Η εθνική επέτειος της Επανάστασης του 1821 καθιερώθηκε «εις το διηνεκές» με το Βασιλικό Διάταγμα της 15/21 Μαρτίου 1838 και συνέδεε τον εθνικό εορτασμό με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Της Κατρίν Αλαμάνου
Η ιδέα να καθιερωθεί η 25η Μαρτίου ως εθνική εορτή είχε διατυπωθεί ήδη από το 1834, στο υπόμνημα που είχε συντάξει στα γαλλικά ο Π. Σούτσος και το οποίο είχε καταθέσει ως πρόταση για σχέδιο νόμου στον Όθωνα ο Ι. Κωλέττης, με τίτλο «περί της καθιερώσεως εθνικών εορτών και δημόσιων αγώνων κατά το πρότυπο εκείνων της αρχαιότητας».
Η θεσμοθέτηση εθνικών επετείων συνδέεται με την ανάδυση του εθνικισμού και τη δημιουργία των εθνών-κρατών από τα τέλη του 18ου και στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μνημονεύουν ιστορικά γεγονότα που αντιστοιχούν σε στιγμές-κλειδιά της εθνικής βιογραφίας και ‘φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο φανταζόμαστε, διαμορφώνουμε και κινητοποιούμε την εθνική ταυτότητα’, επισημαίνει η Χρ. Κουλούρη.
Στην πραγματικότητα, από τον 19ο αιώνα, οι εθνικές γιορτές δεν λειτούργησαν μόνο ως μέσο για την παραγωγή και αναπαραγωγή εθνικών ταυτοτήτων αλλά και για τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Ο Ναπολέων Γ΄φαίνεται πως ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που συστηματικά χρησιμοποίησε το δημόσιο θέαμα ως μέσο για την ενίσχυση της εξουσίας του, οργανώνοντας κεντρικά μεγάλες γιορτές, που είχαν ως στόχο την προσέλκυση των μαζών.
Στην ελληνική περίπτωση, απ’ όλες τις δυνατές ημερομηνίες για τον εορτασμό της Επανάστασης επελέγη, με το Βασιλικό Διάταγμα του 1838, εκείνη της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, χωρίς την ακρίβεια που επέβαλαν τα πραγματικά γεγονότα.
Τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο. Παρ’ όλα ταύτα, το Β.Δ. του 1838, επικαλείτο το γεγονός ότι την ημέρα αυτή το 1821 ξεκίνησε ο αγώνας «υπέρ της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους» και ότι η συγκεκριμένη μέρα ήταν «λαμπρά καθ’ εαυτήν» λόγω του Ευαγγελισμού.
Από τους δυο λόγους, σύμφωνα με τη Χρ. Κουλούρη, ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Μάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25 Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα.
Ο θρύλος για την ύψωση του λαβάρου της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα πλάστηκε στην ουσία στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με τη συνδρομή ποικίλων παραγόντων, παρόλο που αγνοήθηκε ή διαψεύσθηκε από τη νεοελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η καθιέρωση, εξάλλου, της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου συνέβαλε στη μυθοποίηση της Λαύρας, μυθοποίηση που στη συνέχεια κρυσταλλώνεται μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Όπως γράφει ο Π. Λέκκας στο Παιχνίδι με τον Χρόνο, οι εθνικές επέτειοι, ως συμβολισμοί στενά συνυφασμένοι με τις τελετουργικές πρακτικές του εθνικισμού (δηλ. της εθνικής ιδεολογίας), συμπυκνώνουν το εθνικό δράμα, υπενθυμίζοντας τις κορυφώσεις του σε τακτά διαστήματα. Η θέσπισή τους συνιστά μείζονα μυθοπλαστική πράξη, αφού δηλώνει απροσχημάτιστα τις επιλογές στις οποίες έχει προβεί ένας εθνικισμός και τα μηνύματα που επιδιώκει να εκπέμψει, ιδίως στον ρόλο της επίσημης ιδεολογίας του εθνικού κράτους. Από την άλλη, η ακρίβεια της χρονολόγησης δεν έχει και τόση σημασία, αφού αυτό μου μετρά είναι η δύναμη του συμβολισμού.
Τα εθνικά σύμβολα περιλαμβάνουν οπτικούς, ηχητικούς και τελετουργικούς συμβολισμούς: σημαίες, εθνικούς ύμνους, μνημεία, αγάλματα, ανδριάντες και ηρώα, επιγραφές, στολές, νομίσματα, μετάλλια, γραμματόσημα αλλά και επετείους και παρελάσεις. Η λειτουργικότητα αυτών των συμβόλων έγκειται στο να ενδυναμώνουν με το μήνυμά τους την ενότητα του έθνους, τονίζοντας την αίσθηση της ιστορικής του συνέχειας και συνιστώντας ταυτόχρονα τα ίδια συστατικά στοιχεία της εθνικής μυθολογίας.
Το πιο εντυπωσιακό ωστόσο στοιχείο είναι ότι το τελετουργικό που θεσπίζει και ακολουθεί ένας εθνικισμός μπορεί μεν να εμπνέεται από τις εθνικές μυθοπλασίες, μοιάζει όμως με εκείνα που συναντώνται στη θρησκεία. Οι κεντρικές αξίες του εθνικισμού και τα σύμβολα που τις αντιπροσωπεύουν ιεροποιούνται και αναπέμπονται έτσι στον παραλήπτη τους, τον «hominem nationalem».
Τα ρίγη της συγκίνησης που κυριεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο όταν συμμετέχει σε προδιατεταγμένες και τακτικά επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες εθνικού πανηγυρισμού θα ήταν εντελώς ακατανόητα δίχως αυτόν το θρησκευτικό χαρακτήρα της εθνικής τελετουργίας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παρελάσεις, όπου ο συγχρονισμός οπτικών, ηχητικών και κινητικών συμβολισμών συμπυκνώνει με υποβλητικό τρόπο τα μηνύματα του εθνικισμού.
Μέσα σε στιγμές έντονης συγκινησιακής φόρτισης και ψυχικής ανάτασης (που συναισθηματικά ελάχιστα διαφέρουν από την μέθεξη με κάτι το ιερό και υπερκόσμιο) το εθνικό δράμα ζωντανεύει και η δόξα του παρελθόντος γεφυρώνεται με την ελπίδα του μέλλοντος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ανάκρουση εθνικών ύμνων και εμβατηρίων και με το τελετουργικό που συνοδεύει το σύμβολο της σημαίας. Βέβαια, υπογραμμίζει ο Π. Λέκκας, όλα αυτά προϋποθέτουν μια σχεδόν αταβιστική προσκόλληση και συμμετοχή του σύγχρονου υποκειμένου σε τελετουργικά επαναλαμβανόμενες διαδικασίες, σε πράξεις απόλυτου συμβολισμού, που δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα για τον μη μυημένο
Η ιδέα να καθιερωθεί η 25η Μαρτίου ως εθνική εορτή είχε διατυπωθεί ήδη από το 1834, στο υπόμνημα που είχε συντάξει στα γαλλικά ο Π. Σούτσος και το οποίο είχε καταθέσει ως πρόταση για σχέδιο νόμου στον Όθωνα ο Ι. Κωλέττης, με τίτλο «περί της καθιερώσεως εθνικών εορτών και δημόσιων αγώνων κατά το πρότυπο εκείνων της αρχαιότητας».
Η θεσμοθέτηση εθνικών επετείων συνδέεται με την ανάδυση του εθνικισμού και τη δημιουργία των εθνών-κρατών από τα τέλη του 18ου και στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μνημονεύουν ιστορικά γεγονότα που αντιστοιχούν σε στιγμές-κλειδιά της εθνικής βιογραφίας και ‘φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο φανταζόμαστε, διαμορφώνουμε και κινητοποιούμε την εθνική ταυτότητα’, επισημαίνει η Χρ. Κουλούρη.
Στην πραγματικότητα, από τον 19ο αιώνα, οι εθνικές γιορτές δεν λειτούργησαν μόνο ως μέσο για την παραγωγή και αναπαραγωγή εθνικών ταυτοτήτων αλλά και για τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Ο Ναπολέων Γ΄φαίνεται πως ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που συστηματικά χρησιμοποίησε το δημόσιο θέαμα ως μέσο για την ενίσχυση της εξουσίας του, οργανώνοντας κεντρικά μεγάλες γιορτές, που είχαν ως στόχο την προσέλκυση των μαζών.
Στην ελληνική περίπτωση, απ’ όλες τις δυνατές ημερομηνίες για τον εορτασμό της Επανάστασης επελέγη, με το Βασιλικό Διάταγμα του 1838, εκείνη της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, χωρίς την ακρίβεια που επέβαλαν τα πραγματικά γεγονότα.
Τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο. Παρ’ όλα ταύτα, το Β.Δ. του 1838, επικαλείτο το γεγονός ότι την ημέρα αυτή το 1821 ξεκίνησε ο αγώνας «υπέρ της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους» και ότι η συγκεκριμένη μέρα ήταν «λαμπρά καθ’ εαυτήν» λόγω του Ευαγγελισμού.
Από τους δυο λόγους, σύμφωνα με τη Χρ. Κουλούρη, ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Μάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25 Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα.
Ο θρύλος για την ύψωση του λαβάρου της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα πλάστηκε στην ουσία στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με τη συνδρομή ποικίλων παραγόντων, παρόλο που αγνοήθηκε ή διαψεύσθηκε από τη νεοελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η καθιέρωση, εξάλλου, της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου συνέβαλε στη μυθοποίηση της Λαύρας, μυθοποίηση που στη συνέχεια κρυσταλλώνεται μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Όπως γράφει ο Π. Λέκκας στο Παιχνίδι με τον Χρόνο, οι εθνικές επέτειοι, ως συμβολισμοί στενά συνυφασμένοι με τις τελετουργικές πρακτικές του εθνικισμού (δηλ. της εθνικής ιδεολογίας), συμπυκνώνουν το εθνικό δράμα, υπενθυμίζοντας τις κορυφώσεις του σε τακτά διαστήματα. Η θέσπισή τους συνιστά μείζονα μυθοπλαστική πράξη, αφού δηλώνει απροσχημάτιστα τις επιλογές στις οποίες έχει προβεί ένας εθνικισμός και τα μηνύματα που επιδιώκει να εκπέμψει, ιδίως στον ρόλο της επίσημης ιδεολογίας του εθνικού κράτους. Από την άλλη, η ακρίβεια της χρονολόγησης δεν έχει και τόση σημασία, αφού αυτό μου μετρά είναι η δύναμη του συμβολισμού.
Τα εθνικά σύμβολα περιλαμβάνουν οπτικούς, ηχητικούς και τελετουργικούς συμβολισμούς: σημαίες, εθνικούς ύμνους, μνημεία, αγάλματα, ανδριάντες και ηρώα, επιγραφές, στολές, νομίσματα, μετάλλια, γραμματόσημα αλλά και επετείους και παρελάσεις. Η λειτουργικότητα αυτών των συμβόλων έγκειται στο να ενδυναμώνουν με το μήνυμά τους την ενότητα του έθνους, τονίζοντας την αίσθηση της ιστορικής του συνέχειας και συνιστώντας ταυτόχρονα τα ίδια συστατικά στοιχεία της εθνικής μυθολογίας.
Το πιο εντυπωσιακό ωστόσο στοιχείο είναι ότι το τελετουργικό που θεσπίζει και ακολουθεί ένας εθνικισμός μπορεί μεν να εμπνέεται από τις εθνικές μυθοπλασίες, μοιάζει όμως με εκείνα που συναντώνται στη θρησκεία. Οι κεντρικές αξίες του εθνικισμού και τα σύμβολα που τις αντιπροσωπεύουν ιεροποιούνται και αναπέμπονται έτσι στον παραλήπτη τους, τον «hominem nationalem».
Τα ρίγη της συγκίνησης που κυριεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο όταν συμμετέχει σε προδιατεταγμένες και τακτικά επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες εθνικού πανηγυρισμού θα ήταν εντελώς ακατανόητα δίχως αυτόν το θρησκευτικό χαρακτήρα της εθνικής τελετουργίας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παρελάσεις, όπου ο συγχρονισμός οπτικών, ηχητικών και κινητικών συμβολισμών συμπυκνώνει με υποβλητικό τρόπο τα μηνύματα του εθνικισμού.
Μέσα σε στιγμές έντονης συγκινησιακής φόρτισης και ψυχικής ανάτασης (που συναισθηματικά ελάχιστα διαφέρουν από την μέθεξη με κάτι το ιερό και υπερκόσμιο) το εθνικό δράμα ζωντανεύει και η δόξα του παρελθόντος γεφυρώνεται με την ελπίδα του μέλλοντος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ανάκρουση εθνικών ύμνων και εμβατηρίων και με το τελετουργικό που συνοδεύει το σύμβολο της σημαίας. Βέβαια, υπογραμμίζει ο Π. Λέκκας, όλα αυτά προϋποθέτουν μια σχεδόν αταβιστική προσκόλληση και συμμετοχή του σύγχρονου υποκειμένου σε τελετουργικά επαναλαμβανόμενες διαδικασίες, σε πράξεις απόλυτου συμβολισμού, που δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα για τον μη μυημένο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου