Σε όποια εποχή κι αν εμφανίζονται οι αιρετικοί και οι αιρέσεις αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, μια διανοητική και πνευματική ζωτικότητα.
Η αμφισβήτηση του Κατεστημένου, η αμφιβολία απέναντι στο Δόγμα, η επαναστατικότητα και η ελευθερία επιλογής και σκέψης, βασικά χαρακτηριστικά του κάθε αιρετικού, αναζωογονούν το ανθρώπινο πνεύμα και λειτουργούν ως εξελικτικοί επιταχυντές της ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Φρέσκος αέρας εισέρχεται ξαφνικά στα πνευματικά μας σεντούκια και τα κάνει να μυρίζουν λιγότερο κλεισούρα και μούχλα.
Στον πυρήνα κάθε αιρετικού βρίσκονται πάντα οι διερωτήσεις. “Τα ερωτήματα είναι που κάνουν τους ανθρώπους αιρετικούς” παραπονέθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Τερτυλλιανός. Οι αιρετικοί είναι συνήθως άνθρωποι που σκέφτονται και λειτουργούν έξω από τα συμβατικά πλαίσια. Αναζητούν διαρκώς πέρα από τις ορατές εικόνες και τα κατεστημένα δόγματα τα μυστικά και τις αλήθειες που κρύβονται από πίσω, διεκδικώντας πάντα το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής.
Εκκλησία και στιγματισμός των παρεκκλίσεων
Από την άλλη σε κάποιες εποχές και συγκυρίες ο μόνος τρόπος για να κρατήσουμε μια θρησκεία ζωντανή είναι να αποσχιστούμε, υπό τη μορφή αίρεσης, από το κύριο σώμα της. Ωστόσο οι θρησκείες και ειδικά τα ιερατεία τους, δε φημίζονται για την ανεκτικότητα τους απέναντι στο διαφορετικό ή στο αποκλίνον. Η ανεκτικότητα είναι περισσότερο κοινωνική παρά θρησκευτική αξία.
Έτσι η αύξηση της δυσανεξίας στις αιρετικές απόψεις ήταν ανέκαθεν σημάδι δογματισμού, συντηρητισμού και παρακμής, καθώς η διαφωνία εκλαμβάνονταν ως προδοσία και έγκλημα. Μια τέτοια εποχή ήταν ο Μεσαίωνας, που πέρασε στην ιστοριογραφία ως η Σκοτεινή Εποχή, με κύρια χαρακτηριστικά της από τη μία την εξόντωση του κάθε λογής αιρετικού, το “κυνήγι των μαγισσών”, τις διώξεις των Εβραίων, τη δαιμονοποίηση της διαφωνίας και την υποχώρηση της αρχαίας επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης, κι από την άλλη την αποθέωση της μοναρχίας και της θεοκρατίας.
Οι αιρέσεις αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, απόδειξη της δύναμης της ιεραρχικά οργανωμένης Εκκλησίας, που έχει το μονοπώλιο ισχύος στο να περιγράφει, στιγματίζει και να καταδικάζει ό,τι η ίδια θεωρεί παρέκκλιση. Συχνά η μεγέθυνση των αιρέσεων αντανακλά απλώς αυτό το γεγονός, δηλαδή την αύξηση της καθοδήγησης, της αστυνόμευσης και του ελέγχου του ποιμνίου εκ μέρους της Εκκλησίας.
Για να ελεγχθούν οι κοσμικοί και να εκφοβιστούν αναπτύσσεται παραδοσιακά από την Εκκλησία μια “διωκτική νοοτροπία” κι επινοούνται διακρίσεις, πρακτικές αποκλεισμού, διώξεις και οργανωμένη βία, που κατευθύνονται σε στοχευμένες ομάδες και μειονότητες, οι οποίες εντοπίζονται, διαχωρίζονται και ταξινομούνται ως “εχθροί” της Εκκλησίας, αλλά και της κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια οι ιεροεξεταστές της κάθε εποχής αναδεικνύονται ιδιαίτερα εφευρετικοί στο να επινοούν ταξινομήσεις, να καθορίζουν παρεκκλίσεις, να δημιουργούν ταυτότητες και να επιβάλουν νέες αντιλήψεις και αυστηρές πρακτικές εξουσίας σε ομάδες, που χρησιμοποιούνται ως “αποδιοπομπαίοι τράγοι”. Ο διωκτικός τους ζήλος αντανακλά συχνά τους φόβους και τις υπαρξιακές ανασφάλειες που δημιουργούν στην κοσμοαντίληψη της κυρίαρχης ελίτ οι αιρετικοί, παρότι συχνά δεν απειλούν τη δομή και τους θεσμούς της κοινωνίας.
Ειδικά η ιεραρχικά οργανωμένη και δογματική Εκκλησία δεν ανέχεται εύκολα την “ελευθερία επιλογής” και τιμωρεί παραδειγματικά όσους τολμούν και διαβαίνουν τα όρια του κατεστημένου δόγματος. Άλλωστε η κάθε αίρεση υφίσταται στο βαθμό που η εξουσία, κι εν προκειμένω η επίσημη Εκκλησία, την ανακηρύσσει ως τέτοια.
Τι είναι Αίρεση;
Ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα η νέα θρησκεία του Χριστιανισμού, είχε μια ιεραρχικά δομημένη εκκλησιαστική οργάνωση και ένα συγκεκριμένο Δόγμα, κι όποιος παρέκκλινε από αυτό θεωρούταν αιρετικός ακόμη κι εχθρός. Για το χριστιανικό ιερατείο, που κατόπιν πήρε τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας, κάθε η απόκλιση από το Δόγμα της “εξ Αποκαλύψεως Αλήθειας” ονομάζονταν Αίρεση.
Τι θεωρούταν λοιπόν “Αίρεση”; Μια ιδεολογική παρέκκλιση, μια διαστρέβλωση, μια υπονόμευση της ορθόδοξης αλήθειας, μια παράνομη πνευματικότητα, ένα “έγκλημα σκέψης”, στην ουσία η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Άλλωστε η ελληνική λέξη Αίρεση (Heresy) ετυμολογείται από το ρήμα αιρέομαι, που σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή...
Από την εποχή της εγκαθίδρυσης του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος η κατηγορία πως κάποιος ήταν “αιρετικός” δε γινόταν αποκλειστικά για λόγους θρησκευτικής καθαρότητας. Κάποιοι κατηγορούνταν ως αιρετικοί για πολιτικούς λόγους, προκειμένου να βγουν από τη μέση. Άλλοι, εξαιτίας των μυστικιστικών και αποκρυφιστικών τάσεων τους, κινούσαν υποψίες αίρεσης. Ήταν δύσκολο να αποφασίσεις που τελείωνε ο μυστικισμός και άρχιζε η αίρεση. Αν ένας άγιος ήταν ορθόδοξος ή αιρετικός...
Πρέπει να σημειωθεί πως μεταξύ 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα άρχισαν ουσιαστικά οι διεργασίες κρυσταλοποίησης και καθορισμού θρησκευτικών ταυτοτήτων στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που θα ολοκληρωνόταν αιώνες αργότερα. Φυσικά η διεκδίκηση της όποιας “ορθοδοξίας” ελκυόταν από πολλούς υποψήφιους. Έτσι και ο όρος αίρεση νοηματοδοτείται εκ νέου. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο αίρεση αποτελούσε το τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού ή θρησκευτικού συνόλου, που διαφωνούσε με την κυρίαρχη τάση ή με άλλες δευτερεύουσες και βρισκόταν σε ειρηνικό διάλογο ή ακόμη και αντιπάλευε τους συνομιλητές της. Ωστόσο, εκείνη την ενδιάμεση εποχή, όλες αυτές οι τάσεις και αιρέσεις μπορούσαν να συνυπάρχουν υπό την ίδια στέγη, δίχως ν' απαιτείται ο “ακρωτηριασμός” του κυρίως “σώματος”.
Όταν όμως προς τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα, στα πλαίσια ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων, οι ταυτότητες σταδιακά παγιώνονται και οι όροι αποκτούν διαφορετική έννοια. Πλέον με τον όρο αίρεση (Μινούτ στα Εβραϊκά) προσδιορίζεται εκείνη η θρησκευτική ομάδα που όχι μόνον διαφέρει, θεωρητικά ή πρακτικά, από το κυρίαρχο ρεύμα, αλλά συνιστά και απειλή για την κυρίαρχη τάση, την “ορθόδοξη”. Έτσι ο εννοούμενος ως “αιρετικός” θεωρείται πλέον εχθρικά διακείμενος.
Είναι ο “Άλλος” ή ο “Ξένος”, που εξορισμού εξοστρακίζεται και δεν μπορεί πλέον να συμμετάσχει στα τελούμενα της κυρίαρχης “ορθόδοξης” τάσης. Αφορίζεται, στιγματίζεται, ενοχοποιείται και στοχοποιείται, διότι θεωρείται πως η αμφισβήτηση της όποιας “ορθοδοξίας” τον αποκόπτει επίσημα και σχεδόν αμετάκλητα από το σώμα της. Συχνά δε επιτελεί και το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για την εξυπηρέτηση των περιστασιακών εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων της ιστορικής στιγμής.
Η αποδιοπόμπηση της αίρεσης, που στηρίχθηκε στη σκόπιμη καλλιέργεια των κινδύνων που απορρέουν από αυτή, καθοδηγήθηκε από την εξουσία και την Εκκλησία, λαμβάνοντας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τη μορφή του ειδικού κατασταλτικού μηχανισμού της Ιεράς Εξέτασης (Sacra Inquisitio), με ιεροδικεία και δημόσιες τελετές καύσης.
H αποδιοπόμπηση της αίρεσης και η έντεχνη υποδαύλιση του φόβου για τους δήθεν κινδύνους που προέρχονται από αυτή, εδραίωνε τις θεσμικές εκφράσεις της πίστης, έκανε να προβάλλει ως “φυσική” η αμυντική αντίδραση της κοινωνίας με τη δημιουργία μιας εκκλησιαστικής αστυνομίας (Ιερά Εξέταση) κι επέβαλε ως αιτιολογημένη και νόμιμη οποιαδήποτε βία και αυθαιρεσία εκ μέρους της εξουσίας.
Έτσι, οποιαδήποτε νομική βοήθεια μέσω δικηγόρων ή μαρτύρων και γενικώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, δεν ίσχυαν για εκείνους που κατηγορούνταν για Αίρεση. “Εκείνοι που υπερασπίζονται τους κατηγορούμενους αιρετικούς, θα αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί” (Thomas S. Szasz, Η Βιομηχανία της Τρέλας, κεφ. “Ο Κακούργος Επικυρώνεται”). Αναφερόμενος στην “κοινωνική λειτουργία” της Ιεράς Εξέτασης ο Lea σημειώνει: “Αντικείμενο της Ιεράς Εξέτασης είναι η εκρίζωση της αίρεσης.
Όμως η αίρεση δεν είναι δυνατόν να εκριζωθεί εάν δεν αφανιστούν οι αιρετικοί... Κι αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: ή με τον προσηλυτισμό των αιρετικών στην αληθινή Καθολική πίστη ή με την παράδοσή τους στις κοσμικές αρχές για να καούν στην πυρά”. Η πυρά υποτίθεται πως “εξάγνιζε” τους αιρετικούς από τις “αμαρτίες” τους και οδηγούσε την “καθαρή” πλέον ψυχή τους στο Θεό για να αναλάβει την Τελική Κρίση της.
Η ειρωνεία πάντως της ιστορίας είναι πως Ιησούς, όταν άρχισε να διδάσκει και έλεγε “Εγώ και ο Πατέρας είμαστε Ένα”, θεωρήθηκε από το Ιερατείο του Ιουδαϊσμού, το οποίο υποστήριζε πως ο Θεός είναι ο Δημιουργός του κόσμου και πως Δημιουργός και δημιούργημα δεν μπορεί να είναι ένα και το αυτό, ως αιρετικός και βλάσφημος. Και κατηγορούμενος για βλασφημία, και όχι ότι για την επαναστατική του δράση κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οδηγήθηκε τελικά στη Σταύρωση. Αυτός, χωρίς τον οποίο δε θα υπήρχε ποτέ ο Χριστιανισμός, ήταν κάποιος που πέθανε μαρτυρικά πάνω στο σταυρό επειδή το επίσημο ιερατείο της εποχής του τον στιγμάτισε ως βλάσφημο και αιρετικό.
Στον αντίποδα, όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους και άρχισε να υπόκειται σε πολιτικές στρατηγικές, σκοπιμότητες και στην κρατική εξουσία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά δόγματος, έχασε τους ζωτικούς χυμούς και την επαναστατικότητα των πρώτων αιώνων. Στην πορεία κατέληξε στείρος, η σκέψη των πνευματικών του πρωτοπόρων περιορίστηκε σε στεγανά, ακόμη και τα βιωματικά του μυστήρια ξεθώριασαν, απώλεσαν την πνευματική ουσία τους, κι έγιναν περισσότερο αναπαραστάσεις με οσμή αρχαίας μυστηριακής ατμόσφαιρας. Αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο το τίμημα της επιτυχίας του.
Διώξεις αιρετικών στο Βυζάντιο
Η εξόντωση κι ο εκτοπισμός των Παυλικιανών, οι θανατικές καταδίκες Μανιχαίων, οι διώξεις κάθε Γνωστικιστικής ή Μανιχαϊκής τάσης, όπως π.χ. ο Βογομιλισμός από τον Αλέξιο Α' Κομνηνό, πήραν πολλές φορές τις διαστάσεις ενός πραγματικού κυνηγιού των μαγισσών. Δεκατέσσερις χιλιάδες στρατιώτες του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ, που αιχμαλωτίστηκαν το 1014 μ.Χ. στη μάχη στο Κλειδί/Μπελάσιτσα, θεωρήθηκαν “στασιαστές” και τυφλώθηκαν ομαδικά, με διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος απέκτησε έκτοτε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος.
Σύμφωνα με την Ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορική Κοσμοθεωρία, ο Βούλγαρος Τσάρος όφειλε να θεωρεί τον Αυτοκράτορα “Πατέρα” του, κι έτσι κάθε εχθρική κίνησή του θεωρούταν αυτομάτως στάση και ανταρσία ενός αχάριστου υιού ενάντια στον πνευματικό του Πατέρα, την οποία υποκινούσε ο Σατανάς για να προκαλέσει τον όλεθρο των χριστιανικών ψυχών. Έτσι έπρεπε να τιμωρηθεί από τον Θεό, άρα από τον αντιπρόσωπό του στη γη, δηλαδή τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Για να αιτιολογήσουν τις διώξεις τους απέναντι στην όποια αιρετική διαφορετικότητα οι Ορθόδοξοι υποστήριξαν πως αυτή δεν ήταν θεωρητικού και φιλοσοφικού τύπου, αλλά εκδηλωνόταν σχεδόν πάντα με αιματηρή βία και διεκδικούσε τα δικά της πρωτεία εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα εκείνες των Ευχιτών, των Βογόμιλων, των Βάλδιων και των Καθαρών, δεν ευσταθεί, αλλά αποτελεί μια σκανδαλώδη παραχάραξη.
Η αμφισβήτηση του Κατεστημένου, η αμφιβολία απέναντι στο Δόγμα, η επαναστατικότητα και η ελευθερία επιλογής και σκέψης, βασικά χαρακτηριστικά του κάθε αιρετικού, αναζωογονούν το ανθρώπινο πνεύμα και λειτουργούν ως εξελικτικοί επιταχυντές της ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Φρέσκος αέρας εισέρχεται ξαφνικά στα πνευματικά μας σεντούκια και τα κάνει να μυρίζουν λιγότερο κλεισούρα και μούχλα.
Στον πυρήνα κάθε αιρετικού βρίσκονται πάντα οι διερωτήσεις. “Τα ερωτήματα είναι που κάνουν τους ανθρώπους αιρετικούς” παραπονέθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Τερτυλλιανός. Οι αιρετικοί είναι συνήθως άνθρωποι που σκέφτονται και λειτουργούν έξω από τα συμβατικά πλαίσια. Αναζητούν διαρκώς πέρα από τις ορατές εικόνες και τα κατεστημένα δόγματα τα μυστικά και τις αλήθειες που κρύβονται από πίσω, διεκδικώντας πάντα το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής.
Εκκλησία και στιγματισμός των παρεκκλίσεων
Από την άλλη σε κάποιες εποχές και συγκυρίες ο μόνος τρόπος για να κρατήσουμε μια θρησκεία ζωντανή είναι να αποσχιστούμε, υπό τη μορφή αίρεσης, από το κύριο σώμα της. Ωστόσο οι θρησκείες και ειδικά τα ιερατεία τους, δε φημίζονται για την ανεκτικότητα τους απέναντι στο διαφορετικό ή στο αποκλίνον. Η ανεκτικότητα είναι περισσότερο κοινωνική παρά θρησκευτική αξία.
Έτσι η αύξηση της δυσανεξίας στις αιρετικές απόψεις ήταν ανέκαθεν σημάδι δογματισμού, συντηρητισμού και παρακμής, καθώς η διαφωνία εκλαμβάνονταν ως προδοσία και έγκλημα. Μια τέτοια εποχή ήταν ο Μεσαίωνας, που πέρασε στην ιστοριογραφία ως η Σκοτεινή Εποχή, με κύρια χαρακτηριστικά της από τη μία την εξόντωση του κάθε λογής αιρετικού, το “κυνήγι των μαγισσών”, τις διώξεις των Εβραίων, τη δαιμονοποίηση της διαφωνίας και την υποχώρηση της αρχαίας επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης, κι από την άλλη την αποθέωση της μοναρχίας και της θεοκρατίας.
Οι αιρέσεις αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, απόδειξη της δύναμης της ιεραρχικά οργανωμένης Εκκλησίας, που έχει το μονοπώλιο ισχύος στο να περιγράφει, στιγματίζει και να καταδικάζει ό,τι η ίδια θεωρεί παρέκκλιση. Συχνά η μεγέθυνση των αιρέσεων αντανακλά απλώς αυτό το γεγονός, δηλαδή την αύξηση της καθοδήγησης, της αστυνόμευσης και του ελέγχου του ποιμνίου εκ μέρους της Εκκλησίας.
Για να ελεγχθούν οι κοσμικοί και να εκφοβιστούν αναπτύσσεται παραδοσιακά από την Εκκλησία μια “διωκτική νοοτροπία” κι επινοούνται διακρίσεις, πρακτικές αποκλεισμού, διώξεις και οργανωμένη βία, που κατευθύνονται σε στοχευμένες ομάδες και μειονότητες, οι οποίες εντοπίζονται, διαχωρίζονται και ταξινομούνται ως “εχθροί” της Εκκλησίας, αλλά και της κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια οι ιεροεξεταστές της κάθε εποχής αναδεικνύονται ιδιαίτερα εφευρετικοί στο να επινοούν ταξινομήσεις, να καθορίζουν παρεκκλίσεις, να δημιουργούν ταυτότητες και να επιβάλουν νέες αντιλήψεις και αυστηρές πρακτικές εξουσίας σε ομάδες, που χρησιμοποιούνται ως “αποδιοπομπαίοι τράγοι”. Ο διωκτικός τους ζήλος αντανακλά συχνά τους φόβους και τις υπαρξιακές ανασφάλειες που δημιουργούν στην κοσμοαντίληψη της κυρίαρχης ελίτ οι αιρετικοί, παρότι συχνά δεν απειλούν τη δομή και τους θεσμούς της κοινωνίας.
Ειδικά η ιεραρχικά οργανωμένη και δογματική Εκκλησία δεν ανέχεται εύκολα την “ελευθερία επιλογής” και τιμωρεί παραδειγματικά όσους τολμούν και διαβαίνουν τα όρια του κατεστημένου δόγματος. Άλλωστε η κάθε αίρεση υφίσταται στο βαθμό που η εξουσία, κι εν προκειμένω η επίσημη Εκκλησία, την ανακηρύσσει ως τέτοια.
Τι είναι Αίρεση;
Ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα η νέα θρησκεία του Χριστιανισμού, είχε μια ιεραρχικά δομημένη εκκλησιαστική οργάνωση και ένα συγκεκριμένο Δόγμα, κι όποιος παρέκκλινε από αυτό θεωρούταν αιρετικός ακόμη κι εχθρός. Για το χριστιανικό ιερατείο, που κατόπιν πήρε τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας, κάθε η απόκλιση από το Δόγμα της “εξ Αποκαλύψεως Αλήθειας” ονομάζονταν Αίρεση.
Τι θεωρούταν λοιπόν “Αίρεση”; Μια ιδεολογική παρέκκλιση, μια διαστρέβλωση, μια υπονόμευση της ορθόδοξης αλήθειας, μια παράνομη πνευματικότητα, ένα “έγκλημα σκέψης”, στην ουσία η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Άλλωστε η ελληνική λέξη Αίρεση (Heresy) ετυμολογείται από το ρήμα αιρέομαι, που σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή...
Από την εποχή της εγκαθίδρυσης του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος η κατηγορία πως κάποιος ήταν “αιρετικός” δε γινόταν αποκλειστικά για λόγους θρησκευτικής καθαρότητας. Κάποιοι κατηγορούνταν ως αιρετικοί για πολιτικούς λόγους, προκειμένου να βγουν από τη μέση. Άλλοι, εξαιτίας των μυστικιστικών και αποκρυφιστικών τάσεων τους, κινούσαν υποψίες αίρεσης. Ήταν δύσκολο να αποφασίσεις που τελείωνε ο μυστικισμός και άρχιζε η αίρεση. Αν ένας άγιος ήταν ορθόδοξος ή αιρετικός...
Πρέπει να σημειωθεί πως μεταξύ 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα άρχισαν ουσιαστικά οι διεργασίες κρυσταλοποίησης και καθορισμού θρησκευτικών ταυτοτήτων στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που θα ολοκληρωνόταν αιώνες αργότερα. Φυσικά η διεκδίκηση της όποιας “ορθοδοξίας” ελκυόταν από πολλούς υποψήφιους. Έτσι και ο όρος αίρεση νοηματοδοτείται εκ νέου. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο αίρεση αποτελούσε το τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού ή θρησκευτικού συνόλου, που διαφωνούσε με την κυρίαρχη τάση ή με άλλες δευτερεύουσες και βρισκόταν σε ειρηνικό διάλογο ή ακόμη και αντιπάλευε τους συνομιλητές της. Ωστόσο, εκείνη την ενδιάμεση εποχή, όλες αυτές οι τάσεις και αιρέσεις μπορούσαν να συνυπάρχουν υπό την ίδια στέγη, δίχως ν' απαιτείται ο “ακρωτηριασμός” του κυρίως “σώματος”.
Όταν όμως προς τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα, στα πλαίσια ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων, οι ταυτότητες σταδιακά παγιώνονται και οι όροι αποκτούν διαφορετική έννοια. Πλέον με τον όρο αίρεση (Μινούτ στα Εβραϊκά) προσδιορίζεται εκείνη η θρησκευτική ομάδα που όχι μόνον διαφέρει, θεωρητικά ή πρακτικά, από το κυρίαρχο ρεύμα, αλλά συνιστά και απειλή για την κυρίαρχη τάση, την “ορθόδοξη”. Έτσι ο εννοούμενος ως “αιρετικός” θεωρείται πλέον εχθρικά διακείμενος.
Είναι ο “Άλλος” ή ο “Ξένος”, που εξορισμού εξοστρακίζεται και δεν μπορεί πλέον να συμμετάσχει στα τελούμενα της κυρίαρχης “ορθόδοξης” τάσης. Αφορίζεται, στιγματίζεται, ενοχοποιείται και στοχοποιείται, διότι θεωρείται πως η αμφισβήτηση της όποιας “ορθοδοξίας” τον αποκόπτει επίσημα και σχεδόν αμετάκλητα από το σώμα της. Συχνά δε επιτελεί και το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για την εξυπηρέτηση των περιστασιακών εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων της ιστορικής στιγμής.
Η αποδιοπόμπηση της αίρεσης, που στηρίχθηκε στη σκόπιμη καλλιέργεια των κινδύνων που απορρέουν από αυτή, καθοδηγήθηκε από την εξουσία και την Εκκλησία, λαμβάνοντας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τη μορφή του ειδικού κατασταλτικού μηχανισμού της Ιεράς Εξέτασης (Sacra Inquisitio), με ιεροδικεία και δημόσιες τελετές καύσης.
H αποδιοπόμπηση της αίρεσης και η έντεχνη υποδαύλιση του φόβου για τους δήθεν κινδύνους που προέρχονται από αυτή, εδραίωνε τις θεσμικές εκφράσεις της πίστης, έκανε να προβάλλει ως “φυσική” η αμυντική αντίδραση της κοινωνίας με τη δημιουργία μιας εκκλησιαστικής αστυνομίας (Ιερά Εξέταση) κι επέβαλε ως αιτιολογημένη και νόμιμη οποιαδήποτε βία και αυθαιρεσία εκ μέρους της εξουσίας.
Έτσι, οποιαδήποτε νομική βοήθεια μέσω δικηγόρων ή μαρτύρων και γενικώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, δεν ίσχυαν για εκείνους που κατηγορούνταν για Αίρεση. “Εκείνοι που υπερασπίζονται τους κατηγορούμενους αιρετικούς, θα αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί” (Thomas S. Szasz, Η Βιομηχανία της Τρέλας, κεφ. “Ο Κακούργος Επικυρώνεται”). Αναφερόμενος στην “κοινωνική λειτουργία” της Ιεράς Εξέτασης ο Lea σημειώνει: “Αντικείμενο της Ιεράς Εξέτασης είναι η εκρίζωση της αίρεσης.
Όμως η αίρεση δεν είναι δυνατόν να εκριζωθεί εάν δεν αφανιστούν οι αιρετικοί... Κι αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: ή με τον προσηλυτισμό των αιρετικών στην αληθινή Καθολική πίστη ή με την παράδοσή τους στις κοσμικές αρχές για να καούν στην πυρά”. Η πυρά υποτίθεται πως “εξάγνιζε” τους αιρετικούς από τις “αμαρτίες” τους και οδηγούσε την “καθαρή” πλέον ψυχή τους στο Θεό για να αναλάβει την Τελική Κρίση της.
Η ειρωνεία πάντως της ιστορίας είναι πως Ιησούς, όταν άρχισε να διδάσκει και έλεγε “Εγώ και ο Πατέρας είμαστε Ένα”, θεωρήθηκε από το Ιερατείο του Ιουδαϊσμού, το οποίο υποστήριζε πως ο Θεός είναι ο Δημιουργός του κόσμου και πως Δημιουργός και δημιούργημα δεν μπορεί να είναι ένα και το αυτό, ως αιρετικός και βλάσφημος. Και κατηγορούμενος για βλασφημία, και όχι ότι για την επαναστατική του δράση κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οδηγήθηκε τελικά στη Σταύρωση. Αυτός, χωρίς τον οποίο δε θα υπήρχε ποτέ ο Χριστιανισμός, ήταν κάποιος που πέθανε μαρτυρικά πάνω στο σταυρό επειδή το επίσημο ιερατείο της εποχής του τον στιγμάτισε ως βλάσφημο και αιρετικό.
Στον αντίποδα, όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους και άρχισε να υπόκειται σε πολιτικές στρατηγικές, σκοπιμότητες και στην κρατική εξουσία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά δόγματος, έχασε τους ζωτικούς χυμούς και την επαναστατικότητα των πρώτων αιώνων. Στην πορεία κατέληξε στείρος, η σκέψη των πνευματικών του πρωτοπόρων περιορίστηκε σε στεγανά, ακόμη και τα βιωματικά του μυστήρια ξεθώριασαν, απώλεσαν την πνευματική ουσία τους, κι έγιναν περισσότερο αναπαραστάσεις με οσμή αρχαίας μυστηριακής ατμόσφαιρας. Αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο το τίμημα της επιτυχίας του.
Διώξεις αιρετικών στο Βυζάντιο
Η εξόντωση κι ο εκτοπισμός των Παυλικιανών, οι θανατικές καταδίκες Μανιχαίων, οι διώξεις κάθε Γνωστικιστικής ή Μανιχαϊκής τάσης, όπως π.χ. ο Βογομιλισμός από τον Αλέξιο Α' Κομνηνό, πήραν πολλές φορές τις διαστάσεις ενός πραγματικού κυνηγιού των μαγισσών. Δεκατέσσερις χιλιάδες στρατιώτες του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ, που αιχμαλωτίστηκαν το 1014 μ.Χ. στη μάχη στο Κλειδί/Μπελάσιτσα, θεωρήθηκαν “στασιαστές” και τυφλώθηκαν ομαδικά, με διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος απέκτησε έκτοτε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος.
Σύμφωνα με την Ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορική Κοσμοθεωρία, ο Βούλγαρος Τσάρος όφειλε να θεωρεί τον Αυτοκράτορα “Πατέρα” του, κι έτσι κάθε εχθρική κίνησή του θεωρούταν αυτομάτως στάση και ανταρσία ενός αχάριστου υιού ενάντια στον πνευματικό του Πατέρα, την οποία υποκινούσε ο Σατανάς για να προκαλέσει τον όλεθρο των χριστιανικών ψυχών. Έτσι έπρεπε να τιμωρηθεί από τον Θεό, άρα από τον αντιπρόσωπό του στη γη, δηλαδή τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Για να αιτιολογήσουν τις διώξεις τους απέναντι στην όποια αιρετική διαφορετικότητα οι Ορθόδοξοι υποστήριξαν πως αυτή δεν ήταν θεωρητικού και φιλοσοφικού τύπου, αλλά εκδηλωνόταν σχεδόν πάντα με αιματηρή βία και διεκδικούσε τα δικά της πρωτεία εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα εκείνες των Ευχιτών, των Βογόμιλων, των Βάλδιων και των Καθαρών, δεν ευσταθεί, αλλά αποτελεί μια σκανδαλώδη παραχάραξη.
Γιώργος Στάμκος - tvxs