπιους ως άγριους και τους ξένους αρχαιοκάπηλους ως “βαρβάρους” ανίκανους να εκτιμήσουν τις αρχαιότητες. «Ο λαός, αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος, δεν κράτησαν από τους προγόνους τους τίποτε άλλο από την αγάπη της ελευθερίας και τη μανία του πολέμου. Τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φυσέκια τους». Κατά την επιστροφή του στη Γαλλία, ο Φουρμόν αντιμετώπισε σοβαρές πνευματικές αντιδράσεις, καθώς χαρακτηρίστηκε “βάνδαλος”.

Οι διανοούμενοι κύκλοι αμφισβήτησαν την εγκυρότητα των πληροφοριών που είχε συλλέξει, απορρίπτοντάς τες ως αποκύημα της φαντασίας του. Η τιμωρία του πήρε τη μορφή απαξίωσης και προσωπικής περιφρόνησης, μια νέμεση που απηχούσε την τραγική ειρωνεία των αρχαίων ελληνικών δραμάτων που κάποτε θαύμαζε. Ο άνθρωπος που επιδίωξε να χαράξει το όνομά του στην ιστορία δεν αντιμετώπισε τη δόξα αλλά την περιφρόνηση επειδή κατέστρεψε ό,τι οι αιώνες είχαν διατηρήσει.

-Αντλήθηκαν πληροφορίες από τη Μηχανή του Χρόνου με αρχική πηγή το κείμενο του Βλάση Ρασσιά και το βιβλίο “Multiple Antiquities – Multiple Modernities: Ancient Histories in Nineteenth Century European Cultures” των Gábor Klaniczay, Otto Gécser και Michael Werner.


Read more... 👆
Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει