Κεντημένο στο χέρι με χρυσό και ασήμι από δεξιοτέχνες Ηπειρώτες αργυροχρυσοχόους, φέροντας μια ιστορία 200 και πλέον ετών, ακτινοβολεί μέσα στην προθήκη του και «διηγείται» θρύλους της περιόδου πριν από την Επανάσταση.
Το καριοφίλι του Αλή Πασά είναι το τελευταίο και πιο πολύτιμο από τα αποκτήματα του Μουσείου Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου, που λειτουργεί στο Νησάκι των Ιωαννίνων, στο μέρος όπου ο Αλή δολοφονήθηκε από τα στρατεύματα του σουλτάνου.
Το κειμήλιο, που φέρει εγχάρακτο το όνομα του Αλή Πασά και τη χρονολογία κατασκευής του (1804), βρισκόταν στην κατοχή μιας παλιάς, γνωστής, αρχοντικής οικογένειας των Ιωαννίνων, η οποία έχει μετεγκατασταθεί στην Αθήνα ήδη από τη δεκαετία του 1930. Πριν από ένα μήνα πουλήθηκε στο ιδιωτικό Μουσείο Αλή Πασά, που διαχειρίζεται ο συλλέκτης Φώτης Ραπακούσης κι επέστρεψε εκεί όπου ανήκει ιστορικά. «Το έκθεμα με βρήκε, δεν το βρήκα εγώ. Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα», είπε στο «Εθνος» ο συλλέκτης, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη συλλογή, συντήρηση και ανάδειξη κειμηλίων της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Ο γιος της οικογένειας, που ζει στο Λονδίνο και επιθυμεί ανωνυμία, του τηλεφώνησε πρόσφατα, τον ενημέρωσε για την ύπαρξη του κειμηλίου και του είπε πως ο εκλιπών πατέρας του επιθυμούσε διακαώς αυτό να επιστρέψει στα Γιάννενα. Έπειτα από διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε κάποιο τίμημα και το έκθεμα πήρε περίοπτη θέση πριν από ένα μήνα στις προθήκες του Μουσείου.
«Ήμουν πάρα πολύ τυχερός. Θα μπορούσαν να το βγάλουν σε δημοπρασία και να πάρουν πολλαπλάσια χρήματα. Αυτό το έκθεμα θα το ήθελαν στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, το Τοπ Καπί και σε κάθε διάσημο μουσείο στον κόσμο. Εδώ κυριάρχησε η επιθυμία του ιδιοκτήτη να επιστρέψει στον τόπο του», επισήμανε ο κ. Ραπακούσης.
Για την ιστορία του όπλου και την «περιπλάνησή» του μέχρι να βρεθεί στις προθήκες του Μουσείου Αλή Πασά, λίγα πράγματα είναι γνωστά και πολλές υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το ίδιο το κειμήλιο φέρει την ταυτότητα του Αλή, εγχάρακτη στο σώμα του, καθώς και τη χρονολογία κατασκευής, το 1804.
Με βάση δύο ιστορικά επιβεβαιωμένα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη τη χρονιά, ο συλλέκτης κάνει δύο υποθέσεις: «Είναι η χρονιά που εγκαθίσταται η πρώτη αγγλική διπλωματική αποστολή στα Γιάννενα, με πρόξενο τον Λικ. Ίσως να αποτελεί δώρο του Γεωργίου της Αγγλίας προς τον Πασά των Ιωαννίνων», λέει και προσθέτει: «Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1803, έχει πέσει το Σούλι και ο σουλτάνος Σελίμ ο 3ος χρίζει τον Αλή Πασά Βεζίρη 4 ιππουρίδων (αλογοουρές - αντίστοιχες των αστεριών στο στρατό) και Ρούμελη Βαλεζή (διοικητή της ευρωπαϊκής Τουρκίας). Ταυτόχρονα, ο Αλή χρίζει τον γιο του Βελή της Πελοποννήσου και διευρύνει έτσι την επιρροή του σε ολόκληρη τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι πιθανό ο ίδιος ο σουλτάνος να του έκανε το δώρο αυτό».
Ο πανίσχυρος τότε πασάς ήρθε σε ρήξη με την Πύλη 15 χρόνια αργότερα, συγκρούστηκε με τον σουλτάνο και αποσύρθηκε, το 1822, στα παλιά κελιά της Μονής Αγίου Παντελεήμονα στο Νησί των Ιωαννίνων, το οποίο χρησιμοποιούσε ως εξοχική κατοικία. Εκεί δολοφονήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, περιμένοντας το χαρτί της αμνηστίας. Στους ίδιους χώρους λειτουργεί σήμερα το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου, που φιλοξενεί περίπου 1.000 από τα 6.000 αντικείμενα της ιδιωτικής συλλογής του Φώτη Ραπακούση.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν, εκτός από το καριοφίλι, το τσιμπούκι του Αλή Πασά, μήκους 1,62 μ., από ξύλο τριανταφυλλιάς, διακοσμημένο με δύο μεγάλα κεχριμπάρια και με απόληξη από γιουσούρι (απολιθωμένη ρίζα φυκιού), καθώς και το ασημένιο ξιφίδιο του εθνικού ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη. Το τελευταίο αποκτήθηκε επίσης πρόσφατα και φέρει σκαλισμένο το όνομα του Αρσάκη, της ιδιαίτερης πατρίδας του, Χοτοχόβα της Β. Ηπείρου, και το έτος 1813.
Το καριοφίλι του Αλή Πασά είναι το τελευταίο και πιο πολύτιμο από τα αποκτήματα του Μουσείου Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου, που λειτουργεί στο Νησάκι των Ιωαννίνων, στο μέρος όπου ο Αλή δολοφονήθηκε από τα στρατεύματα του σουλτάνου.
Το κειμήλιο, που φέρει εγχάρακτο το όνομα του Αλή Πασά και τη χρονολογία κατασκευής του (1804), βρισκόταν στην κατοχή μιας παλιάς, γνωστής, αρχοντικής οικογένειας των Ιωαννίνων, η οποία έχει μετεγκατασταθεί στην Αθήνα ήδη από τη δεκαετία του 1930. Πριν από ένα μήνα πουλήθηκε στο ιδιωτικό Μουσείο Αλή Πασά, που διαχειρίζεται ο συλλέκτης Φώτης Ραπακούσης κι επέστρεψε εκεί όπου ανήκει ιστορικά. «Το έκθεμα με βρήκε, δεν το βρήκα εγώ. Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα», είπε στο «Εθνος» ο συλλέκτης, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη συλλογή, συντήρηση και ανάδειξη κειμηλίων της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Ο γιος της οικογένειας, που ζει στο Λονδίνο και επιθυμεί ανωνυμία, του τηλεφώνησε πρόσφατα, τον ενημέρωσε για την ύπαρξη του κειμηλίου και του είπε πως ο εκλιπών πατέρας του επιθυμούσε διακαώς αυτό να επιστρέψει στα Γιάννενα. Έπειτα από διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε κάποιο τίμημα και το έκθεμα πήρε περίοπτη θέση πριν από ένα μήνα στις προθήκες του Μουσείου.
«Ήμουν πάρα πολύ τυχερός. Θα μπορούσαν να το βγάλουν σε δημοπρασία και να πάρουν πολλαπλάσια χρήματα. Αυτό το έκθεμα θα το ήθελαν στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, το Τοπ Καπί και σε κάθε διάσημο μουσείο στον κόσμο. Εδώ κυριάρχησε η επιθυμία του ιδιοκτήτη να επιστρέψει στον τόπο του», επισήμανε ο κ. Ραπακούσης.
Για την ιστορία του όπλου και την «περιπλάνησή» του μέχρι να βρεθεί στις προθήκες του Μουσείου Αλή Πασά, λίγα πράγματα είναι γνωστά και πολλές υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το ίδιο το κειμήλιο φέρει την ταυτότητα του Αλή, εγχάρακτη στο σώμα του, καθώς και τη χρονολογία κατασκευής, το 1804.
Με βάση δύο ιστορικά επιβεβαιωμένα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη τη χρονιά, ο συλλέκτης κάνει δύο υποθέσεις: «Είναι η χρονιά που εγκαθίσταται η πρώτη αγγλική διπλωματική αποστολή στα Γιάννενα, με πρόξενο τον Λικ. Ίσως να αποτελεί δώρο του Γεωργίου της Αγγλίας προς τον Πασά των Ιωαννίνων», λέει και προσθέτει: «Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1803, έχει πέσει το Σούλι και ο σουλτάνος Σελίμ ο 3ος χρίζει τον Αλή Πασά Βεζίρη 4 ιππουρίδων (αλογοουρές - αντίστοιχες των αστεριών στο στρατό) και Ρούμελη Βαλεζή (διοικητή της ευρωπαϊκής Τουρκίας). Ταυτόχρονα, ο Αλή χρίζει τον γιο του Βελή της Πελοποννήσου και διευρύνει έτσι την επιρροή του σε ολόκληρη τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι πιθανό ο ίδιος ο σουλτάνος να του έκανε το δώρο αυτό».
Ο πανίσχυρος τότε πασάς ήρθε σε ρήξη με την Πύλη 15 χρόνια αργότερα, συγκρούστηκε με τον σουλτάνο και αποσύρθηκε, το 1822, στα παλιά κελιά της Μονής Αγίου Παντελεήμονα στο Νησί των Ιωαννίνων, το οποίο χρησιμοποιούσε ως εξοχική κατοικία. Εκεί δολοφονήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, περιμένοντας το χαρτί της αμνηστίας. Στους ίδιους χώρους λειτουργεί σήμερα το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου, που φιλοξενεί περίπου 1.000 από τα 6.000 αντικείμενα της ιδιωτικής συλλογής του Φώτη Ραπακούση.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν, εκτός από το καριοφίλι, το τσιμπούκι του Αλή Πασά, μήκους 1,62 μ., από ξύλο τριανταφυλλιάς, διακοσμημένο με δύο μεγάλα κεχριμπάρια και με απόληξη από γιουσούρι (απολιθωμένη ρίζα φυκιού), καθώς και το ασημένιο ξιφίδιο του εθνικού ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη. Το τελευταίο αποκτήθηκε επίσης πρόσφατα και φέρει σκαλισμένο το όνομα του Αρσάκη, της ιδιαίτερης πατρίδας του, Χοτοχόβα της Β. Ηπείρου, και το έτος 1813.
Πηγή: Έθνος