Παρουσιάστηκε ως ένα πρόγραμμα οικονομικής στήριξης και ανάκαμψης, με σκοπό την ανοικοδόμηση της Ευρώπης, η οποία ακόμα προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Γρήγορα, ωστόσο, το «Σχέδιο Μάρσαλ» αποδείχτηκε πως ήταν η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη επιχείρηση των ΗΠΑ να επέμβουν στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Σαν σήμερα, το 1948, υπογράφηκε ένα από τα πρώτα δείγματα του επερχόμενου «Ψυχρού Πολέμου».
Με το τέλος του Πολέμου, το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης ήταν εξαθλιωμένο, καθώς οι συνεχείς βομβαρδισμοί είχαν καταστρέψει τα δίκτυα μεταφορών, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τις βασικότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι διέμεναν σε προσφυγικά στρατόπεδα και επεβίωναν με την βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών. Ειδικά το δύσκολο χειμώνα '46-'47, η έλλειψη τροφίμων έκανε τα πράγματα χειρότερα. Με άδεια δημόσια ταμεία, κανένα κράτος δεν μπορούσε από μόνο του να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Οι ΗΠΑ, με το «Σχέδιο Μάρσαλ», προσέφεραν οικονομική στήριξη στην «γηραιά ήπειρο», για να αποκατασταθούν οι αποδεκατισμένες περιοχές και να εκσυγχρονιστεί η βιομηχανία. Το πρόγραμμα ξεκινούσε τον Απρίλιο του 1948, είχε διάρκεια 4 χρόνων και πήρε το όνομά του από τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, George Marshall. Σε μεγάλο βαθμό, υπήρξε δημιούργημα των στελεχών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ιδιαίτερα του William L. Clayton και του George F. Kennan. Το σχέδιο εγκρίθηκε εξασφαλίζοντας διακομματική υποστήριξη, τόσο από τους Δημοκρατικούς του Λευκού Οίκου, όσο και από το (Ρεπουμπλικανικής, τότε, επιρροής) Κονγκρέσο.
Ένα περίπου χρόνο πριν την υπογραφή του σχεδίου, στις 12 Μαρτίου του 1947, ο πρόεδρος Τρούμαν διακηρύσσει ότι οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν «τους ελεύθερους ανθρώπους που αντιστέκονται στην προσπάθεια υποταγής τους σε ένοπλες μειοψηφίες ή εξωτερικές πιέσεις», αφήνοντας αιχμές για την ανάμειξη της Σοβιετικής Ένωσης στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Η δήλωση αυτή, το «δόγμα Τρούμαν», αφορούσε τις προσπάθειες του κομμουνιστικού κινήματος να καταλάβει την εξουσία στο Ιράν, στην Τουρκία και, κυρίως, στην Ελλάδα.
«Η πολιτική μας δεν στρέφεται ενάντια σε καμία χώρα, αλλά ενάντια στην πείνα, τη φτώχεια, την απόγνωση και το χάος. Κάθε κυβέρνηση που είναι πρόθυμη να βοηθήσει στην ανάκαμψη θα βρεί την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ. Σκοπός μας πρέπει να είναι η αναβίωση της παγκόσμιας οικονομίας της εργασίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εμφάνιση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών υπό τις οποίες μπορούν να υπάρξουν ελεύθεροι θεσμοί», δήλωνε ο George Marshall, τον Ιούνιο του 1947.
Παρ’ όλη την εχθρότητα των ΗΠΑ απέναντι σε οτιδήποτε σοβιετικό, οι πρώτες συζητήσεις για το πρόγραμμα, τον Ιούνιο του 1947, περιελάμβαναν και τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Παρόλο που ο πρέσβης της ΕΣΣΔ υποψιαζόταν ότι το Σχέδιο Μάρσαλ θα οδηγούσε στην δημιουργία μιας αντι-σοβιετικής ομάδας χωρών, ο ίδιος ο Στάλιν ήταν αρχικά θετικός στην ιδέα της οικονομικής βοήθειας.
Στη συνέχεια, άλλαξε γνώμη όταν έμαθε πως για να πάρουν τη βοήθεια, οι ανατολικές χώρες έπρεπε να συμφωνήσουν με τους οικονομικούς όρους των ΗΠΑ, γεγονός που θα περιόριζε την ικανότητα των Σοβιετικών να ασκήσουν τη δική τους επιρροή. Μετά την άρνηση του Στάλιν, μία προς μία οι χώρες της σοβιετικής ζώνης απέρριψαν το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο αναγνωρίστηκε ως «το αμερικανικό σχέδιο για την υποδούλωση της Ευρώπης».
Ωστόσο και οι διαπραγματεύσεις με τις δυτικές χώρες της Ευρώπης ήταν δύσκολες και περίπλοκες, καθώς το κάθε κράτος προέβαλλε τα δικά του συμφέροντα. Η Γαλλία δεν ήθελε μια νέα ανοικοδόμηση της Γερμανίας, το Ηνωμένο Βασίλειο επέμενε πως έπρεπε να έχει ειδική μεταχείριση και οι σκανδιναβικές χώρες προσπαθούσαν να διατηρήσουν ουδέτερη στάση ανάμεσα στην αμερικανική και τη σοβιετική πλευρά. Όσον αφορά τις ΗΠΑ, το μόνο που προέβαλαν ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που προσέφεραν ήταν η ενότητα της Ευρώπης και η διαμόρφωση ενός μετώπου εναντίον του κομμουνισμού.
Οι βασικότεροι ενδοιασμοί και διαφωνίες είχαν να κάνουν με το ποσό των χρημάτων που θα διανεμόταν στην Γερμανία, η οποία ήταν υπεύθυνη για τον Πόλεμο. Τελικά υπήρξε συμφωνία και στις 3 Απριλίου, 1948, ο Τρούμαν υπέγραψε το οριστικό Σχέδιο Μάρσαλ, στο οποίο επικεφαλής της οικονομικής διαχείρισης ήταν ο Paul G. Hoffman.
Μέσα στον χρόνο, οι δεκαεπτά συμμετέχουσες χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ελβετία, Τουρκία και Ηνωμένες Πολιτείες) υπέγραψαν συμφωνία για την ίδρυση συντονιστικού φορέα, του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, με επικεφαλής τον Γάλλο Robert Marjolin.
Συνολικά, από το 1948 έως το 1951, οι Αμερικανοί δαπάνησαν 13 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανόρθωση της Ευρώπης. Οι πρώτες χώρες που έλαβαν τη χρηματική ενίσχυση που παρείχε το σχέδιο Μάρσαλ ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία, χώρες που σύμφωνα με την ηγεσία των ΗΠΑ, ήταν πιο επιρρεπείς στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Οι κύριες εισαγωγές, κατά την έναρξη του προγράμματος, είχαν να κάνουν με προϊόντα αυξημένης ζήτησης, όπως τρόφιμα και καύσιμα. Αργότερα, οι παροχές στράφηκαν προς τις ανάγκες ανασυγκρότησης, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί.
Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο βρισκόταν εν μέσω Εμφυλίου και η Βρετανία, η οποία στήριζε την κυβέρνηση εναντίον των ανταρτών, ανακοίνωσε το Φεβρουάριο του '47 ότι θα διέκοπτε κάθε βοήθεια στην χώρα, αδυνατώντας να επωμιστεί το βάρος. Το κράτος είχε ανάγκη τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ και οι ΗΠΑ τα έδωσαν, θεωρώντας πως αν στην Ελλάδα κέρδιζαν οι κομμουνιστές αντάρτες, σε λίγο καιρό όλη η Μέση Ανατολή θα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Μόσχας. Η αποδοχή της βοήθειας του Σχεδίου ήταν η πρώτη περίπτωση αμερικανικού παρεμβατισμού στη χώρα. Συνολικά, η Ελλάδα έλαβε, υπό μορφή δωρεάς, 706,7 εκατομμύρια δολάρια.
Από αναλυτές, το Σχέδιο Μάρσαλ παρουσιάζεται ως «αμερικανικός οικονομικός ιμπεριαλισμός» και ως απαρχή των «προγραμμάτων βοήθειας», που επιφέρουν καταστροφικά αποτελέσματα. Υποστηρικτές του σχεδίου σημειώνουν την «τεράστια επιτυχία» του προγράμματος, το οποίο, όπως τονίζουν, έθεσε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τόνωσε την συνολική πολιτική και οικονομική ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης.
Πλέον, ο όρος «Σχέδιο Μάρσαλ» χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια για οποιοδήποτε μεγάλης κλίμακας οικονομικό πρόγραμμα, που έχει ως στόχο την οικονομική ενίσχυση μίας χώρας από τους εταίρους της.
Γρήγορα, ωστόσο, το «Σχέδιο Μάρσαλ» αποδείχτηκε πως ήταν η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη επιχείρηση των ΗΠΑ να επέμβουν στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Σαν σήμερα, το 1948, υπογράφηκε ένα από τα πρώτα δείγματα του επερχόμενου «Ψυχρού Πολέμου».
Με το τέλος του Πολέμου, το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης ήταν εξαθλιωμένο, καθώς οι συνεχείς βομβαρδισμοί είχαν καταστρέψει τα δίκτυα μεταφορών, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τις βασικότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι διέμεναν σε προσφυγικά στρατόπεδα και επεβίωναν με την βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών. Ειδικά το δύσκολο χειμώνα '46-'47, η έλλειψη τροφίμων έκανε τα πράγματα χειρότερα. Με άδεια δημόσια ταμεία, κανένα κράτος δεν μπορούσε από μόνο του να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Οι ΗΠΑ, με το «Σχέδιο Μάρσαλ», προσέφεραν οικονομική στήριξη στην «γηραιά ήπειρο», για να αποκατασταθούν οι αποδεκατισμένες περιοχές και να εκσυγχρονιστεί η βιομηχανία. Το πρόγραμμα ξεκινούσε τον Απρίλιο του 1948, είχε διάρκεια 4 χρόνων και πήρε το όνομά του από τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, George Marshall. Σε μεγάλο βαθμό, υπήρξε δημιούργημα των στελεχών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ιδιαίτερα του William L. Clayton και του George F. Kennan. Το σχέδιο εγκρίθηκε εξασφαλίζοντας διακομματική υποστήριξη, τόσο από τους Δημοκρατικούς του Λευκού Οίκου, όσο και από το (Ρεπουμπλικανικής, τότε, επιρροής) Κονγκρέσο.
Ένα περίπου χρόνο πριν την υπογραφή του σχεδίου, στις 12 Μαρτίου του 1947, ο πρόεδρος Τρούμαν διακηρύσσει ότι οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν «τους ελεύθερους ανθρώπους που αντιστέκονται στην προσπάθεια υποταγής τους σε ένοπλες μειοψηφίες ή εξωτερικές πιέσεις», αφήνοντας αιχμές για την ανάμειξη της Σοβιετικής Ένωσης στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Η δήλωση αυτή, το «δόγμα Τρούμαν», αφορούσε τις προσπάθειες του κομμουνιστικού κινήματος να καταλάβει την εξουσία στο Ιράν, στην Τουρκία και, κυρίως, στην Ελλάδα.
«Η πολιτική μας δεν στρέφεται ενάντια σε καμία χώρα, αλλά ενάντια στην πείνα, τη φτώχεια, την απόγνωση και το χάος. Κάθε κυβέρνηση που είναι πρόθυμη να βοηθήσει στην ανάκαμψη θα βρεί την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ. Σκοπός μας πρέπει να είναι η αναβίωση της παγκόσμιας οικονομίας της εργασίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εμφάνιση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών υπό τις οποίες μπορούν να υπάρξουν ελεύθεροι θεσμοί», δήλωνε ο George Marshall, τον Ιούνιο του 1947.
Παρ’ όλη την εχθρότητα των ΗΠΑ απέναντι σε οτιδήποτε σοβιετικό, οι πρώτες συζητήσεις για το πρόγραμμα, τον Ιούνιο του 1947, περιελάμβαναν και τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Παρόλο που ο πρέσβης της ΕΣΣΔ υποψιαζόταν ότι το Σχέδιο Μάρσαλ θα οδηγούσε στην δημιουργία μιας αντι-σοβιετικής ομάδας χωρών, ο ίδιος ο Στάλιν ήταν αρχικά θετικός στην ιδέα της οικονομικής βοήθειας.
Στη συνέχεια, άλλαξε γνώμη όταν έμαθε πως για να πάρουν τη βοήθεια, οι ανατολικές χώρες έπρεπε να συμφωνήσουν με τους οικονομικούς όρους των ΗΠΑ, γεγονός που θα περιόριζε την ικανότητα των Σοβιετικών να ασκήσουν τη δική τους επιρροή. Μετά την άρνηση του Στάλιν, μία προς μία οι χώρες της σοβιετικής ζώνης απέρριψαν το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο αναγνωρίστηκε ως «το αμερικανικό σχέδιο για την υποδούλωση της Ευρώπης».
Ωστόσο και οι διαπραγματεύσεις με τις δυτικές χώρες της Ευρώπης ήταν δύσκολες και περίπλοκες, καθώς το κάθε κράτος προέβαλλε τα δικά του συμφέροντα. Η Γαλλία δεν ήθελε μια νέα ανοικοδόμηση της Γερμανίας, το Ηνωμένο Βασίλειο επέμενε πως έπρεπε να έχει ειδική μεταχείριση και οι σκανδιναβικές χώρες προσπαθούσαν να διατηρήσουν ουδέτερη στάση ανάμεσα στην αμερικανική και τη σοβιετική πλευρά. Όσον αφορά τις ΗΠΑ, το μόνο που προέβαλαν ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που προσέφεραν ήταν η ενότητα της Ευρώπης και η διαμόρφωση ενός μετώπου εναντίον του κομμουνισμού.
Οι βασικότεροι ενδοιασμοί και διαφωνίες είχαν να κάνουν με το ποσό των χρημάτων που θα διανεμόταν στην Γερμανία, η οποία ήταν υπεύθυνη για τον Πόλεμο. Τελικά υπήρξε συμφωνία και στις 3 Απριλίου, 1948, ο Τρούμαν υπέγραψε το οριστικό Σχέδιο Μάρσαλ, στο οποίο επικεφαλής της οικονομικής διαχείρισης ήταν ο Paul G. Hoffman.
Μέσα στον χρόνο, οι δεκαεπτά συμμετέχουσες χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ελβετία, Τουρκία και Ηνωμένες Πολιτείες) υπέγραψαν συμφωνία για την ίδρυση συντονιστικού φορέα, του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, με επικεφαλής τον Γάλλο Robert Marjolin.
Συνολικά, από το 1948 έως το 1951, οι Αμερικανοί δαπάνησαν 13 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανόρθωση της Ευρώπης. Οι πρώτες χώρες που έλαβαν τη χρηματική ενίσχυση που παρείχε το σχέδιο Μάρσαλ ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία, χώρες που σύμφωνα με την ηγεσία των ΗΠΑ, ήταν πιο επιρρεπείς στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Οι κύριες εισαγωγές, κατά την έναρξη του προγράμματος, είχαν να κάνουν με προϊόντα αυξημένης ζήτησης, όπως τρόφιμα και καύσιμα. Αργότερα, οι παροχές στράφηκαν προς τις ανάγκες ανασυγκρότησης, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί.
Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο βρισκόταν εν μέσω Εμφυλίου και η Βρετανία, η οποία στήριζε την κυβέρνηση εναντίον των ανταρτών, ανακοίνωσε το Φεβρουάριο του '47 ότι θα διέκοπτε κάθε βοήθεια στην χώρα, αδυνατώντας να επωμιστεί το βάρος. Το κράτος είχε ανάγκη τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ και οι ΗΠΑ τα έδωσαν, θεωρώντας πως αν στην Ελλάδα κέρδιζαν οι κομμουνιστές αντάρτες, σε λίγο καιρό όλη η Μέση Ανατολή θα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Μόσχας. Η αποδοχή της βοήθειας του Σχεδίου ήταν η πρώτη περίπτωση αμερικανικού παρεμβατισμού στη χώρα. Συνολικά, η Ελλάδα έλαβε, υπό μορφή δωρεάς, 706,7 εκατομμύρια δολάρια.
Από αναλυτές, το Σχέδιο Μάρσαλ παρουσιάζεται ως «αμερικανικός οικονομικός ιμπεριαλισμός» και ως απαρχή των «προγραμμάτων βοήθειας», που επιφέρουν καταστροφικά αποτελέσματα. Υποστηρικτές του σχεδίου σημειώνουν την «τεράστια επιτυχία» του προγράμματος, το οποίο, όπως τονίζουν, έθεσε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τόνωσε την συνολική πολιτική και οικονομική ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης.
Πλέον, ο όρος «Σχέδιο Μάρσαλ» χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια για οποιοδήποτε μεγάλης κλίμακας οικονομικό πρόγραμμα, που έχει ως στόχο την οικονομική ενίσχυση μίας χώρας από τους εταίρους της.