Ο διπολικός (και δοσμένος σε «δυνατά σκαριά» που κουβαλούσαν στους ωκεανούς της ιστορίας αδιάψευστα ακόμη οράματα αλλά κι οριακούς κινδύνους) μεταπολεμικός κόσμος, ήταν πολύ διαφορετικός από τον (ανεβασμένο σε σκαρί δίχως καμιά πραγματική πυξίδα) ερημικό υπαρξιακά κι όμως απαιτητικό πολιτικά (αυτό κι αν είναι χάσμα!) κόσμο που βιώνουμε σήμερα.
Σ’ εκείνον τον κόσμο που η προοπτική μιας κοινωνίας δικαιότερης έκανε πικρότερο το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής καταστροφής, αναπτύχθηκε ως προπομπός κινημάτων που θα χάραζαν με τα νύχια τους βαθιά την υποκριτική μάσκα της «τάξης πραγμάτων», το πρώτο (μετά τον Ισπανικό εμφύλιο) διεθνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα:
Το Κίνημα Ειρήνης, συγκεντρώνοντας στις τάξεις του τους πιο ανήσυχους κι ανιδιοτελείς νέους και νέες της εποχής, βάζοντας την κοινωνία και την διπλωματία των πολιτών απέναντι στην κούρσα εξοπλισμών των «δυο μεγάλων», συνδύαζε ταυτόχρονα και την έντονη παρουσία ανθρώπων μιας ακαταπόνητης μπροστά στις ευθύνες της «διανόησης» κι ενός εξεγερμένου κι απέναντι από την ύπαρξη του (όπως θα ’δειχνε λίγα χρόνια μετά «ο Μάης») πολιτισμού.
Αν άνθρωποι όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ , ο Γκάντι, ο Αϊνστάιν, ο Σαρλό, ο Νερούντα, ο Χικμέτ, και βέβαια ο Ράσελ (τι τιμή που μίλησα ως νέα στην Ευρωβουλή σε ημερίδα του ιδρύματος του…) και τόσοι άλλοι το ενέπνευσαν και ουσιαστικά το «μορφοποίησαν», αν χιλιάδες ηρωικοί ανώνυμοι το στήριξαν με κόστος ζωής, κι αν σε χώρες όπως η Αγγλία μπήκε καρφί στο μυαλό των ησυχασμένων βάζοντας την πρώτη Ευρωπαϊκή σπορά στις πορείες ενάντια στην Αμερικάνικη βάση του Ολντερμάστον, σε χώρες μετεμφυλιακές όπως η Ελλάδα, όπου όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα, το κίνημα αυτό απέκτησε κάποιες από τις τραγικότερες του στιγμές και συνδέθηκε με το όνομα ενός μάρτυρα της Ειρήνης: Του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το ελληνικό Όλντερμαστον
Ο Απρίλης του ‘63 έβρισκε την Αθήνα να υποδέχεται ράθυμη μια ακόμη άνοιξη με ηλιόλουστες ταινίες στο σινεμά και τραγωδίες στα ξερονήσια. Η ελληνική πολιτική σκηνή, μέσα σε μια οικονομία που κάλπαζε παγκόσμια, έφτιαχνε μέσω του (πολύτιμου κατά τα άλλα) σχεδίου Μάρσαλ βιομήχανους αλλά όχι βιομηχανία.
Και η ελληνική αριστερά, κυνηγημένη αισχρά κι άρα ανίκανη να δει πληγές που ’χαν κακοφορμίσει, ετοιμαζόταν την ίδια ώρα να σηκώσει με γενναίο ανάστημα που ξεπερνούσε τις αδυναμίες της, την πρόκληση ενός κινήματος τέτοιου που θα συμβάδιζε με τις μεγαλύτερες αξίες της ανθρωπότητας, αλλά που θα την έφερνε απέναντι σε ένας κράτος που είχε επιλέξει να μην αποκαθαρθεί από την πιο προφανή αξία του δοσιλογισμού: την «επανασυγκρότηση» της κοινωνίας μέσα από την διάχυση μιας δυσβάσταχτης στην αντίφασή της (και μάτσο και γλύφτικης) αποδοχής της ιεραρχίας των μέτριων, αλλά «εξαιρετικών» όσον αφορά την πίστη τους στις σιαγόνες που δάγκαναν τους «άλλους».
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ανήκε (αρχικά από τάξη κι έπειτα από επιλογή) σε αυτούς τους «άλλους»… Παιδί φτωχών αγροτών, (ενός πατέρα που βλέποντας τα ταλέντα του τού ’πε «παιδί μου ντρέπομαι να σε βάλω στην λάσπη…») φτάνοντας να προσωποποιήσει το αρχαίο εκείνο ρητό του «νους υγιής εν σώματι υγιές», πρωτεύοντας ως βαλκανιονίκης στον αθλητισμό και αναδεικνυόμενος σε υφηγητής στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν γοητεύτηκε από την κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας που φέρει δώρα ζητώντας στο πιάτο όχι το κεφάλι μα την ψυχή σου, και πολιτεύτηκε (παρά το κόστος και δίχως παλινδρομήσεις) με μια αριστερά που μετρούσε τις ανάσες της τοίχο τοίχο στα σκοτεινά χρόνια, μιας αριστεράς που πλευρές της δεν είχαν ακόμη εγκολπωθεί στο σύστημα όπως συνέβη στα χρόνια του ’80…
Ο Λαμπράκης δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του κι είναι ο πρώτος ίσως (μετά την Ελεύθερη Ελλάδα) που κάνει κοινωνικό ιατρείο σε αστικό κέντρο στην χώρα, στη Νίκαια του Πειραιά. «Ο ιατρός κ. Λαμπράκης δέχεται εκάστην Τετάρτην 5-7 μμ τους απόρους δωρεάν» βλέπω την ανάρτηση στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Πάνου Τριγάζη «Ο Λαμπράκης και το Κίνημα Ειρήνης» (σελ. 50)
Αλλά «ο γιατρός» εκείνον τον Απρίλη του ’63, είχε άλλη αποστολή: Να παρευρεθεί μαζί με τους Γλέζο, Κύρκο,(κερδίζοντας τεχνογνωσία κι επαφές για το κίνημα της πανανθρώπινης αλληλεγγύης και του εκδημοκρατισμού στην Ελλάδα) στην πορεία του Όλντερμάστον, αυτήν για την οποία ο Τεύκρος Ανθίας είχε γράψει «προβάδισμα του νου, πυξίδα του αγώνα, η Χιροσίμα, το Όλντερμάστον, και του κόσμου οι Μαραθώνες».
Αν το σκεφτούμε, και φαίνεται στις αναμνήσεις του Λαμπράκη από την πορεία, εκείνη η σπουδαία γενιά είχε συχνά (όχι πάντα) έναν διαμεσολαβητή στις σχέσεις της με την πραγματικότητα. Την τέχνη του πολιτισμού που προσπάθησαν (πέρα από το λογοπαίγνιο και μέσα στην ουσία) να την κάνουν και της πολιτικής την τέχνη.
Ο Μιχάλης Περιστεράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης (που έγραψε το κατ’ εμέ τραγικότερο ποίημα της ελληνικής γραμματείας στον 20ο, το περίφημο «Σκάκι», όπου ο γυμνός απέναντι στην εξουσία μα και τις «στέρεες παρατάξεις» άνθρωπος της λέει επιμένοντας παντοτινά στον «τρελό» του «έλα να παίξουμε!») ο Μάνος Κατράκης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης και τόσοι (μα τόσοι!) άλλοι, μπαίνουν μπροστά (έχοντας ιδρυμένους την τελευταία στιγμή παρακρατικούς συλλόγους με τίτλους εντυπωσιακούς ώστε να τσιμπούν οι ανίδεοι, τι κατ’ αναλογία μου θυμίζει!) για να μεταφερθεί (αυτοδίκαια στην ρημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα) το Όλντερμάστον στην Αθήνα.
Του κόσμου οι Μαραθώνες…
Την 21 του Απρίλη (2 βδομάδες μετά την Αγγλία) ο Λαμπράκης «μπαίνει μπροστά» και πηγαίνει βήμα το βήμα στο ραντεβού του με την ιστορία. «Μια λαμπρή απόδειξη… πως η χειμαζώμενη αυτή χώρα, η έκθετη στην ασέβεια και στην καταδρομή, η καταπατημένη από τα ίδια της τα σαπρόφυτα, διατηρεί ανέπαφη τις μεγάλες της ρίζες…. Μόνο που οι Μαραθωνομάχοι αυτοί είναι λεηλατημένοι από κάθε πανοπλία κι από κάθε μέσο…» θα γράψει ο Νικηφόρος Βρεττάκος, μιλώντας για την εποχή που όποιος έγλυφε διοριζόταν κι όποιος μιλούσε εξοριζόταν…
Το τι έγινε εκείνη την ιστορική ημέρα και πόσο ξύλο, προσβολές και πολύωρες κρατήσεις δέχθηκαν Έλληνες και Ξένοι έχει περάσει στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων, στην ιστορία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο ιστορικός λόγος του Λαμπράκη στην Βουλή την 24η του Απρίλη, πριν από 50 ακριβώς χρόνια, αποτελεί τιμή και όνειδος για μια χώρα που δεν θέλησε ποτέ να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Στον τύμβο κρατά το πανό –κειμήλιο του Όλντερμάστον, τιμή στην χώρα της Ολυμπιακής εκεχειρίας (που τιμούσε αμέσως μετά τους Ιάπωνες λόγω Χιροσίμας το Παγκόσμιο Κίνημα Ειρήνης): «ΕΛΛΑΣ». Μια γυναίκα, η Ευφροσύνη Πολυχρόνη, σπάει πρώτη τον αστυνομικό κλοιό και αποθέτει στον Τύμβο λίγα αγριολούλουδα, θυμίζοντας (όπως ο Τριγάζης αναφέρει) την σχέση της γυναίκας με την ειρήνη από την εποχή της Λυσιστράτης. Οι αστυνομικές δυνάμεις παλεύουν να πάρουν το πανό.
Ο Λαμπράκης το κρατάει αφού ξέφυγε στο μνημείο του Τύμβου ξεφτυλίζοντας ολόκληρο το Παλατιανό καθεστώς. Ξεπροβάλει μόνος του. Ή μάλλον μαζί του. Ο φακός νιώθει την στιγμή και σηκώνεται. Βγαίνει η ιστορική φωτογραφία.
Ένας άνθρωπος αποφασισμένος, θαρραλέος, με το κεφάλι ψηλά, με ισχυρό μέσα του το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και της κοινωνικής ευθύνης, μπορεί να προκαλέσει στον κύκλο του, στο σωματείο του, στη γειτονιά του… στη χώρα ολόκληρη μια πρωτόφαντη, πανίσχυρη, ανίκητη αλυσιδωτή αντίδραση της ειρήνης», γραφόταν σε μπροσούρα της ΕΕΔΥΕ τον Μάη του 57…
Γλώσσα μιας πολιτικής που είχε ακόμη μέσα της ποίηση, θυμίζοντας Λαέρτιο, θυμίζοντας στίχους από σπιρίτσουαλ και φυσικά θυμίζοντας καθόλου μα καθόλου τυχαία τον μικρόκοσμο του Χικμέτ: φράξαν τον δρόμο σ’ έναν άνθρωπο/ αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο που εβάδιζε… /Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ' άστρα,/εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω./Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,/πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο/είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει./είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε…. (μετάφραση Γ. Ρίτσου…. Τι εποχή!)
Όλο το σύμπαν σπίτι!
Μιλώντας με τον τρόπο του για τις -πολυώνυμες….- αλυσίδες ο Ανθίας θα γράψει στην ρομαντική Αθήνα του ’20, περιγράφοντας μια ζωή όπου η ψυχή θα ’ταν πλατύτερη από τα σαλόνια, όπου η συνείδηση θα ’ταν πλατύτερη από τον τόπο, όπου η αξία θα ’ταν πλατύτερη από το υλικό: «Αλήτη! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή./Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη!/Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ, που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι» (πηγή Γ. Σαραντάκος)
Εκείνη την ημέρα, στην πορεία για την οποία έχει έρθει από το Λονδίνο, το απαγγέλει και γίνεται ο ήχος της πορείας. Το Think Tank της ανθρωπότητας δεν έχει γραφικοποιήσει ακόμη, ούτε συστηματικά όπως όλες τις τελευταίες δεκαετίες, την έννοια του ήρωα, αυτού που επιμένει κι απεκδύεται το αναμενόμενο που του έχει ετοιμαστεί.
Ο Λαμπράκης αυτό το αναμενόμενο πήγε να το συναντήσει στην σκοτεινή μεταπολεμική Θεσσαλονίκη (τόσο φωτεινή άλλοτε πριν τα Εβραϊκά ερημωθούν και δοθούν στους Μάυ-δες για τα κομμένα κεφάλια ενός έτσι κι αλλιώς βάρβαρου πανταχόθεν εμφυλίου: όση απόσταση χωρίζει τον πόλεμο από την Ειρήνη, άλλη τόση και μεγαλύτερη χωρίζει έναν «κανονικό»;; πόλεμο από έναν εμφύλιο, έγραψε ο Θουκιδίδης μιλώντας για τον εμφύλιο της εποχής του). Και συναντώντας το, στιγματιοσμένος ίσως απ’ ό,τι λέγεται από ένα «Λονδρέζικο χαστούκι» (…), δολοφονημένος από ένα τρίκυκλο που η μια ρόδα του ήταν ένα «σοφά» επιλεγμένο «λαϊκό» παρακράτος, η άλλη παιχνίδια ξένης πρεσβείας και η τρίτη μια αστική τάξη όχι εθνική όπως το ‘παιζε μα κομπραδόρικη, έκανε όλον το σύμπαν σπίτι.
Η συγκίνηση υπήρξε παγκόσμια όταν στις 1.22 τα ξημερώματα στο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης ο Λαμπράκης, (ο Μέγας Δρυς κατά τον Ρίτσο) ύστερα από μάχη 100 ωρών, «αποχωρεί» από την ζωή και την πολιτική σκηνή του τόπου. Το ίδιο βράδυ, εκεί στα γρασίδια, μπαίνει η σπορά για την ΔΝΛ (Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη).
Άλλοι, εξίσου άξιοι στον ρόλο τους τότε πέρα από ιδεολογικές αναφορές, όπως ο Χρ. Σαρτζετάκης, αλλά και οι δημοσιογράφοι της Αυγής (από μια πάστα που πια σχεδόν δεν υπάρχει) Γ. Βούλτεψης, Γ. Μπέρτσος, και Γ. Ρωμαίος, ξετυλίγουν με κίνδυνο ζωής το νήμα «ενός τροχαίου ατυχήματος». «Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;» θα γράψει η Διδώ Σωτηρίου και ο καθένας ξέρει ότι με αφορμή τον Λαμπράκη μιλά για τον ανθρώπινο αγώνα: «Και μεις σπαθί τη θέληση μας κάνουμε/κι ολόγυμνο το σέρνουμε απ’ τη θήκη/Η Ειρήνη δε χαρίζεται- κερδίζεται./ Η ειρήνη είναι μια μάχη και μια Νίκη.» (Θ. Πιερίδης)
Ελένη Καρασαββίδου
Σ’ εκείνον τον κόσμο που η προοπτική μιας κοινωνίας δικαιότερης έκανε πικρότερο το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής καταστροφής, αναπτύχθηκε ως προπομπός κινημάτων που θα χάραζαν με τα νύχια τους βαθιά την υποκριτική μάσκα της «τάξης πραγμάτων», το πρώτο (μετά τον Ισπανικό εμφύλιο) διεθνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα:
Το Κίνημα Ειρήνης, συγκεντρώνοντας στις τάξεις του τους πιο ανήσυχους κι ανιδιοτελείς νέους και νέες της εποχής, βάζοντας την κοινωνία και την διπλωματία των πολιτών απέναντι στην κούρσα εξοπλισμών των «δυο μεγάλων», συνδύαζε ταυτόχρονα και την έντονη παρουσία ανθρώπων μιας ακαταπόνητης μπροστά στις ευθύνες της «διανόησης» κι ενός εξεγερμένου κι απέναντι από την ύπαρξη του (όπως θα ’δειχνε λίγα χρόνια μετά «ο Μάης») πολιτισμού.
Αν άνθρωποι όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ , ο Γκάντι, ο Αϊνστάιν, ο Σαρλό, ο Νερούντα, ο Χικμέτ, και βέβαια ο Ράσελ (τι τιμή που μίλησα ως νέα στην Ευρωβουλή σε ημερίδα του ιδρύματος του…) και τόσοι άλλοι το ενέπνευσαν και ουσιαστικά το «μορφοποίησαν», αν χιλιάδες ηρωικοί ανώνυμοι το στήριξαν με κόστος ζωής, κι αν σε χώρες όπως η Αγγλία μπήκε καρφί στο μυαλό των ησυχασμένων βάζοντας την πρώτη Ευρωπαϊκή σπορά στις πορείες ενάντια στην Αμερικάνικη βάση του Ολντερμάστον, σε χώρες μετεμφυλιακές όπως η Ελλάδα, όπου όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα, το κίνημα αυτό απέκτησε κάποιες από τις τραγικότερες του στιγμές και συνδέθηκε με το όνομα ενός μάρτυρα της Ειρήνης: Του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το ελληνικό Όλντερμαστον
Ο Απρίλης του ‘63 έβρισκε την Αθήνα να υποδέχεται ράθυμη μια ακόμη άνοιξη με ηλιόλουστες ταινίες στο σινεμά και τραγωδίες στα ξερονήσια. Η ελληνική πολιτική σκηνή, μέσα σε μια οικονομία που κάλπαζε παγκόσμια, έφτιαχνε μέσω του (πολύτιμου κατά τα άλλα) σχεδίου Μάρσαλ βιομήχανους αλλά όχι βιομηχανία.
Και η ελληνική αριστερά, κυνηγημένη αισχρά κι άρα ανίκανη να δει πληγές που ’χαν κακοφορμίσει, ετοιμαζόταν την ίδια ώρα να σηκώσει με γενναίο ανάστημα που ξεπερνούσε τις αδυναμίες της, την πρόκληση ενός κινήματος τέτοιου που θα συμβάδιζε με τις μεγαλύτερες αξίες της ανθρωπότητας, αλλά που θα την έφερνε απέναντι σε ένας κράτος που είχε επιλέξει να μην αποκαθαρθεί από την πιο προφανή αξία του δοσιλογισμού: την «επανασυγκρότηση» της κοινωνίας μέσα από την διάχυση μιας δυσβάσταχτης στην αντίφασή της (και μάτσο και γλύφτικης) αποδοχής της ιεραρχίας των μέτριων, αλλά «εξαιρετικών» όσον αφορά την πίστη τους στις σιαγόνες που δάγκαναν τους «άλλους».
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ανήκε (αρχικά από τάξη κι έπειτα από επιλογή) σε αυτούς τους «άλλους»… Παιδί φτωχών αγροτών, (ενός πατέρα που βλέποντας τα ταλέντα του τού ’πε «παιδί μου ντρέπομαι να σε βάλω στην λάσπη…») φτάνοντας να προσωποποιήσει το αρχαίο εκείνο ρητό του «νους υγιής εν σώματι υγιές», πρωτεύοντας ως βαλκανιονίκης στον αθλητισμό και αναδεικνυόμενος σε υφηγητής στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν γοητεύτηκε από την κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας που φέρει δώρα ζητώντας στο πιάτο όχι το κεφάλι μα την ψυχή σου, και πολιτεύτηκε (παρά το κόστος και δίχως παλινδρομήσεις) με μια αριστερά που μετρούσε τις ανάσες της τοίχο τοίχο στα σκοτεινά χρόνια, μιας αριστεράς που πλευρές της δεν είχαν ακόμη εγκολπωθεί στο σύστημα όπως συνέβη στα χρόνια του ’80…
Ο Λαμπράκης δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του κι είναι ο πρώτος ίσως (μετά την Ελεύθερη Ελλάδα) που κάνει κοινωνικό ιατρείο σε αστικό κέντρο στην χώρα, στη Νίκαια του Πειραιά. «Ο ιατρός κ. Λαμπράκης δέχεται εκάστην Τετάρτην 5-7 μμ τους απόρους δωρεάν» βλέπω την ανάρτηση στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Πάνου Τριγάζη «Ο Λαμπράκης και το Κίνημα Ειρήνης» (σελ. 50)
Αλλά «ο γιατρός» εκείνον τον Απρίλη του ’63, είχε άλλη αποστολή: Να παρευρεθεί μαζί με τους Γλέζο, Κύρκο,(κερδίζοντας τεχνογνωσία κι επαφές για το κίνημα της πανανθρώπινης αλληλεγγύης και του εκδημοκρατισμού στην Ελλάδα) στην πορεία του Όλντερμάστον, αυτήν για την οποία ο Τεύκρος Ανθίας είχε γράψει «προβάδισμα του νου, πυξίδα του αγώνα, η Χιροσίμα, το Όλντερμάστον, και του κόσμου οι Μαραθώνες».
Αν το σκεφτούμε, και φαίνεται στις αναμνήσεις του Λαμπράκη από την πορεία, εκείνη η σπουδαία γενιά είχε συχνά (όχι πάντα) έναν διαμεσολαβητή στις σχέσεις της με την πραγματικότητα. Την τέχνη του πολιτισμού που προσπάθησαν (πέρα από το λογοπαίγνιο και μέσα στην ουσία) να την κάνουν και της πολιτικής την τέχνη.
Ο Μιχάλης Περιστεράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης (που έγραψε το κατ’ εμέ τραγικότερο ποίημα της ελληνικής γραμματείας στον 20ο, το περίφημο «Σκάκι», όπου ο γυμνός απέναντι στην εξουσία μα και τις «στέρεες παρατάξεις» άνθρωπος της λέει επιμένοντας παντοτινά στον «τρελό» του «έλα να παίξουμε!») ο Μάνος Κατράκης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης και τόσοι (μα τόσοι!) άλλοι, μπαίνουν μπροστά (έχοντας ιδρυμένους την τελευταία στιγμή παρακρατικούς συλλόγους με τίτλους εντυπωσιακούς ώστε να τσιμπούν οι ανίδεοι, τι κατ’ αναλογία μου θυμίζει!) για να μεταφερθεί (αυτοδίκαια στην ρημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα) το Όλντερμάστον στην Αθήνα.
Του κόσμου οι Μαραθώνες…
Την 21 του Απρίλη (2 βδομάδες μετά την Αγγλία) ο Λαμπράκης «μπαίνει μπροστά» και πηγαίνει βήμα το βήμα στο ραντεβού του με την ιστορία. «Μια λαμπρή απόδειξη… πως η χειμαζώμενη αυτή χώρα, η έκθετη στην ασέβεια και στην καταδρομή, η καταπατημένη από τα ίδια της τα σαπρόφυτα, διατηρεί ανέπαφη τις μεγάλες της ρίζες…. Μόνο που οι Μαραθωνομάχοι αυτοί είναι λεηλατημένοι από κάθε πανοπλία κι από κάθε μέσο…» θα γράψει ο Νικηφόρος Βρεττάκος, μιλώντας για την εποχή που όποιος έγλυφε διοριζόταν κι όποιος μιλούσε εξοριζόταν…
Το τι έγινε εκείνη την ιστορική ημέρα και πόσο ξύλο, προσβολές και πολύωρες κρατήσεις δέχθηκαν Έλληνες και Ξένοι έχει περάσει στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων, στην ιστορία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο ιστορικός λόγος του Λαμπράκη στην Βουλή την 24η του Απρίλη, πριν από 50 ακριβώς χρόνια, αποτελεί τιμή και όνειδος για μια χώρα που δεν θέλησε ποτέ να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Στον τύμβο κρατά το πανό –κειμήλιο του Όλντερμάστον, τιμή στην χώρα της Ολυμπιακής εκεχειρίας (που τιμούσε αμέσως μετά τους Ιάπωνες λόγω Χιροσίμας το Παγκόσμιο Κίνημα Ειρήνης): «ΕΛΛΑΣ». Μια γυναίκα, η Ευφροσύνη Πολυχρόνη, σπάει πρώτη τον αστυνομικό κλοιό και αποθέτει στον Τύμβο λίγα αγριολούλουδα, θυμίζοντας (όπως ο Τριγάζης αναφέρει) την σχέση της γυναίκας με την ειρήνη από την εποχή της Λυσιστράτης. Οι αστυνομικές δυνάμεις παλεύουν να πάρουν το πανό.
Ο Λαμπράκης το κρατάει αφού ξέφυγε στο μνημείο του Τύμβου ξεφτυλίζοντας ολόκληρο το Παλατιανό καθεστώς. Ξεπροβάλει μόνος του. Ή μάλλον μαζί του. Ο φακός νιώθει την στιγμή και σηκώνεται. Βγαίνει η ιστορική φωτογραφία.
Ένας άνθρωπος αποφασισμένος, θαρραλέος, με το κεφάλι ψηλά, με ισχυρό μέσα του το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και της κοινωνικής ευθύνης, μπορεί να προκαλέσει στον κύκλο του, στο σωματείο του, στη γειτονιά του… στη χώρα ολόκληρη μια πρωτόφαντη, πανίσχυρη, ανίκητη αλυσιδωτή αντίδραση της ειρήνης», γραφόταν σε μπροσούρα της ΕΕΔΥΕ τον Μάη του 57…
Γλώσσα μιας πολιτικής που είχε ακόμη μέσα της ποίηση, θυμίζοντας Λαέρτιο, θυμίζοντας στίχους από σπιρίτσουαλ και φυσικά θυμίζοντας καθόλου μα καθόλου τυχαία τον μικρόκοσμο του Χικμέτ: φράξαν τον δρόμο σ’ έναν άνθρωπο/ αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο που εβάδιζε… /Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ' άστρα,/εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω./Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,/πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο/είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει./είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε…. (μετάφραση Γ. Ρίτσου…. Τι εποχή!)
Όλο το σύμπαν σπίτι!
Μιλώντας με τον τρόπο του για τις -πολυώνυμες….- αλυσίδες ο Ανθίας θα γράψει στην ρομαντική Αθήνα του ’20, περιγράφοντας μια ζωή όπου η ψυχή θα ’ταν πλατύτερη από τα σαλόνια, όπου η συνείδηση θα ’ταν πλατύτερη από τον τόπο, όπου η αξία θα ’ταν πλατύτερη από το υλικό: «Αλήτη! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή./Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη!/Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ, που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι» (πηγή Γ. Σαραντάκος)
Εκείνη την ημέρα, στην πορεία για την οποία έχει έρθει από το Λονδίνο, το απαγγέλει και γίνεται ο ήχος της πορείας. Το Think Tank της ανθρωπότητας δεν έχει γραφικοποιήσει ακόμη, ούτε συστηματικά όπως όλες τις τελευταίες δεκαετίες, την έννοια του ήρωα, αυτού που επιμένει κι απεκδύεται το αναμενόμενο που του έχει ετοιμαστεί.
Ο Λαμπράκης αυτό το αναμενόμενο πήγε να το συναντήσει στην σκοτεινή μεταπολεμική Θεσσαλονίκη (τόσο φωτεινή άλλοτε πριν τα Εβραϊκά ερημωθούν και δοθούν στους Μάυ-δες για τα κομμένα κεφάλια ενός έτσι κι αλλιώς βάρβαρου πανταχόθεν εμφυλίου: όση απόσταση χωρίζει τον πόλεμο από την Ειρήνη, άλλη τόση και μεγαλύτερη χωρίζει έναν «κανονικό»;; πόλεμο από έναν εμφύλιο, έγραψε ο Θουκιδίδης μιλώντας για τον εμφύλιο της εποχής του). Και συναντώντας το, στιγματιοσμένος ίσως απ’ ό,τι λέγεται από ένα «Λονδρέζικο χαστούκι» (…), δολοφονημένος από ένα τρίκυκλο που η μια ρόδα του ήταν ένα «σοφά» επιλεγμένο «λαϊκό» παρακράτος, η άλλη παιχνίδια ξένης πρεσβείας και η τρίτη μια αστική τάξη όχι εθνική όπως το ‘παιζε μα κομπραδόρικη, έκανε όλον το σύμπαν σπίτι.
Η συγκίνηση υπήρξε παγκόσμια όταν στις 1.22 τα ξημερώματα στο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης ο Λαμπράκης, (ο Μέγας Δρυς κατά τον Ρίτσο) ύστερα από μάχη 100 ωρών, «αποχωρεί» από την ζωή και την πολιτική σκηνή του τόπου. Το ίδιο βράδυ, εκεί στα γρασίδια, μπαίνει η σπορά για την ΔΝΛ (Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη).
Άλλοι, εξίσου άξιοι στον ρόλο τους τότε πέρα από ιδεολογικές αναφορές, όπως ο Χρ. Σαρτζετάκης, αλλά και οι δημοσιογράφοι της Αυγής (από μια πάστα που πια σχεδόν δεν υπάρχει) Γ. Βούλτεψης, Γ. Μπέρτσος, και Γ. Ρωμαίος, ξετυλίγουν με κίνδυνο ζωής το νήμα «ενός τροχαίου ατυχήματος». «Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;» θα γράψει η Διδώ Σωτηρίου και ο καθένας ξέρει ότι με αφορμή τον Λαμπράκη μιλά για τον ανθρώπινο αγώνα: «Και μεις σπαθί τη θέληση μας κάνουμε/κι ολόγυμνο το σέρνουμε απ’ τη θήκη/Η Ειρήνη δε χαρίζεται- κερδίζεται./ Η ειρήνη είναι μια μάχη και μια Νίκη.» (Θ. Πιερίδης)
Ελένη Καρασαββίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου